της Γκιζέμ Σαιζέν
Στην πολιτική φιλοσοφία των Ντελέζ και Γκουατταρί, η αρχή [principle] του κράτους –την οποία αποκαλούν «μορφή κράτος»- εμφανίζεται ως μια αφηρημένη μηχανή που λειτουργεί μέσα από διαφορετικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις στην ιστορία. Οι «πολεμικές μηχανές» κηρύσσουν τον πόλεμο στην ίδια την αρχή του κράτους και αναγκαία λειτουργούν πάντοτε έξω από το κράτος· άρα, οφείλουν να αντισταθούν στην κρατική αιχμαλώτιση [capture] με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Πράγματι, ένα από τα βασικά ερωτήματα για την πολιτική φιλοσοφία των Ντελέζ και Γκουατταρί ήταν: «Πώς η πολεμική μηχανή αποφεύγει τον κρατικό μηχανισμό αιχμαλώτισης;». Παράλληλα προς αυτό, με ενδιαφέρει το ζήτημα της δυνατότητας μιας επαναστατικής πολεμικής μηχανής που να τοποθετείται απέναντι όχι μόνο σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις της μορφής κράτος, αλλά και στην ίδια την αρχή του κράτους, και που επίσης ξέρει πώς να αντιμετωπίζει την εμφάνιση της μορφής κράτος μέσα στους κόλπους της. Τι είδους επαναστατικό κίνημα θα μπορούσε να φτιαχτεί που να είναι απαλλαγμένο τόσο από τις καταπιεστικές αρχές της μορφής κράτος, όσο και από τις φαντασιώσεις που συνδέονται με αυτή; Η τέχνη υπήρξε ο χώρος όπου διατυπώθηκαν κάποιοι από τους πιο γόνιμους προβληματισμούς πάνω στο πρόβλημα αυτό. Μάλιστα, η αμφισβήτηση και οι διερωτήσεις πάνω στο ζήτημα της αναπαραγωγής της κρατικής λογικής μέσα στην επαναστατική αριστερά που έχουν προκύψει από καλλιτεχνικές έρευνες είναι συχνά πιο τολμηρές και διερευνητικές από εκείνες των ίδιων των πολιτικών οργανώσεων, οι οποίες συχνά αποσιωπούν τα ζητήματα αυτά για χάρη του επαναστατικού σκοπού.
Στην παρουσίασή μου θα εξετάσω τρία πόστερ του Rabih Mroué (Bηρυτός, 2000), τα οποία σχολιάζουν την κρατικού τύπου λογική που ανέπτυξαν οι επαναστατικές δυνάμεις κατά τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου. Το έργο του Μρουέ διατυπώνει έντονη κριτική για τη ρητορική του μαρτυρίου που υιοθέτησε η κοσμική επαναστατική αριστερά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου[1]. Ο Μρουέ αποφεύγει να κατηγορήσει τους μάρτυρες της εθνικής αντίστασης για τις πράξεις τους, αλλά συγκροτεί μια κριτική θέση ενάντια στη ρητορική του μαρτυρίου που κυριάρχησε στην επίσημη πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος του Λιβάνου[2].
H συνήθης εξήγηση για τη ρητορική του μαρτυρίου εντοπίζει την πηγή της στη θρησκεία, και ειδικότερα υποδηλώνει ότι η κυριαρχία της μπορεί να εξηγηθεί από την επιρροή μίας συγκεκριμένης θρησκείας –του Ισλάμ[3]. Μια άλλη κοινή εξήγηση περιστρέφεται γύρω από το θέμα κάποιας «κουλτούρας του θανάτου» που υποτίθεται ότι είναι εγγενής στη Μέση Ανατολή. Παραμερίζοντας αυτές τις προβληματικές εξηγήσεις, θα αναλύσω τη ρητορική του μαρτυρίου από την άποψη της σχέσης της με τη λογική της μορφής κράτος –ιδίως εξετάζοντας πώς ένα αριστερό κόμμα θα μπορούσε να μετατραπεί σε «εμβρυακό κρατικό μηχανισμό»[4]. Οι θεωρίες του Γκουατταρί περί «υποκείμενης/ υποτελούς ομάδας» και «ομάδας-υποκειμένου» θα με καθοδηγήσουν στην προσπάθειά μου να εντοπίσω το «διάγραμμα του μαρτυρίου» στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο. Το έργο του Μρουέ, που συναρθρώνει την κριτική τέχνη, την τεκμηρίωση μέσω αρχειακής έρευνας και την πολιτική και φιλοσοφική αναζήτηση, κομίζει ένα ισχυρό φορτίο με βάση το οποίο μπορούμε να σχολιάσουμε και να συζητήσουμε τη ρητορική περί μαρτύρων και αυτοθυσίας εντός της επαναστατικής αριστεράς κατά τον εμφύλιο.
Θα αρχίσω με μια αναφορά στη θεωρία του Γκουατταρί περί ομάδων, και σε όσα θα μπορούσε αυτή να προσφέρει για μια κριτική ανάλυση των πολιτικών ομάδων. Ιδίως η κριτική του προς το Κομμουνιστικό Κόμμα θα αποβεί κρίσιμη για την περίπτωσή μας. Μια υποτελής ομάδα κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να αποφύγει «οτιδήποτε θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση τους ‘κανόνες του παιχνιδιού’ της»[5], προσπαθεί να παρεμποδίσει κάθε δυνατότητα αλλαγής και δεν επιτρέπει «στα άτομα να διατηρούν δική τους πρόσβαση στην επιθυμία και κάποια κατανόηση του δικού τους πεπρωμένου»[6]. Για την υποτελή ομάδα, υπάρχει πάντα ένα «θεσμικό αντικείμενο» προς εκπλήρωση. Μια ομαδική φαντασίωση οικοδομείται γύρω από αυτό το θεσμικό αντικείμενο και δεν τίθεται ποτέ υπό αμφισβήτηση[7]. Με βάση αυτή τη φαντασίωση, τα μέλη της ομάδας απολαμβάνουν κάποιον τύπο αθανασίας[8]. Ο Γκουατταρί δίνει το παράδειγμα ενός «αιώνιου στρατού»: αναλύει πώς οι στρατιώτες εσωτερικεύουν την υποτιθέμενη αιωνιότητα του στρατού και φαντάζονται ότι θα γίνουν αιώνιοι και όταν πεθάνουν[9]. Είτε μιλάμε για στρατό ενός εθνικού κράτους είτε για το Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου, υπάρχει συνήθως μια αίσθηση «συνέχειας στο χρόνο»[10] για υποταγμένες ομάδες καθώς αυτές δημιουργούν μια φαντασίωση γύρω από την αθανασία και την αιωνιότητα των θεσμικών τους οργάνων. Αυτό οδηγεί σε «άρνηση της πραγματικότητας του θανάτου σε ατομικό επίπεδο»[11]. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η ρητορική του μαρτυρίου ως φαντασίωση της μορφής κράτος σβήνει την πραγματικότητα του θανάτου για τα άτομα που βρίσκονται μέσα σε υποκείμενες ομάδες και τα διευκολύνει να δεχτούν να πεθάνουν για τον αγώνα.
Αντίθετα, οι ομάδες-υποκείμενα, όπως λέει ο Ντελέζ, είναι «επιθυμητικά περιβάλλοντα»[12] στα οποία τα άτομα και η ομάδα ως πολλαπλότητα συνεχώς αναλύουν και αμφισβητούν τους στόχους της ομάδας. Σε ένα τέτοιο μόρφωμα, οι επιθυμίες τους δεν διοχετεύονται προς τους «τυποποιημένους στόχους»[13] του θεσμού. Η «πολλαπλότητα των επιθυμιών»[14] δεν υποκαθίσταται από μια ολοποιητική και ενωτική ομαδική φαντασίωση. Ως «υποκείμενα της εκφώνησης»[15], οι ομάδες-υποκείμενα διατηρούν τη «γνήσια συλλογική τους απόφανση»[16].
Για την περίπτωσή μας, ο Μρουέ προσπαθεί «να επαναξιολογήσει την πολιτική και το ρόλο της λιβανέζικης αριστεράς κατά τον εμφύλιο»[17], και ιδίως τα πεπραγμένα του Κομμουνιστικού Κόμματος Λιβάνου. Το έργο του αναδεικνύει ότι το Κόμμα υποκαθιστά την επιθυμία για ζωή με μια φαντασίωση αθανασίας μέσα από την κατασκευή μαρτύρων. Με τα λόγια του Μρουέ, «υπάρχει μια υπόσχεση για έναν παράδεισο όπου όλοι οι μάρτυρες ζουν μαζί σε ένα ενιαίο ιδανικό σώμα, μια εικόνα- εικόνισμα χωρίς κανένα παρελθόν ή προσωπική ιστορία»[18]. Εντός της υποτελούς ομάδας του Κόμματος, η επιθυμία για ζωή υποβαθμίζεται και δεν υπάρχει χώρος για αμφισβήτηση των «εύηχων συνθημάτων»[19] του Κόμματος. Τα συνθήματα και η διδασκαλία του Κόμματος μετατρέπονται σε καθολικό δόγμα που συντρίβει τις «επιθυμητικές ενέργειες» των ατόμων[20].
Ο Νίκολας Θόμπερν, στο άρθρο του για το «διάγραμμα της στράτευσης», παραθέτει ένα εκτενές απόσπασμα από την Κατήχηση του επαναστάτη του Σεργκέι Νετσάγιεφ (1869) το οποίο θα επαναλάβω εδώ:
Ο επαναστάτης είναι αφοσιωμένος. Δεν έχει δικά του ενδιαφέροντα, υποθέσεις, συναισθήματα, προσδέσεις, υπάρχοντα, ούτε καν όνομα. Τα πάντα σε αυτόν απορροφώνται από ένα μοναδικό ενδιαφέρον, μια μοναδική σκέψη, ένα μοναδικό πάθος –την επανάσταση… Όλα τα τρυφερά και θηλυπρεπή συναισθήματα της συγγένειας, της φιλίας, της αγάπης, της ευγνωμοσύνης, ακόμη και της τιμής πρέπει να καταπνίγονται μέσα του από ένα ψυχρό και μονοδιάστατο πάθος για τον επαναστατικό σκοπό … Στην ψυχρή και ακούραστη επιδίωξη αυτού του στόχου, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος τόσο να πεθάνει ο ίδιος όσο και να καταστρέψει με τα χέρια του κάθε τι που στέκει εμπόδιο για την επίτευξή του… [21]
Αυτό το απόσπασμα δίνει μια αίσθηση του πώς το Κόμμα μπορεί να οδηγηθεί να συντρίψει όλες τις επιθυμίες στα μέλη του.
Ας δούμε τώρα το έργο τού Ραμπίχ Μρουέ. Το Τρία Πόστερ[22] παρουσιάστηκε στη Βηρυτό το 2000, σε συνεργασία με τον Ελίας Χούρυ. Η βίντεο-περφόρμανς χωριζόταν σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, το κοινό παρακολουθεί σε μια τηλεοπτική οθόνη τη μαρτυρία ενός μυθοπλαστικού μαχητή της αντίστασης, η οποία υποτίθεται ότι καταγράφηκε πριν την αυτοκτονία του. Αυτόν τον μυθοπλαστικό χαρακτήρα, τον Χαλέντ Aχμέντ Ραχχάλ, τον υποδύεται ο Ραμπίχ Μρουέ. Τη μαρτυρία του την επαναλαμβάνει τρεις φορές, κάθε φορά με μικρές διαφορές σε σχέση με την προηγούμενη, σαν να προσπαθεί να βρει την καλύτερη εκδοχή της. Αργότερα ο Ελίας Χούρυ ανοίγει την κουρτίνα κάτω από την οθόνη της τηλεόρασης και αποκαλύπτει στο ακροατήριο ότι αυτό που είδαν ήταν επινοημένο, καθώς ο Ραμπίχ Μρουέ στέκεται ζωντανός πίσω από την κουρτίνα, με αφίσες μαρτύρων πίσω του, και αρχίζει να διαβάζει τη δική του ατομική μαρτυρία αφηγούμενος τη θέση που πήρε στον εμφύλιο. Στο δεύτερο μέρος, το ακροατήριο παρακολουθεί ένα βίντεο πραγματικής μαρτυρίας από τον εμφύλιο. Βλέπουμε τον Τζαμάλ αλ Σάτι, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και μαχητή του Λιβανέζικου Εθνικού Αντιστασιακού Μετώπου, να εξηγεί στην κάμερα την αποστολή του. Το βίντεο αυτό γυρίστηκε λίγες μόνο ώρες πριν πραγματοποιήσει επιχείρηση αυτοκτονίας το 1985 ενάντια στη κατοχή του Νότιου Λίβανου από τον ισραηλινό στρατό[23].
Μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων αυτοκτονίας, στα τηλεοπτικά κανάλια μεταδίδονταν συνήθως βίντεο-μαρτυρίες. Το βίντεο που ο Ραμπίχ Μρουέ επέλεξε να προβληθεί για την περφόρμανς είναι η αρχική αμοντάριστη εκδοχή που βρήκε στα αρχεία του Λιβανέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος[24]. Σε αυτή την πλήρη μορφή βλέπουμε τον Τζαμάλ αλ Σάτι να επαναλαμβάνει τη μαρτυρία του τρεις φορές, κάθε φορά με μικρές διαφορές. Στο τραύλισμά του διαισθανόμαστε το δισταγμό του και, ίσως, το φόβο του[25].
Στην πρώτη μορφή της μαρτυρίας του, ο Τζαμάλ αλ Σάτι μιλάει στην κάμερα, λέγοντας: «Η ευτυχία μου ήταν υπέρτατη όταν πληροφορήθηκα ότι έπρεπε να εκπληρώσω μια αποστολή αυτοκτονίας»[26], ενώ στην τρίτη λέει: «Η ευτυχία μου ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν η ηγεσία του Μετώπου συμφώνησε ότι μπορούσα να συνεχίσω να συμμετέχω στις επιχειρήσεις του … και είναι πολύ πιο συναρπαστικό το ότι πρέπει να εκτελέσω μια επιχείρηση αυτοκτονίας»[27]. Την απόφαση να γίνει επιχείρηση αυτοκτονίας την πήρε η ηγεσία του κόμματος· εκείνος απλώς ενημερώνεται ότι του ανατέθηκε το καθήκον και πρέπει να το κάνει χωρίς να θέτει ερωτήσεις. Κατά μία έννοια, γίνεται η «ανθρώπινη τροφή για τα κανόνια»[28] του Κόμματος. Το Κόμμα ως εμβρυακή κρατική μορφή «διαχειρίζεται το αίμα»[29] των μελών του.
Στο τελευταίο τμήμα του έργου του Μρουέ παρακολουθούμε σε βίντεο μια συνέντευξη με τον Ελίας Αταλλάχ, έναν από τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος του Λιβάνου, τον οποίο ο Ραμπίχ Μρουέ θεωρεί ως έναν από τους ηγέτες που ήταν υπεύθυνοι για την οργάνωση επιχειρήσεων αυτοκτονίας. Ο Αταλλάχ εμφανίζεται ως μια «υπο-φωτισμένη σιλουέτα»[30] στο βίντεο. Ο Μρουέ εξηγεί ότι επέλεξαν να υπο-φωτίσουν την εικόνα του διότι ήθελαν να «κάψουν την εικόνα του με φως, σκοτώνοντάς τον μεταφορικά με την κάμερα»[31].
Οι εικόνες μαρτυρίου κατέχουν σημαντική θέση μέσα στην «συναισθηματική υφή» του πολιτικού περιβάλλοντος κατά τον εμφύλιο του Λιβάνου[32]. Αυτές οι διάφορες εικόνες (αφίσες μαρτύρων, βιντεομαρτυρίες μαρτύρων* που μεταδίδονταν σε τηλεοπτικά κανάλια κ.λπ.) χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία προπαγάνδας από πολιτικά κόμματα. Είναι ενδιαφέρον ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου ήταν το πρώτο που κατέφυγε σε τηλεοπτικές μεταδόσεις βίντεο μαρτυριών για μάρτυρες μετά την ολοκλήρωση επιχειρήσεων αυτοκτονίας[33]. Αν και τις εικόνες μαρτυρίου τις έβλεπε κανείς παντού, από τους τοίχους στο δρόμο μέχρι την οθόνη της τηλεόρασης, ο κόσμος απέφευγε να μιλά γι’ αυτές δημόσια[34]. Η προσπάθεια του Μρουέ να ανοίξει μια κριτική συζήτηση γύρω από τη μαρτυρολογία πρέπει να γίνει κατανοητή σε αυτά τα συμφραζόμενα.
Η φράση «Είμαι ο σύντροφος μάρτυρας (κύριο όνομα του ομιλητή)» ήταν η τυποποιημένη εισαγωγική πρόταση για αυτές τις μαρτυρικές καταθέσεις. Όπως έχει παρατηρήσει ο καλλιτέχνης Τζαλάλ Toυφίκ, θα ήταν πιο αληθινό να πούμε: «Όταν θα βλέπετε αυτή την ταινία, εγώ ο (κύριο όνομα του ομιλητή) θα έχω πεθάνει»[35]. Ωστόσο, η πρώτη επιλογή λειτουργεί καλύτερα προκειμένου το Κόμμα να δημιουργήσει μια φαντασίωση στην οποία το πρόσωπο που διαπράττει την επίθεση αυτοκτονίας το φανταζόμαστε σαν να είναι ακόμα ζωντανό και να μας απευθύνεται από μια υπερβατική σφαίρα μαρτυρίου· μοιράζεται το μήνυμά του μαζί μας μέσω της τηλεοπτικής μας οθόνης. Το άτομο αναδεικνύεται σε «μάρτυρα» τη στιγμή της μαρτυρικής του διακήρυξης. Γίνεται «αθάνατος» και δεν μπορεί να πεθάνει με την πράξη αυτοκτονίας. Γίνεται ένα εικόνισμα αντίστασης, που πλέον θα κυκλοφορεί αιώνια μέσα από διάφορες μορφές μέσων.
Αναλύοντας μια μαρτυρία βίντεο που δείχνει έναν νέο άνδρα να δηλώνει τη μαρτυρική του ιδιότητα, ο Μρουέ προσπαθεί να βρει ίχνη που να επιβεβαιώνουν την επιθυμία για ζωή σε μια ομιλία στην οποία βαραίνει ο λόγος του θυσιαστικού θανάτου. Στο τραύλισμα του Τζαμάλ ή απλά στις τρεις λήψεις της μαρτυρίας του, ο Μρουέ βρίσκει ζωή, όχι θάνατο. Μας λέει: «Δεν μπορώ παρά να ερμηνεύσω τις διαδοχικές απόπειρες του Τζαμάλ αλ Σάτι ως μια επιθυμία για αναβολή του θανάτου σε αυτές τις καταθλιπτικές χώρες όπου η επιθυμία να ζήσεις θεωρείται επαίσχυντη προδοσία του κράτους, του έθνους-κράτους, της μητέρας πατρίδας»[36]. Θα μπορούσε άραγε ο Τζαμάλ να προεκτείνει τη ζωή του αν διατύπωνε τη μαρτυρική του κατάθεση σε έναν αιώνιο κύκλο; Πόσα δευτερόλεπτα μπορεί κάποιος να κερδίσει με κάθε λέξη που ψελλίζει; Γιατί δεν μπορούμε σήμερα να πάρουμε συνέντευξη από τον Τζαμάλ για τον εμφύλιο, ενώ μπορούμε από τον Ελίας Αταλλάχ, έναν από τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Λιβάνου που βοήθησε να σχεδιαστούν όλες αυτές τις αυτοκτονίες; Αυτά τα ερωτήματα έρχονται στο νου όταν βλέπουμε το έργο του Μρουέ.
Η κρατική λογική του Κόμματος προσπαθεί να κατευθύνει τον δημόσιο λόγο «μνημειοποιώντας θανάτους ως ‘ηρωικές θυσίες’ για το έθνος ή ως ‘συλλογική βάσανο’ για μια συγκεκριμένη κοινότητα»[37]. Η συγκρότηση ενός μαρτυρολογίου υπήρξε μια κοινή στρατηγική που είχε υιοθετηθεί και από δυτικούς σοσιαλιστές. Μια αίσθηση ευγνωμοσύνης προς τους μάρτυρες γεννά στα μέλη του κόμματος ένα αίσθημα υποχρέωσης να συνεχίσουν τον αγώνα και να κάνουν τις απαραίτητες θυσίες για το κίνημα[38]. Το έργο του Μρουέ μεταφέρει τη συζήτηση «πέρα από την αυταπάρνηση της στάσης του υπάκουου μάρτυρα»[39] και κατευθύνει την προσοχή στη λογική της δυναμικής της υποτελούς ομάδας μέσα στην κομματική πολιτική και τις φαντασιώσεις της περί μαρτυρίου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπάρχει στο Λίβανο μεγάλη καλλιτεχνική παραγωγή που αποσκοπεί να επεξεργαστεί και να διασχίσει τις αναμνήσεις του εμφυλίου, σε αντίθεση με τις επίσημες συστάσεις να ξεχάσουμε και να προχωρήσουμε μπροστά[40]. Εν όψει αυτής της κρατικά επικυρωμένης αμνησίας, ο Ραμπίχ Μρουέ γράφει μια ιστορία του λιβανέζικου εμφυλίου και στοχάζεται πάνω στα δύσκολα ερωτήματα γύρω από τη ρητορική του μαρτυρίου και της αυτοθυσίας μέσα στην επαναστατική αριστερά. Κάνει μια τέχνη που επιβεβαιώνει τη ζωή και αναζητά τη δυνατότητα μιας επαναστατικής πολεμικής μηχανής που να υμνεί την επιθυμία για ζωή χωρίς να σταματά να αγωνίζεται ενάντια στις «παγκόσμιες πολεμικές μηχανές»[41] που καταλαμβάνουν, εισβάλλουν, δημεύουν, φυλακίζουν, βασανίζουν, παραβιάζουν και σκοτώνουν. Μέσα από την τέχνη του ζητά μια αντίσταση που δεν προστάζει το λαό της να είναι έτοιμος να πεθάνει –μια αντίσταση που δεν δοξολογεί και δεν υμνεί πλέον το μαρτύριο, το βάσανο και την αυτοθυσία. Με τα λόγια του Γκουατταρί: «μια τελείως άλλη στράτευση που να έχει τα μέσα να απελευθερωθεί από τις φαντασιώσεις της κρατούσας τάξης»[42]. Ή με άλλα λόγια, ένα «επιθυμητικό επαναστατικό κίνημα»[43] που να έχει ξεφορτωθεί τις φαντασιώσεις της μορφής κράτος.
[1] Rabih Mroué, «The Fabrication of Truth,” Afterall: A Journal of Art, Context, and Inquiry, 25 (Φθινόπωρο 2010).
[2] Αντιθέτως μάλιστα, προσφέρει το έργο του ως έναν φόρο τιμής στους μάρτυρες της εθνικής αντίστασης. Βλ. Jalal Touffic, «I am the Martyr Sana’ Yusif Muhaydli,” Discourse 24, no.1 (Χειμώνας 2002): 77.
[3] Η ρητορική του μαρτυρίου κατέχει σημαντική θέση και στην ιστορία των σοσιαλιστικών κινημάτων της Δύσης. Βλ. Christoph De Spiegeleer, «‘The blood of martyrs is the seed of progress’. The role of martyrdom in socialist death culture in Belgium and the Netherlands, 1880-1940,” Mortality 19, no. 2 (March 2014): 187.
[4] Félix Guattari, “The Micro-Politics of Fascism,” in Molecular Revolution: Psychiatry and Politics, trans. Rosemary Sheed (New York: Penguin Books, 1984), 230.
[5] Félix Guattari, “Transversality,” in Molecular Revolution: Psychiatry and Politics, trans. Rosemary Sheed (New York: Penguin Books, 1984), 15.
[6] Félix Guattari, “The Group and the Person,” in Molecular Revolution: Psychiatry and Politics, trans. Rosemary Sheed (New York: Penguin Books, 1984), 41.
[7] Ronald Bogue, Deleuze and Guattari (New York: Routledge, 1989), 86.
[8] Ό.π.
[9] Félix Guattari, “The Group and the Person,” in Molecular Revolution: Psychiatry and Politics, trans. Rosemary Sheed (New York: Penguin Books, 1984), 41.
[10] Ό.π.
[11] Ό.π.
[12] Gilles Deleuze, “Three Group-related Problems,” in Desert Islands and Other Texts 1953-1974, ed. David Lapoujade, trans. Michael Taormina (New York: Semiotext(e), 2004), 197.
[13] Félix Guattari, “Students, the Mad and ‘Delinquents,’” in Molecular Revolution: Psychiatry and Politics, trans. Rosemary Sheed (New York: Penguin Books, 1984), 220.
[14] Ό.π., 220.
[15] Gilles Deleuze, “Three Group-related Problems,” in Desert Islands and Other Texts 1953-1974, ed. David Lapoujade, trans. Michael Taormina (New York: Semiotext(e), 2004), 197.
[16] Ό.π., 197.
[17] Rabih Mroué, “Three Posters.” TDR Drama Review, 50:3 (2006), 185.
[18] Rabih Mroué, “The Fabrication of Truth,” Afterall: A Journal of Art, Context, and Inquiry,” 25, (Φθινόπωρο 2010), 89.
[19] Félix Guattari, “Causality, Subjectivity and History,” in Molecular Revolution: Psychiatry and Politics, trans. Rosemary Sheed (New York: Penguin Books, 1984), 189.
[20] Nicholas Thoburn, “Weatherman, the Militant Diagram, and the Problem of Political Passion,” New Formations 68 (Autumn 2009): 126.
[21] Ό.π., 127.
[22] Αργότερα, ο Ραμπίχ Μρουέ αποφάσισε να μην παρουσιάζει πλέον το έργο αυτό διότι εκτός Λιβάνου, και ειδικά στη Δύση, το κοινό αντιμετώπιζε τον Τζαμάλ αλ Σάτι ως τρομοκράτη, και ο Μρουέ, μολονότι αντίθετος στις επχειρήσεις αυτοκτονίας, θεωρεί τον Τζαμάλ αλ-Σατί μαχητή της αντίστασης του οποίου η δράση ήταν πολιτικού χαρακτήρα πράξη αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή του Νοτίου Λιβάνου. Αντί να συνεχίσει να παρουσιάζει τα Τρία Πόστερ, το 2004, έφτιαξε ένα βίντεο που σχολιάζει και στοχάζεται πάνω σε αυτά. Το Σχετικά με Τρία Πόστερ είναι ένα έργο δεκαεπτά λεπτών το οποίο ο καλλιτέχνης περιγράφει ως βίντεο-μαρτυρία. Βλ. Rabih Mroué, “Three Posters.” TDR Drama Review, 50:3 (2006), 185.
[23] Rabih Mroué, “Three Posters.” TDR Drama Review, 50:3 (2006): «Φόρεσε τα ρούχα ενός τοπικού σεΐχη και οδήγησε έναν γάιδαρο φορτωμένο με 400 κιλά TNT μέχρι την έδρα του Ισραηλινού στρατιωτικού διοικητή στη Χασμπάγια. Αφού πέρασε τρία οδοφράγματα που ήλεγχε ο στρατός του Νοτίου Λιβάνου, έφτασε στο στόχο του, πυροδότησε τη βόμβα και ανατίναξε τον εαυτό του και τον γάιδαρο μαζί του» (183).
[24] Chad Elias, ‘Postscript: The Digital Afterlife in Mroué’s Artistic Works’, February 2014, in Chad Elias (ed.), In Focus: ‘On Three Posters’ 2004, Rabih Mroué, February 2014.
[25] Chad Elias, ‘Interview with Rabih Mroué’, February 2014, in Chad Elias (ed.), In Focus: ‘On Three Posters’ 2004, Rabih Mroué, February 2014.
[26] Rabih Mroué, “Three Posters.” TDR Drama Review, 50:3 (2006), 188.
[27] Ό.π., 189.
[28] Jean-Jacques Lecercle, “Deleuze, Guattari and Marxism,” Historical Materialism 13, no.3 (2005), 45.
[29] Brian Massumi, “Deleuze and Guattari’s Theories of the Group Subject,” Discours Social 1, no. 4 (1988), 424-425.
[30] Rabih Mroué, “Three Posters.” TDR Drama Review, 50:3 (2006), 185.
[31] Ό.π., 185.
[32] Nicholas Thoburn, “Weatherman, the Militant Diagram, and the Problem of Political Passion,” New Formations 68 (Φθινόπωρο 2009)· «Η σύνθεση και κυκλοφορία εικόνων, υφών, συναισθημάτων και χειρονομιών είναι ασφαλώς βασικό στοιχείο της συναισθηματικής υφής όλων των πολιτικών περιβαλλόντων» (133).
* Στο πρωτότυπο: testimonies of martyrdom. Όπως γίνεται αισθητό στον Έλληνα αναγνώστη από τον πλεονασμό, στα ελληνικά προσδιορίζουμε με την ίδια λέξη εκείνον που καταθέτει στο δικαστήριο και εκείνον που πεθαίνει μαρτυρικά [Σ.τ.μ].
[33] Chad Elias, ‘Interview with Rabih Mroué’, February 2014, in Chad Elias (ed.), In Focus: ‘On Three
Posters’ 2004, Rabih Mroué, February 2014.
[34] Chad Elias, ‘Martyrdom and Mediation’, February 2014, in Chad Elias (ed.), In Focus: ‘On Three
Posters’ 2004, Rabih Mroué, February 2014.
[35] Jalal Touffic, “I am the Martyr Sana’ Yusif Muhaydli,” Discourse 24, no.1 (Winter 2002): 78.
[36] Rabih Mroué, “The Fabrication of Truth,” Afterall: A Journal of Art, Context, and Inquiry,” 25, (2010), 89.
[37] T. J. Demos, “Out of Beirut: Mobile Histories and the Politics of Fiction,” in The Migrant Image (Durham: Duke University Press, 2013), 196.
[38] Christoph De Spiegeleer, “‘The blood of martyrs is the seed of progress’. The role of martyrdom in socialist death culture in Belgium and the Netherlands, 1880-1940,” Mortality 19, no.2 (March 2014): 194.
[39] T. J. Demos, “Out of Beirut: Mobile Histories and the Politics of Fiction,” in The Migrant Image (Durham: Duke University Press, 2013), 200.
[40] Sune Haugbolle, “Discourses on Amnesia and Reconstruction: Memory in the 1990s,” in War and Memory in Lebanon (New York: Cambridge University Press, 2010), 120.
[41] Gilles Deleuze and Félix Guattari, A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia, trans. Brian Massumi (London: University of Minnesota Press, 1987), 387.
[42] Félix Guattari, “Deleuze and Guattari Fight Back…” in Desert Islands and Other Texts 1953-1974, ed. David Lapoujade, trans. Michael Taormina (New York: Semiotext(e), 2004), 218.
[43] Gregg Lambert, “What the Earth Thinks,” in Deleuze and Space, ed. Ian Buchanan and Gregg Lambert (Edinburgh: Edinburgh University Press, 2005), 221.
Η Gizem Sözen γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και είναι υποψήφια διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια του Βανκούβερ. Το παραπάνω κείμενο το παρουσίασε ως εισήγηση στο διεθνές συνέδριο Gilles Deleuze and Félix Guattari: Refrains of Freedom που έλαβε χώρα στην Αθήνα από 24 έως 26 Aπριλίου 2015, με πρωτότυπο τίτλο «A Critique of The ‘State–Form’ in The Revolutionary Left: The Art of Rabih Mroué». Μετάφραση: Α.Γ.