σεξισμός,Πολιτική,Φιλοσοφία

Γιατί δεν καίμε τα βιβλία του Αλτουσέρ;

του Άκη Γαβριηλίδη

Τις τελευταίες μέρες, έγινε γνωστό ότι έχουν υποβληθεί σοβαρές καταγγελίες εις βάρος του Πορτογάλου κοινωνιολόγου και ερευνητή Μποαβεντούρα ντε Σόουζα Σάντος για σεξουαλική παρενόχληση, αλλά και για συναφή εκμετάλλευση του κύρους και της υψηλής θέσης του προκειμένου να εκβιάσει διάφορες γυναίκες που απέβλεπαν σε ακαδημαϊκή καριέρα, και ότι το ίδρυμα στο οποίο κατείχε αυτή την υψηλή θέση αποφάσισε να αναστείλει όλες τις ακαδημαϊκές του θέσεις μέχρι την ολοκλήρωση της διερεύνησης του θέματος.

Μεταξύ άλλων, ο Σάντος είχε πραγματοποιήσει την τελευταία ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά. Αμέσως μόλις έγιναν γνωστές οι καταγγελίες, το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς με ανακοίνωσή του γνωστοποίησε ότι «αποφάσισε να αφαιρέσει προς το παρόν το υλικό από τη συνεργασία του μαζί του (βίντεο/εκδόσεις) από το site και τους λογαριασμούς του σε σχετικές πλατφόρμες καθώς και να παγώσει την έκδοση της πρόσφατης διάλεξής του».

Βοηθάει άραγε η απόφαση αυτή κάποιον/-αν σε κάτι, και σε τι;

Εάν κάποιος θεωρούσε ότι όσα λέει ο συγκεκριμένος αναλυτής είναι ενδιαφέροντα και χρήσιμα πριν γίνουν οι καταγγελίες, το Συνέχεια

Κλασσικό
σεξισμός,Ανάλυση λόγου,Πολιτική

Η θλιβερή δήλωση του Σιμαρδάνη είναι η καλύτερη απόδειξη ότι χρειάζονται τα gay pride

του Άκη Γαβριηλίδη

Σε διάφορα ΜΚΔ είδα να διακινείται από χθες –μέρα του Athens Pride- ένα κείμενο που αποδιδόταν σε κάποιον Χρήστο Σιμαρδάνη. Όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων, επρόκειτο για ανάρτηση που είχε κάνει ο –μέχρι τώρα άγνωστος σε μένα- ηθοποιός πριν από λίγα χρόνια, όσο ζούσε ακόμη, και η οποία είχε γνωρίσει και τότε μεγάλη δημοσιότητα (π.χ. το Ποντίκι την αναπαρήγαγε χαρακτηρίζοντάς την «απίστευτη» –προφανώς με την θετική έννοια του όρου, αλλά χωρίς κανένα περαιτέρω σχόλιο που να εξηγεί τι ακριβώς βρίσκει ο συντάκτης απίστευτο).

Η ανάρτηση έλεγε τα εξής:

Συνέχεια

Κλασσικό
σεξισμός,Ανάλυση λόγου

Δεν σου ’χω έτοιμη συγνώμη, ξανασκέψου το

του Άκη Γαβριηλίδη

Σε ένα πλάνο από την ταινία La vita è bella του Ρομπέρτο Μπενίνι, ο μικρός Τζοσουέ βλέπει μπροστά σε ένα μαγαζί μια πινακίδα που λέει «οι Εβραίοι και οι σκύλοι είναι ανεπιθύμητοι εδώ». Ρωτάει τον πατέρα του για ποιο λόγο έβαλε ο καταστηματάρχης αυτή την πινακίδα, και ο πρωταγωνιστής, προσπαθώντας να προφυλάξει για όσο ακόμα είναι δυνατόν το γιο του από την ανοησία και το μίσος, του απαντά: «Ε … ο καθένας μπορεί να μην δέχεται όποιον βρίσκει αντιπαθητικό. Για παράδειγμα, σε ένα άλλο μαγαζί απαγορεύουνε την είσοδο στους Ισπανούς και τα άλογα. Σε ένα τρίτο, στους Κινέζους και τα καγκουρό. Έτσι είναι, τι να κάνουμε …».

Η καλοπροαίρετη, αλλά μάλλον μάταιη αυτή προσπάθεια δικαιολόγησης των φυλετικών διακρίσεων είναι κατάλληλη μόνο για παιδάκια –μάλλον ούτε και γι’ αυτά.

Εξίσου μάταιη είναι και η προσπάθεια του Μανώλη Μητσιά να κρύψει την ασχήμια της αρχικής του Συνέχεια

Κλασσικό
ρατσισμός,σεξισμός,Τέχνη

Γιατί πρέπει να αφαιρεθεί αναδρομικά το Νομπέλ από τον Ελύτη  

του Άκη Γαβριηλίδη

Το 1979, ο Οδυσσέας Ελύτης, μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ και ενόσω βρισκόταν ακόμα στη Σουηδία, έβγαλε έναν λόγο σε Έλληνες ομογενείς της χώρας αυτής. Το κείμενο της ομιλίας είναι διαθέσιμο σε πολλά σημεία στο διαδίκτυο, μεταξύ των οποίων και στην ιστοσελίδα «Hellenic Education Office/ Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Βόρεια Ευρώπη» όπου έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης – Η πατρίδα και η γλώσσα».

Στο κείμενο αυτό περιλαμβάνονται και οι εξής φράσεις:

Είπε ένας Γάλλος ποιητής, ο Ρεμπώ, πως η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του. Και είχε δίκιο. Αυτό έκανε ο Σολωμός, που για να γράψει το αθάνατο ποίημά του ”Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, έσωσε και παράδωσε στη φυλετική μας μνήμη (υπογραμμίζω εγώ) το Μεσολόγγι και τους αγώνες του.

Καταρχήν, στο απόσπασμα αυτό υπάρχει μία εμφανής παραποίηση, ή πάντως ψευδής επίκληση, της φράσης του Ρεμπώ. Όπως είναι φανερό, η πρώτη φράση δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό που φέρεται να «έκανε ο Σολωμός». Η φράση «η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του» από μόνη της δεν λέει κάτι ιδιαίτερο, και πάντως σίγουρα δεν λέει τίποτε για «φυλετικές μνήμες». Αυτά τα παρεισάγει ο Ελύτης αυθαίρετα.

Η αυθαιρεσία βέβαια είναι το μικρότερο ελάττωμα αυτής της προσθήκης.

Το κυριότερο είναι ο ρατσισμός της.

Η πρωτοφανής πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια φυλετική [sic] μνήμη των ανθρώπινων ομάδων δεν νομίζω να έχει υποστηριχθεί ρητά ούτε καν από τους ναζί. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργη η χαλαρότητα και η αφέλεια με την οποία ξεστομίζει ανερυθρίαστα τέτοιες κουβέντες κάποιος που, στην ίδια αυτή ομιλία, ρητορεύει περί «αγώνων για τη λευτεριά». Βεβαίως, αποποιείται την ιδιότητα «του ομιλητή, του δάσκαλου, του ηγέτη», αλλά στην πράξη –που είναι ο λόγος του- επαναλαμβάνει όσα λένε κάθε χρόνο οι δάσκαλοι στα σχολεία: αυτή η «λευτεριά» έχει μόνο εθνικό περιεχόμενο –είναι η απαλλαγή από ξένους γενικώς, από μη Έλληνες, από εκείνους που «το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους»· όχι από ναζιστές.

Επίσης –ουδεμία έκπληξη- η λευτεριά αυτή έχει ένα σαφές έμφυλο περιεχόμενο: το έθνος, αυτό το «εμείς» στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής, είναι το σύνολο των Ελλήνων ανδρών. Αυτό το ξεκαθαρίζει σε ένα άλλο δακρύβρεχτο απόσπασμα το οποίο κάνει τη γνωστή παρωδία για τα πιτόγυρα, τις μουστάρδες και τα κέτσαπ να μοιάζει λιγότερο παρωδία.

Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.

Οι γυναίκες λοιπόν εντάσσονται στο έθνος μόνο ως αποκτήματα, με τους ίδιους όρους όπως τα άψυχα αντικείμενα (και αυτό μόνο αν είναι νεαρές και έχουν συγκεκριμένο χρώμα μαλλιών. Εάν είναι π.χ. κοκκινομάλλες ή ώριμες, ούτε ως αντικείμενα γίνονται δεκτές).

Δεν προξενεί καμία αίσθηση αντίφασης, ούτε στον Ελύτη ούτε στους σημερινούς έλληνες και ελληνίδες εκπαιδευτικούς που αναπαράγουν με θαυμασμό και με διδακτική πρόθεση το λόγο του, το να μιλά κάποιος για την ελευθερία μιας φυλής. Την ίδια ακριβώς αδιαφορία για την ανακολουθία άλλωστε συναντάμε και σε ένα προγενέστερο κείμενο του «ποιητή του Αιγαίου», όπου περιγράφει το σοκ από τη συνάντησή του με τα «καλοζωισμένα Ελβετόπουλα» το 1948 και τη διαφορά τους από τα δυστυχισμένα και πεινασμένα πολεμόπληκτα ελληνόπουλα, με τα παρακάτω λόγια:

έβγαινα απ’ το άτομό μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.

Σα να μην ήταν ακριβώς η πίστη σε «ανθρώπινες φυλές» αυτή που είχε αιματοκυλίσει την Ελλάδα, και όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, λίγα μόλις χρόνια πριν.

Απ’ τη στιγμή που κάποιος λογοτέχνης καταπίνει αμάσητο και μας ξερνάει ξανά κατά πρόσωπο τον βιολογικό ρατσισμό, είναι αναμενόμενο ότι θα προσυπογράφει και όλα τα αντιεπιστημονικά κλισέ του πολιτισμικού/ γλωσσικού ελληνικού ρατσισμού (για να το πούμε με μια λέξη: του μπαμπινιωτισμού), τα οποία κάνουν λαμπρή καριέρα έκτοτε και αναπαράγονται διαρκώς, ιδίως από τη στιγμή που εμφανίστηκε το διαδίκτυο.

… αυτό είναι στο βάθος ή ποίηση: μια πάλη συνεχής με τη γλώσσα. Τη γλώσσα την ελληνική που είναι η πιο παλιά και η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου.

Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο (υπογραμμίζω εγώ) να λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα” …

κ.λπ. κ.λπ.

Νομίζω ότι, αν υπήρχε κάποια υποεπιτροπή της σουηδικής ακαδημίας η οποία να έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την απονομή του βραβείου Νομπέλ μετά τη χορήγησή του, θα είχε κάθε λόγο να σκεφτεί σοβαρά να εφαρμόσει αυτή τη δυνατότητα εν προκειμένω με βάση αυτές τις δηλώσεις –και άλλες ανάλογες. Σίγουρα λόγω του ρατσισμού τους, και επίσης, ενδεχομένως, λόγω της ανυπόφορης κοινοτοπίας, της φλυαρίας και του ανορθολογισμού τους.

Κλασσικό
σεξισμός,Μουσική

Το «Φουέντε Οβεχούνα» των Μικρούτσικου-Μιχαηλίδη και η κουλτούρα του βιασμού

του Άκη Γαβριηλίδη

Περί τα τέλη της δεκαετίας του 70 ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το θεατρικό έργο «Φουέντε Οβεχούνα» του Ισπανού συγγραφέα Λόπε ντε Βέγκα, γραμμένο το 1614. Τη μουσική του έργου είχε γράψει ο Θάνος Μικρούτσικος, και η μουσική αυτή περιείχε αρκετά τραγούδια σε στίχους του σκηνοθέτη της παράστασης Γιώργου Μιχαηλίδη[1]. Τα τραγούδια αυτά, μερικά από τα οποία είναι πολύ καλοφτιαγμένα και γοητευτικά, κυκλοφόρησαν αργότερα σε δίσκο.

Ένα από αυτά τα τραγούδια επιγράφεται «Το τραγούδι του γάμου», αλλά ο τίτλος αυτός είναι μάλλον αξιοπερίεργος και αταίριαστος, διότι οι στίχοι του δεν μιλάνε για κανέναν γάμο. Μιλάνε απερίφραστα και ευδιάκριτα για έναν βιασμό, και μάλιστα όχι απλώς μιλάνε αλλά μάλλον δείχνουν να τον εξωραΐζουν και να τον Συνέχεια

Κλασσικό
σεξισμός,Γλώσσα,Πολιτική

Γαμιέται ή όχι ο Μητσοτάκης;

του Άκη Γαβριηλίδη

Στο σημείωμα αυτό δεν πρόκειται να δοθεί η οριστική απάντηση στο ερώτημα αν είναι «κακό» ή «καλό» (έστω «κατανοητό») να χρησιμοποιείται το γνωστό σύνθημα. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με αυτό εδώ το μπλογκ, θα γνωρίζουν ότι η ηθικολογία δεν περιλαμβάνεται στα ενδιαφέροντά του. Περιλαμβάνεται όμως, κατεξοχήν, ο προβληματισμός περί ισχυρισμών ή/ και επιχειρημάτων που διατυπώνονται δημόσια και αφορούν, μεταξύ άλλων, τη γλώσσα και τις έμφυλες σχέσεις, και περί της δραστικότητας αυτών.

Από αυτή την άποψη, θεωρώ ότι η επιχειρηματολογική θέση όσων επικρίνουν το σύνθημα ως σεξιστικό ή/ και ως λαϊκιστικό είναι από πολλές απόψεις προβληματική, και ότι αυτό ίσως δεν είναι άσχετο με το ότι οι επικριτές δεν καταφέρνουν να επηρεάσουν τις εξελίξεις και τρέχουν πίσω απ’ αυτές.

Η βασική κριτική προς το σύνθημα είναι ότι παρουσιάζει την σεξουαλική πράξη –ή, ορθότερα, την διείσδυση- ως Συνέχεια

Κλασσικό
σεξισμός,φεμινισμός

Η μισανδρία είναι αναγκαία στο φεμινισμό

της Πωλίν Αρμάνζ

 

Στα φεμινιστικά κινήματα, έχουμε τη συνήθεια να λέμε ότι η μισανδρία δεν υπάρχει. Πρώτον διότι αυτό είναι αλήθεια: δεν είναι ένα σύστημα οργανωμένο σε όλα τα επίπεδα για να υποβιβάζει και να εξαναγκάζει τους άντρες. Αλλά επίσης διότι, αν καμιά φορά παρασυρόμαστε και βάζουμε όλους αυτούς τους κυρίους στο ίδιο τσουβάλι, είναι για να κάνουμε πλάκα, είναι ειρωνικό, βλέπετε. Κατά βάθος είμαστε φρόνιμες, έτσι;

Μήπως όμως η μισανδρία είναι απαραίτητη, και μάλιστα σωτήρια; Εγώ καταλαβαίνω γιατί την απορρίπτουμε. Προκαλεί φόβο να σε δείχνουν με το δάχτυλο, να θεωρείσαι τρομερή εξτρεμίστρια που απεχθάνεται τους άντρες. Στο κάτω κάτω, χιλιάδες γυναίκες οδηγήθηκαν στην πυρά για παραπτώματα μικρότερα απ’ αυτό.

Οπότε λοιπόν, δεν διστάζω και σας το ομολογώ: εγώ τους άντρες τους μισώ. Όλους, αλήθεια; Ναι, όλους. Εκτός Συνέχεια

Κλασσικό
ρατσισμός,σεξισμός,φεμινισμός

Ναι στην ισότητα των συζύγων – όχι στο ρατσισμό κατά των αντρών

της Κατερίνας Χαιρέτη

Στην πλατφόρμα Avaaz ­-και σε άλλα σημεία στον κυβερνοχώρο- έχει αναρτηθεί προς συλλογή υπογραφών ψήφισμα με τίτλο «Όχι στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια».

Το κείμενο του ψηφίσματος αυτού είναι προβληματικό από αρκετές απόψεις. Καταρχάς, σε αυτό δεν αναγνωρίζεται, ούτε κατ’ ελάχιστον, ότι υπάρχει μια κοινωνική νοοτροπία σύμφωνα με την οποία οι μητέρες είναι κατάλληλες για την ανατροφή των παιδιών, ενώ οι πατέρες όχι, και, λόγω αυτής της νοοτροπίας, οι δικαστές δίνουν σχεδόν πάντα την επιμέλεια των παιδιών στις μητέρες μετά το διαζύγιο.

Από την άλλη, βέβαια, δεν αναφέρεται πουθενά ρητά ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο κατάλληλες για την ανατροφή του παιδιού και, επομένως, δικαίως παίρνουν την επιμέλεια των παιδιών αφού χωρίσουν από τον σύζυγο ή σύντροφο. Η μη αναφορά μιας τέτοιας θέσης, καθώς και η θέση υπέρ της συναινετικής  συνεπιμέλειας, καταδεικνύουν ότι οι «Μαμάδες ενάντια στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια» (όπως υπογράφεται το κείμενο του ψηφίσματος), εμμέσως πλην σαφώς, παραδέχονται ότι οι πατέρες είναι εξ ίσου κατάλληλοι με τις μητέρες για την ανάληψη της επιμέλειας των παιδιών.

Για να καλύψουν την αντίφαση, ισχυρίζονται ότι όλοι όσοι διεκδικούν την συνεπιμέλεια είναι πατέρες κακοποιητές Συνέχεια

Κλασσικό
σεξισμός,Βία,Φύλο

Aπό τον Μπουτάρη στον Ζακ: το ανυπόφορο της παρρησίας

του Άκη Γαβριηλίδη

ο Φουκώ τονίζει ότι ούτε η δομή ούτε ο σκοπός ενός λόγου αρκούν για να εντοπίσουμε αν είναι παρρησιαστικός, ότι η παρρησία είναι «ένας τρόπος να λέγεται η αλήθεια». Η ιδιαιτερότητα αυτού του τρόπου μπορεί να έρθει στο φως μόνο με την εστίαση στο υποκείμενο του λόγου, κάτι που σημαίνει επίσης στη σχέση του με αυτόν στον οποίο απευθύνεται, στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αληθολογία στον ακροατή και, κατ’ επέκταση, στις συνέπειές της για τον ίδιο τον ομιλητή. Η αλήθεια που λέγεται είναι μια αλήθεια που μπορεί να πληγώσει ή να εξεγείρει τον ακροατή, να προκαλέσει το θυμό ή ακόμη και την έχθρα του. Η παρρησία συνίσταται επομένως στην ανάληψη μιας διακινδύνευσης που κυμαίνεται από την καταστροφή της σχέσης με αυτόν στον οποίο απευθύνεται ο λόγος μέχρι τον θάνατο του ίδιου του ομιλητή. (…) Η παρρησία συνεπώς είναι μια πράξη θάρρους. Ωστόσο υπάρχει ή, μάλλον θα πρέπει να υπάρχει θάρρος και από την πλευρά του ακροατή: το θάρρος να ακούσει την αλήθεια και να είναι έτοιμος «να τη δεχτεί».

Ιακώβου (2019), σ. 176

Λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Ζακ, στις 19 Μαΐου 2018, είχε σημειωθεί στη Θεσσαλονίκη ακόμη ένα περιστατικό σωματικής βίας με ρατσιστικά/ ανδροκρατικά χαρακτηριστικά: τη μέρα εκείνη, («επέτειο της ποντιακής γενοκτονίας»), οργανωμένη ομάδα παρακρατικών, υπό την ανοχή –ή την εκ των υστέρων λεκτική απλώς διαφοροποίηση- του μεγαλύτερου μέρους του λεγόμενου «οργανωμένου ποντιακού χώρου», επιτέθηκε εναντίον του τότε δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη και τον ξυλοκόπησε (Γαβριηλίδης 2018β).

Συνέχεια
Κλασσικό
σεξισμός,Ανάλυση λόγου,Κινήματα,Πολιτική,Ψυχανάλυση

Το πολιτικό ύφος της αναίδειας

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Για όσους διατηρούν έστω απόμακρες μνήμες από τη δεκαετία του 70, ή ακόμα περισσότερο από τη χούντα, ήταν μέχρι πρόσφατα αυτονόητο ότι ο πολιτικός συντηρητισμός ανέκαθεν –ίσως από τότε που υπάρχει- πάει χέρι-χέρι με τον κοινωνικό, και απαραίτητο στοιχείο του είναι η εμμονή στις αξίες της ευπρέπειας, της αυτοσυγκράτησης και της σεμνότητας –έως σεμνοτυφίας. Σε όλο τον κόσμο, και στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά την πτώση του καθεστώτος που πολιτεύτηκε με το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, συνέχιζε να λειτουργεί επί χρόνια στο υπουργείο προεδρίας επίσημη διοικητική υπηρεσία που λεγόταν λογοκρισία, και που αστυνόμευε αυστηρά τι επιτρέπεται να περάσει στον δημόσιο λόγο και τι όχι.

Προσωπικά, έχω στη δισκοθήκη μου δίσκο –βινυλίου, φυσικά- από εκείνα τα χρόνια, και συγκεκριμένα από το 1980, στον οποίο περιλαμβάνεται ένα κομμάτι που στους στίχους του υπήρχε η λέξη «σκατά». Η προαναφερθείσα υπηρεσία δεν ανέχθηκε να κυκλοφορήσει δίσκος που να χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή έστω και μεταφορικά, και έτσι στο κομμάτι όπως τελικά ηχογραφήθηκε ακούγεται «και το κονιάκ να ’ναι [απροσδιόριστος ηλεκτρονικός ήχος] κι ο εργολάβος πουθενά δεν φάνηκε».

Εξάλλου, αυτός ακριβώς ο «απροσδιόριστος ηλεκτρονικός ήχος» απέκτησε σύντομα δικό του αυτοτελές όνομα, και οι καλλιτέχνες, ιδίως οι σατιρικοί, εν συνεχεία δε όλοι οι άνθρωποι, άρχισαν να χρησιμοποιούν το «μπιπ» για να υποδηλώσουν ότι στο αντίστοιχο σημείο, εάν είχαν το ελεύθερο, θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν μία λέξη για την οποία η επίσημη ή η εσωτερικευμένη λογοκρισία θα είχε αντιρρήσεις.

 

Τα τελευταία αρκετά χρόνια, ο πουριτανισμός αυτός μοιάζει να αποτελεί μακρινό και Συνέχεια

Κλασσικό