του Άκη Γαβριηλίδη
Το παρακάτω αποτελεί το κείμενο του λήμματος Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο στον συλλογικό τόμο Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση, που βγήκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2018 σε επιμέλεια Πηνελόπης Πετσίνη και Δημήτρη Χριστόπουλου
Επί δημοκρατικής κυβέρνησης Καραμανλή, η προληπτική λογοκρισία συνέχιζε να λειτουργεί κανονικά και επισήμως (αν και επί της ουσίας με χαλαρότερα κριτήρια). Κάθε δίσκος ή βιβλίο που επρόκειτο να κυκλοφορήσει, έπρεπε προηγουμένως να υποβληθεί στην αρμόδια υπηρεσία και να πάρει τη σχετική έγκριση.
Το 1978, στην υπηρεσία αυτή υποβλήθηκε μεταξύ άλλων ο δίσκος Η ρεζέρβα του Διονύση Σαββόπουλου, από τον οποίο, κατόπιν εξέτασης, κρίθηκαν απορριπτέοι ένας στίχος στην ολότητά του και δύο λέξεις από τον αμέσως προηγούμενο. Οι στίχοι αυτοί περιέχονταν στο Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο, ένα τραγούδι με θέμα την πραγματική ιστορία του Νίκου Κοεμτζή, καταδικασμένου τότε σε ισόβια κάθειρξη για τρεις ανθρωποκτονίες (μεταξύ των οποίων και δύο αστυνομικών).
Μέχρι τότε, η συνήθης πρακτική των καλλιτεχνών σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν να αντικαθιστούν τους επιλήψιμους στίχους με άλλους, αποδεκτούς από τους λογοκριτές. Έτσι, το καλλιτέχνημα έφτανε στον καταναλωτή άρτιο, χωρίς χάσματα –αλλά και χωρίς ίχνη που να προδίδουν την παρέμβαση της λογοκρισίας. Αυτό είχε κάνει και ο ίδιος ο Σαββόπουλος σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν.
Αυτή τη φορά, όμως, αντέδρασε διαφορετικά: αρνήθηκε να γράψει εναλλακτικούς στίχους και απλώς άφησε κενά τα αντίστοιχα σημεία, στα οποία λοιπόν ακουγόταν μόνο η ορχήστρα.
Το ότι η επιλογή αυτή ήταν συνειδητή και εντασσόταν σε μία «πολιτική του δημιουργού», καθίσταται σαφές και από ένα σχετικό σημείωμα στο ένθετο βιβλιαράκι που συνόδευε το δίσκο και περιείχε τους στίχους όλων των τραγουδιών. Το σημείωμα έλεγε:
«Η λέξη κουφούς και οι στίχοι το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω απορρίφθηκαν από την Υπηρεσία του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Προτίμησα να μην αλλάξω επί το ηπιότερον όπως θα απαιτούσε μια «ομαλή» ακρόαση αυτούς τους στίχους, γιατί θα ήταν σαν να συμφωνούσα βρίσκοντάς τους ακατάλληλους. Έτσι στο μιξάζ οι απαγορευμένες λέξεις αντικαταστάθηκαν απλώς με τον ήχο μαγνητοταινίας που σβήνει. Ελπίζω το άκουσμα να είναι αρκετά δυσάρεστο και για μας και για τους υπαίτιους. Αυτό έλειπε να πούμε κι’ ευχαριστώ».
Ο Σαββόπουλος λοιπόν προτίμησε να μην «μπει στον κόπο των λογοκριτών», αλλά να καταστήσει ορατή την παρέμβασή τους, να την εκθέσει (και με τις δύο έννοιες του όρου). Έτσι, αντέστρεψε τη σχέση διώκτη/ θηράματος· ανέτρεψε τη λογοκρισία ως σχέση εξουσίας –όπως ανατρέπουμε κάποιον που έρχεται με φόρα να παραβιάσει μια πόρτα εάν ανοίξουμε διάπλατα αυτή την πόρτα και τον αφήσουμε να παρασυρθεί από τη φόρα του και να σπάσει τα μούτρα του στον απέναντι τοίχο.
Αφήνοντας όμως δημόσια ορατό τον ακρωτηριασμό, ο τραγουδοποιός δεν επέτυχε μόνο ένα αποτέλεσμα καταγγελίας/ διαμαρτυρίας, αλλά επιπλέον κατόρθωσε να εντάξει το εξωτερικό και αρχικώς αντίξοο συμβάν της λογοκρισίας στη δική του λογοθετική στρατηγική. Ενεργώντας αντίθετα προς ό,τι αναμενόταν απ’ αυτόν, επιφέροντας μια απρόσμενη διακοπή της ενότητας και της συνέχειας του έργου, κατάφερε να αιφνιδιάσει τη λογοκρισία· όχι μόνο την έκανε να πέσει η ίδια θύμα της δύναμής της, αλλά και έβαλε αυτή τη δύναμη να δουλέψει υπέρ αυτού. Το ψαλίδισμα του μηνύματος δεν έπληξε, αλλά αντίθετα πολλαπλασίασε τη δραστικότητά του, καθώς τράβηξε την προσοχή του κοινού σε όσα είχε να πει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αν είχε αφεθεί ανεμπόδιστο: η βλάβη στην εικόνα της κυβέρνησης ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ενόχληση των αυτιών των ακροατών για λίγα δευτερόλεπτα, η ευθύνη για την οποία άλλωστε επιρριπτόταν ακέραια στο υπουργείο και όχι στον καλλιτέχνη.
Η ίδια η ύπαρξη βέβαια του σημειώματος αναδεικνύει το εξής εκ πρώτης όψεως παράδοξο: ότι η απαγόρευση δεν ήταν απόλυτη, εφόσον αφορούσε τους επίμαχους στίχους μόνο στη μελοποιημένη εκδοχή τους, ως τμήμα του ηχογραφήματος, και όχι στην τυπωμένη.
Αυτό δείχνει ότι οι λογοκριτές φοβούνταν περισσότερο τη φωνή παρά τη γραφή: θεωρούσαν ότι η ραδιοφωνική μετάδοση της ηχογράφησης θα έκανε περισσότερο κακό διότι θα μετέδιδε την «ασθένεια» σε απροσδιόριστο αριθμό ανθρώπων, ακόμη και σε όσους δεν είχαν αγοράσει το δίσκο –ή/ και που δεν ήξεραν ανάγνωση.
Δείχνει πάντως, όμως, ότι και η λογοκρισία φοβάται κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό. Ίσως φοβάται κάτι που ούτε κι αυτή ξέρει τι είναι –εφόσον είναι προληπτική, προ-καταβολική· και μάλιστα αυτός ο φόβος είναι ο μόνος λόγος ύπαρξής της.
Παράλληλα, δείχνει και κάτι άλλο: ότι η λογοκρισία δεν οδηγεί –ή δεν οδηγεί μόνο/ πάντοτε- σε περιστολή, αποσιώπηση.
Και τα δύο αυτά συμπεράσματα έχουν ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον.
Ακόμα και στον 21ο αιώνα, την εξουσία έχουμε αυθόρμητα την τάση να τη σκεφτόμαστε καταρχάς με βάση την κατασταλτική υπόθεση –αλλά και, επιπλέον, να θεωρούμε τη λογοκρισία ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτή τη λειτουργία της εξουσίας. Όταν ακούμε τη λέξη «κράτος», το πλέον διαδεδομένο σενάριο που μας έρχεται στο μυαλό είναι η εικόνα ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας που παρεμβαίνει εκ των άνω για να σταματήσει, να περιορίσει, να παρεμποδίσει τους ανθρώπους και τη «φυσιολογική» τους τάση να ανταλλάσσουν αντικείμενα ή ιδέες.
Η σύλληψη αυτή σχηματοποιήθηκε στις μεγάλες φιλελεύθερες πολιτικές θεωρίες του ύστερου 17ου αιώνα, ως μια εξωτερική και ανθρωπομορφική θεώρηση βασισμένη στο πρότυπο του απόλυτου μονάρχη· ο απόηχός της ανευρίσκεται μέχρι και στις θεωρίες περί «ιδανικής επικοινωνίας» του 20ού αιώνα (τύπου Χάμπερμας), αλλά και στην αυθόρμητη διαφωτιστικής καταγωγής τάση να θεωρούμε στην καθημερινότητά μας τον καλλιτέχνη/ διανοούμενο ως «πνευματικό άνθρωπο» (συνήθως άνδρα), χαρισματικό φορέα της αλήθειας ή/ και της καλαισθησίας η οποία πρέπει να φτάσει «κάτω στο λαό» και να τον διαφωτίσει, αλλά η αυταρχική εξουσία θέλει να τον φιμώσει.
Την ίδια στιγμή, αυτό το κήρυγμα υποστηρίζεται ότι αντιστοιχεί και ανταποκρίνεται στις ιδέες, στα γούστα, στις συνθήκες ζωής αυτού του «λαού» και μάλιστα προέρχεται απ’ αυτές.
Τυπική έκφραση τόσο του πρώτου, όσο και του δεύτερου υποδείγματος αποτελεί ο λόγος του Μίκη Θεοδωράκη[1]. Aυτό δεν προκαλεί έκπληξη, εφόσον το σχήμα αυτό φαίνεται να αντιστοιχεί πολύ καλά στη βιωμένη εμπειρία του ίδιου και πολλών ομότεχνων ή «επιγόνων» του, όπως λέγονταν τότε, των δεκαετιών του 70 και του 80.
Ήδη τότε, βέβαια, ήταν συζητήσιμο αν όλα όσα συνέβαιναν στο πεδίο της κυκλοφορίας των ιδεών και των καλλιτεχνικών έργων μπορούσαν να γίνουν πλήρως κατανοητά με βάση τα δίπολα καταπίεση/ αντίσταση, ή φωνή/ αποσιώπηση. Ακόμη περισσότερο μετά το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όμως, άρχισε να γίνεται ακόμη πιο εμφανής η ανεπάρκειά τους.
Διότι τα δίπολα αυτά δεν αφήνουν καθόλου χώρο να σκεφτούμε την παραγωγική διάσταση της εξουσίας.
Αυτό το ξέραμε ήδη από τον Φουκώ: η εξουσία δεν καταδικάζει μόνο τους ανθρώπους σε αδράνεια και σιωπή, αλλά συχνά τους παρακινεί να μιλήσουν και να δράσουν· είναι δράση επί δράσεων, όχι μόνο περιστολή και λογοκρισία.
Η έμπνευση του Σαββόπουλου όμως μας δείχνει ότι ούτε η «πραγματική», ιστορικά υπαρκτή λογοκρισία είναι πάντοτε «λογοκρισία» με αυτή τη στενή/ παραδοσιακή έννοια. Ακόμη περισσότερο, δείχνει ότι η ίδια η σιωπή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό όπλο εναντίον της εξουσίας, ως μέσο για δράση επί των δράσεών της.
[1] Π.χ. (τελείως ενδεικτικά): «Πρώτος ο Διονύσιος Σολωμός προσπαθεί και πετυχαίνει αν γεμίσει το χάσμα σκύβοντας με δραματική αγωνία πάνω στο δημοτικό τραγούδι μας και στην Κρητική Τραγωδία, επιδιώκοντας στίχο με στίχο να μπει στην πεμπτουσία του νεοελληνικού λόγου, ο οποίος είναι το μεγαλοφυές δημιούργημα του ελληνικού λαού. Ωστόσο, η προσπάθειά του, στο μέγιστο μέρος της, δεν πάει έως τον ‘χοντρό λαό’ [sic] που ζει απομονωμένος στο χωριό ή στην παράγκα του λαϊκού συνοικισμού. Μπαίνει στις βαρύθυμες, όπως τις ονομάζει ο Ρίτσος, βιβλιοθήκες» (Μίκης Θεοδωράκης, «Σε αναγνωρίζουμε για δάσκαλο [sic] μας», Μετρονόμος, τ. 55 (Ιαν.-Μάρ. 2015, σ. 9). Ο «δάσκαλος» στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης.