της Σοφί Μαντελσόν και του Λίβιο Μπόνι
Τα ψυχολογικά περιγράμματα της αποικιοκρατίας είναι πλέον γνωστά ως προς τα βασικά τους στοιχεία (…). Λιγότερο γνωστές είναι οι πολιτισμικές και ψυχολογικές παθολογίες που παρήγαγε η αποικιοκρατία στις χώρες των αποίκων.
Ashis Nandy[1]
Σε τελευταία ανάλυση, η ψυχανάλυση έχει ίσως ένα διαπολιτισμικό μέλλον όπως η επιστήμη· ίσως μάλιστα η κουλτούρα και η επιστήμη βρίσκουν σε αυτήν ένα αμοιβαίο στήριγμα.
Oκτάβ Mαννονί[2]
H ανάλυση του ασυνειδήτου θα έπρεπε να είναι μάλλον μια γεωγραφία παρά μια ιστορία.
Ζιλ Ντελέζ και Κλαιρ Παρνέ[3]
Η ψυχανάλυση, η οποία διανύει ήδη τον δεύτερο αιώνα της, έχει σημαδέψει βαθύτατα την κριτική σκέψη, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τις λογοτεχνικές σπουδές και τις cultural studies λίγο πολύ παντού στον ακαδημαϊκό κόσμο και τα περίχωρά του, ιδίως στον αγγλόφωνο και ισπανόφωνο χώρο. Μέσα απ’ τη μεσολάβηση της αποδόμησης, και ευρύτερα της French Theory, αλλά και ενός ορισμένου μεταμαρξισμού, η αναλυτική γλώσσα έχει καθιερωθεί μόνιμα στην παγκόσμια και παγκοσμιoποιημένη κριτική θεωρία, εξίσου, αν όχι περισσότερο, από ό,τι την εποχή του δομισμού και της Σχολής της Φρανκφούρτης, οι οποίες, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, σηματοδότησαν την πρώτη μεγάλη ανακάλυψη του φροϋδισμού στις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες τότε κυοφορούνταν. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η ψυχανάλυση, όπως και ο μαρξισμός, συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση του πεδίου των ανθρωπιστικών επιστημών, που πλέον διακρίνεται, τουλάχιστον από ορισμένες απόψεις, από τις «humanities[4]». Ωστόσο, σε πείσμα της διαρκούς γκρίνιας ότι η ψυχανάλυση χάνει την επιρροή της στη γενική οικονομία της γνώσης, παρατηρούμε ένα παρόμοιο φαινόμενο στο σύγχρονο πλαίσιο. Η Συνέχεια