του Άκη Γαβριηλίδη
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με ανακοίνωσή της που δημοσιεύεται σε όλο τον ελληνόφωνο τύπο, τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου για τον γάμο ομοφύλων και την υιοθεσία.
Φυσικά. Δεν θα περίμενε κανείς από αυτήν να ταχθεί υπέρ. Αυτό θα μπορούσαμε να το αναμένουμε π.χ. από κάποια κομμουνίστρια, όχι από μία εκκλησία –πάντως όχι από αυτήν εδώ.
Κι ωστόσο, αν κανείς διαβάσει τις αντίστοιχες τοποθετήσεις, βλέπει ότι εκείνη των ελλήνων τουλάχιστο κομμουνιστών είναι επί της ουσίας πολύ πιο οξεία, πολύ πιο αντιδραστική και αντιεπιστημονική από εκείνη της εκκλησίας. Η οποία μοιάζει να απορρίπτει την ιδέα της ομόφυλης γονεϊκότητας κυρίως στο πλαίσιο ενός lip service στην ελληνοορθοδοξία, ενώ εν τοις πράγμασι την αποδέχεται. Ή δηλώνει «εποικοδομητική αποχή» από την ψηφοφορία.
Καταρχάς, πριν μπούμε στο περιεχόμενο των θέσεων, είναι χρήσιμο να κάνουμε δύο παρατηρήσεις γλωσσικού (με την ευρύτερη έννοια) τύπου. Πρώτον: η ανακοίνωση της ΙΣ είναι διατυπωμένη σε άψογη δημοτική και σε στρωτό και εύληπτο λόγο –πράγμα καθόλου αυτονόητο για ιερείς, οι οποίοι συνήθως μέχρι τώρα μετέρχονταν έναν λόγο γεμάτο αρχαϊσμούς και –ως επί το πλείστον αποτυχημένα- λεκτικά πυροτεχνήματα[1]. Δεύτερον, και κυριότερον, ο λόγος αυτός έχει τη δομή δημηγορίας, δηλαδή είναι ένας λόγος ισότιμου συνομιλητή που μετέχει σε μία διαβούλευση στον δημόσιο χώρο μαζί με άλλους τους οποίους αναγνωρίζει ως ισοτίμους του και επιχειρηματολογεί για να τους πείσει[2]· όχι λόγος θεόπνευστου ιεροκήρυκα που έρχεται να κομίσει την απόλυτη αλήθεια σε ένα αδαές ποίμνιο.
Αλλά και στο επίπεδο του περιεχομένου, βρίσκουμε πράγματα τα οποία φαίνεται να αποτελούν «κλεισίματα του ματιού», πόρτες που ανοίγουν προς τη σχετικοποίηση της άρνησης και γραμμές φυγής προς μέρη άγνωστα μέχρι τώρα στην εκκλησία. Σταχυολογώ ενδεικτικά τα παρακάτω αποσπάσματα (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
Προφανώς η Πολιτεία νομοθετεί, αλλά αυτή η παράμετρος ούτε στερεί την ελευθερία του λόγου από την Εκκλησία ούτε απαλλάσσει την Εκκλησία από το καθήκον ενημέρωσης του πιστού λαού ούτε μπορεί να της υποδείξει σε τι συνίσταται η αμαρτία. Η Εκκλησία δεν νομοθετεί και δεν φέρει ευθύνη για τους νόμους.
… είναι πιθανή η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λόγω διακρίσεων, οπότε η χώρα θα αναγκασθεί να νομοθετήσει και στο έδαφός της την παρένθετη κύηση (!!! – εντυπωσιακή φράση, την οποία δεν θα ανέμενε κανείς να διαβάσει σε ένα τέτοιο κείμενο και με την οποία ουσιαστικά αναγνωρίζεται ότι η στέρηση του δικαιώματος γάμου και υιοθεσίας/ παρενθεσίας από ζευγάρια του ίδιου φύλου συνιστά παράνομη διακριτική μεταχείριση).
Τέλος, η ανακοίνωση αντιτίθεται στην παρενθεσία προβάλλοντας ουσιαστικά τα ίδια επιχειρήματα με τις αντι-παρενθεσιακές φεμινίστριες: επισείει τον κίνδυνο δημιουργίας «ενός αφύσικου μηχανισμού τεκνοθεσιών» που θα έχει ως αποτέλεσμα «την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών».
Πέραν της ανακοίνωσης της ΙΣ, όμως, υπήρξε αμέσως μετά και μία δήλωση του Ιερώνυμου σε ατομική βάση. Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με τη βάφτιση των παιδιών ομόφυλων ζευγαριών, είπε μεταξύ άλλων:
Αν η βάπτιση γίνεται στη μικρή ηλικία των παιδιών, είναι διότι μέσα στην Εκκλησία είχε δημιουργηθεί η αίσθηση ότι το παιδί μεγαλώνει μέσα σε ένα περιβάλλον χριστιανικών αρχών. Επομένως δεν χρειαζόταν κατήχηση, γιατί γινόταν εντός του περιβάλλοντος. Τώρα που αλλάζουν τα πράγματα, δεν είμαστε κατά των παιδιών. Τα παιδιά τα αγαπάμε και νοιαζόμαστε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Η Εκκλησία θα περιμένει αυτά τα παιδιά να φτάσουν σε μία ηλικία και όταν μεγαλώσουν και επιθυμούν να βαπτιστούν θα βαπτιστούν.
Καταρχάς, είναι αξιοπρόσεκτο ότι εδώ δεν διατυπώνεται κανένα ανάθεμα, αλλά ούτε καν απόρριψη· έχουμε αντίθετα μία έστω ντε φάκτο αποδοχή της ύπαρξης αυτών των παιδιών –τη στιγμή μάλιστα που αυτά δεν έχουν προκύψει ακόμα. Εξαγγέλλεται βέβαια απέναντί τους μία στάση που, για τα δεδομένα της εκκλησίας (και των πιστών της), γίνεται αντιληπτή ως τιμωρία. Δεν χρησιμοποιείται όμως ένα λεξιλόγιο τιμωρίας, αλλά ένα λεξιλόγιο κατανόησης και αγάπης. Και, με αυτό, έστω με την –ορθή- επίκληση της «επιστροφής στην παράδοση», στις ρίζες του χριστιανισμού, τίθεται σε δημόσια κυκλοφορία μία συλλογιστική η οποία ανατρέπει μια εδραιωμένη παράδοση αιώνων: το μέχρι τώρα αυτονόητο αξίωμα ότι για να βαφτιστεί κανείς ΧΟ δεν χρειάζεται να ερωτηθεί· τον/ την βαφτίζουμε πρώτα και μετά του λέμε τι τον κάναμε.
Εάν η μέχρι τώρα απαράβατη αυτή αρχή καμφθεί, ο πιστός –ή και ο μη πιστός- που το ακούει αυτό, μπορεί να αναρωτηθεί: γιατί να μην επεκταθεί η νέα ρύθμιση και σε όλα τα άλλα παιδιά; Η διερώτηση αυτή ενθαρρύνεται και από το γεγονός ότι οι λόγοι που επικαλείται ο αρχιεπίσκοπος δεν έχουν κάποια ειδική και αναγκαία σύνδεση με τα παιδιά των ομοφύλων. Αν διαβάζαμε αυτό το κείμενο χωρίς να γνωρίζουμε την ερώτηση, δεν θα καταλαβαίναμε ότι μιλά ειδικά για αυτά τα παιδιά και όχι για άλλα/ για όλα. Ο Ιερώνυμος παραδέχεται ότι «τα πράγματα αλλάζουν» (παρόλο που ο ίδιος και το μαγαζί του διακηρύσσουν επίσημα ότι αντιτίθενται σε αυτή η αλλαγή, άρα είναι σαν να έχουν ήδη παραδεχτεί την ήττα τους)· επιπλέον, η αλλαγή αυτή συνίσταται στο ότι δεν είναι δεδομένες οι χριστιανικές αρχές των γονέων και η απόφασή τους να κατηχήσουν αναλόγως τα τέκνα τους. Ωστόσο, δεν έχουμε κανέναν λόγο να υποθέσουμε ότι η αιτιολόγηση αυτή ισχύει μόνο για τα ομόφυλα ζευγάρια: είναι λογικά πιθανό και κάποιο ετεροφυλόφιλο ζευγάρι, ή το ένα εκ των δύο μελών του, να μην ασπάζεται τις χριστιανικές αξίες, ή να μην επιθυμεί να κατηχήσει το παιδί του σε αυτές. Με βάση τη λογική της δήλωσης, λοιπόν, θα πρέπει και αυτών των παιδιών η βάφτιση να αποφεύγεται, ή να αναβάλλεται για κάποια στιγμή κατά την οποία θα είναι σε θέση τα ίδια να αποφασίσουν.
Όπως κι αν έχει, η τοποθέτηση αυτή απέχει παρασάγγας από την μνησίκακη απειλή ότι δεν θα κηδεύονται όσοι κάνουν πολιτικό γάμο, με την οποία είχε αντιδράσει έναν καιρό η εκκλησία σε ανάλογη περίπτωση.
Οι αλλαγές στη στάση δυσκίνητων θεσμών δεν γίνονται πάντα κατά θεαματικό τρόπο. Κάποτε συμβαίνει να εκλεγεί ένας ριζοσπάστης Πάπας ο οποίος να διακηρύξει απερίφραστα θέσεις επαναστατικές για τα δεδομένα του μηχανισμού του οποίου προΐσταται. Άλλοτε όμως γίνονται με δημόσια μυστικά όπως εκείνα του Μακιαβέλλι, με τοποθετήσεις στις οποίες κάποιοι απ’ όσους/-ες ακούν μπορούν να αποδώσουν ένα πλεόνασμα νοήματος. Ή με τοποθετήσεις οι οποίες να είναι σαν το γαύγισμα των σκυλιών ενώ το καραβάνι περνάει.
Έχω την αίσθηση ότι η τοποθέτηση της εκκλησίας εν προκειμένω είναι αυτού του τύπου. Και έτσι, ότι μόνοι ειλικρινείς υπερασπιστές των συντηρητικών ηθών και αξιών μένουν ο Νατσιός και ο Κουτσούμπας –παρέα με τον Ρούσση και με τον Μαργαρίτη. Όχι βέβαια τον τραγουδιστή, αλλά τον συνονόματό του που παριστάνει τον μαρξιστή ιστορικό.
[1] Μόνη μάλλον εξαίρεση το «συνευδοκούντες σε αυτό» (το νομοσχέδιο).
[2] Σημειώνω ότι, για ένα από τα εννέα σημεία που αναδεικνύει το κείμενο της σχετικής ανακοίνωσης, υποστηρίζει ότι «αυτό αφορά τον καθένα, έστω και αν δεν αποδέχεται τη χριστιανική ηθική» (η υπογράμμιση δική μου).