Δίκαιο,Μετακίνηση,ανθρωπολογία

Το λαθρεμπόριο ως ένα ηθικό εγχείρημα

των Mαχμούντ Kεσαβάρζ και Σαχράμ Χοσράβι

Στις 22 Φεβρουαρίου 2021, ένα θανατηφόρο περιστατικό στα σύνορα Ιράν-Πακιστάν μονοπώλησε τις ειδήσεις στην περιοχή. Στην επαρχία Aσκάν, κοντά στην πόλη Σαραβάν, Ιρανοί συνοριοφύλακες άνοιξαν πυρ εναντίον μιας ομάδας Βαλούχων μεταφορέων βενζίνης (sokhtbar) σκοτώνοντας αρκετούς. Το περιστατικό έλαβε χώρα στην περιφέρεια Σιστάν-Βαλουχιστάν, στο νοτιοανατολικό Ιράν, τη φτωχότερη περιφέρεια της χώρας και πατρίδα της εθνοτικής ομάδας των Βαλούχων. Κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, η βενζίνη στο Πακιστάν ήταν ακριβότερη, και αυτό άνοιξε ένα μικρό παράθυρο εισοδήματος για τους κατοίκους της περιοχής. Το διασυνοριακό εμπόριο ήδη είχε μακρά ιστορία στην περιοχή, αλλά τείνει να αυξάνεται σε περιόδους κρίσεων, όπως η πανδημία του Covid-19 που είχε ως αποτέλεσμα να εκτιναχθεί στα ύψη η ανεργία. Στην επίσημη γλώσσα αυτό το διασυνοριακό εμπόριο παρουσιάζεται ως λαθρεμπόριο, δηλαδή ως ποινικό αδίκημα, ενώ οι ντόπιοι το αποκαλούν sokhtbari (κατά λέξη «μεταφορά καυσίμων»). Η ορολογία θέτει ένα επιστημολογικό πρόβλημα με ηθικές και πολιτικές επιπτώσεις. Αν το πούμε sokhtbari, αυτό απαιτεί επείγουσες υποστηρικτικές πολιτικές απαντήσεις και λογοδοσία από το κράτος· αν το πούμε λαθρεμπόριο, αυτό παρέχει στο κράτος την εξουσία να αστυνομεύει και να τιμωρεί.

Μετά το περιστατικό, ακολούθησε τοπική αναταραχή. Ο κόσμος εισέβαλε στο αστυνομικό τμήμα και σε άλλα επίσημα κτίρια. Σύντομα οι διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν και σε άλλες πόλεις της επαρχίας και εξελίχθηκαν σε εκτεταμένες εθνοτικές ταραχές κατά των κυβερνητικών αρχών. Ανεπίσημες πηγές αναφέρουν δεκάδες θανάτους και εκατοντάδες συλλήψεις.

Όπως και οι περιπτώσεις που εξετάζονται σε όλο το βιβλίο, το sokhtbari συνδέεται κυρίως με καταστάσεις παρατεταμένης φτώχειας και κοινωνικής περιθωριοποίησης. Καθ’ όλη τη διάρκεια των ταραχών, ένα σύνθημα κυκλοφορούσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Αν είναι να πεθάνουμε βγάζοντας αφρούς από το στόμα [από την πείνα], καλύτερα να πεθάνουμε βγάζοντας αίμα από το στόμα».

Το λαθρεμπόριο καθιστά ορατή την επισφάλεια των παραμεθόριων περιοχών. Ως απάντηση στη συνθήκη της επισφάλειας, το λαθρεμπόριο δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί απλώς ως εγκληματική πράξη, αλλά γίνεται μέρος της κοινωνικής διαμαρτυρίας ενάντια σε διάφορες καταπιέσεις: οικονομική ανισότητα, διαφορική πρόσβαση στην πρόνοια και ηγεμονία του έθνους-κράτους επί των συνόρων και των κοινοτήτων των παραμεθόριων περιοχών. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν πώς το λαθρεμπόριο συγχωνεύεται σε ένα πολιτικό κίνημα το οποίο διεκδικεί κοινωνική δικαιοσύνη. Διαπλέκεται με την ταξική πάλη, με εθνοτικές εξεγέρσεις και την αντίθεση στην (εγχώρια) αποικιοκρατία. Πράξεις όπως το sokhtbari είναι γερά εδραιωμένες στις τοπικές κοινωνικές δομές, όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά και πολιτισμικά. Οι λεγόμενοι λαθρέμποροι θαυμάζονται και θεωρούνται τοπικοί ήρωες οι οποίοι παίζουν τη ζωή τους για να στηρίξουν τις οικογένειές τους. Υπάρχουν αμέτρητες λαϊκές μπαλάντες που τους υμνούν. Αυτό καθιστά το λαθρεμπόριο «κοινωνικό», δηλαδή ιστορικά και κοινωνικά αρθρωμένο.

Ακολουθώντας την έννοια της «κοινωνικής ληστείας» του Eric Hobsbawm, προσεγγίζουμε το λαθρεμπόριο ως ένα ευρέως διαδεδομένο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο εμφανίζεται σε πολλά μεθοριακά σημεία σε όλο τον κόσμο. Οι λαθρέμποροι, είτε επαινούνται ως τοπικοί ήρωες, είτε καταδιώκονται ως εγκληματίες, έχουν τη θέση τους στην κοινωνικότητα των παραμεθόριων περιοχών και αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί. Παρομοίως, το λαθρεμπόριο –ως μια χωρικά εστιασμένη δραστηριότητα εδραιωμένη μέσα στις ιστορικές και γεωπολιτικές συνθήκες των παραμεθόριων περιοχών- δεν μπορεί να προσεγγιστεί αποκλειστικά μέσα από την αποστασιοποιημένη, απλουστευμένη και συγκεντρωτική ματιά του κράτους.

Για να αποφύγει την κρατοκεντρική προσέγγιση, το βιβλίο αυτό προσεγγίζει τις λεγόμενες λαθρεμπορικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της ιστορίας τους και της τοπικότητάς τους, και από τη υποκειμενική θέση εκείνων που θεωρούν το λαθρεμπόριο απαραίτητο για να επιβιώσουν. Το να βλέπεις σαν λαθρέμπορος είναι μια κίνηση τακτικής που σημαίνει να διαβάσουμε την κινητικότητα των ανθρώπων και των πραγμάτων με τρόπους που διαταράσσουν τις κρατοκεντρικές αντιλήψεις.

Η κρατική προοπτική ανάγει όλες τις πρακτικές εκτός νόμου σε μια ενιαία και απλουστευμένη εγκληματική ενέργεια, όπως το λαθρεμπόριο ή η ληστεία. Μια τέτοια οπτική βασίζεται σε μια σειρά από διχοτομήσεις όπως νόμος/ ανομία, σύννομο/παράνομο ή εμπόριο/λαθρεμπόριο. Εξοβελίζει κοινωνικές δυνάμεις, διαδικασίες και δρώντες που δεν εντάσσονται στην κρατική αφήγηση. Για παράδειγμα, στην Αλγερία οι ιστορικές αναφορές παρουσιάζουν τη ληστεία ως μορφή αντιαποικιακής αντίστασης. Η ληστεία έπαιξε επίσης κεντρικό ρόλο στην ανάδυση των εθνικιστικών μύθων του σύγχρονου ελληνικού κράτους κατά τη διάρκεια των αγώνων για την ανεξαρτησία. Σε ορισμένες περιπτώσεις παράνομοι μετατράπηκαν σε επίσημους τοπικούς κυβερνήτες, όπως στο Ιράν τον εικοστό αιώνα και στο Μαρόκο τον δέκατο ένατο. Στην περίπτωση της πειρατείας, ο Jatin Dua υποστηρίζει ότι η σύγχρονη θαλάσσια πειρατεία στον Ινδικό Ωκεανό, μακράν τού να αποτελεί αναχρονισμό ή παθογένεια, είναι βαθιά συνυφασμένη με τον παγκόσμιο καπιταλισμό και το εμπόριο. Στο ίδιο πνεύμα, το Seeing Like a Smuggler διατυπώνει τη θέση ότι οι παράνομες πρακτικές, η ληστεία, η θαλάσσια πειρατεία και το λαθρεμπόριο είναι εγγενή χαρακτηριστικά των σύγχρονων εθνικών κρατών.

Απ’ τα κάτω

 Το Seeing Like a Smuggler ακολουθεί την παράδοση των προσεγγίσεων της ιστορίας απ’ τα κάτω. Το βιβλίο αυτό εφαρμόζει τις ιδέες των C.L.R. James, E.P. Thompson, Peter Linebaugh-Marcus Rediker, καθώς και των Hay κ.ά. στα ζητήματα των συνόρων και της παραβίασής τους. Το βιβλίο αυτό είναι χτισμένο πάνω σε μια προσέγγιση απ’ τα κάτω για διάφορους λόγους. Πρώτον, αντιτίθεται στα καθεστώτα ορατότητας που επιβάλλει το κράτος. Με άλλα λόγια, καταπιάνεται με το ερώτημα πώς προσδίδεται εκ των άνω ορατότητα σε υποκείμενα, υποκειμενικότητες και δραστηριότητες. Μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής και πολιτικής έρευνας έχει μελετήσει και αναλύσει το λαθρεμπόριο από μια κρατοκεντρική προοπτική, ως οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό «πρόβλημα» που πρέπει να διαγνωστεί και να επιλυθεί. Το λαθρεμπόριο τίθεται ως πρόβλημα επειδή υπονομεύει την αυθεντία του κράτους έναντι της κινητικότητας των ανθρώπων και των εμπορευμάτων και την υποτιθέμενη θέση του ως μοναδικού οργανωτή της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Προσεγγίζοντας το ετερογενές, πολύπλοκο, ακατάστατο, αποκεντρωμένο, ad-hoc σύνολο δραστηριοτήτων που ονομάζεται λαθρεμπόριο, επιδιώκουμε να εισφέρουμε την οπτική γωνία όσων χαρακτηρίζονται –και ποινικοποιούνται ως- λαθρέμποροι. Αρνούμενο να ακολουθήσει τον νομικό ορισμό του λαθρεμπορίου από το κράτος, το Seeing Like a Smuggler  επανατοποθετεί τις πολύπλοκες αυτές δραστηριότητες μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυξανόμενων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών πρακτικών συνοροθέτησης [bordering] σε όλο τον κόσμο.

Δεύτερον, σε αντίθεση με την προσέγγιση της «θέασης εκ των άνω», η οποία βασίζεται στον εξοβελισμό της μη κανονικότητας, το βιβλίο αυτό στοχεύει να αναδείξει αντιφάσεις και ασυνέπειες εντός του συστήματος του έθνους-κράτους. Σε συνθήκες διαρκούς κρίσης, μέσα από τις οποίες αναδύονται αυτοσχέδιοι τρόποι ζωής ανάλογα με τις τοπικές, γεωγραφικές και υλικές συνθήκες, δεν υπάρχουν πλέον πράγματα χωρίς παραλληλίες. Κάθε νομοθέτημα συνοδεύεται από τεχνικές παράκαμψής του, οι οποίες τελικά το εξουδετερώνουν και το αντιστρέφουν7. Αυτό το παράλληλο, ανατρεπτικό σύστημα συνοδεύεται από δικούς του κανόνες, τελετουργίες, ηθικές και πρωτόκολλα, τα οποία, όπως υποστηρίζει ο Stuart Hall χρησιμοποιώντας την έννοια της αποκωδικοποίησης, είναι «ένα μείγμα προσαρμοστικών και αντιθετικών στοιχείων». Στο βιβλίο του Seeing Like a State, ο James Scott υποστηρίζει ότι το κράτος έχει ανάγκη να βλέπει τα άτομα για να τα ελέγχει. Έτσι, χρησιμοποιεί την ταυτοποίηση, την καταγραφή και την προώθηση της γλώσσας του νόμου προκειμένου να φορολογεί τους ανθρώπους και να διατηρεί ένα κράτος πρόνοιας, και για να παράγει αναγνωσιμότητα σε σχέση με το λαό. Η ορατότητα και η αναγνωσιμότητα πηγαίνουν χέρι με χέρι προκειμένου να λειτουργεί το κράτος. Ο Scott δείχνει ότι η μετακίνηση και η κινητικότητα έπρεπε να περιοριστούν, να ρυθμιστούν και να περιοριστούν επειδή αποτελούσαν απειλή για το πλαίσιο ορατότητας-νομιμότητας και την αυθεντία της κρατικής διακυβέρνησης. Μας ζητά να ακολουθήσουμε αυτόν τον τρόπο θέασης για να αναλύσουμε τη μονολιθική φύση του κράτους, αλλά και να αναπτύξουμε ευαισθησίες για να δούμε τις καθημερινές αντιστάσεις σε αυτή την ηγεμονία.

Ωστόσο, ο Scott παραλείπει να εξετάσει το γεγονός ότι το κράτος δεν είναι απαραίτητα η πηγή φαινομένων όπως τα σύνορα, η ιθαγένεια και η φορολογία. Με άλλα λόγια, το κράτος ως μία ομοιογενής οντότητα δεν επιβάλλει τον έλεγχο, αλλά είναι το ίδιο προϊόν αμφισβητήσεων γύρω από τον έλεγχο κινητών σωμάτων, πραγμάτων, πρακτικών και ιδεών. Με αυτή την έννοια, το λαθρεμπόριο είναι τόσο συνέπεια όσο και συστατικό στοιχείο των συνόρων και των πρακτικών συνοριοθέτησης. Αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις εντός του συστήματος του έθνους-κράτους τις οποίες αποκρύπτουν οι επίσημες αφηγήσεις, υπάρχει –με τους όρους του Βάλτερ Μπένγιαμιν- η δυνατότητα να ανοίξει η ιστορία ώστε να συμπεριλάβει αφηγήσεις για τους παράνομους, τους απόκληρους, τους μη καταγεγραμμένους, τους ληστές και τους λαθρέμπορους.

Τρίτον, το να βλέπεις σαν λαθρέμπορος είναι μια μεθοδολογική οπτική γωνία, την οποία υιοθετούμε για να αποφύγουμε τους κινδύνους αναπαραγωγής κρατοκεντρικών αντιλήψεων για το λαθρεμπόριο.

Κάποιοι μελετητές έχουν ήδη δείξει ότι η χρήση του όρου «λαθρέμπορος» μπορεί να αναπαράγει την ποινικοποίηση, την οποία ενισχύουν τα κράτη μέσω της χρήσης συγκεκριμένης γλώσσας σε έγγραφα έρευνας και πολιτικής· οι μελετητές αυτοί έχουν προτείνει τη χρήση άλλων όρων, όπως «μεσίτης» και «μεσολαβητής». Η αλλαγή ορολογίας με σκοπό την αποποινικοποίηση ή την ποινικοποίηση είναι εμφανής και από την πλευρά των κρατικών οργανισμών. Για παράδειγμα, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές της να ποινικοποιήσει τη διευκόλυνση της μετακίνησης ταξιδιωτών χωρίς τα «σωστά» έγγραφα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει στραφεί προς τη χρήση άλλων όρων όπως η διακίνηση ανθρώπων [trafficking], που κινητοποιεί αυστηρότερα νομικά και πολιτικά μέτρα.

Όπως δείχνει κάθε κεφάλαιο αυτού του βιβλίου, υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές ατομικής και συλλογικής γνώσης, τις οποίες μοιράζονται και διαπραγματεύονται πολλοί φορείς κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού ή της διακίνησης αγαθών, οι οποίες εξαρτώνται από το φύλο, την τάξη, την εθνοτική καταγωγή και την ηλικία, καθώς και από το χρονικό και το τοπικό πλαίσιο. Αυτές οι συλλογικές και ετερογενείς μορφές ανταλλαγής γνώσεων είναι που εξηγούν γιατί πολλοί ταξιδιώτες χωρίς τα «σωστά» χαρτιά συχνά δεν θεωρούν τους εαυτούς τους αντικείμενα (δηλαδή θύματα) «λαθραίας διακίνησης», αλλά ως ανθρώπους που «ποντάρουν σε υπαρκτές σχέσεις αμοιβαιότητας και υποχρέωσης με ανθρώπους τους οποίους ήδη γνωρίζουν, προκειμένου να τους θέσουν ενεργά ένα αίτημα πρόσβασης στη διέλευση». Γι’ αυτόν τον λόγο, διάφορες κοινότητες μέσα στο βιβλίο χρησιμοποιούν διαφορετικές λέξεις για να αναφερθούν σε όσους διευκολύνουν την παράνομη μετακίνηση πραγμάτων και ανθρώπων, όπως μεσολαβητής, χειριστής, φίλος, rahbalad (οδηγός), dalal (μεσάζων), lekami (μεταφορέας) και semsar (μεσίτης).

Παρ’ όλα αυτά, εμείς κάναμε την επιλογή να αναδιεκδικήσουμε τη λέξη «λαθρέμπορος» και να αναδείξουμε τις σύνθετες θέσεις της, κόντρα στην κυρίαρχη χρήση. Επεξεργαστήκαμε και αναπτύξαμε μια «όραση σαν εκείνη του λαθρέμπορου» για να φέρουμε στο φως καθημερινές άτυπες δραστηριότητες γύρω από τα σύνορα ως μορφές τακτικής διαβίωσης ή «εξεγερμένης πολιτειότητας», όπου οι δραστηριότητες αυτές λειτουργούν μέσα από εν μέρει νόμιμες και εν μέρει παράνομες πρακτικές ταυτόχρονα.

Αποικιοκρατία

 Πολλά κεφάλαια του βιβλίου αναδεικνύουν τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κρατών και του λαθρεμπορίου στον σημερινό κόσμο. Ωστόσο, η ιστορία του λαθρεμπορίου πηγαίνει πέρα από το σχηματισμό των ύστερων νεωτερικών κρατών. Η σχέση αυτή αποτελεί συνέχεια της μακροχρόνιας ασταθούς και ενδεχομενικής θέσης του λαθρεμπορίου μέσα στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής διαμόρφωσης του κόσμου. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εμπλέκονταν και οι ίδιες στο λαθρεμπόριο (βλ. Nichola Khan, Κεφάλαιο 2), π.χ. τον δέκατο ένατο αιώνα βρετανοί έμποροι έφερναν λαθραία όπιο στην Κίνα από το Χονγκ Κονγκ. Σε άλλες περιπτώσεις, υπήρξαν ανταγωνισμοί μεταξύ τοπικών εμπόρων που ανέπτυξαν λαθρεμπορικές επιχειρήσεις ως απάντηση στις αυστηρές μερκαντιλιστικές πολιτικές της Αγγλίας τον δέκατο έβδομο αιώνα.

Η σύγκρουση μεταξύ του στέμματος και των αποίκων της Νέας Αγγλίας για το μονοπώλιο του εμπορίου και των τελωνείων κλιμακώθηκε τον δέκατο όγδοο αιώνα. Οι παράνομοι έμποροι και οι λαθρέμποροι τιμωρούνταν ως πειρατές σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο. Οι βρετανικές πολιτικές κατά του λαθρεμπορίου υποδαύλισαν το πνεύμα της εξέγερσης. Οι συγκρούσεις γύρω από το λαθρεμπόριο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της Αμερικανικής Επανάστασης, σε βαθμό που ο Peter Andreas ονόμασε τις Ηνωμένες Πολιτείες έθνος λαθρεμπόρων.14 Κατά την περίοδο αυτή, το λαθρεμπόριο άρχισε να επαινείται αλλά και άλλοτε να καταδικάζεται από τις φιλελεύθερες ιδεολογίες. Για παράδειγμα, ο Άνταμ Σμιθ υποστήριξε τους λαθρέμπορους ως «άριστους πολίτες», οι οποίοι, αντί να παραβιάζουν τη φυσική δικαιοσύνη, παραβιάζουν αντίθετα την «αφύσικη» νομοθεσία που περιόριζε το ελεύθερο εμπόριο.15 Ταυτόχρονα, η απαγόρευση της εισαγωγής δούλων το 1807 στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο νόμος περί κατάργησης της δουλείας το 1883 οδήγησαν στην αύξηση της επιτήρησης των συνόρων προκειμένου να καταπολεμηθεί η λαθρεμπορία δούλων. Αυτές οι λαθρεμπορικές επιχειρήσεις οργανώνονταν από ιδιοκτήτες κεφαλαίων και συνήθως ήταν αποκομμένες από τις τοπικές κοινότητες και τους ταξικούς αγώνες. Παρόλο που ορισμένες ήταν ενάντια στην αποικιακή κυριαρχία των κρατών, δεν ήταν κοινωνικά ανατρεπτικές, καθώς δεν είχαν στόχο να αμφισβητήσουν την ταξική δομή της εποχής αλλά να την εκμεταλλευτούν και να εξασφαλίσουν κέρδη.

Τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου απεικονίζουν διαφορετικές ιστορίες. Πολλές από τις λαθρεμπορικές πρακτικές που αναλύονται εδώ ανήκουν στην παράδοση του προλεταριακού αγώνα ενάντια στην καταπιεστική οικονομική τάξη. Επιπλέον, το λαθρεμπόριο ως κοινωνική πρακτική συχνά αποτελεί μετεξέλιξη της πάλης μεταξύ του κεντρικού κράτους και των ανθρώπων της μεθορίου. Το λαθρεμπόριο ασκείται χωρικά «απομακρυσμένα» από το κέντρο και συχνά από εθνοτικές μειονότητες που δεν λογαριάζουν την παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας (βλ. Amin Parsa, Κεφάλαιο 5).

Αν εξετάσουμε την παραβατικότητα των συνόρων απ’ τα κάτω, τότε το λαθρεμπόριο φαίνεται να αποτελεί απάντηση στην πολιτική και κοινωνική επισφάλεια στην οποία εκτίθενται οι άνθρωποι της μεθορίου μέσω της εσωτερικής αποικιοποίησης εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τοπικές κοινότητες δεν συνδέουν το λαθρεμπόριο με το έγκλημα, αντίθετα το θεωρούν απαραίτητο για την επιβίωση. Οι λαθρέμποροι παραμένουν μέρος της τοπικής κοινωνίας και οι δραστηριότητές τους συμβάλλουν στην ανθεκτικότητα των κοινοτήτων, είτε διακινώντας αγαθά για να στηρίξουν οικονομικά τοπικές αντιστάσεις κατά της κεντρικής εξουσίας, είτε διευκολύνοντας τη μετακίνηση όσων υφίστανται διώξεις και καταπίεση (βλ. Κεφάλαιο 3).

Στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Régie, μια γαλλική εταιρεία, είχε μονοπώλιο στην παραγωγή καπνού. Αγρότες καλλιεργητές ξεκίνησαν επιτυχημένες επιχειρήσεις λαθρεμπορίου για να αντισταθούν τόσο στο μονοπώλιο της γαλλικής εταιρείας όσο και στους κυβερνητικούς φόρους.16 Παρομοίως, λαθρέμποροι πρωτοστάτησαν στη διαμόρφωση του κινήματος του ιακωβιτισμού στην Αγγλία τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα. Άλλα παραδείγματα είναι οι βουδιστές μοναχοί που διευκολύνουν Θιβετιανούς να περάσουν στην Ινδία για να γλιτώσουν την αποικιακή καταπίεση της Κίνας,18 οι λαθρέμποροι των σηράγγων της Γάζας και ένας πρώην Κούρδος μαχητής της ελευθερίας που έγινε επαγγελματίας διευκολυντής μετανάστευσης τη δεκαετία του 1980, ο οποίος βλέπει τη δουλειά του ως ένα αντιαποικιακό πρόταγμα:

Ο πλούσιος κόσμος κλέβει τον φτωχό κόσμο. Όταν οι άνθρωποι προσπάθησαν να κάνουν μια αλλαγή στην πολιτική και να αλλάξουν τα κυρίαρχα καθεστώτα, οι υπερδυνάμεις επενέβησαν και σταμάτησαν τα δημοκρατικά κινήματα … Σε αυτή την κατάσταση βρισκόμαστε. Όσο κάποιοι λεηλατούν, οι λεηλατημένοι [δηλαδή οι πρόσφυγες και οι μετανάστες] θα θέλουν να έρθουν και να δουν πού κατέληξε ο πλούτος τους. Κι εγώ τους βοηθάω.

Αν κατανοήσουμε το σημερινό καθεστώς των συνόρων ως μια αποικιακή υποδομή, η οποία εγγυάται την ελεύθερη μετακίνηση ορισμένων ανθρώπων και πραγμάτων με τρόπο που διατηρεί και αυξάνει την ηγεμονία, τον πλούτο και την ασφάλεια των πρώην αποικιακών δυνάμεων, τότε αυτές οι τοπικές καθώς και διακρατικές πράξεις υπέρβασης των συνόρων μπορούν να θεωρηθούν ως τρόποι αμφισβήτησης της τρέχουσας αποικιοκρατίας της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων –εφόσον οι υπερβάσεις αυτές λειτουργούν προς όφελος της επιβίωσης και του βιοπορισμού των καταπιεσμένων.

Οπτικότητα και υλικότητα

Το να βλέπεις σαν λαθρέμπορος μας επιτρέπει επίσης να αντιληφθούμε την υλικότητα και την οπτικότητα των λαθρεμπορικών πρακτικών. Ενώ οι κυρίαρχες μελέτες του λαθρεμπορίου τείνουν να εστιάζουν στην ανάλυση πολιτικών και λόγου ή να καταρτίζουν εθνογραφίες όσων χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των διακινητών (όπως στις μελέτες για τη διακίνηση ανθρώπων), η παρούσα συλλογή φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν φακό για να εξετάσουμε τα οχήματα, τις υποδομές και τα αντικείμενα που εμπλέκονται στις λαθρεμπορικές διαδικασίες, όχι απλώς ως υποστηρικτικά μέσα αλλά ως παραγωγικοί φορείς που καθορίζουν την κλίμακα, την ταχύτητα και τις μορφές που λαμβάνουν οι πρακτικές αυτές. Μερικές φορές, η υλικότητα μπορεί να εκδηλώνει εναλλακτικές λύσεις στην κρατική εξουσία. Όπως εξηγεί η Rebecca B. Galemba (Κεφάλαιο 4) στη μελέτη της για τα σύνορα Μεξικού-Γουατεμάλας, αν κάποιος τοποθετήσει μια cadena (αλυσίδα) κάπου αλλού και όχι στη νομική θέση των συνόρων, κηρύσσει ένα νέο σύνορο, δημιουργώντας νέες τελετουργίες φορολόγησης που οργανώνονται από τις πέριξ κοινότητες. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί ένα αποτέλεσμα ταύτισης, καθώς ενώνει τις κοινότητες που εξαρτώνται από αυτό το «νέο» σύνορο, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους.

Το λαθρεμπόριο ταυτόχρονα αποκαλύπτει και οικειοποιείται τις υλικότητες που εμπλέκονται στις συνοροθετικές πρακτικές των κρατών. Με αυτή την έννοια, υπερβαίνει τις αναπαραστατικές ή ωφελιμιστικές ικανότητες των υλικοτήτων που είναι τόσο κρίσιμες στην πολιτική των κρατών, όπως η χρήση απεικόνισης και τεχνολογιών στη συνοροθέτηση. Το λαθρεμπόριο αντιθέτως υλοποιεί τις δυνατότητες των υλικών για να δημιουργήσει πολυάριθμες νέες δυνατότητες ανασυναρμολόγησης,20 για παράδειγμα μετατρέποντας καθημερινά αντικείμενα που μπορεί να περάσουν απαρατήρητα από τα σύνορα σε δοχεία παράνομων πραγμάτων, ή κάνοντας μη εξουσιοδοτημένα σώματα να μοιάζουν με κανονικά, νομιμοποιημένα σώματα εν κινήσει.

Η μετατροπή αυτή είναι επίσης ζήτημα οπτικότητας και αισθητηριακής επίγνωσης. Το λαθρεμπόριο λειτουργεί συχνά μέσω της χειραγώγησης και της αναδιαμόρφωσης της αίσθησης περί του τι είναι ένα αποδεκτό, νόμιμο και εγκεκριμένο μετακινούμενο πρόσωπο ή αντικείμενο. Ωστόσο, τις διακρίσεις αυτές τις καθιερώνουν προηγουμένως τα σύνορα. Τα σύνορα διέπουν τις αισθήσεις ως ένας τρόπος ρύθμισης κοινωνικών διαδικασιών και σχέσεων. Τα σύνορα δεν διαθέτουν κάποιες ουσιώδεις ιδιότητες, αλλά αλλάζουν σχήμα και δημιουργούν ρευστές σχέσεις που μπορούν να ανασυναρμολογηθούν ώστε να παραγάγουν διαφορετικές αντιλήψεις για διαφορετικά σώματα. Με αυτή την έννοια, τα σύνορα λειτουργούν περισσότερο σαν μάγια, παρά σαν πρωτόκολλα.21 Η μαγεία αλλάζει την αντίληψή μας για το πραγματικό: κάτι μετατρέπεται σε κάτι άλλο. Όπως η μαγεία, και τα σύνορα γεννούν νέες αντιλήψεις. Τα σύνορα μετατρέπουν τους γείτονες σε εχθρούς. Μια μικρή απόσταση γίνεται ξαφνικά μεγαλύτερη. Το δέρμα των ανθρώπων στην άλλη πλευρά γίνεται πιο σκούρο. Νομαδικές φυλές γίνονται λαθρομετανάστες. Ξαδέρφια από το διπλανό χωριό γίνονται παράνομοι παραβάτες. Οι έμποροι γίνονται λαθρέμποροι. Η αξία των εμπορευμάτων αυξάνεται ή μειώνεται τη στιγμή που διασχίζουν τα σύνορα. Υπό αυτή την έννοια, τα σύνορα προσπαθούν να ελέγξουν αυτό που βλέπει ένας θεατής.

Αν τα σύνορα λειτουργούν ως μαγεία, τότε το λαθρεμπόριο λειτουργεί ως αντι-μαγεία. Οι λαθρέμποροι, για παράδειγμα, λειτουργούν αλλάζοντας τις αντιλήψεις των συνοριοφυλάκων: κάνουν έναν Ιρανό να φαίνεται σαν Έλληνας, έναν Αφγανό σαν Κορεάτης. Το λαθρεμπόριο συνίσταται σε μια σειρά τεχνικών, από την κατασκευή και την πλαστογράφηση συγκεκριμένων χαρτιών, διαβατηρίων και συνοδευτικών εγγράφων, μέχρι την συμβατική ή τροποποιημένη χρήση οχημάτων και υποδομών ταξιδιού. Οι λαθρέμποροι μας διδάσκουν ότι η μαγεία των συνόρων είναι κατά βάση μια σειρά από τεχνικές και τακτικές που μπορούν να καταπολεμηθούν με τα ίδια μέσα. Το να βλέπεις σαν λαθρέμπορος σημαίνει να μετατοπίζεις την προσοχή από το θέαμα των τειχών και των φραχτών στις λεπτομέρειες, τις τεχνικές και τις λειτουργίες των συνόρων. Ως αντι-μαγεία, το λαθρεμπόριο αφενός επιβεβαιώνει την κανονιστική εικονογραφία της διέλευσης των συνόρων, διότι εντοπίζει τι θεωρείται θεμιτό και νόμιμο και προσχωρεί σε αυτό, αλλά και διαταράσσει τις παραδοχές περί αυθεντικότητας που συνδέονται με νομιμοποιημένα σώματα και εμπορεύματα. Το λαθρεμπόριο δείχνει ότι η αυθεντικότητα έχει νόημα μόνο σε σχέση με ένα συγκεκριμένο σύνορο, σώμα ή εμπόρευμα, με κάποιο χρόνο και κάποια γεωγραφία, και είναι πάντα υποκειμενική και εξαρτάται από διαφορετικές υλικότητες.

Ο μόνος τρόπος που έχουν το κυρίαρχο καθεστώς ορατότητας και τα ΜΜΕ για να απεικονίσουν το λαθρεμπόριο είναι να το εμφανίσουν ως κάτι που έρχεται από αλλού[1]. Για παράδειγμα, εμφανίζουν εικόνες αρρενωπών –και σε πολλές περιπτώσεις φυλετικοποιημένων- σωμάτων λαθρεμπόρων, κατασχεμένων αγαθών και οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για λαθρεμπόριο, ως απειλή για τα ηθικά και αισθητικά πρότυπα, καθώς και για την ευημερία της κοινωνίας. Ο εξοβελισμός –δηλαδή η απόκρυψη αντιφάσεων και κενών- υλοποιείται επίσης σε πολλές χώρες με τη μορφή τακτικών δημόσιων επιδείξεων στις οποίες τα κατασχεμένα λαθραία εμπορεύματα καταστρέφονται. Οι επιδείξεις είναι συχνά θεαματικές. Τα εμπορεύματα καίγονται ή συνθλίβονται από στρατιωτικά οχήματα. Όσο πιο ακριβά είναι τα αγαθά που καταστρέφονται (π.χ. πολυτελή αυτοκίνητα), τόσο πιο θεαματικές γίνονται οι επιδείξεις. Η δημόσια επίδειξη είναι ένα «μήνυμα», που έχει ως στόχο περισσότερο τους καταναλωτές παρά τους λαθρέμπορους. Αυτές οι τελετουργίες σκηνοθετούν τα λαθραία ως εξωτερικά φαινόμενα που διεισδύουν στο κοινωνικό σώμα και, ως εκ τούτου, πρέπει να εκμηδενιστούν.

Ωστόσο, ο εξοβελισμός αυτός δεν είναι κάτι καινούριο. Τον δέκατο ένατο αιώνα, το λαθρεμπόριο ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες. Από την όπερα Carmen του Ζορζ Μπιζέ, το 1875, μέχρι το The Smuggler: A Tale του G.P.R. James το 1845, και επίσης στον πίνακα The Smugglers Return του Philippe Jacques de Loutherbourg (1801). Ο λαθρέμπορος εμφανίζεται ως μοναχική φιγούρα που αντιστέκεται ηρωικά στους άρχοντες. Στη νουβέλα του Τζέιμς οι λαθρέμποροι παρουσιάζονται ως «άνδρες που διαρρηγνύουν με τόλμη ένα άδικο και βάρβαρο σύστημα, το οποίο στερεί από τη χώρα μας τα αγαθά μιας άλλης και οι οποίοι … εμμένουν με κίνδυνο της ζωής τους στο έμφυτο δικαίωμα του ανθρώπου να συναλλάσσεται με τους γείτονές του». Η μορφή του λαθρέμπορου εμφανίστηκε τόσο στη γραμματεία της πολιτικής οικονομίας όσο και σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις. Αυτό ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι  οι λαθρέμποροι είναι διπρόσωποι σαν τον Ιανό: άλλοτε καταδικάζονταν ως αντικοινωνικοί κερδοσκόποι και ως απειλή για το εθνικό συμφέρον, και άλλοτε παρουσιάζονταν ως ήρωες που εξασφάλιζαν την επιβίωση του λεγόμενου ελεύθερου εμπορίου.

Σήμερα, οι υπερασπιστές του «ελεύθερου εμπορίου» είναι μεγάλες επιχειρήσεις που συχνά συνδέονται στενά με κράτη. Κατά συνέπεια, οι λαθρέμποροι περιλαμβάνονται και αποκλείονται ταυτόχρονα, αλλά πάντοτε παρουσιάζονται ως εξωτερικοί παράγοντες που διαταράσσουν, θολώνουν, παραβαίνουν και παραβιάζουν το εθνικοποιημένο όριο μεταξύ νόμιμων και παράνομων εμπορευμάτων και κατοίκων. Το λαθρεμπόριο βάζει έναν καθρέφτη μπροστά σε αυτόν τον εξοβελισμό, εμπλεκόμενο με τις πρακτικές συνοροθέτησης κατά τρόπο υλικό, οπτικό, κοινωνικό και οικονομικό. Με τον τρόπο αυτό, όπως καταδεικνύουν πολλά κεφάλαια αυτού του βιβλίου, το λαθρεμπόριο αναδύεται από τις εσωτερικές αντιφάσεις και τα κενά εντός του συστήματος του έθνους-κράτους και, ως τέτοιο, παράγει άλλες εικονογραφίες και φαντασίες για τη θέση του λαθρεμπορίου και τη σχέση του με την καθημερινή ζωή πολλών κοινοτήτων και ατόμων.

Δεοντολογία 

Η παρούσα συλλογή εστιάζει στο λαθρεμπόριο ως ένα παραγωγικό εγχείρημα, το οποίο δεν είναι απλώς μια οικονομική υπηρεσία αλλά απαιτεί να καταπιαστούμε με το ζήτημα των συνόρων ηθικά και πολιτικά. Ένας τρόπος με τον οποίο το λαθρεμπόριο εξοβελίζεται είναι με το να υπερπροβάλλουμε τη βία των λαθρεμπόρων, ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτουμε την κρατική βία απέναντι σε όσους έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες των λαθρεμπόρων, όπως οι μετανάστες ή οι κοινότητες παραμεθόριων περιοχών. Σε αντίθεση με την πρακτική εξοβελισμού απ’ τα πάνω, η συλλογή δείχνει ότι η ηθική του λαθρεμπορίου έγκειται ακριβώς στη σχέση του με άτομα και κοινότητες ως μια μορφή διαπραγματεύσιμης προστασίας απ’ τα κάτω, όταν τα κράτη δεν αναγνωρίζουν, ή και αγνοούν ή περιορίζουν ενεργά, τα δικαιώματα ορισμένων ομάδων στην κινητικότητα, τον πλούτο και την ασφάλεια.

Όπως το θέτει ο Dawood Amiri –ο οποίος έχει καταδικαστεί για διακίνηση ανθρώπων και, τη στιγμή που γράφουμε αυτές τις γραμμές, τον Μάιο του 2021, εκτίει την επταετή του ποινή φυλάκισης στην Ινδονησία:

οι διακινητές ήταν οι πραγματικοί σωτήρες των αιτητών ασύλου. Τους προσφέραμε επιβίωση και ψυχική ηρεμία μόνο για 4.000 δολάρια … από την άλλη πλευρά, αν ήταν υπομονετικοί και διατεθειμένοι να μπουν στις χρονοβόρες νόμιμες διαδικασίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και του ΔΟΜ [Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης], θα υπήρχε μια πιθανότητα ειρήνης και επιβίωσης για περίπου το 5% των ανθρώπων της τέταρτης γενιάς μετά απ’ αυτούς –σε 200 χρόνια. Στο μυαλό και στην καρδιά των αιτητών ασύλου, αυτή η ελάχιστη πιθανότητα ποτέ δεν φάνηκε προτιμότερη σε σχέση με την προοπτική να πάνε με βάρκες στην Αυστραλία.

Πολλές συνοριακές κοινότητες που εμπλέκονται σε άτυπες διασυνοριακές ανταλλαγές έχουν υποστηρίξει το «δικαίωμα στο λαθρεμπόριο» για να επιβιώσουν, όπως φαίνεται στα κεφάλαια των Galemba και Guerrero-C. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το λαθρεμπόριο μπορεί να θεωρηθεί ηθικό εγχείρημα. Για παράδειγμα, o Tekalign Ayalew Mengiste δείχνει επιγραμματικά πώς οι υπάρχουσες νόμιμες δίοδοι για το πρόγραμμα οικιακών βοηθών μεταξύ Αιθιοπίας και Σαουδικής Αραβίας χρειάζονται πολύ χρόνο, είναι δαπανηρές και επιλεκτικές, καθώς μόνο οι μουσουλμάνες γυναίκες είναι επιθυμητές από τους εργοδότες. Επιπλέον, αυτές οι νόμιμες οδοί ελέγχονται από το κράτος και από νόμιμους ιδιωτικούς φορείς, πράγμα που δεν αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης για την επιλογή του εργοδότη ή των μισθολογικών συντελεστών. Αντίθετα, το λαθρεμπόριο μπορεί να παρέχει στους εργαζόμενους μεγαλύτερο βαθμό διαπραγματευτικής δύναμης. Ενώ οι διαπραγματεύσεις που προκύπτουν από τη λαθρεμπορία μπορεί να είναι προσωρινές, εύθραυστες και ευάλωτες, εντούτοις υπάρχει κάποιο επίπεδο ελέγχου που παρέχεται σε όσους επιλέγουν λαθρεμπορικές υπηρεσίες. Όπως υποστηρίζει ο Harvey (Κεφάλαιο 10), ενώ το «να βλέπεις σαν λαθρέμπορος» εντοπίζει κάτι θετικό στις στρατηγικές της παράκαμψης και του αυτοσχεδιασμού και μια νέα ηθική φαντασία, καθώς δημιουργεί χαλαρά συνδεδεμένες κοινότητες, το λαθρεμπόριο μας διδάσκει ταυτόχρονα τη μερικότητα κάθε ηθικού πλαισίου.

Η διατριβή του Χόμπσμπωμ για την κοινωνική ληστεία, η οποία ενέπνευσε σε κάποιο βαθμό το παρόν βιβλίο, έχει επικριθεί ως ευρωκεντρική, λόγω της απουσίας μη ευρωπαϊκών εννοιών, ηθικής, τεχνικών και ιστοριών. Θα πρέπει λοιπόν να δώσουμε προσοχή στο πώς οι εμπειρίες της λαθρεμπορίας διαμορφώνονται από σχέσεις, θρησκείες και ηθικές οικονομίες διαφορετικές από τις δυτικές. Μελέτες της λαθρεμπορίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική δείχνουν, για παράδειγμα, ότι οι λαθρεμπορικές πρακτικές ρυθμίζονται από τοπικές ηθικές αντιλήψεις και θρησκευτικές συλλήψεις, όχι από το ποινικό δίκαιο. Τοπικές κοινότητες που ασχολούνται με το λαθρεμπόριο στη Βόρεια Αφρική κάνουν διάκριση μεταξύ νόμιμων και παράνομων αγαθών με βάση τις ισλαμικές έννοιες του «χαλάλ» (επιτρεπτό) και του «χαράμ» (απαγορευμένο). Προσεγγίζοντας το λαθρεμπόριο μέσα από ηθικά πλαίσια διαφορετικά από τα δυτικά, μπορούμε να ξεπεράσουμε ορισμένες από τις ηθικές και πολιτικές προκλήσεις που θέτει η θέση «απ’ τα κάτω» που υιοθετεί το παρόν βιβλίο.

Η επιλογή να προσεγγίσουμε το λαθρεμπόριο απ’ τα κάτω έχει και αυτή τις δικές της μεθοδολογικές προκλήσεις. Μελέτη του λαθρεμπορίου σημαίνει συνήθως συναντήσεις με αρχειακό υλικό που παράγεται μέσα από τον φακό των κρατών. Η θέαση του λαθρεμπορίου απ’ τα πάνω βασίζεται σε δικαστικά αρχεία ή αστυνομικές εκθέσεις. Παρομοίως, τα αρχεία και ένα μεγάλο μέρος της διαθέσιμης γνώσης για το λαθρεμπόριο παράγονται κυρίως από επίσημες αρχές ή οργανισμούς που εκπροσωπούν το σύστημα του έθνους-κράτους. Γι’ αυτό, στις μελέτες για το λαθρεμπόριο γίνεται δύσκολο να αποφύγει κανείς αναντιστοιχίες μεταξύ θεωρητικών ισχυρισμών περί κριτικής προσέγγισης, από τη μία, και εμπειρικών δεδομένων που συλλέγονται άκριτα από επίσημες πηγές από την άλλη. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μια τέτοια αμφιλεγόμενη γνώση, συνδεδεμένη με την κρατική βία, τίθεται το ερώτημα: πώς μελετάμε το λαθρεμπόριο; Αν ανατοποθετούμαστε για να κοιτάξουμε απ’ τα κάτω, το κάνουμε με στόχο να δημιουργήσουμε νέες σχέσεις με γνώσεις και έννοιες οι οποίες κατά τα λοιπά δεν είναι αρθρωμένες στις διαδικασίες παραγωγής γνώσης. Είναι μια προσπάθεια να απελευθερώσουμε το πεδίο των λαθρεμπορικών σπουδών από την κρατοκεντρική δομή του.

Ωστόσο, το ερώτημα ποιες συγκεκριμένες επιστημολογίες αποκαλύπτονται και αγνοούνται με το να «βλέπεις σαν λαθρέμπορος» παραμένει αναπάντητο σε αυτό το βιβλίο· αντιμετωπίζεται μόνο έμμεσα. Πόσα πρέπει να αποκαλύψει κανείς για τις δραστηριότητες που συντηρούν τη ζωή επισφαλών και ευάλωτων πληθυσμών, είτε αυτοί βρίσκονται σε κίνηση είτε κατοικούν στη μεθόριο; Πόση από τη γνώση περί λαθρεμπορικών δραστηριοτήτων θα πρέπει να παραμείνει στο εσωτερικό των κοινοτήτων που έχουν ανάγκη αυτές τις στρατηγικές σε μια εποχή αυστηρότερων συνοριακών ελέγχων, και πόση μπορούμε να δημοσιοποιήσουμε προκειμένου να αποποινικοποιήσουμε και να πολιτικοποιήσουμε τις λαθρεμπορικές πρακτικές; Τα ερωτήματα αυτά είναι ακανθώδη· εμείς προσπαθήσαμε να δείξουμε ευαισθησία απέναντι στο θεμελιώδες δικαίωμα των λαθρεμπόρων στην αδιαφάνεια, δηλαδή στο ότι δεν πρέπει να φαίνονται, να εξηγούνται, να κατανοούνται και να τεκμηριώνονται τα πάντα.

Επιπλέον, υιοθετώντας το βλέμμα του λαθρέμπορου κινδυνεύουμε να δώσουμε μια ρομαντική εικόνα για μια πρακτική που μπορεί να περιλαμβάνει εκμετάλλευση, βία και εξαναγκασμό. Ο Χόμπσμπωμ έχει επικριθεί ότι έχει μια εξωραϊσμένη εικόνα για τους ληστές, για παράδειγμα από φεμινίστριες μελετήτριες οι οποίες θεωρούν ότι αναπαράγει μια ρομαντική οπτική περί ανδρικής βίας. Το να γράφεις για το λαθρεμπόριο αποτελεί πρόκληση, τόσο από πολιτική όσο και από ηθική άποψη. Πώς μπορούμε να κοιτάξουμε όπως ο λαθρέμπορος και ταυτόχρονα να γράψουμε με ακαδημαϊκά έντιμο και ηθικά υπεύθυνο τρόπο για το λαθρεμπόριο; Πώς πρέπει να γράψουμε για την έμφυλη και φυλετική καταπίεση που εμπεριέχουν ορισμένες μορφές λαθρεμπορίου, χωρίς να αναπαράξουμε την κυρίαρχη, ενοχοποιημένη εικόνα των λαθρεμπόρων; Πόσο κινδυνεύουμε να εξιδανικεύσουμε στρατηγικές επιβίωσης που αφορούν έναν τόπο, μια εποχή και μια κοινότητα ως γενικευμένες πολιτικές πράξεις;

Η δομή

Η επιλογή και η επιμέλεια των κεφαλαίων αυτού του βιβλίου στόχο έχουν να παρουσιάσουν την αντίληψή μας για το λαθρεμπόριο ως ανοιχτή. Ακολουθώντας τα ίχνη κατακερματισμένων αρχείων και ιστοριών, ο τόμος αυτός αποτελεί μια προσπάθεια να αναδειχθεί η σύνδεση μεταξύ σωμάτων, γεωγραφιών, υλικοτήτων, εικόνων και οικονομιών. Διάφορα κεφάλαια παρέχουν διαφοροποιημένες περιγραφές για τα γρανάζια των λαθρεμπορικών πρακτικών και, συνδυασμένα, προσφέρουν ένα πανόραμα για το πώς διασταυρώνονται τα θραύσματα και πώς συγκροτείται το λαθρεμπόριο. Μέσα από τα κείμενα και τις εικόνες θα δούμε ότι το λαθρεμπόριο δεν είναι σε καμία περίπτωση μια πρακτική αποκλειστικά απελευθερωτική και ότι μπορεί να παράγει νέες ή να αναπαράγει υπάρχουσες δομές πατριαρχίας ή φυλετικής και ταξικής ανισότητας. Τα κεφάλαια παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα όσον αφορά το περιεχόμενο, τη γεωγραφία, το ύφος και το εμπειρικό υλικό και ανοίγουν διαλόγους σε πολλά πεδία, όπως η ανθρωπολογία, η γεωγραφία, οι σπουδές σχεδίου, οι επιστημονικές και τεχνολογικές σπουδές, το δίκαιο και η θεωρία της λογοτεχνίας.

Ανιχνεύοντας την παράνομη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών διαμέσου των συνόρων, ο τόμος αυτός αναδεικνύει το λαθρεμπόριο ως μια εμμενή αντίφαση μέσα στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργεί το σύστημα έθνος-κράτος. Συγκεντρώσαμε ένα φάσμα προσεγγίσεων, από προσωπικές αναστοχαστικές αναφορές και εθνογραφίες έως ιστορικές αναφορές και οπτικές αναπαραστάσεις του λαθρεμπορίου, από την Κολομβία έως την Αιθιοπία, από τη Σιγκαπούρη έως τη Γουατεμάλα, από το Αφγανιστάν έως τη Ζιμπάμπουε, από το Κουρδιστάν έως το Μπαγκλαντές, από τις οποίες προκύπτει ότι το λαθρεμπόριο είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό της διεθνούς τάξης και όχι μια εξωτερική απειλή.

Αρνούμενο την κρατοκεντρική προσέγγιση, η οποία τείνει να διαβάζει το λαθρεμπόριο με όρους έλλειψης (νόμου και τάξης), ελαττωμάτων (παρατυπίες) και ως ανωμαλία (μέσω εξοβελισμού), το Seeing Like a Smuggler παίρνει μια διαφορετική θέση και ζητά από τον αναγνώστη να δει τις λαθρεμπορικές πρακτικές μέσα σε ευρύτερα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια. Αντί να θέτει το λαθρεμπόριο εκτός της ορθολογικότητας του έθνους-κράτους, το βιβλίο θέτει τις πρακτικές του λαθρεμπορίου σε διαλεκτική σχέση με την εθνική τάξη πραγμάτων. Μαζί με τους συντελεστές του βιβλίου, σας προσκαλούμε να κοιτάξετε με το βλέμμα του λαθρέμπορου.

[1] Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται ο όρος externalizing. Επειδή η ελληνική «εξωτερίκευση» παραπέμπει αλλού, προτίμησα εδώ να το αποδώσω με αυτή την περίφραση, ενώ αλλού με τον όρο «εξοβελισμός».

Ο Mahmoud Keshavarz και ο Shahram Khosravi είναι καθηγητές ανθρωπολογίας στα Πανεπιστήμια της Ουψάλα και της Στοκχόλμης αντίστοιχα. Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος της Εισαγωγής τους στον συλλογικό τόμο Seeing Like a Smuggler. Borders from Below, Pluto Press, Λονδίνο 2022, που επιμελήθηκαν από κοινού. Παραλείφθηκε η αναλυτική αναφορά στις συμβολές καθώς και οι υποσημειώσεις. Μετάφραση: Α.Γ.

Κλασσικό
Πολιτική,αρχαιολογία,ανθρωπολογία

Η «καταγωγή του κράτους» δεν υπάρχει  

των Ντέιβιντ Γκρέιμπερ και Ντέιβιντ Ουένγκροου

Για πάνω από έναν αιώνα, κοινωνικοί επιστήμονες και πολιτικοί φιλόσοφοι συζητούν για το ποια είναι η «καταγωγή του κράτους». Οι συζητήσεις αυτές ποτέ δεν κατέληξαν κάπου, ούτε είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταλήξουν. Στο σημείο αυτό του βιβλίου μπορούμε τουλάχιστον να καταλάβουμε γιατί. Όπως συμβαίνει και με την «προέλευση της ανισότητας», το να ψάχνουμε την προέλευση του κράτους είναι σαν να κυνηγάμε ένα φάντασμα. Όπως σημειώσαμε στην αρχή του κεφαλαίου, οι Ισπανοί κονκισταδόρες στη νότια Αμερική δεν διανοήθηκαν ποτέ να ρωτήσουν εάν απέναντί τους είχαν «κράτη», εφόσον η έννοια αυτή δεν υπήρχε καν την εποχή εκείνη. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν, Συνέχεια

Κλασσικό
Πολιτική,Φιλοσοφία,ανθρωπολογία

Η ιθαγενική προέλευση της ευρωπαϊκής έννοιας της ισότητας

των Ντέιβιντ Γκρέιμπερ και Ντέιβιντ Ουένγκροου

 

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ μας άφησε μια ιστορία σχετικά με την προέλευση της κοινωνικής ανισότητας που εξακολουθεί να λέγεται και να ξαναλέγεται, σε ασταμάτητες παραλλαγές, μέχρι σήμερα. Είναι η αφήγηση για την αρχική αθωότητα της ανθρωπότητας και την απρόθυμη αναχώρησή της από μία κατάσταση πρωτόγονης απλότητας σε ένα ταξίδι τεχνολογικών ανακαλύψεων που τελικά θα προκαλούσε τόσο την «πολυπλοκότητά» μας όσο και την υποδούλωσή μας. Πώς προέκυψε άραγε αυτή η αμφίθυμη αφήγηση περί του πολιτισμού;

Οι ιστορικοί των ιδεών καμιά φορά γράφουν λες και ο Ρουσσώ έδωσε προσωπικά ο ίδιος το εναρκτήριο λάκτισμα για τη συζήτηση περί κοινωνικής ανισότητας με το έργο του Λόγος περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, το έργο αυτό το έγραψε για να το υποβάλει σε έναν εθνικό διαγωνισμό δοκιμίου που ανήγγειλε το Συνέχεια

Κλασσικό
Μουσική,ανθρωπολογία

Ζάχος Παπαζαχαρίου: οδηγίες χρήσεως

του Άκη Γαβριηλίδη

Ο Εμμανουήλ/ Eυάγγελος Ζάχος/ Ζάχος Ε. Παπαζαχαρίου είναι η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας.

Το έργο του ως επί το πλείστον μέχρι σήμερα μένει αναξιοποίητο, χωρίς συνεχιστές και χωρίς προεκτάσεις στο χώρο της έρευνας, επειδή οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί δεν πολυήξεραν, ούτε και ξέρουν τι να το κάνουν.

Αν αποβλέψουμε στα ίδια τα αντικείμενα, στο άμεσο περιεχόμενο των βιβλίων του, αυτά εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να δικαιολογούν αυτή την παντελή αδιαφορία και έλλειψη επικοινωνίας. Τα βιβλία (τουλάχιστον ορισμένα απ’ αυτά, αλλά και τα υπόλοιπα κατά τρόπο έμμεσο –όπως και τα μη αναλυτικά του κείμενα, π.χ. μυθιστορήματα ή τραγούδια) μιλάνε για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο διάφορων δραστήριων επιστημών και κλάδων: της λαογραφίας, της εθνογραφίας-ανθρωπολογίας, της γλωσσολογίας, της ιστορίας, της μουσικολογίας … Ωστόσο, η γραφή τους, αλλά και η ίδια η σύλληψή τους, φαίνεται συνήθως αταίριαστη, περίεργη, όχι καθώς πρέπει με βάση τις συμβάσεις και τον τρόπο λειτουργίας της «επιστήμης».

Με βάση την εκπαίδευσή τους, τα μέλη της επιστημονικής κοινότητας, όταν πιάνουν στα χέρια τους ένα βιβλίο που περιέχει ισχυρισμούς για θέματα αυτών των πεδίων, έχουν μάθει ως πρώτη αντίδραση να το «ξεψαχνίζουν» με άξονες ερωτήματα του τύπου: ποιες είναι οι πηγές σου; Ποια έρευνα έκανες, πού, πότε; Με ποια πρωτόκολλα; Πού Συνέχεια

Κλασσικό
Χρέος,ανθρωπολογία,μαρξισμός

Οι δύο Λένιν και τα δώρα της νεωτερικότητας

 του Νικολάι Σσόριν-Τσάικοβ

 

 

Το βιβλίο Two Lenins. A brief anthropology of time του Nikolai Ssorin-Chaikov είναι ένα σχετικά σύντομο αλλά φιλόδοξο και πολύπλοκο εγχείρημα που προσπαθεί να αρθρώσει έναν προβληματισμό γύρω από τη χρονικότητα, τη νεωτερικότητα, το κράτος και τη σχέση της ίδιας της ανθρωπολογίας με αυτές τις έννοιες –και άλλες ακόμα. Το εμπειρικό υλικό για αυτόν τον προβληματισμό αντλείται από δύο πηγές: την εθνογραφική έρευνα πεδίου που διεξήγαγε ο συγγραφέας επί πολλά χρόνια, ξεκινώντας ήδη από τη δεκαετία του 80, σε νομαδικούς πληθυσμούς της Σιβηρίας, και μία έκθεση που συνεπιμελήθηκε το 2006 στη Μόσχα με τίτλο –και αντικείμενο– «Επίσημα δώρα στους κατά καιρούς ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης».

Παρακάτω παρουσιάζουμε μεταφρασμένο ένα απόσπασμα από το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου (σ. 97-101). Παραλείψαμε κάποιες προτάσεις, και τις υποσημειώσεις, για λόγους απλότητας και κατανοησιμότητας. Ο αναγνώστης που γνωρίζει αγγλικά μπορεί να βρει την πλήρη μορφή του κειμένου σε ηλεκτρονική μορφή εδώ. Μετάφραση: Α.Γ.

Συνέχεια

Κλασσικό
Έθνος κράτος,Αυτονομία,Πολιτική,ανθρωπολογία

Η ετυμηγορία τού μακεδονικού λαού ως μῆτις

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Προ καιρού, σε ανύποπτο χρόνο, είχα υποστηρίξει εδώ ότι η μακεδονικότητα είναι μία έκφραση της τέχνης τού να μην κυβερνάσαι· μια τέχνη που έχει θεωρητικοποιήσει ο Αμερικανός αναρχικός ανθρωπολόγος Τζέιμς Σκοττ υπό τον όρο μῆτις, τον οποίο βέβαια δανείστηκε από τις αναλύσεις των Γάλλων (και Βέλγων) αρχαιοελληνιστών του τέλους του 20ού αιώνα.

Η ισχύς μίας ιδέας κρίνεται και από την ικανότητά της να εφαρμόζει σε πράγματα που δεν είχαν προκύψει όταν πρωτοδιατυπώθηκε και να τα ερμηνεύει. Πιστεύω λοιπόν ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη δημοκρατία της Μακεδονίας θέτει μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση και ευκαιρία επαλήθευσης και εμβάθυνσης εκείνου του Συνέχεια

Κλασσικό
ρατσισμός,ανθρωπολογία,επιστημολογία

Καιρός να μιλήσουμε για την ελληνική α(ε)ποικιοκρατία στη Θράκη

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Προς το τέλος τού Surveiller et punir, ο Φουκώ εκτοξεύει μία εκρηκτικών συνεπειών κριτική διατύπωση συνολικά προς τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου, υπονοώντας ότι αυτές είναι «γέννημα της φυλακής».

Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Αγκάμπεν ήρθε να συμπληρώσει/ διορθώσει την ανάλυση του Φουκώ με τη θέση ότι το κύριο παράδειγμα της νεωτερικής εξουσίας δεν είναι τόσο η φυλακή, όσο το στρατόπεδο.

Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της θέσης, όσο και αν δεν το ακολούθησε ο ίδιος ο Αγκάμπεν, ήταν ότι άνοιξε τη βιοπολιτική γραμμή ανάλυσης προς μια αποικιακή διάσταση· διότι το στρατόπεδο επινοήθηκε ως εργαλείο πρώτα στις αποικίες (περίπου ταυτόχρονα στην Κούβα και στη Νότια Αφρική στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα) και αργότερα μεταφέρθηκε στις μητροπόλεις.

Οι μετααποικιακές σπουδές, ήδη πριν από την παρέμβαση του Αγκάμπεν, είχαν αναδείξει –και συνεχίζουν να αναδεικνύουν και να τεκμηριώνουν- το βασικό πόρισμα που συνάγεται από αυτή τη μετατόπιση: ότι η αποικιοκρατία, μεταξύ άλλων πραγμάτων, είναι πάντοτε και μία παραγωγή γνώσης, μία ανάπτυξη λόγων. Λόγων για τον άνθρωπο. Δηλαδή είχε πάντοτε την ανθρωπολογία της: συνοδευόταν από μία ταξινόμηση και μελέτη των πληθυσμιακών ομάδων, των διαφορών τους, των χαρακτηριστικών και των κατάλληλων χαρακτηρισμών τους …

Όποιος έχει όλα αυτά υπόψη του, δεν θα δυσκολευθεί καθόλου να βρει τον κατάλληλο χαρακτηρισμό για το έγγραφο που πρόσφατα έγινε γνωστό ότι απέστειλε το Τμήμα Ασφάλειας Κομοτηνής προς το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, με το οποίο Συνέχεια

Κλασσικό
Γλώσσα,Εθνικισμός,ανθρωπολογία

Η ποντιακή δεν είναι διάλεκτος της νεοελληνικής

του Ε. Ζάχου

 

Η ποντιακή είναι γλώσσα ιδιαίτερη κι όχι διάλεκτος της Νεοελληνικής.

Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει και πάλι να ανατρέξουμε στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, που δεν ανέχεται τις «πολιτικές κερδοσκοπίες».

Αρχικά ο γλωσσικός χάρτης της βορειοανατολικής Μικρασίας περιλάμβανε τεσσάρων ειδών γλωσσικά όργανα αντίστοιχα με τις υπάρχουσες μορφές της παραγωγής.

 

α) Φυλετικές γλώσσες κινητών, νομαδικών ανθρώπινων ομάδων που από άποψη φωνητικής και λεξιλογίου έμοιαζαν σίγουρα με τις γλώσσες των καυκασιανών φυλών στ’ ανατολικά και με τις γλώσσες των άλλων μικρασιατικών φυλών στα δυτικά.

 

β) Γλώσσες Λαβυρίνθων, στα μέρη όπου κάποιες φυλές σταθεροποιούνταν, κυρίως γύρω από μεταλλεία. Οι γλώσσες αυτές, εξειδικευμένες σε τεχνικές διαδικασίες πιο περίπλοκες, πρέπει να ‘ταν σε όλο και μικρότερη επικοινωνία με τις φυλετικές γλώσσες και σε όλο και μεγαλύτερη επικοινωνία με τα γλωσσικά όργανα άλλων Λαβυρίνθων της Μικρασίας και ίσως και με πιο μακρινούς Λαβυρίνθους της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης. Έτσι Συνέχεια

Κλασσικό
Ψυχανάλυση,ανθρωπολογία

Ο γενικός φετιχισμός των αδελφών Μαρξ

του Πέτερ Σέντυ

 

Το σύντομο άρθρο περί φετιχισμού που δημοσιεύει το 1927 ο Φρόιντ διαπερνάται από προβληματισμούς σχετικά με την όραση και την ορατότητα[1]. Έτσι, η πρώτη «περίπτωση» που αναφέρεται είναι εκείνη «ενός νέου άντρα ο οποίος είχε αναδείξει σε προϋπόθεση του φετίχ μια ορισμένη λάμψη πάνω στη μύτη, δηλαδή στα γερμανικά: Glanz auf der Nase. Πράγμα που η ανάλυση κατάφερε να αναμεταφράσει στην ξεχασμένη μητρική γλώσσα του ασθενούς, ήτοι τα αγγλικά, ως ένα «βλέμμα (glance) πάνω στη μύτη». Παρακάτω, μπορούμε να διαβάσουμε έναν μεταξύ των γραμμών διάλογο με τον Γάλλο ψυχίατρο Ρενέ Λαφόργκ για το θέμα του «σκοτισμού», ο οποίος δηλώνει τη δημιουργία ενός τυφλού σημείου στην όραση[2]. Αν λοιπόν το ορατό και το αόρατο είναι μοτίβα που επανέρχονται στο κείμενο, αυτό που εντούτοις πρέπει να συγκρατήσει την προσοχή μας είναι η σχεδόν κινηματογραφική περιγραφή που δίνει ο Φρόιντ για τη γένεση του φετίχ.

Αφού παρατηρήσει ο ίδιος ότι υπάρχει κίνδυνος να «απογοητεύσει» ορίζοντας το φετίχ Συνέχεια

Κλασσικό
Βία,Γνώση,Φύλο,ανθρωπολογία

«Γυναικεία διαίσθηση», βία και ηλιθιότητα

του Ντέιβιντ Γκρέιμπερ*

 

Το γεγονός ότι η βία επιτρέπει να παίρνουμε αυθαίρετες αποφάσεις, και έτσι να αποφεύγουμε τις συζητήσεις, αποσαφηνίσεις και αναδιαπραγματεύσεις που χαρακτηρίζουν πιο εξισωτικές κοινωνικές σχέσεις, είναι προφανώς αυτό που κάνει τα θύματά της να βλέπουν όσες διαδικασίες δημιουργήθηκαν στη βάση της βίας ως ανόητες ή άλογες. Οι περισσότεροι είμαστε ικανοί να σχηματίσουμε μια έστω επιφανειακή ιδέα για το τι σκέφτονται ή αισθάνονται άλλοι, παρατηρώντας απλώς τον τόνο της φωνής ή τη γλώσσα του σώματός τους –συνήθως δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τις άμεσες προθέσεις και τα κίνητρα των ανθρώπων, αλλά για να πάμε πέρα από αυτό το επιφανειακό επίπεδο συχνά θέλει πολλή δουλειά. Πολλές από τις καθημερινές δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής, μάλιστα, συνίστανται στο να αποκρυπτογραφούμε τα κίνητρα και τις αντιλήψεις των άλλων. Αυτό ας το αποκαλέσουμε «ερμηνευτική εργασία». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όσοι βασίζονται στο φόβο της ισχύος δεν χρειάζεται να μπουν και πολύ στον κόπο να εργασθούν ερμηνευτικά, οπότε γενικώς δεν μπαίνουν.

Ως ανθρωπολόγος, ξέρω ότι τώρα μπαίνω σε επικίνδυνο έδαφος. Όταν –σπανίως- στρέφουν το ενδιαφέρον τους στη βία, οι ανθρωπολόγοι τείνουν να υπογραμμίζουν ακριβώς την αντίθετη πτυχή: το πώς οι πράξεις βίας περιέχουν νόημα και επικοινωνία –ακόμα και το πώς μπορεί να μοιάζουν με Συνέχεια

Κλασσικό