Εθνικισμός,Μουσική

Ο Κεμανί [Βιολιτζής] Σαρκής Εφέντης και η «μη γενοκτονία» των Αρμενίων

του Arda Ekşigil

Θα κάτσουμε στο τραπέζι, θα βάλουμε λίγο νερό στο ρακί, και λίγο πάγο. Θα πιάσουμε με το πηρούνι ένα μεζέ. Θα πιούμε μία γουλιά ρακί. Αν είμαστε τυχεροί θα σηκώσουμε το κεφάλι και θα αγναντέψουμε κάμποση ώρα το Βόσπορο. Όχι, δεν συμβαίνει τίποτα, είμαστε σε ντέρτια. “Μερακλώσαμε” όπως λένε οι Ρωμιοί. Τότε ακριβώς είναι που μας πιάνει ένα μακάμι “νιχαβέντ”.

Πάει κάμποσος καιρός που δεν μας είχε σιμώσει, γιατί δεν είχε έρθει η ώρα του. Ξέρει εκείνο πότε θα μας συντροφέψει, όπως κι εμείς γνωρίζουμε Συνέχεια

Κλασσικό
Πάλη των τάξεων,Πολιτική

Σκουριές: τα συμφέροντα της μη εργασίας

 του Άκη Γαβριηλίδη

Στους τοίχους της ανοιξιάτικης Αθήνας, μπορεί κανείς μεταξύ άλλων να δει την αφίσα του ΣΕΚ για το φετινό τριήμερο «Μαρξισμός 2015». Ως γενικός τίτλος των εκδηλώσεων εμφανίζεται το ερώτημα: «Μπορούν οι εργάτες να κυβερνήσουν;».

Διαβάζοντάς το, μου γεννήθηκε αυθόρμητα ένα άλλο ερώτημα: Θέλουν οι εργάτες να κυβερνήσουν; Ποιοι εργάτες; Και πώς το ξέρουμε; Το είπαν ή το εκδήλωσαν κάπου, κάπως, κάποτε;

Αμέσως μετά όμως μου γεννήθηκε και μία δεύτερη αντίδραση, η εξής: Ας δεχθούμε χάριν της υπόθεσης ότι οι «εργάτες» –ό,τι και αν εννοούμε με τον όρο αυτό- θέλουν και μπορούν να κυβερνήσουν. Πώς θα έμοιαζε πρακτικά μια τέτοια κυβέρνηση; Τι είδους μέτρα θα έπαιρνε;

Ένα παράδειγμα από την επικαιρότητα ακριβώς αυτών των ημερών φαίνεται να υποβάλλει Συνέχεια

Κλασσικό
Αρχαιογνωσία,Τέχνη

Ο μύθος της λευκής Ελλάδας -II: το μουσείο ως βιομηχανία γύψινων αντιγράφων

 του Philippe Jockey

 

Δημοσιεύουμε παρακάτω μια δεύτερη ομάδα επιλεγμένων αποσπασμάτων από το βιβλίο τού Philippe Jockey Le Mythe de la Grèce blanche. Histoire d’un rêve occidental [Ο μύθος της λευκής Ελλάδας. Ιστορία ενός δυτικού ονείρου], Paris, Belin, 2013 (σελ. 162-169). Οι τίτλοι και οι υποσημειώσεις είναι του μεταφραστή. H προηγούμενη δημοσίευση εδώ.

 

Η λευκότητα ως αυταξία

Με τη μετάβαση από τις συλλογές στα μουσεία, όπως και με τον Κυριακό της Ανκόνα ο οποίος είχε ανοίξει το δρόμο ήδη από το Quattrocento, σε αυτή τη λατρεία του κατεξοχήν λευκού μαρμάρου που είναι ο «λυχνίτης», η «Πάρος» γίνεται και πάλι η αναφορά, αυτή που δίνει στο έργο όλη του την αξία. Η λευκότητα του υλικού υπερισχύει της τυχόν πολυχρωμίας του ίδιου του έργου.

Αλλά πρωτότυπα έργα από μάρμαρο της Πάρου, δεν υπήρχαν πλέον και τόσο πολλά! Απ’ τη στιγμή που το λευκό καθαυτό έγινε η σφραγίδα της ωραίας ελληνικής γλυπτικής, ένα εκμαγείο από λευκό γύψο μπορούσε να κάνει τη δουλειά. Η πρακτική αυτή παίρνει το 18ο αιώνα ένα εύρος πρωτοφανές μέχρι τότε. Οι πρώτες ιδιωτικές συλλογές εκμαγείων είχαν συσταθεί στο Μιλάνο, τη Ρώμη ή τη Φλωρεντία από το 16ο αιώνα, αλλά παρέμειναν σπάνιες, η δε σύστασή τους εξαρτιόταν από την καλή θέληση του «Ηγεμόνα» –αναφέρουμε το παράδειγμα του γλύπτη Λεόνε Λεόνι (1509-1590) που χρειάστηκε να ζητήσει ειδική άδεια από τον ίδιο τον Πάπα για τα ρωμαϊκά εκμαγεία που ήθελε να αποκτήσει. Στο εξής, τα εκμαγεία πληθαίνουν και χειραφετούνται από την βασιλική ή πριγκιπική προστασία· με μια λέξη, αστικοποιούνται, και στο εξής στεγάζονται σε ακαδημίες ή και σε ατομικά εργαστήρια.

Αξιοσημείωτη καινοτομία: το εκμάγευμα[1] γίνεται αυτοσκοπός, μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτότυπο, και δεν είναι απλώς ένα ενδιάμεσο στάδιο κατά την παραγωγή λαμπρών αντιγράφων για τη διακόσμηση του παλατιού τού Φονταινεμπλώ ή των Βερσαλλιών. Φτιαγμένα με βάση καλούπια που εφαρμόζονται στο πρωτότυπο έργο, τα γύψινα αντίγραφα αποτελούν έναν «λευκαντικό παράγοντα» κεφαλαιώδους σημασίας κατά την ενίσχυση αυτής της ιδεολογίας περί λευκής Ελλάδας της οποίας προσπαθούμε να ανασυγκροτήσουμε την ιστορία. Αυτά τα πιστά αντίγραφα που φτιάχνονται σχετικά Συνέχεια

Κλασσικό
υποκειμενικότητα,Μετακίνηση,Τέχνη

Οι «Έλληνες ράστα» και η εθνοκάθαρση του Μέτοικου από τον Μουστακί στον Νταλάρα

του Άκη Γαβριηλίδη

Πρόσφατα, άκουσα τυχαία μια διασκευή του παλαίμαχου Αφρικανού τραγουδιστή της ρέγκε Άλφα Μπλόντυ στο τραγούδι Le Métèque του Ζωρζ Μουστακί. Η διασκευή αφορούσε όχι μόνο τη μουσική, αλλά και τους στίχους: σε ένα σημείο –ή μάλλον σε αρκετά σημεία, γιατί ο στίχος επαναλαμβάνεται- ακούγεται η φράση «de rasta Grec».

Ο ασυνήθιστος αυτός συνδυασμός ουσιαστικού και επιθέτου, που κανείς Έλληνας καλλιτέχνης δεν τόλμησε, με παρακίνησε να ψάξω το πρωτότυπο. Προσωπικά, ήξερα το τραγούδι αυτό μόνο από την ελληνική του διασκευή της δεκαετίας του 70, που είχε τραγουδήσει ο Γιώργος Νταλάρας. Στη διασκευή αυτή, τους στίχους είχε γράψει ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου, ο οποίος ως στιχουργός είχε αξιόλογη συμβολή σε αυτό που αποκλήθηκε «έντεχνο λαϊκό τραγούδι» (συνεργασίες με Θεοδωράκη, Λοΐζο, Πλέσσα, Κόκκοτο) αλλά και στο καθαυτό λαϊκό, εφόσον έγραψε στίχους και για τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ο Χριστοδούλου λοιπόν είχε αναλάβει σχεδόν αποκλειστικά και τις διασκευές των τραγουδιών του Μουστακί στα ελληνικά, (είχε βγει και ολόκληρος δίσκος με τέτοιες διασκευές, όπου τραγουδούσε ο Αντώνης Καλογιάννης), και σε αυτές κατέβαλλε ιδιαίτερη μέριμνα ώστε οι ελληνικοί στίχοι να είναι όσο το δυνατόν πιστή απόδοση των γαλλικών, αν όχι στο γράμμα τουλάχιστο στο πνεύμα. Π.χ.: La Méditerranée – Η Μεσόγειος, Ma Solitude – Μοναξιά, La mer m’ a donné – Η θάλασσα μου ‘πε …

Ακριβώς γι’ αυτό, διαβάζοντας σήμερα τους γαλλικούς στίχους του «Μετοίκου» μου έκανε εντύπωση η απόσταση που χωρίζει τη γαλλική από την ελληνική εκδοχή.

Την απόσταση αυτή δεν θα ήταν νομίζω άστοχο να την χαρακτηρίζαμε ως μια μικρή γλωσσική εθνοκάθαρση.

Πρώτα απ’ όλα, η ίδια η επιλογή του τίτλου έχει ένα σημασιολογικό βάρος το οποίο έχει τελείως εξαφανιστεί στην ελληνική εκδοχή.

Οι μέτοικοι, στην αρχαία Αθήνα, ήταν νομικοπολιτική κατηγορία η οποία χονδρικά ήταν λίγο κάτω από τους ελεύθερους πολίτες και λίγο πάνω Συνέχεια

Κλασσικό