του Άκη Γαβριηλίδη
Στον ελληνόφωνο κυβερνοχώρο, καθώς και στον αγγλόφωνο υπό ελληνικό έλεγχο, ιδίως υπό έλεγχο οπαδών και διακινητών της θεωρίας περί «ελληνικής γενοκτονίας», γνωρίζει ευρύτατη διάδοση εδώ και λίγα χρόνια μια ιστορία κατά την οποία οι «Κεμαλιστές» εμπορεύτηκαν τα οστά των εν λόγω γενοκτονημένων Ελλήνων, και ειδικότερα ότι τα πούλησαν στη Γαλλία για βιομηχανική χρήση.
Απ’ όσο μπορώ να δω, το αφήγημα αυτό εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ένα κείμενο του Βλάση Αγτζίδη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 15ης Σεπτεμβρίου 2013, με τίτλο «Εμπόριο οστών. Όταν οι κεμαλιστές θησαύριζαν από λείψανα θυμάτων», στο οποίο περιλαμβάνεται και το σύνολο των πηγών που υποτίθεται ότι τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό αυτό. Στη συνέχεια, το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε από τον ίδιο το συγγραφέα του στο μπλογκ του και συμπεριλήφθηκε ως υποενότητα σε ένα εκτενέστατο κείμενο που έγραψε ως πρόλογο για το βιβλίο τού Μιχαήλ Αγγέλου Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Υπ’ αυτόπτου μάρτυρος, εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2013 (σ. 46) –εδώ με τον τίτλο «Όταν οι κεμαλιστές ξεπερνούσαν τους ναζί» [sic], στον οποίο θα επανέλθουμε. Επίσης, αναδημοσιεύτηκε ή παρατέθηκε από πολλούς άλλους, οι οποίοι το έπαιρναν οι μεν από τους δε και επαναλάμβαναν τον βασικό ισχυρισμό αυτούσιο ή παραλλαγμένο, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός αυτός, κατά την συνήθη μέθοδο, να εμφανίζεται πλέον ως αυτονόητο γεγονός.
Οι αναφερόμενες αυτές πηγές είναι μόλις τρεις (ή ίσως τρεισήμισι), και είναι ανεπαρκέστατες για να τεκμηριώσουν όσα υποτίθεται ότι τεκμηριώνουν.
Ο βασικός ισχυρισμός, από πραγματολογική άποψη και κατά το δυνατόν απογυμνωμένος από όλους τους βερμπαλισμούς με τον οποίο συνοδεύεται, διατυπώνεται από τον ίδιο τον Αγτζίδη ως εξής:
οι κεμαλιστές διατηρούν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι μόνοι που κατάφεραν να αξιοποιήσουν οικονομικά τα υπολείμματα των θυμάτων τους πουλώντας τα οστά τους για «βιομηχανική χρήση» στους δυτικούς τους φίλους.
Η πλέον γνωστή τέτοια πράξη έγινε τον Δεκέμβριο του 1924, όταν φορτώθηκαν από τα Μουδανιά, σε βρετανικό πλοίο-φορτηγό που έφερε το όνομα «Ζαν Μ.», τετρακόσιοι τόνοι ανθρώπινα λείψανα, που αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπους, για να μεταφερθούν σε γαλλικές βιομηχανίες της Μασσαλίας.
(Την έμφαση με τα πλάγια στοιχεία την προσθέτω εγώ, για να γίνει ορατό πόσο τα ρητορικά σχήματα και οι πλεονασμοί δεν αποφεύγονται ούτε εδώ -π.χ. το «μοναδικό προνόμιο να είναι οι μόνοι». Η δε φράση «η πλέον γνωστή» αφήνει να νοηθεί ότι υπάρχουν και άλλες πράξεις λιγότερο γνωστές –εκ των οποίων όμως καμία δεν αναφέρεται).
Οι μόνες σύγχρονες με το φερόμενο ως γεγονός πηγές που κατατίθενται σχετικώς είναι δύο δημοσιεύματα ξένων εφημερίδων, λίγων σειρών το καθένα, μίας γαλλικής (της Midi) στις 22/12/24 και μίας αμερικανικής (της New York Times) στις 24.
Η «τεκμηρίωση» αυτή είναι ανεπαρκέστατη για τους εξής λόγους:
Α) Και τα δύο δημοσιεύματα αναφέρονται σε φήμες, όχι σε «πράξεις» και μάλιστα «γνωστές». Ειδικά το δημοσίευμα της Νιου Γιορκ Τάιμς, μάλιστα, ρητά χαρακτηρίζει την ιστορία αυτή «παραμύθι»! Το δημοσίευμα, όπως το αναπαράγει φωτοτυπικά μέσα στο άρθρο του ο ίδιος ο Αγτζίδης, φέρει τον εύγλωττο τίτλο: Yarn of a cargo of human bones. O αναδημοσιευτής, σε μία πράξη αμφίβολης διανοητικής εντιμότητας, επιλέγει να αποδώσει τον υπογραμμισμένο όρο ως «απίθανη ιστορία». Αν όμως ανοίξουμε ένα λεξικό, θα δούμε ότι η αγγλική λέξη yarn σημαίνει κυριολεκτικά μεν «νήμα, κουβάρι», μεταφορικά δε «αναληθής/ επινοημένη ιστορία», όχι απλώς «απίθανη»[1]! Ο όρος «απίθανη» στα ελληνικά είναι αμφίσημος: κατά λέξη, σημαίνει «εκείνη που δεν είναι πιθανή», και από τυπική άποψη θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απόδοση δεν είναι λάθος. Ωστόσο, στην τρέχουσα χρήση της, η λέξη αυτή έχει καταλήξει να σημαίνει «εντυπωσιακή, ασυνήθιστη». Με αυτή τη μεταφραστική επιλογή, ο Αγτζίδης δεν λέει ίσως ψέματα, λέει όμως μισές αλήθειες.
Παρακάτω, το αγγλόφωνο δημοσίευμα χαρακτηρίζει την ιστορία αυτή «φήμες που κυκλοφορούν» και αναφέρει ότι «αναμένεται να διεξαχθεί έρευνα» γι’ αυτές. Από πουθενά όμως δεν μαθαίνουμε εάν πράγματι έγινε τελικά τέτοια έρευνα και, αν ναι, σε τι πορίσματα κατέληξε.
Β) Ούτως ή άλλως, κανένα εκ των δύο δημοσιευμάτων δεν αναφέρει τίποτε για οστά Ελλήνων.
Το γαλλόφωνο μιλά ρητά –και μόνο- για οστά Αρμενίων, ενώ το αγγλόφωνο γενικώς για οστά «από τις σφαγές στη Μικρά Ασία», χωρίς να προσδιορίζει την ή τις εθν(οτ)ικές καταγωγές των θυμάτων.
Γ) Το σενάριο, όπως το εμφανίζει ο αρθρογράφος, προβλέπει ότι το πλοίο αυτό, στην πορεία από τα Μουδανιά προς τη Μασσαλία, αγκυροβόλησε στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, ο ίδιος παραδέχεται ότι οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής δεν αναφέρουν τίποτε σχετικά! Μόνο η Μακεδονία αναφέρεται σε άφιξη του πλοίου στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν λέει τίποτε για «μακάβριο φορτίο».
Πράγματι, η εφημερίδα αυτή, στις 14 του ίδιου μήνα, αναγράφει την είδηση ότι την προηγουμένη είχε καταπλεύσει στην πόλη το ατμόπλοιο «Ζαν Μ.», διά του οποίου «εκομίσθησαν 134 βαρέλια αλιπάστων, 100 σάκκοι κολοκυνθόσπορος, 54 κιβώτια οικιακά σκεύη και 1 κλειδοκύμβαλον». Το δημοσίευμα δεν αναφέρει από ποιο λιμάνι κατέπλευσε το πλοίο ή προς ποιο άλλο λιμάνι επρόκειτο –αν επρόκειτο- να συνεχίσει το ταξίδι του. (Τα ξενόγλωσσα άρθρα αναφέρονταν και τα δύο σε ένα πλοίο με αγγλική σημαία και όνομα απλώς «Ζαν», χωρίς το Μ., το οποίο επρόκειτο να φτάσει στη Μασσαλία, το δε γαλλόφωνο αναφέρει ως λιμάνι προέλευσης τα Μουδανιά).
Ο Αγτζίδης θεωρεί δεδομένο ότι επρόκειτο για το ίδιο πλοίο που έκανε σκάλα στη Θεσσαλονίκη.
Αν είναι έτσι, και αν πράγματι το πλοίο μετέφερε οστά Ελλήνων, τότε θα έπρεπε να αναμένουμε να γίνεται κάποια σχετική αναφορά στον ελληνικό τύπο. Το ότι δεν γίνεται, ο αρθρογράφος το εξηγεί (;) καταφεύγοντας στην (μη) έννοια της «αποσιώπησης» και στην πάντοτε δημοφιλή –αλλά και πάντοτε αναπόδεικτη- υπόθεση ότι «μας το κρύβουν», διά της οποίας η απουσία ενοχοποιητικών στοιχείων χρησιμοποιείται ως ενοχοποιητικό στοιχείο.
Λέει συγκεκριμένα:
Το θέμα αυτό πρέπει να έγινε γνωστό και στην Ελλάδα. Η εφημερίδα «Μακεδονία» ενημερώνει τους αναγνώστες της ότι το πλοίο «Ζαν Μ.» έφτασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 13 Δεκεμβρίου του 1924. Όμως δεν αναφέρεται το «πένθιμο φορτίο».
Πιθανότατα, για λόγους τακτικής οι αντιπρόσωποι του πλοίου να αποσιώπησαν το γεγονός, εφ’ όσον εκείνη την περίοδο η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη από τους επιζώντες της Γενοκτονίας και είναι πολύ πιθανόν αρκετοί να είχαν χάσει προσφιλή πρόσωπα. Είναι πολύ πιθανόν, επίσης, οι ελληνικές αρχές να το γνώριζαν και να επέλεξαν να σιωπήσουν για να μη δυσαρεστήσουν τους Βρετανούς ιδιοκτήτες του πλοίου και τους Γάλλους αγοραστές.
«Πρέπει να έγινε γνωστό», «πιθανότατα», «πολύ πιθανό να …». Εξαιρετική μέθοδος τεκμηρίωσης: λέμε κάτι οχυρωμένοι πίσω από τυπικά μη οριστικές διατυπώσεις, και το αφήνουμε να πλανάται ώστε να μένει η εντύπωση και να θεωρείται ως πραγματικό γεγονός. Εξάλλου, μέρος κάθε θεωρίας συνωμοσίας που σέβεται τον εαυτό της είναι η πεποίθηση ότι οι αρχές «ξέρουν και δεν μιλάνε».
Αμέσως μετά, ο αρθρογράφος παραθέτει ακόμη μία (υποτιθέμενη) μαρτυρία του γεγονότος, την τρίτη. Αυτή προέρχεται από το: Χρήστου Αγγελομάτη, Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας. Το Έπος Της Μικράς Ασίας (Εστία, Αθήνα χ.χρ.· 3η έκδ. 2005). Το κρίσιμο χωρίο, στην πλήρη του μορφή, έχει ως εξής:
Οι παλαιότεροι θα ενθυμούνται την δημοσιευθείσαν είδησιν εις τας αθηναϊκάς εφημερίδας, μίαν ημέραν του Φεβρουαρίου του 1924. Το προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην αγγλικόν πλοίον «Ζαν», μετέφερε τετρακοσίους τόννους οστών Ελλήνων από τα Μουδανιά εις την Μασσαλίαν, διά βιομηχανοποίησιν. Οι εργάται λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες το γεγονός, ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση. Επενέβη όμως ο άγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους. Ήσαν τα οστά Ελλήνων ηρώων… Ήσαν τα οστά των ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία, το φοβερώτερον ήτο το στρατόπεδο του Ουσάκ.
Ούτε αυτή η μαρτυρία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
Είναι προφανώς έμμεση, όχι άμεση, και την αρχική πηγή δεν την προσδιορίζει με ιδιαίτερη ακρίβεια. Η παραπομπή στο τι «ενθυμούνται» οι «παλαιότεροι» –την οποία ο Αγτζίδης παραλείπει να παραθέσει στο άρθρο του- είναι προφανώς μηδενικής αξίας. Το «μίαν ημέραν του Φεβρουαρίου του 1924» είναι κάπως πιο συγκεκριμένο, αλλά ο σημερινός αναγνώστης δεν μπορεί να καλείται να πάρει σβάρνα και να ελέγξει όλες τις εφημερίδες που κυκλοφόρησαν στην Αθήνα επί έναν ολόκληρο μήνα πριν από σχεδόν έναν αιώνα. Ο εντοπισμός και η ακριβής παράθεση των όποιων δημοσιευμάτων είναι δουλειά όσων επικαλούνται αυτά τα δημοσιεύματα ως τεκμήρια κάποιου ισχυρισμού σήμερα. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του Αγγελομάτη ότι το πλοίο αυτό μετέφερε «οστά Ελλήνων από το Ουσάκ» δεν φαίνεται να βασίζεται σε κάποια άμεση θετική γνώση, αλλά να αποτελεί μια κατάθεση προσωπικής αίσθησης ή λογικής συνεπαγωγής, αν όχι καθαρά ρητορικού σχήματος. Αν μη τι άλλο, αν οι αιχμάλωτοι αυτοί «αργοπέθαιναν», θα ήταν περίεργο να μεταφέρονταν ήδη τα οστά τους εκείνο το διάστημα[2].
Επιπλέον τούτου, η έστω ασαφής αυτή πληροφορία κάνει λόγο για οστά στρατιωτών που σκοτώθηκαν ή έστω που αιχμαλωτίστηκαν σε πολεμικές συγκρούσεις, όχι αμάχων που υπέστησαν γενοκτονία.
Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα, δεν είναι το μεθοδολογικό αλλά το ουσιαστικό. Η μαρτυρία αυτή, ακόμη και αν υποτεθεί αληθής, δεν ταιριάζει με τον βασικό ισχυρισμό του Αγτζίδη και δεν τον επιβεβαιώνει! Διότι, κατ’ αυτόν, το περιστατικό φέρεται να έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1924, ενώ ο Αγγελομάτης κάνει λόγο για δημοσιεύματα του Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου!
Η υπ’ αριθμόν «τρεισήμισι» μαρτυρία είναι μία φράση από το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη Tο νούμερο 31328. Εκεί, μία ομάδα Ελλήνων αιχμαλώτων διατάζεται να μεταφέρει κάτι οστά. Ένας εξ αυτών διερωτάται «Τι θα γίνουν τόσα κόκαλα;» και ένας άλλος απαντά: «Κοπριά, σύντροφε. Θα δεις μια μέρα που θα μοσκοπουληθούν. Θα δης…».
Φυσικά, μία πρόβλεψη που διατυπώνει ένας ήρωας μυθιστορήματος δεν αποδεικνύει ότι αυτό που προείπε πράγματι συνέβη, και ότι συνέβη με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο –δηλαδή ότι τα «μοσκοπούλησαν» οι Κεμαλιστές στους Γάλλους στέλνοντάς τα στη Μασσαλία με πλοίο.
Επ’ αυτού, ούτε τα ξενόγλωσσα δημοσιεύματα, ούτε η αναφορά του Αγγελομάτη κάνουν πουθενά λόγο για «κεμαλιστές». Δεν αναφέρουν καθόλου ποιος απέστειλε αυτό το υποτιθέμενο φορτίο, ούτε αν αυτός «θησαύρισε». Και αυτά τα προσθέτει ο Αγτζίδης, just guessing.
Εδώ θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε στην πραγμάτευση της yarn από τον Τούρκο δημοσιογράφο Μπασκίν Οράν σε άρθρο του στην εφημερίδα Ραντικάλ. Ο τίτλος του άρθρου είναι After The Genocide, A Market For Armenian Bones?, πράγμα που δείχνει ότι ο συγγραφέας είναι κριτικός έως απορριπτικός για την επίσημη τουρκική εκδοχή όσων συνέβησαν στις δεκαετίες του 1910 και 20. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και διατεθειμένος να καταπιεί αμάσητο οποιονδήποτε σχετικό ισχυρισμό. Προς το τέλος του άρθρου, λοιπόν, ο Οράν, (ο οποίος έχει υπόψη του το άρθρο του Αγτζίδη και το αναφέρει ρητά, αλλά ο ίδιος θεωρεί ενδεχόμενο να υπήρξε εμπόριο οστών Αρμενίων μόνο, όχι Ελλήνων –όπως επίσης φαίνεται στον τίτλο), κρίνει απερίφραστα ότι:
Δεν είναι δυνατό οι Κεμαλιστές (τα μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου) να συμμετείχαν σε αυτό. Είναι δυνατό να ήθελαν τα οστά να εξαφανιστούν από τα μάτια τους, διότι αυτό θα ανακούφιζε τη συνείδησή τους. Αλλά η εξαγωγή ελληνικών οστών θα σήμαινε ότι αναγγέλλουν τις σφαγές της περιόδου 1913-16 στη Δύση ακόμη πιο ξεκάθαρα απ’ ό,τι προηγουμένως. Επιπλέον, ποιος θα μπορούσε να βρει έναν μουσουλμάνο εξαγωγέα το 1924;
Αφού καταβάλει στοιχειώδη προσπάθεια διασταύρωσης των στοιχείων και συμβουλευθεί ιατρικούς εμπειρογνώμονες, ο Οράν καταλήγει ότι, αν πράγματι υπήρξε τέτοιου είδους εμπόριο, οι Κεμαλιστές ασφαλώς ήταν οι «παραγωγοί» του εμπορεύματος, όχι όμως και οι έμποροι· οι έμποροι ήταν επίσης δυτικοευρωπαίοι.
Σε άλλες μετέπειτα χρήσεις της ιστορίας, εν Ελλάδι, όχι μόνο δεν υπήρξε κανένας τέτοιος σεβασμός στη δεοντολογία της έρευνας και της δημοσίευσης, αλλά καταβλήθηκε συνειδητή και ενίοτε ευφάνταστη προσπάθεια να διογκωθεί ακόμη περισσότερο με τερατολογίες η ισχνή κλωστή με την οποία ήταν πλεγμένη η αρχική yarn του σεναρίου.
Ο Αγγελομάτης, όπως είδαμε, επικαλούμενος μη κατονομαζόμενες εφημερίδες, αναφέρει ότι «οι εργάται ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση, επενέβη όμως ο άγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους».
Ο Αγτζίδης, παραθέτοντας τον ισχυρισμό, τον «διασκευάζει» κιόλας ως εξής: «οι εργάτες στο λιμάνι αντέδρασαν, αλλά οι αρχές τούς εμπόδισαν ύστερα από βρετανική παρέμβαση».
Σε ένα δημοσίευμα του σάιτ «Η Μηχανή του Χρόνου» που ουσιαστικά επαναλαμβάνει το αρχικό άρθρο με κάποιες δικές του σάλτσες, διαβάζουμε για το σημείο αυτό ότι:
Όταν οι εργάτες του λιμανιού πληροφορήθηκαν το φορτίο που μετέφερε δεν επέτρεψαν τον απόπλου. Στη Θεσσαλονίκη υπήρξαν διαδηλώσεις από τους σοκαρισμένους πρόσφυγες, οι οποίοι ζητούσαν την κατάσχεση του εμπορεύματος. Τελικά, υπήρξε παρέμβαση του Άγγλου Πρόξενου και η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε στο πλοίο να αποπλεύσει, προκειμένου να μην έρθει σε κόντρα με τους Άγγλους….
Εκεί λοιπόν που ο Αγτζίδης έλεγε ότι οι αρχές αποσιώπησαν την πληροφορία από φόβο μήπως υπάρξουν αντιδράσεις, η ΜτΧ παραλείπει τον φόβο και εμφανίζει αυτές τις αντιδράσεις σαν πραγματικά να έλαβαν χώρα και μάλιστα υπό μορφή διαδηλώσεων.
Η ανέμη αυτή δέχεται ακόμη έναν κλώτσο, με τον οποίο η yarn προσεγγίζει πλέον μυθιστορηματικά επίπεδα, σε μία άλλη αναπαραγωγή της από την εφημερίδα της εθνικιστικής αριστεράς Ημεροδρόμος, σε άρθρο με τίτλο «Το πένθιμο φορτίο» (συντάκτης Νίκος Καραβέλος, 4 Ιανουαρίου 2016).
Εκεί, για να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από το κοινό της εφημερίδας, η μυθιστορία διανθίζεται με αντικαπιταλιστικό/ αντικατασταλτικό περιτύλιγμα:
Οι εργάτες του λιμανιού πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο του φορτίου και αντέδρασαν έντονα, εμποδίζοντας το πλοίο να αποπλεύσει. Με παρέμβαση, όμως, του Άγγλου πρόξενου και την επέμβαση, προφανώς [sic], των δυνάμεων καταστολής, το πλοίο, εντέλει, απέπλευσε για τη Μασσαλία
(…)
Αυτούς τους 50.000 ανθρώπους, αφού τους σκότωσαν, τους μετέτρεψαν σε 400 τόνους ανθρώπινα οστά. Τους μάζεψαν σε κιβώτια και τους έστειλαν να γίνουν κουμπιά και άλλα κοκκάλινα είδη στη Μασσαλία. Με βάση κάποιες γραπτές συμφωνίες ανάμεσα σε Γάλλους βιομηχάνους, Τούρκους εμπορικούς κατσαπλιάδες, Άγγλους πλοιοκτήτες και τραπεζίτες που, φυσικά, χρηματοδότησαν τη «συναλλαγή».
(…)
Καπιταλισμός είναι το μαύρο πλοίο «ΖΑΝ Μ.», που εκείνες τις γιορτινές μέρες του Δεκέμβρη του 1924, πριν από 92 χρόνια, είχε καταπλεύσει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης μεταφέροντας στα αμπάρια του ένα πένθιμο και σκοτεινό φορτίο : 400 τόνους ανθρώπινα οστά δολοφονημένων ανθρώπων για τις «ανάγκες της γαλλικής βιομηχανίας».
Απέναντι σε αυτό το αποτρόπαιο παιχνίδι των καπιταλιστών, κορυφαία ταξική πράξη αντίστασης ήταν, αναμφίβολα, η συνειδητή και γενναία αντίδραση των εργατών στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Όλα αυτά είναι στο επίπεδο της τερατολογίας και της συνειδητής ψευδολογίας.
Ο αριθμός των «50.000» είναι απολύτως αυθαίρετος, δεν προκύπτει ούτε καν από τις υποτιθέμενες μαρτυρίες του γεγονότος. Εξίσου αυθαίρετος είναι ο ισχυρισμός ότι τα οστά αυτά επρόκειτο να «γίνουν κουμπιά».
Ο αρθρογράφος κάνει λόγο για «γραπτές συμφωνίες». Το βάρος της απόδειξης ότι υπήρξαν τέτοιες συμφωνίες φέρει εκείνος. Ποιες συμφωνίες; Πού τις είδε; Μήπως θα έπρεπε να τις δημοσίευε, εφόσον μας διαβεβαιώνει ότι υπήρξαν;
Με μία τόσο καλπάζουσα φαντασία, δεν αποκλείεται, μετά από λίγα χρόνια, ο Δεκέμβριος του 1924 να προβάλλεται δίπλα ή –ποιος ξέρει;- πάνω από τον Μάη του 36 ως παράδειγμα εργατικών αγώνων και κινητοποιήσεων, αφού όσα υποτίθεται ότι διαδραματίστηκαν τότε διαθέτουν επιπλέον τον πολυπόθητο χαρακτήρα «αντίστασης του ελληνισμού» απέναντι στους προαιώνιους εχθρούς του και τις «μεγάλες δυνάμεις».
Για την ιστορία, καλό είναι να σημειώσουμε ότι, το 1924, οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης στην πλειοψηφία τους ήταν Εβραίοι. Η «πρωτεύουσα της ελληνικής Μακεδονίας» απαλλάχτηκε από αυτό το ενοχλητικό φορτίο σε δύο δόσεις, μία εν μέρει τη δεκαετία του 30 μετά το πογκρόμ του Κάμπελ, όταν αρκετοί Θεσσαλονικείς Εβραίοι μετανάστευσαν προς την Παλαιστίνη, και μία οριστική τη δεκαετία του 40, με τον γνωστό σε όλους τρόπο: με το Ολοκαύτωμα.
Ακριβώς το Ολοκαύτωμα, λοιπόν, και ο φθόνος απέναντί του, φαίνεται ότι είναι αυτό που δεν αφήνει τους κατασκευαστές αυτών των ιστοριών να ησυχάσουν, και που κατευθύνει τη μυθοπλαστική τους παραγωγή. Αυτό που τους καίει είναι να το σχετικοποιήσουν, να δείξουν ότι και αυτοί διαθέτουν ένα εξίσου σημαντικό, ή και ακόμη σημαντικότερο απόθεμα ιστοριών θυματοποίησης. Μας το λένε καθαρά οι ίδιοι: αφού, κατ’ αυτούς, «οι κεμαλιστές ξεπερνούσαν τους ναζί». Και το αναπτύσσουν ακόμα περισσότερο.
Από την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε η φήμη ότι το λίπος των θυμάτων μετατρεπόταν σε σαπούνι. Η φήμη αυτή έγινε πίστη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν διαδόθηκε ότι οι ναζί έπρατταν έτσι με τους δολοφονημένους Εβραίους στα κρεματόρια.
Όμως, ένας Εβραίος σκηνοθέτης, ο Eyal Ballas, ήρθε φέτος με την ταινία του «Soaps» να αποδείξει ότι όντως αυτή ήταν απλώς μια φήμη. (…)
Ετσι, οι κεμαλιστές διατηρούν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι μόνοι που κατάφεραν να αξιοποιήσουν οικονομικά τα υπολείμματα των θυμάτων τους πουλώντας τα οστά τους για «βιομηχανική χρήση» στους δυτικούς τους φίλους (Αγτζίδης).
Οι κεμαλικοί ήταν οι πρώτοι έμπρακτοι ρατσιστές. Αυτοί και ο ηγέτης τους, ο Μουσταφά Κεμάλ, εφάρμοσαν πρώτοι στην πράξη τις «ιδέες» των θεωρητικών του ρατσισμού, Γκομπινώ και Τσάμπερλαιν. Οι ίδιοι, πρώτοι, υποστήριξαν τις παρανοϊκές θεωρίες περί καθαρότητος της φυλής (ενν. της τουρκικής). Ήταν οι πρώτοι έμπρακτοι ναζιστές, πριν από τους Τεύτονες [sic], που φέρουν επίσημα τον τίτλο.
Οι κεμαλικοί φονιάδες έδρασαν «κατά φύσιν» (Καραβέλος).
Kαι μέχρι στιγμής τα καταφέρνουν μια χαρά σε αυτή τους την προσπάθεια σχετικοποίησης του Ολοκαυτώματος. Αφού κανείς δεν τολμάει να τους πάει κόντρα εντός Ελλάδος, ενώ εκτός κανείς δεν πολυμαθαίνει όσα διαδίδουν.

[1] Αγγλοελληνικό λεξικό Collins: Yarn = «κλωστή/ νήμα/ φανταστική ιστορία». Webster’s Compact English Thesaurus: “anecdote, boasting, fabrication, narrative, story, tale, untruth” (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Ως προς την πρώτη σημασία, είναι γνωστή και στα ελληνικά η νοηματική συσχέτιση της κλωστής με τα παραμύθια.
[2] Η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Αγγελομάτη δεν φέρει χρονολογία. Σύμφωνα με την Βικιπαίδεια, εκδόθηκε το 1923. Αν είναι έτσι, όμως, δεν θα ήταν δυνατό να αναφέρεται σε δημοσιεύματα του 1924.
Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, είναι του 1924. Αν είναι έτσι, όμως, είναι αδικαιολόγητη η τεμπελιά του συγγραφέα και η παράλειψή του να ελέγξει μια αναφορά τόσο πρόσφατη, και μειώνει την αξιοπιστία της.