φεμινισμός,Αρχαιογνωσία

Οι άγνωστες υφάντρες του ιστού της Ιλιάδας

της Κλαιρ Χέιγουντ

 

«Κλυταιμνήστρα! Πρόσεξε, κοπέλα μου! Το αδράχτι σου έχει ξεφύγει!

Στον ήχο του ονόματός της, η Κλυταιμνήστρα έπαψε να κοιτά αφηρημένα. Μπροστά της το αδράχτι αναπηδούσε, το μαλλί που είχε υφάνει προσεκτικά ξετυλιγόταν γυρίζοντας γρήγορα. Το σταμάτησε με το χέρι.

 

Έτσι ξεκινά το πρώτο μου μυθιστόρημα, Daughters of Sparta [Κόρες της Σπάρτης], που ξαναλέει την ιστορία του Τρωικού Πολέμου από τη σκοπιά των δύο πιο κακολογημένων γυναικείων χαρακτήρων του: της Ελένης της Τροίας και της αδελφής της Κλυταιμνήστρας. Όταν ξεκίνησα να γράφω τη δική μου εκδοχή του μύθου, ενός από τους πιο ανθεκτικούς στην παγκόσμια λογοτεχνία, ήξερα ότι ήθελα να θέσω αυτές τις γυναίκες στο κέντρο των εμπειριών τους, να τις κάνω πραγματικούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να είχαν ζήσει στην Ελλάδα την εποχή του χαλκού, παρά κατασκευές μέσα σε μια αφήγηση όπου κυριαρχούν άντρες. Πώς όμως θα μπορούσα να ξέρω πώς ήταν πραγματικά αυτές οι ζωές; Εφόσον ο Τρωικός Πόλεμος (εάν συνέβη ποτέ) υπολογίζεται ότι έγινε πάνω από 3.000 χρόνια πριν, τα αρχαιολογικά στοιχεία από αυτήν την περίοδο είναι περιορισμένα και τα ιστορικά αρχεία σχεδόν ανύπαρκτα. Ένα πράγμα που ήξερα, ωστόσο, από τις σπουδές μου στην κλασική τέχνη και λογοτεχνία, ήταν ότι οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας ήταν στενά συνδεδεμένες με την παραγωγή υφασμάτων.

Αυτή η σύνδεση μάλιστα ήταν σχεδόν αποκλειστική. Η κατεργασία του μαλλιού ήταν δουλειά των γυναικών. Παντού αυτές ύφαιναν, αυτές έραβαν —ελεύθερες ή σκλάβες, από ανώτερες ή κατώτερες τάξεις. Πριν από την εκμηχάνιση, η παραγωγή ρούχων χαρακτηριζόταν από απίστευτη ένταση εργασίας και σίγουρα καταλάμβανε μεγάλο μέρος του χρόνου των γυναικών. Η ελληνική κεραμική είναι γεμάτη με εικόνες γυναικών στο αδράχτι ή στον αργαλειό. Τα σύνεργα της κατεργασίας μαλλιού έγιναν σχεδόν καλλιτεχνική συντομογραφία για τη νοικοκυροσύνη και την αξιοσέβαστη θηλυκότητα, και το ιδανικό αυτό αντικατοπτρίστηκε στο μύθο, όπου η θεά Αθηνά ήταν προστάτης των χειροτεχνιών και πάνω απ’ όλα της υφαντικής. Υπάρχουν ιστορίες γυναικών που δημιούργησαν θαυμάσια έργα τέχνης, περίτεχνες σκηνές που απεικονίζονταν στο μαλλί και γυναίκες ειδικευμένες σε τέτοια έργα έχαιραν υψηλών τιμών  –μερικές φορές με την κυριολεξία του όρου, ως σκλάβες.

Ωστόσο, τα προϊόντα της εργασίας τους δεν έχουν φτάσει ως εμάς. Τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, σε αντίθεση με την κεραμική, τη μεταλλουργία ή τη γλυπτή πέτρα, δεν αντέχουν στο πέρασμα των χιλιετιών. Έτσι, τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα των αρχαίων γυναικών είναι σιωπηλά, όπως και οι φωνές τους στις ιστορίες που λέγονται γι’ αυτές. Υπάρχουν βέβαια αρχαιολογικά ίχνη –σφοντύλια από αδράχτι και αντίβαρα για τον αργαλειό αφθονούν στις ανασκαφές. Τα στοιχεία όμως αυτά, αν και αρκούν για να δείξουν ότι «εδώ ζούσαν γυναίκες», λίγα πράγματα μπορούν να μας πουν για τις ζωές τους πέρα από τον αργαλειό.

Στο πλαίσιο της έρευνας για το μυθιστόρημά μου, θέλησα να συνδεθώ πιο πρακτικά με αυτές τις γυναίκες απ’ όσο θα μπορούσα αν διάβαζα βιβλία ή έψαχνα τα αρχαιολογικά δεδομένα (που και αυτό το έκανα δηλαδή, με το παραπάνω). Αποφάσισα να μάθω να γνέθω το μαλλί με το χέρι, χρησιμοποιώντας παραδοσιακό αδράχτι όπως θα έκανε και μια γυναίκα της εποχής του χαλκού. Ήξερα ότι η κατεργασία του μαλλιού ήταν σημαντική για την ιστορία που ήθελα να πω. Όχι για την πλοκή, ίσως, αλλά για την υφή του κόσμου που δημιούργησα –την ασφυκτική, επαναλαμβανόμενη οικιακή ζωή στην οποία η Ελένη και η Κλυταιμνήστρα βρίσκονται αλυσοδεμένες.

 

Οι χαρακτήρες μου, όπως και οι ιστορικά υπαρκτές γυναίκες που αναπαριστούν, πέρασαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους γνέθοντας και υφαίνοντας. Ανάμεσα στα ιδιωτικά τους δράματα, τα καρδιοχτύπια τους, τους αγώνες τους για αυτονομία σε έναν πατριαρχικό κόσμο οι οποίοι μετασχημάτιζαν τον κόσμο, οι αδελφές δούλευαν το μαλλί. Ήθελα να είμαι σίγουρη ότι είχα περιγράψει αυτά τα έργα πιστά, οπότε ο καλύτερος τρόπος ήταν να τα δοκιμάσω μόνη μου. Είχα την τύχη να δουλέψω σε ένα αγρόκτημα μέσα στην πόλη που είχε και πρόβατα, και έτσι προσπάθησα μέχρι και να γνέθω φρεσκοκομμένο ακατέργαστο μαλλί, γεμάτο ακόμα με όλο το φυσικό λίπος, τη μυρωδιά και την υφή, και οργάνωσα μερικά εργαστήρια όπου δίδαξα σε ντόπια παιδιά να γνέθουν. Έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο να καταπιάνεσαι με μια δραστηριότητα που δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου επί χιλιάδες χρόνια, και αυτό με βοήθησε να αισθανθώ ότι συνδεόμουν έστω λίγο με όλες αυτές τις γυναίκες που είχαν περάσει τη ζωή τους με έναν αδράχτι στο χέρι.

Δεν ήταν μόνο οι πρακτικές πτυχές της κατεργασίας του μαλλιού που ενέπνευσαν τη γραφή μου, αλλά και η θέση της στις αρχαίες ιστορίες. Η σύζυγος του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, όπως είναι πασίγνωστο, χρησιμοποίησε τις ικανότητές της στην ύφανση για να γλιτώσει από τους πολλούς μνηστήρες που την πολιορκούσαν ενόσω ο σύζυγός της έκανε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Υπό την πίεση να επιλέξει έναν από αυτούς ως τον επόμενο σύζυγό της, υποσχέθηκε ότι θα λάβει την απόφαση μόλις τελειώσει να υφαίνει ένα σάβανο για τον ηλικιωμένο πεθερό της. Κάθε μέρα δούλευε το σάβανο, αλλά το βράδυ αναιρούσε κρυφά την πρόοδό της –ένα τέχνασμα το οποίο λέγεται ότι συνέχιζε επί τρία χρόνια! Η Πηνελόπη έγινε σύμβολο όχι μόνο της συζυγικής πίστης, αλλά και της γυναικείας ευφυΐας –και τα δύο αυτά συνδέθηκαν με τη δουλειά της στον αργαλειό.

 

Μια άλλη γυναίκα στην Οδύσσεια του Ομήρου, λιγότερο γνωστή αλλά αξέχαστη για μένα, συνέβαλε στην επιθυμία μου να βάλω ένα αδράχτι στα χέρια των χαρακτήρων μου. Όταν ο Οδυσσέας βρίσκεται σε μια άγνωστη ακτή, τον ανακαλύπτει η πριγκίπισσα των Φαιάκων, η Ναυσικά, η οποία του λέει ότι, αν θέλει να βρει βοήθεια και να επιστρέψει με ασφάλεια στο νησί του, ο καλύτερος τρόπος είναι να απευθυνθεί στη μητέρα της, τη βασίλισσα Αρήτη. Αν και βασιλιάς είναι ο πατέρας της Αλκίνοος, είναι ξεκάθαρο ότι η σύζυγός του είναι αυτή που πραγματικά κινεί τα νήματα. Όταν ο Οδυσσέας φτάνει στο δώμα τους, βρίσκει τη βασίλισσα Αρήτη απασχολημένη να γνέθει πορφυρό μαλλί. Αυτή η εικόνα μιας βασίλισσας εξίσου ισχυρής με τον σύζυγό της, αν όχι ισχυρότερης, που καταγίνεται με την τέχνη της ανάμεσα στις άλλες της ευθύνες, κόλλησε στο μυαλό μου. Από αυτήν εμπνεύσθηκα άμεσα μία σκηνή στο δικό μου μυθιστόρημα, εκείνη της βασίλισσας Λήδας απασχολημένης στο δώμα της.

 

Η μητέρα της συνέχισε να γνέθει, με χείλη σιωπηλά, περνώντας το πλούσιο πορφυρό μαλλί από τη ρόκα στο αδράχτι, πνίγοντάς το κάτω από τα μακριά, ωχρά δάχτυλά της. Η Ελένη θυμήθηκε το άγγιγμα αυτών των δαχτύλων στο δέρμα της. Πόσο την γαλήνευε η δροσιά τους, πόσο τραχιά τα ένιωθε από τα χρόνια που δούλευαν το μαλλί. Τα χέρια μιας γυναίκας ποτέ δεν έμεναν ακίνητα. Ακόμη και μια βασίλισσα πρέπει να γνέσει, να πλέξει και να ράψει.

 

Βρήκα επίσης έμπνευση στην Ιλιάδα του Ομήρου, ιδίως στο Βιβλίο 3, καθώς αυτό είναι το μόνο σημείο όπου συμμετέχει πραγματικά η περίφημη Ελένη της Τροίας ως χαρακτήρας. Καθώς ο Πάρις και ο Μενέλαος ετοιμάζονται να μονομαχήσουν, βρίσκουμε την Ελένη στο δωμάτιό της να υφαίνει μια μεγάλη ταπετσαρία των μαχών μεταξύ Τρώων και Ελλήνων, που «υποφέρουν για χάρη της». Όταν η στην Ελένη δίνεται τόσο λίγο ο λόγος στα ομηρικά έπη, δηλαδή σε εξιστορήσεις του πολέμου που υποτίθεται ότι αυτή προκάλεσε, εμφανίζεται επώδυνο να την βλέπουμε εδώ να δημιουργεί τη δική της αφήγηση για τον πόλεμο, υφασμένη σε μαλλί. Τι θα έλεγε άραγε, αν της είχε δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει; Ποια εκδοχή της ιστορίας θα εξέφραζε; Αυτή την ερώτηση ήθελα να απαντήσω.

 

Γράφοντας λοιπόν τις Κόρες της Σπάρτης, στόχος μου δεν ήταν μόνο να ρίξω νέο ​​φως σε μια αρχαία ιστορία, αλλά να κάνω τους θηλυκούς της χαρακτήρες να ζουν και να αναπνέουν, ως ιστορικές γυναίκες με μυθική κληρονομιά. Ήθελα να δώσω φωνή στις άφωνες –όχι μόνο στην Ελένη και την Κλυταιμνήστρα, που υπάρχουν εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια μέσα στα πλαίσια που έφτιαξαν οι άνδρες συγγραφείς, καλλιτέχνες και μεταφραστές, αλλά και στις αρχαίες γυναίκες που έζησαν ξεχασμένες ζωές. Όπως τα όμορφα υφάσματα που δημιούργησαν, οι εμπειρίες τους έχουν χαθεί για μας. Ελπίζω οι Κόρες της Σπάρτης να μεταφέρουν τη σιωπηλή τους ιστορία στις σελίδες τους.

 

 

Πρώτη δημοσίευση: Telling the True Stories of Ancient Greece Through Fiction. Μετάφραση: Α.Γ.

Κλασσικό
φεμινισμός,Βία

Φεμινιστικός τρόμος

της Ιρένε

Το Μάιο του 2019, το περιοδικό Valeurs actuelles προκάλεσε κατακραυγή στον ιστό όταν αφιέρωσε το εξώφυλλό του στην «Φεμινιστική τρομοκρατία»[1]. Στην παρουσίαση του τεύχους, διαβάζουμε: «Βίαιες δράσεις, έμφυλη θεωρία, τεχνητή γονιμοποίηση, ποσοστώσεις, συμπεριληπτική γλώσσα … Διαβάστε την έρευνά μας για την νέα ιερά εξέταση. Είναι αγωνίστριες, δηλώνουν δημοσιογράφοι και σπέρνουν μία μορφή τρόμου στα μέσα και στην πολιτική ζωή. Έρευνα πάνω στον σύγχρονο γαλλικό φεμινισμό, μια συμμαχία της ξινίλας». Το τεύχος αυτό ήταν ίσως ένα κλείσιμο του ματιού σε ένα αφιέρωμα που δημοσίευσε το περιοδικό Causeur, της ιδίας οικογένειας, τον Ιούλιο του 15, με τίτλο … «Η φεμινιστική τρομοκρατία».

[… Πολλοί άλλοι σχολιαστές χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο, ή άλλους ανάλογους, στον δημόσιο διάλογο[2]].

Προς απάντηση, οι φεμινίστριες αντιτείνουν: «Ο φεμινισμός δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Η ανδροκρατία σκοτώνει κάθε μέρα». Οι λέξεις αυτές, τις οποίες διατύπωσε η δημοσιογράφος, συγγραφέας και φεμινίστρια Μπενουάτ Γκρου, αποτελούν μάλλον ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιημένα παραθέματα στην ιστορία του φεμινισμού. Πρόσφατα μόνο τις επανέλαβαν η ηθοποιός Εβά Νταρλάν […], η Σελίν Πίκ […] και η Ανν-Σεσίλ Μαιλφέρ, πρόεδρος της Fondation des femmes, η οποία, πέραν του ότι επανέλαβε τα λόγια της Γκρου, προσέθεσε επιπλέον: «Άρα λοιπόν, ακόμα μια φορά, ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα απολύτως ειρηνικό». Η φράση έχει γίνει σε τέτοιο βαθμό αποδεκτή ως λάβαρο του φεμινισμού ώστε η ιστορικός και στρατευμένη φεμινίστρια Φλοράνς Μονρενώ την υιοθέτησε ως τίτλο ενός βιβλίου της.

Όμως … ο ισχυρισμός αυτός άραγε ευσταθεί; Στ’ αλήθεια ο φεμινισμός δεν σκότωσε ποτέ κανέναν; Είναι αυθεντικά ειρηνικός; Και κυρίως, πρέπει άραγε να διατυμπανίζουμε αυτή την υποτιθέμενη μη βία ως υπέρτατη αξία; Είναι απαραίτητο να αφιερώνουμε χρόνο για να επιδεικνύουμε την καλή μας διαγωγή και να προσπαθούμε να πείσουμε τον κόσμο πόσο ευγενικές και άκακες είμαστε;

Τι θα συνέβαινε αν η φεμινιστική Τρομοκρατία γινόταν πραγματική; Αν οι άντρες άρχιζαν πραγματικά να νιώθουν φόβο; Έναν φόβο έντονο, βαθύ, σωματικό. Αφού η λογική, η ενσυναίσθηση και η ντροπή δεν επιτρέπουν να θέσουμε τέρμα στη μισογυνική βία, στην πατριαρχική καταπίεση, στους βιασμούς, στις σεξουαλικές επιθέσεις και στις γυναικοκτονίες, η μόνη διέξοδος ίσως είναι να προκαλούμε φόβο. H Bιρζινί Ντεπάντ ανέφερε ήδη αυτή τη δυνατότητα το 2006 στο δοκίμιo King Kong Théorie:

Όταν κατέβηκε η ταινία Baise-moi[3], πολλές γυναίκες –οι άντρες δεν τόλμησαν να αποφανθούν επ’ αυτού- έκριναν σκόπιμο να διαβεβαιώσουν δημοσίως: «Τι φρίκη! Προπαντός δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι η βία είναι λύση ενάντια στο βιασμό». Μπα, ναι; Δεν έχουμε ακούσει ποτέ στις ειδήσεις για κοπέλες οι οποίες, μόνες τους ή ομαδικά, κόβουν ψωλές με τα δόντια κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης, ή αναζητούν αργότερα τους δράστες για να τους σπάσουν στο ξύλο και να τους δώσουν ένα μάθημα (…). Κι όμως, γυναίκες νιώθουν την ανάγκη να το ξαναπούν: η βία δεν είναι λύση. Ωστόσο, τη μέρα που οι άντρες θα φοβούνται μήπως τους κομματιάσουν την ψωλή με κοπίδι όταν σφίγγουν βίαια μια κοπέλα, ξαφνικά θα καταφέρουν να ελέγχουν τις «αρσενικές» ορμές τους και να καταλαβαίνουν καλύτερα τι σημαίνει «όχι».

Απέναντι σε ένα σύστημα που κακοποιεί και φτάνει στο σημείο να σκοτώνει τις γυναίκες, το να ανταποδώσουμε βίαια είναι ζωτικό, θεμιτό και αναγκαίο. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου δεν θα σας μιλήσω για πανώ με χρυσόσκονη, ούτε για εμπνευσμένα συνθήματα, αλλά αντίθετα για φόνους, για βία, για βόμβες και για κηροζίνη. Θα γράψω απερίφραστα τα ονόματα γυναικών που πήραν τα πιο ριζικά μέτρα για να επιβιώσουν στο πατριαρχικό σύστημα. Κι αυτό διαμέσου των αιώνων και των ηπείρων.

Ούτε θα σας επαναλάβω την τετριμμένη διαβεβαίωση –ή διεκδίκηση- ότι «ο φεμινισμός δεν σκότωσε ποτέ κανέναν». Όχι. Διότι ο φεμινισμός έκανε και παραέκανε εγκλήματα. Τιμή του και καμάρι του. Αν δεν είστε έτοιμοι/-ες να κοιτάξτε την αλήθεια κατά πρόσωπο, να αναλάβετε την κληρονομιά μας, να αφήσετε κατά μέρος αυτή την δογματική πίστη στην φιλειρηνική ουσία του φεμινισμού, ξεφορτωθείτε αυτό το βιβλίο.


[1] Στα γαλλικά, η λέξη terreur, η οποία χρησιμοποιείται εδώ (όπως και στον τίτλο του βιβλίου), σημαίνει το συναίσθημα του τρόμου, αλλά επίσης και την δραστηριότητα που το προκαλεί. Π.χ. η φάση της γαλλικής επανάστασης μεταξύ 1793 και 94 που στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «Τρομοκρατία», στα γαλλικά προσδιορίζεται με αυτόν ακριβώς τον όρο, με κεφαλαίο Τ: La Terreur.

[2] Η φράση αυτή δεν απαντά ως τέτοια στο κείμενο. Την προσέθεσα εγώ για να συμπυκνώσω όσα λέγονται στις επόμενες δύο-δυόμισι σελίδες, αποσπάσματα δημόσιων τοποθετήσεων ανθρώπων που είναι γνωστοί στη Γαλλία αλλά λιγότερο εκτός αυτής.

[3] Tαινία του 2000, σε σκηνοθεσία της ίδιας της Virginie Despentes σε συνεργασία με την Coralie Trinh Thi. Ο τίτλος σημαίνει Πήδα με. Δεν γνωρίζω αν και με ποιο τίτλο παίχθηκε στην Ελλάδα.

Η Irene είναι συγγραφέας και ακτιβίστρια ισπανο-βασκο-γαλλικής καταγωγής. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισαγωγή από το βιβλίο της La terreur féministe. Petit éloge du féminisme extrémiste [O φεμινιστικός τρόμος. Μικρός έπαινος του εξτρεμιστικού φεμινισμού], εκδ. Divergences 2021. Μετάφραση-σημειώσεις: Α.Γ.

Κλασσικό
Αρχαιογνωσία,Μνήμη,Τέχνη

Ανδρομάχη, μαύρη χήρα

του Μισέλ Σερρ

Όποιος αφήνεται στη θύμηση γερνά, πέφτει άρρωστος και πεθαίνει, ανήμπορος: τι μπορεί να κάνει απέναντι στο παρελθόν του; Ας επινοήσει ένα σχέδιο για το μέλλον, ας ξαναβρεί υγεία, δύναμη, νιάτα και χαρά, ας σηκωθεί κι ας τρέξει όπως ο χρόνος. Οι συλλογικότητες, σε αυτό το σημείο, δεν διαφέρουν από τα άτομα. Μια κοινωνία χωρίς σχέδια χτίζει μουσεία, μηρυκάζει τα σφάλματα και τις ήττες της, ξεσχίζει τα σωθικά της, φθίνει … τι θα απογίνει;

Μαθαίνουμε στο Λύκειο να τιμούμε την Ανδρομάχη, ευσεβή και πιστή χήρα, αγαπητική μητέρα, αφοσιωμένη ολάκερη στη θύμηση του νεκρού συζύγου της, που την εικόνα του την ξαναβρίσκει στο γιο της Αστυάνακτα, όμηρο όπως κι εκείνη  των νικητών εχθρών. Η σταθερότητά της εκρήγνυται σε μια παραισθητική αφήγηση όπου λάμπουν η πτώση της Τροίας και τα φονικά εκείνης της νύχτας: η νύχτα εκείνη, λέει, ας παραμείνει αιώνια. Πρέπει να ξεχάσω; επαναλαμβάνει. Όχι, ζω στην αθανασία της μνήμης και άρα αρνούμαι την πορεία της ιστορίας: δεν θα ζω πλέον, δεν θα αγαπώ πλέον, θα ακούω τη φωνή του συζύγου μου πάνω απ’ τον τάφο του, σε εκείνον θα απευθύνομαι όταν μιλάω στους άλλους … τελικά θα αυτοκτονήσω, ήδη μετά τον δεύτερο γάμο μου … οι νεκροί απαιτούν μόνο το θάνατο.

Τραγωδία της θύμησης, της οποίας ο Ρασίν προσδιορίζει τους ήρωες με την ιδιότητα του γιου ή της κόρης: της Ελένης, του Αγαμέμνονα ή του Αχιλλέα, η Ανδρομάχη εξιστορεί τη δυστυχία της δεύτερης γενιάς. Τι πιο τρομακτικό, για ένα παιδί, από το να ακούει τη μητέρα του να του λέει: όταν σε παίρνω στα χέρια μου, Αστυάναξ, αγκαλιάζω τον Έκτορα, τον νεκρό πατέρα σου; Τι πιο τρομακτικό από το να το αναγκάζει να φέρει στο σώμα του έναν ενήλικα υπό μορφή πτώματος; Στις κόρες και στους γιους του περασμένου πολέμου, η μητέρα-χήρα μαθαίνει μόνο να κλαίνε ή να πεθαίνουν ακόμα από τον πόλεμο, όπως πέθαναν οι γονείς τους· όχι από την αιχμή των όπλων, αλλά από την θανάσιμη ασθένεια της θύμησης.

Ποιο είναι το σχέδιο της Ανδρομάχης; Στο τέλος του έργου, κατορθώνει τον άθλο να παντρευτεί τον εχθρό της και να γίνει χήρα του, ξανά, για να βασιλεύσει, κυρίαρχη, επί των νεκρών και της τρέλας που την περιβάλλει, χήρα με δύο κεφάλια, διπλή βασίλισσα, των Ελλήνων και των Τρώων, μαύρη υπεύθυνη για τα φονικά. Με μια ακινησία αράχνης, την οποία αποκαλούμε, τυφλοί, επιμονή. Τη χρονική της ασθένεια, αδιάφορη για κάθε αλλαγή, την κάνουμε αρετή –την πιστότητα- αλλά επίσης και γνώση –την ιστορία. Ωστόσο, πρέπει να υπολογίσουμε το κόστος της, που είναι θανάσιμο: γύρω από την Ανδρομάχη, και εξαιτίας της, πληθαίνουν διαρκώς οι φόνοι, τραγικοί, οι απελπισίες και η παραφροσύνη. Εκείνη μόνη θα επιζήσει και θα βασιλεύσει: μαύρη χήρα, κακοποιητική γεννήτρα, κεκορεσμένη από ένστικτο θανάτου, επαναληπτική αράχνη στο κέντρο του ιστού, καταβροχθίζει με γεροντικά δόντια αυτά τα νέα, όμορφα και δυνατά πρόσωπα που δεν ζητούσαν άλλο απ’ το να ζήσουν, να αγαπήσουν, να ελπίσουν στο μέλλον.

Ας υποθέσουμε ότι, αντίθετα, αφήνει τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, συγκατατίθεται να ξεχάσει λίγο, όπως αναγγέλλει ο εραστής της –«αλλά τέλος πάντων συγκατατίθεμαι να ξεχάσω το παρελθόν», λέει ο Πύρρος-, δέχεται να ζήσει, ακολουθεί την πορεία του ζωντανού παρόντος, μαγεύεται από καινούριες αγάπες, επινοεί σχέδια … τότε, η ζωή παίρνει τη θέση της απελπισίας και το δράμα εξαφανίζεται. Οι αρχαίοι το είχαν δει σωστά: η Μνημοσύνη, η μητέρα Μνήμη γεννά τις Μούσες, και μεταξύ αυτών μία, τρομερή, την Τραγωδία.

Ποιος λέει όχι; Χωρίς ιστορία, ξαναγινόμαστε ζώα. Επιβάλλεται λοιπόν μία υποχρέωση θύμησης, δεσμός που μας κρατά στη γλώσσα και, πιθανότατα, στη συνείδηση· αλλά επιβάλλεται επίσης ένα καθήκον σχεδίου. Δυσκολότερο απ’ το πρώτο, το δεύτερο απαιτεί φαντασία, διάκριση, αίσθηση του παρόντος, προνοητικότητα, θέληση επιβίωσης για να ακολουθήσεις την πορεία που αποφάσισες, ενθουσιασμό, θάρρος … αρετές υπερβατικές σε σχέση με την επανάληψη, που, αυτή, γέρνει προς το ένστικτο του θανάτου.

Η ιστορία και η παράδοση μας στηρίζουν, ασφαλώς, αλλά βρίσκουν το νόημά τους μόνο από το πώς τις ξαναδιαβάζει ένα επιθυμητό μέλλον. Οδηγούμαστε στο χαμό όχι τόσο από τους εχθρούς ή τα εμπόδια, όσο από έλλειψη απογόνων ή παραγωγής, στο κρεβάτι της άπειρης λεπτομέρειας της ακίνητης αναμνημόνευσης. Χωρίς στέρεο σχεδιασμό, το παρελθόν πέφτει στο θάνατο και τη λήθη· μια συλλογικότητα χωρίς αποφασιστικότητα δεν ξέρει πια να γράψει την ιστορία της· χωρίς επινόηση και χωρίς σύγχρονα ζωντανά έργα, μια κουλτούρα βρίσκεται σε θανάσιμη αγωνία. Η μνήμη σκάβει τον τάφο μας και, σε αυτό το κλειστό θεμέλιο, το σχέδιο οικοδομεί την κατοικία μας.

andromaque racine pdf PDF Cours,Exercices ,Examens

Το παραπάνω κείμενο είναι το ομότιτλο απόσπασμα από το βιβλίο Michel Serres, Andromaque, veuve noire, L’Herne, Παρίσι 2011 (σ. 37-41). Μετάφραση: Α.Γ.

Κλασσικό
φεμινισμός,Πολιτική,Φιλοσοφία

Τι κάνει στους άντρες η γυναικεία υποταγή

των Βικτουάρ Τυαγιόν – Μανόν Γκαρσιά

Όπως είχαμε προαναγγείλει, δημοσιεύουμε σήμερα ακόμα ένα απόσπασμα από το βιβλίο τής Victoire Tuaillon Les Couilles sur la table (σελ. 146-150). Πρόκειται για τη μεταγραφή της εκπομπής με προσκεκλημένη την Manon Garcia, η οποία το διάστημα αυτό είναι ερευνήτρια στο Χάρβαρντ και πρόκειται σύντομα να διδάξει φιλοσοφία στο Γέιλ. Έχει εκδώσει το βιβλίο On ne naît pas soumise : on le devient [Υποταγμένη δεν γεννιέσαι, γίνεσαι]. Μετάφραση: Α.Γ.

Πρώτη, πολύ απλή ερώτηση, Μανόν: τι είναι η γυναικεία υποταγή;

Όταν μιλάμε για κυριάρχηση [domination], μπερδεύουμε δύο πράγματα: την κυριάρχηση ως σχέση και την κυριάρχηση ως πράξη. Μεταξύ δύο παραγόντων Α και Β, μπορεί να υπάρχει μία σχέση κυριάρχησης –έστω το Α κυριαρχεί επί του Β. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Στην πραγματικότητα, για το Β συμβαίνει κάτι στη σχέση αυτή. Και το Β, αντιστρόφως, δρα επί του Α. Αυτό είναι η υποταγή: αυτό που το Β (υποταγμένο) κάνει στο Α σε μια σχέση κυριάρχησης. Σκεφτόμαστε πάντα την αντρική κυριάρχηση από την οπτική όσων οι άντρες κάνουν στις γυναίκες, αλλά σπανίως σκεφτόμαστε τι συνεπάγεται αυτό για τις γυναίκες, δηλαδή το να ζουν στο συγκείμενο της αντρικής Συνέχεια

Κλασσικό
φεμινισμός,Αρχαιογνωσία,Ιστορία

Τα αρχίδια πάνω στο τραπέζι

της Βικτουάρ Τυαγιόν

«Ο φεμινισμός είναι μια συλλογική περιπέτεια, για τις γυναίκες, για τους άντρες, για τους λοιπούς. Μια επανάσταση που έχει αρχίσει. Μια κοσμοθεώρηση, μια επιλογή. Το ζητούμενο δεν είναι να αντιπαραθέσουμε τα μικρά πλεονεκτήματα των γυναικών στα μικρά κεκτημένα των ανδρών, αλλά να τα τινάξουμε όλα στον αέρα».

Virginie Despentes, King Kong Théorie

Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα εγχειρίδιο για να μάθει κανείς πώς να γίνει πραγματικός άντρας. Ούτε είναι μια προκήρυξη ενάντια σε κάποια αφηρημένη οντότητα που θα ονομαζόταν «οι άντρες», που να τους βάζει όλους στο ίδιο τσουβάλι. Και δεν είναι μία προσωπική άποψη για την αρρενωπότητα την οποία θα είχα αντλήσει από λιγότερο ή περισσότερο εμπνευσμένες παρατηρήσεις του κοντινού μου περιβάλλοντος. Είναι μία απόπειρα σύνθεσης εκατοντάδων εργασιών –άρθρων, διδακτορικών, δοκιμίων, ντοκυμανταίρ- που αφορούν την αρρενωπότητα, τους άνδρες και τον ανδρισμό, που είχα την ευκαιρία να διαβάσω στο πλαίσιο της δουλειάς μου.

Είμαι δημοσιογράφος. Εδώ και δύο χρόνια, σε μια εκπομπή που μεταδίδεται σε podcast, Les couilles sur la table, συζητώ για καμιά σαρανταριά λεπτά με ειδικούς/-ές σε κάποιο ζήτημα σχετικό με την αρρενωπότητα. Είναι πανεπιστημιακοιές[1], καλλιτέχν-ιδ-ες, ερευνήτριες. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, έχουν μεταδοθεί σαράντα επεισόδια.

Είμαι φεμινίστρια, πάει να πει: πιστεύω σε αυτή την επαναστατική ιδέα ότι οι γυναίκες είναι άνθρωποι. Θέλω, και Συνέχεια

Κλασσικό