Μετακίνηση,Πολιτική

Η ανακοίνωση των λιμενεργατών της Γένοβας που διασώζει την τιμή του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος

του Collettivo Autonomo Lavoratori Portuali

 

Ένα πλοίο που μεταφέρει 42 ανθρώπινα όντα περιμένει δύο βδομάδες ανοιχτά της νήσου Λαμπεντούζα. Είναι άνθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο, τη φτώχεια και τη φυλάκιση. Οι υπεύθυνοι για αυτούς τους πολέμους και αυτή η δυστυχία κάθονται στα κοινοβούλια και στα επιχειρηματικά γραφεία της Ιταλίας και της Ευρώπης. Οι ίδιοι άνθρωποι που  τώρα κάνουνε μπαλάκι, από τη Ρώμη στο Στρασβούργο, την ευθύνη να τους αφήσουν να βγουν στη στεριά.

Δεν είμαστε ούτε ήρωες ούτε πολιτικοί. Κάποιος μάς είπε «ταραχοποιούς». Είμαστε απλοί λιμενεργάτες της Γένοβας, αλλά ακριβώς ως εργαζόμενοι αναγνωριζόμαστε μόνο στις Συνέχεια

Κλασσικό
Πολιτική,Τέχνη

Ο Καββαδίας είναι το «Νιάου νιάου βρε γατούλα» του Μικρούτσικου

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Πριν από πολλά χρόνια, περί το 1980, στην κρατική ραδιοφωνία –μόνο αυτή είχε τότε, αν εξαιρέσουμε τους πειρατές- υπήρχαν διάφορες εκπομπές όπου καλούνταν τραγουδοποιοί να μιλήσουν για το έργο τους. Σε μία απ’ αυτές, καλεσμένος ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος ζήτησε από τους ακροατές να μην τον κρίνουν με βάση μόνο το «Σταυρό του Νότου» αλλά και για το υπόλοιπο έργο του –το οποίο φυσικά, τη χρονική εκείνη στιγμή, ήταν ποσοτικά ένα μικρό κλάσμα του σημερινού.

Στις 4 σχεδόν δεκαετίες που μεσολάβησαν, δεν ξέρω σε ποια ακριβώς στιγμή τους, φαίνεται ότι ο συνθέτης παραιτήθηκε από την προσπάθεια να πάει κόντρα σε αυτή την τάση. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, διαβεβαίωσε τον δημοσιογράφο ότι:

Συνέχεια

Κλασσικό
Γλώσσα

Η ελληνική προέλευση του όρου «διγλωσσία» (και η αχρησία του στα νέα ελληνικά)

του Πήτερ Μάκριτζ

Ο κοινωνιογλωσσολογικός όρος «διγλωσσία» είναι ένας από τους ελάχιστους διεθνείς επιστημονικούς όρους οι οποίοι μπορούν να αποδοθούν σε κάποιον Έλληνα που ζούσε στη σύγχρονη Ελλάδα[1].

Από τότε που ο Φέργκιουσον δημοσίευσε το γόνιμο άρθρο του πριν από πενήντα χρόνια, αρκετοί μελετητές έχουν αναφερθεί στην πρώιμη ιστορία του όρου diglossia, αλλά ενώ καθένας από αυτούς έχει επισημάνει πολλά κομμάτια που ταιριάζουν στο παζλ, κανένας, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει ως τώρα παρουσιάσει την πλήρη εικόνα.

Ο Αντρέ Μαρτινέ ισχυρίζεται ότι ο Φέργκιουσον εμπνεύστηκε τη χρήση του όρου «diglossia» από το παράδειγμα του «helléniste français Jean Psichari»[2]. Μπορεί να μη συμφωνήσει κανείς με την περιγραφή του Έλληνα γλωσσολόγου και μυθιστοριογράφου Ψυχάρη ως Γάλλου –ήταν Γάλλος πολίτης, αλλά γεννήθηκε από Έλληνες γονείς στην Οδησσό-, αλλά η διατύπωση του Μαρτινέ αποτελεί ένα πρόσφορο σημείο εκκίνησης για Συνέχεια

Κλασσικό
Δίκαιο,αποικιοκρατία

Διεθνής Αμνηστία: αντιπατριαρχικός πατερναλισμός;

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Η τροποποίηση στο άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα, πράγματι συνιστά ιστορική νίκη του γυναικείου κινήματος και του κινήματος ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως ορθώς διαπιστώνει σημερινή ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας.

Κατά τα λοιπά, όμως, το κείμενο της ανακοίνωσης είναι αρκετά προβληματικό. Σίγουρα όχι ιδιαίτερα κινηματικό. Θα έλεγα ότι είναι στα όρια του αποικιοκρατικού.

Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει:

Συνέχεια

Κλασσικό
Γλώσσα,Φιλοσοφία

Michel Serres, [Η σιγή της γλώσσας]

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί αναδημοσίευση από τον –εξαντλημένο σήμερα- συλλογικό τόμο Τοπικά γ΄: Ανάγνωση και Γραφή στο Πανεπιστήμιο. Για τη χρήση της γλώσσας στις επιστήμες, επιμ. Γεράσιμος Κουζέλης, εκδ. Νήσος 2001. Ο τίτλος του αποσπάσματος έχει δοθεί από τους επιμελητές του τόμου.

 

Η μέθοδος, στις επιστήμες του ανθρώπου, που πραγματεύονται αποκλειστικά σχέσεις, ακολουθεί την υποψία, είναι αστυνομική ή ιεροεξεταστική. Κατασκοπεύει, παρακολουθεί, ετάζει καρδίας και νεφρούς.1 Θέτει τις ερωτήσεις και υποπτεύεται τις απαντήσεις, δεν αναρωτιέται ποτέ αν έχει το δικαίωμα να ενεργεί έτσι.

Στις θετικές επιστήμες, λένε, όπου το αντικείμενο, αθώο, εξακολουθεί να είναι τίμιο και αξιόπιστο, ο Θεός δεν είναι απατεώνας. Ο Θεός δεν κάνει απάτες, παραμένει μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού που ο ίδιος έχει καθορίσει. Στις επιστήμες του ανθρώπου, ο άνθρωπος κάνει απάτες και, ακόμη χειρότερα, ζαβο­λιές. Στις θετικές επιστήμες, αν ο Θεός δεν κάνει καθόλου απάτες, πολύ περισ­σότερο δεν κάνει καθόλου ζαβολιές. Ο άνθρωπος, στις επιστήμες του ανθρώπου, χάνει και απάτες και ζαβολιές. Όχι μόνο οξυδερκής όπως ο Θεός των θετικών επιστημών, όχι μόνο πολύπλοκος και εκλεπτυσμένος, αλλά και κρύβοντας το παιχνίδι του, απάτη, αλλά και προσποιούμενος διαφορετική στρατηγική και αλ­λάζοντας απότομα τους κανόνες, ζαβολιά, εκτός παιδιάς. Ο άνθρωπος κάνει ζαβολιές στις κοινωνικές επιστήμες, όπου η κατάχρηση είναι νόμος. Όπου η αλλα­γή των κανόνων είναι νόμος.

Οι θετικές επιστήμες κατασκευάζουν θεωρίες οξυδερκείς αλλά έντιμες, φίνες και σταθερές. Στις θετικές επιστήμες, μια γάτα παραμένει γάτα, αρχή της ταυτό­τητας. Οι κοινωνικές επιστήμες και οι επιστήμες του ανθρώπου περιγράφουν θε­ωρίες πιο ανέντιμες κι από το δόλο, πιο ζαβολιάρες κι από τη ζαβολιά, για να ματαιώσουν το αντικείμενο τους. Εδώ όλα γίνονται δυνατά, μια αγελάδα είναι μια γυναίκα ή ένας θεός είναι ένας ταύρος, ακόμη και η αρχή της ταυτότητας ποικίλλει. Λογική που αγρυπνά όταν η λογική κοιμάται, λογική που κοιμάται όταν αγρυπνά, κόλαση των σχέσεων όπου ακόμη και η σταθερότητα έχει διακυμάνσεις.

Οι επιστήμες του ανθρώπου οφείλουν να προσπεράσουν τις χειρότερες πρακτι­κές από κάτω ή από πίσω. Ο όρος υποκρισία δηλώνει αρκετά καλά αυτή την κί­νηση: πίσω από το αντικείμενο ή τη σχέση, ή από κάτω του, η μέθοδος είναι κρι­τική, υποκριτική. Διαπράττει λωποδυσία στους λωποδύτες, εξαπατά τους απα­τεώνες, κρύβεται πίσω από την πλάτη όποιου κάνει ζαβολιές -αλλά όποιος κά­νει ζαβολιές τις κάνει πίσω από την πλάτη των παικτών-, κλέβει τους κλέφτες, παίζει τον αστυνόμο στους χωροφύλακες, κάνει το δάσκαλο στους πιο φημισμέ­νους ντετέκτιβ, εξετάζει και ερευνά το σπίτι του μεγάλου ιεροεξεταστή, δεν αφή­νει από το μάτι της τους ηδονοβλεψίες, προδίδει τους ψεύτες, μελετάει τους αδυνάτους και τους αθλίους, τους εκμεταλλεύεται εκμαιεύοντας τους πληροφο­ρίες, τα μικρά τους μυστικά, τα έσχατα αγαθά τους.

Με την υποκριτική μέθοδο τοποθετείσαι πάντα πίσω και δημιουργείται αμέσως μια ουρά. Πρέπει λοιπόν να πηδήσεις γρήγορα πίσω από τον τελευταίο της ουράς, να σταθείς πίσω από την πλάτη του τελευταίου που αφήνει ακόμη να φα­νεί η πλάτη του, ύστερα να σβήσεις τον δικό σου το φόβο μήπως σε τσακώσει κι εσένα με τη σειρά σου όποιος κατάλαβε το κόλπο. Εξού και οι κανόνες της με­θόδου: ψεύτης ο άλλος, ένας ψεύτης και μισός εσύ- διεστραμμένος αυτός, υπερ-διεστραμμένος εσύ, όπως λέγαμε παλιά υπερσυντέλικος· ηδονοβλεψίας εκείνος, θεωρητικός εσύ.

Η κίνηση  δεν έχει τέρμα και κατασκευάζει μακριές αλυσίδες λογικής, μονό­τονες και δύσκολες, που γυρεύουν να κλείσουν. Με άλλα λόγια, οι φιλοσοφίες που στηρίζονται στις επιστήμες του ανθρώπου προσπαθούν να βρουν τα μέρη που θα ξέφευγαν τελικά από κάθε κριτική, να ανακαλύψουν το όριο της αλυσί­δας ή την άκρη της ουράς. […]

Για να επανέλθει η ντροπαλότητα του δεδομένου, που έχει τραπεί σε φυγή, η υπομονή και η αναμονή δεν φτάνουν, χρειάζεται κάποια απόσταση. Μπορούμε να μετρήσουμε την απομάκρυνση του συλλογικού, που από κει και πέρα ξεκι­νούν να υπάρχουν παρατηρήσιμα στοιχεία; Μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο του θεάτρου, ν’ ανοίξουμε μια πόρτα που να βλέπει στο κύτος του πλοίου, να γλιτώσουμε από την κυριαρχία του ολκού, αν το σύμπαν ολόκληρο αντηχεί από την παράφορα μας; Το κλείσιμο μες στην ομάδα σε καταδικάζει στη γλώσσα και μόνο, αφού κι αυτή ακόμα η κοινωνική σιωπή τη γλώσσα παράγει. Το κλείσιμο μες στη γλώσσα σού απαγορεύει να αντιληφθείς ότι ο θόρυβός της επισκιάζει και θαμπώνει τα πράγματα του κόσμου διώχνοντας τα μακριά.

Ο κόσμος, βαρύς αλλά ελαφρύς, φοβίζει, μα κι ο ίδιος σκιάζεται· επιβάλλε­ται, μα το βάζει στα πόδια, φοβούμενος και τη σκιά του ακόμη· είναι αναγκαίος αλλά εύθραυστος.

Οι ερημίτες γνώρισαν αυτή την απόσταση, που πέρα απ’ τα όριά της μπορείς πια ν’ ακούσεις το φευγαλέο δεδομένο. Οι αναχωρητές, οι αποτραβηγμένοι σο­φοί το γύρεψαν αυτό το άκουσμα. Όχι μονάχα όσοι αγαπούν τον Θεό ή την αλή­θεια, αλλά κι εκείνοι που απλώς δίνουν προσοχή: οι κυνηγοί επίσης τηρούν σιω­πή, για ν’ αφήσουν τα παρατηρήσιμα στοιχεία ελθείν προς αυτούς.

Πλέω στη σιωπή ισοδυναμεί με το γιατρεύω· η μοναχικότητα ελευθερώνει τη σιωπή από την επικυριαρχία της γλώσσας. Αν ο κόσμος είναι γεμάτος θόρυβο, ποιος, σε λίγο, θα ψάξει; Η γλώσσα δημιούργησε την επιστήμη, η επιστήμη έκα­νε δυνατές χίλιες πρακτικές, κι αυτές θορυβούν αρκετά ώστε να μπορούμε επι­τέλους να πούμε ότι ο κόσμος βοά από τη γλώσσα. Η γλώσσα έκανε αρκετά ώστε να έχει επιτέλους λογική. Γυρεύω μια φωλιά έξω από αυτή τη λογική: στο χειμερινό ηλιοστάσιο, στην Επίδαυρο, εκτός εποχής.

Το δεδομένο δίνεται μόνο πέρα από αυτό το πρώτο κατώφλι: πρέπει να ζεις μόνος. Αν συνάζεστε στο όνομα της αναζήτησης, κάθε αναζήτηση θα τραπεί σε φυγή. Στη συγκέντρωση σας, το ρήμα θα κατέλθει, αλλά η προσοχή θα πετάξει μακριά. Ο αληθινός γυάλινος πύργος δεν περιβάλλει τον μοναχικό, περικλείει τη σύναξη. Η ομάδα κλείνεται σ’ ένα συμπαγή γλωσσικό τοίχο. Κανείς δεν μπορεί να δώσει προσοχή σε άλλο τίποτε πέρα από λέξεις. Ποτέ δεν άγγιξα με τα χέρια αυτό το γυαλί σαν έψαχνα, μόνος· το βλέπω, το αγγίζω και το ακούω, με πνίγει όταν το συλλογικό με περιστοιχίζει· αυτός ο σκληρός, ο λείος τοίχος, ο αδιάβατος, από τη γλώσσα του συλλογικού είναι φτιαγμένος. Οι ομάδες κλείνουν σαν φυλακές πίσω απ’ την ξύλινη, την αερόλογη, τη γυάλινη γλώσσα τους.

Μόνος, έξω, λουσμένος στον γαλανό κίτρινο αέρα, σιωπηλός, δίνω μια ευκαιρία στο δεδομένο που ο συλλογικός θόρυβος διώχνει, στα νοήματα που η γλώσσα αναισθητοποιεί. Η ομάδα επιδίδεται στις κραυγές της, νιώθει ικανοποιημένη μες στις επευφημίες της, λίγα μονάχα πράγματα αντιλαμβάνεται από τον έξω κόσμο, ένα άρρωστο σώμα, θά ‘λεγες, που αναπέμπει τη βουή των οργάνων του. Αν σιωπούσε, μια μέρα, τι υγεία θα ανακτούσε; Η υγιής σιωπή των οργά­νων ισχύει μόνο για ένα ατομικό σώμα; Αν είχα έρθει στην Επίδαυρο για μια θεραπεία, ομαδικά, δεν θα ‘χα μπορέσει να γιατρευτώ. Μες στο σκάφος της επικοινωνίας που κοχλάζει απ’ τους θορύβους, το συλλογικό μεθάει μάλλον παρά αρρωσταίνει, σκνίπα απ’ τα λόγια, ντοπαρισμένο απ’ το θόρυβο, αναισθητοποιημένο, ελλείψει αισθητικής. Καθένας, βράδυ και πρωί, περνάει και ξαναπερνάει από τα ίδια κυκλώματα των ίδιων σχέσεων με τα ίδια πρόσωπα στα ίδια κανάλια με τις ίδιες λέξεις, δεν μπορεί να μην το κάνει, σαν νά ‘χε να ξανα­φτιάξει ένα κομμάτι τοίχου που γκρεμίζεται αέναα, να ξαναϋφάνει ένα χαλί που θα ξηλωνόταν τη νύχτα. Γεμάτος παραισθήσεις, αναισθητοποιημένος στα πράγ­ματα. Δεν ζω διαφορετικά απ’ αυτό το ναρκομανή. Δοσμένος στη γλώσσα: αυτή αναισθητοποιεί τις πέντε αισθήσεις, όλες οι ομάδες όπου ζω έχουν την ανάγκη της ή ζουν απ’ αυτή. Νά η γιατρειά που ζητώ από το θεό Ασκληπιό, αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό: σιγή των οργάνων, βέβαια, εναρμονισμένη με την εξωτερι­κή σιγή αλλά προπάντων σιγή εντός μου της γλώσσας. Η πρώτη μου, πιθανόν σκληρή, θεραπεία αποτοξίνωσης. Όποιος κατασκευάζει μια αισθητική προσεύχε­ται να του φύγουν οι αναισθησίες.

Μόνος στο τεράστιο αμφιθέατρο, κάτω απ’ τον γαλανό δυνατό ήλιο, θέλω να εξαγνιστώ με τρόπο αντίστροφο απ’ των προγόνων μου: να απαλλαγώ από τα παράσιτά μου μες στα ερείπια της τραγωδίας.

Συνθήκη αναγκαία, αλλά όχι ικανή: να καθίσω μόνος, κάτω απ’ τον χειμωνιάτι­κο ήλιο, μερικές ώρες προσεχτικός, μακριά από την ομήγυρη, σε μια μαρμάρινη κερκίδα, μες στη σιωπή, στην Επίδαυρο. Η ικανή συνθήκη ώστε ο κόσμος να δο­θεί στο γιατρεμένο σώμα, ώστε το δεδομένο, χαρίεν, να έρθει να καθίσει πλάι μου· όμως, για να προβάλουν παρατηρητέα, θα απαιτούνται ασφαλώς πολύ πε­ρισσότερα. Το δεδομένο μπορεί και να δοθεί πέρα από το πρώτο κατώφλι, τη μοναξιά και τη σιωπή, δίνεται σίγουρα μόνο πέρα από ένα δεύτερο κατώφλι: μπορώ να μετρήσω την απόσταση του και να σημειώσω τη θέση του; Μπορεί κα­νείς να βγει από τη γλώσσα του;

Ο θεός που περιμένω είναι απρόσμενος· αν έρθει, θα τον αναγνωρίσω; Από τον Ασκληπιό τον ιατρό δεν ακούω άλλο τίποτε πέρα από ένα όνομα ή μια μορ­φή, πέρα από ονομασίες και περιγραφές, τον ξέρω κιόλας και τον παραξέρω, δεν θα με γιατρέψει.

[…]

 

Σιωπή στη μητρόπολη της γιατρειάς, σιωπή σε απόσταση από την πληροφορία. Το να μην πίνω πια δεν φαίνεται δύσκολο, το να σταματήσω το κάπνισμα μου φάνηκε κάποτε ηρωικό, το να πετάξω τις εφημερίδες, ν’ αφήσω το ραδιόφωνο βουβό, κλειστή την τηλεόραση, αυτή είναι η στοιχειώδης και αληθινή αποτοξί­νωση. Ήρθα στην Επίδαυρο και γι’ άλλα ακόμη. Το να μην είμαι πια ενημερω­μένος, καθώς λένε, για την επιστήμη, το να μην κυλάω πια σ’ αυτό το ρεύμα δί­νει τη λύτρωση. Τέλος του πιο σκληρού ναρκωτικού, αρχίνισμα μιας σοφίας.

Αυτή η τόσο διαδεδομένη ιδέα ότι όλα πρέπει να λέγονται και να λύνονται με τη γλώσσα, ότι κάθε αληθινό πρόβλημα δίνει υλικό για λόγο και αντίλογο, ότι η φι­λοσοφία περιστέλλεται σε ερωταπαντήσεις, ότι δεν μπορούμε να βρούμε την υγειά μας παρά μονάχα μιλώντας, ότι η διδασκαλία περνάει αποκλειστικά μέσα απ’ το λόγο, αυτή η φλύαρη ιδέα, η θεατρική, η διαφημιστική, δίχως ντροπή δί­χως αιδώ, αγνοεί την πραγματική παρουσία του άρτου και του οίνου, την άρρη­τη γεύση τους, τη μυρωδιά τους, λησμονεί την ανατροφή μέσ’ από κινήσεις σχε­δόν αδιόρατες, την αλληλοσυνεννόηση, τη συνενοχή, αυτά που εννοούνται δίχως λόγια, την προσευχή για έναν εξαίσιο έρωτα, τις ανέφικτες διαισθήσεις που κροτούν σαν αστραπή, τη γοητεία που σέρνεται πίσω από μια περπατησιά, αυτή η ιδέα η δικαστική καταδικάζει τους συνεσταλμένους, εκείνους που δεν έχουν πά­ντοτε την προσωπική τους γνώμη και δεν ξέρουν τι σκέφτονται, εκείνους που ψάχνουν, αυτή η ιδέα η καθηγητική αποκλείει εκείνους που δεν παρακολουθούν το μάθημα, τους εφευρέτες και τους ταπεινούς, εκείνους που διστάζουν και συ­γκινούνται, τους πνευματώδεις και τους μεροκαματιάρηδες, τις τυραγνισμένες καρδιές και τους πτωχούς τω πνεύματι, γνώρισα τόσα πράγματα δίχως κείμενο και πρόσωπα δίχως γραμματική, παιδιά χωρίς λεξικό, γέρους χωρίς λεξιλόγιο, έζησα τόσο στα ξένα, βουβός, τρομοκρατημένος πίσω απ’ το παραπέτασμα των γλωσσών, θά ‘χα στ’ αλήθεια απολαύσει τη ζωή αν δεν είχα κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να ακούω ή να μιλώ, το πιο πολύτιμο απ’ όσα ξέρω μένει βυθισμένο στη σιωπή. Όχι, μήτε ο κόσμος μήτε η εμπειρία, μήτε η φιλοσοφία μήτε ο θάνατος αφήνονται να μαντρωθούν στο θέατρο, στο δικαστήριο ή σ’ ένα μάθημα. Αυτή η ιδέα η αληθινή ξεχνάει τη φυσική και τη ζωή, την επιστήμη και τη λογοτεχνία, την ντροπαλοσύνη και την ομορφιά.

Η σοφή γνώση γιατρεύει και διαπλάθει το σώμα, το ομορφαίνει. Όσο περισσότερο δίνω προσοχή και ψάχνω, τόσο περισσότερο σκέφτομαι. Σκέφτομαι, άρα είμαι ωραίος. Ο κόσμος είναι ωραίος, άρα σκέφτομαι. Η γνώση δεν μπορεί να κάνει δίχως την ομορφιά. Γυρεύω μια ωραία επιστήμη.

Από μια ηλικία της ιστορίας της και μετά, η επιστήμη οφείλει να εγγυάται  το πρόσωπο της, για την ομορφιά που αντιπροσωπεύει και παράγει. Εγκαταλείπω τη γνώση που έχει πάρει τη σημερινή της μορφή επειδή ασχημαίνει πράγματα κι ανθρώπους, επειδή κακογερνάει κι έχει αποτύχει να διαπλάσει τα παιδιά μας. Φέρνει την ασχήμια και το θάνατο, φοράει τη συσπασμένη μάσκα  τραγωδίας.

Από μια ηλικία και μετά, η επιστήμη οφείλει να εγγυάται για τα παιδιά. Να  ο σοφός, ιδού το παιδί.

 

Image result for Michel Serres

 

  1. Ό έτάζων καρδίας και νεφρούς (Παλαιά Διαθήκη): ο ερευνών το ασυνείδητο, το ένστικτο, τη θέληση. (Σ.τ.μ.).
Κλασσικό