ποίηση,Ανάλυση λόγου,Φύλο

Ήταν φυσιολογικός άνθρωπος ο Μανόλης Αναγνωστάκης;

του Άκη Γαβριηλίδη

Το να τίθεται ένα τέτοιο ερώτημα όπως αυτό του τίτλου για οποιονδήποτε άνθρωπο ηχεί –δικαίως- παράλογο και προσβλητικό.

Ωστόσο, ακριβώς αυτό το ερώτημα έθεσε δημόσια ο ίδιος ο Αναγνωστάκης ως προς τον Καβάφη. Ή μάλλον, δεν το έθεσε καν, αλλά θεώρησε ότι είναι ήδη απαντημένο και η απάντηση αυτή είναι γνωστή και δεδομένη για όλους:

Ο Καβάφης δεν ήταν φυσιολογικός άνθρωπος. Είχε ένα γνωστό βίτσιο [sic].

Aυτό επί λέξει υποστήριξε ανερυθρίαστα ο κρητο-θεσσαλονικιός ποιητής (ο οποίος, υπενθυμίζω, ήταν γιατρός το επάγγελμα), σε άρθρο του στο περιοδικό που ο ίδιος διηύθυνε, την Κριτική, του 1959 (τ. 6, σ. 258).

Και δεν έμεινε εκεί. Συνέχισε λέγοντας:

Βίτσιο αρκετά διαδεδομένο στα χρόνια μας και ενίοτε προκλητικά διατυμπανιζόμενο μέσα στα φιλελεύθερα ήθη μας. Ένα βίτσιο που έχει επιστημονικά μελετηθή και αναλυθή από πολλές πλευρές και που είναι ιδιαίτερα προσφιλές σα θέμα στη λογοτεχνία δική μας και ξένη. Πολλοί ποιητές –αφού μιλάμε για ποιητές- είχαν το βίτσιο αυτό. Σ’ άλλους είχε εμφανή επίδραση στο έργο τους, σ’ άλλους καθόλου, μερικοί το αποκρύπτουν επιμελώς και άλλοι πάλι επιδεικτικά το προβάλλουν. Το βίτσιο αυτό εξουσιάζει [sic] και ένα μεγάλο μέρος –το σημαντικότερο ή το ολιγότερο σημαντικό; Ιδού η απορία!- του Καβαφικού έργου. (…) Και στην «ανοιχτή» –αντιπαθητικά και αντιαισθητικά κάποτε ανοιχτή- αυτή διατύπωση, στην άμεση προβολή μιας «απαγορευμένης» ανωμαλίας, στο –συνεπώς- σκαμπρόζικο του όλου θέματος οφείλεται ασφαλώς, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, σε ένα μεγάλο βαθμό και η πρόωρη δημοτικότητα αλλά και η χωρίς προηγούμενο διάδοση που γνώρισε και γνωρίζει η ποίηση του Καβάφη. (Οι υπογραμμίσεις δικές μου -Α.Γ.).

Το άρθρο, τυπικώς τουλάχιστον, αποτελεί κριτική για το βιβλίο του Στρατή Τσίρκα Ο Καβάφης και η εποχή του. Εκ πρώτης όψεως, όχι το καταλληλότερο σημείο, θα σκεφτόταν κανείς, για να βγάλει κάποιος βόλτα την αντιεπιστημονική του εχθρότητα και υποτίμηση απέναντι στην ομοφυλοφιλία. (Σήμερα έχει επικρατήσει ο όρος «ομοφοβία». Ο όρος αυτός κυριολεκτικά μιλώντας δεν είναι πολύ ικανοποιητικός εν προκειμένω. Αυτό που εκφράζει ο Αναγνωστάκης δεν έχει σχέση με κάποιο φόβο, αλλά κυρίως με μίσος, ή μάλλον, με φθόνο).

Ακριβώς αυτή η εκ πρώτης όψεως ακαταλληλότητα, όμως, μας οδηγεί σε μια διαπίστωση η οποία δείχνει ότι, πέρα από αυτή την ομοφοβία (με την έννοια που εξήγησα παραπάνω), ή μάλλον, ακριβώς λόγω αυτής, το κείμενο του Αναγνωστάκη είναι όχι μόνο αποτυχημένο ως προς την καθαρά φιλολογική του στόχευση, αλλά και διανοητικά ανέντιμο.

Την εκτενή αυτή παρέκβαση μέσα από το «βίτσιο» του Καβάφη, και των υπολοίπων που άλλοτε το φανερώνουν και άλλοτε το κρύβουν (χωρίς αυτό να κάνει τον κριτικό μας να αναρωτιέται γιατί άραγε οδηγούνται να το κρύψουν;), ο Αναγνωστάκης την κάνει προκειμένου να θεμελιώσει την απαίτηση που έχει, ως κριτικός, για την αυτονομία του έργου τέχνης, το οποίο πρέπει να εξετάζεται μακριά από οποιονδήποτε «ντετερμινισμό». Σε αυτό το πνεύμα, ουσιαστικά απορρίπτει –μετά πολλών επαίνων- την εργασία του Τσίρκα, διότι αυτή επιζητεί να ερμηνεύσει την ποίηση του Καβάφη μέσα από την αναφορά σε κάτι έξω απ’ αυτήν, και ειδικότερα σε «ολόκληρη την πολιτικοστρατιωτική και οικονομική ζωή της Αιγύπτου» του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει ο Αναγνωστάκης, ο Τσίρκας δεν διαφοροποιείται –ή διαφοροποιείται μόνο ως προς τα επιμέρους, όχι όμως ως προς τη γενική μεθοδολογική κατεύθυνση- από την «καβαφική παραφιλολογία» που ανθούσε την εποχή εκείνη και επιδιδόταν στην αναζήτηση αδιάφορων λεπτομερειών από τη ζωή του Καβάφη με σκοπό να ερμηνεύσει μέσω αυτών τα ποιήματά του.

Την παραφιλολογία αυτή το άρθρο την απορρίπτει καθότι «εκείνο που αποτελεί αντικείμενο του ενδιαφέροντός της, είναι ο Καβάφης ‘αυτός καθαυτόν’, ο Καβάφης και η εποχή του, ο Καβάφης και ο βίος του, ο Καβάφης και το βίτσιο του».

Ωστόσο, σε αυτές τις φράσεις που ρίπτονται έτσι η μια δίπλα στην άλλη χάριν παραδείγματος, υπάρχει κάτι αταίριαστο. «Ο Καβάφης και η εποχή του» (φράση που αποτελεί τον τίτλο του κρινόμενου έργου) δεν είναι το ίδιο με το «ο Καβάφης αυτός καθαυτόν». Για την ακρίβεια, είναι το ακριβώς αντίθετό του. Επιπλέον, το «αυτός καθαυτόν» είναι κάτι που μάλλον συνάδει με την απαίτηση του Αναγνωστάκη για αυτόνομη εξέταση.

Το πρόβλημα όμως, όχι μόνο ηθικό όπως είπαμε αλλά επίσης λογικό, έγκειται κυρίως στο «ο Καβάφης και το βίτσιο του».

Ο Αναγνωστάκης αποδοκιμάζει τον ερωτικό προσανατολισμό του Καβάφη, και ως εκ τούτου δεν ανέχεται τις άμεσες αναφορές σε αυτόν. Η απόρριψη όμως αυτή δεν είναι υπεράσπιση της αυτονομίας της τέχνης, παρά καταπάτησή της. Είναι υπαγωγή της αισθητικής κρίσης σε ένα εξωκαλλιτεχνικό κριτήριο ιεράρχησης. Αποδοκιμάζει τον «ντετερμινισμό», αλλά ο ίδιος δεν διστάζει να επικαλεστεί την «προβολή της ανωμαλίας» του Καβάφη ως καθοριστική για το ότι η ποίησή του έχει απήχηση (μεγαλύτερη απ’ ό,τι του ίδιου). Ο «αντιντετερμινισμός» του κριτικού μας λοιπόν είναι ψευδεπίγραφος, ή επιλεκτικός: η ομοφυλοφιλία –όρος τον οποίο αποφεύγει να προφέρει έστω και μία φορά- είναι παραδεκτό να χρησιμοποιείται για να ερμηνεύσει την απήχηση ενός ποιητικού έργου, αλλά είναι απαράδεκτο να χρησιμοποιείται για να ερμηνεύσει το ίδιο το ποιητικό έργο.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Για τον Αναγνωστάκη, η ομοφυλοφιλία είναι απαράδεκτο να χρησιμοποιείται ακόμα και από το ίδιο το ποιητικό έργο.

Η δυσανεξία του αυτή –«ναυτία», με τα ίδια του τα λόγια- διατυπώνεται ακόμα πιο απερίφραστα σε ένα άλλο άρθρο του με άμεσο θέμα τον Καβάφη, τέσσερα χρόνια αργότερα, στην Επιθεώρηση Τέχνης (τ. 108, Δεκ. 1963, σ. 671):

Είμαι ακόμα εναντίον [sic] όλων των λεγομένων ερωτικών ποιημάτων του Καβάφη, όπου υπάρχει σαφής και απροκάλυπτος ο προσδιορισμός του αντικειμένου. Το τι κρύβεται πιθανώς πίσω από το αριστουργηματικό ποίημα που λέγεται «Του μαγαζιού» δε μ’ ενδιαφέρει ούτε φροντίζω να μάθω. Η ευρύτητα του συμβόλου είναι τέτοια και η δομή του ποιήματος τόσο τέλεια, οι προεκτάσεις που κλιμακώνονται από μια κοινότατη περίπτωση ως τις υψηλές σφαίρες των ιδεών είναι τόσες, ώστε οι δέκα αυτοί στίχοι μένουν μέσα μου και συγκινούν πάντα. Αλλά η ωμή περίπτωση του νέου που απειλεί το φίλο του πως θα πάει με άλλον γιατί αυτός ο άλλος του υπόσχεται δυο φορεσιές και μεταξωτά μαντήλια, δε με αφορά διόλου και μου προκαλεί ένα αίσθημα ναυτίας που καμιά ποιητική έξαρση και καμία «ανθρώπινη συμπόνοια» δεν μπορεί να μου το αποτρέψει.  Ηθικολογία; Ελπίζω όχι.

Μα ναι, αγαπητέ μου Μανόλη, ηθικολογία. Ακριβώς. Καλά που το κατάλαβες.

Η παράγραφος αυτή συνιστά ξεκάθαρα υπέρβαση αρμοδιοτήτων εκ μέρους του κριτικού, η οποία, ως προς την ουσία των λεγομένων, καθιστά την –ούτως ή άλλως υποτυπώδη- επιχειρηματολογία του απολύτως κυκλική.

Είναι ασφαλώς, μεταξύ άλλων, δουλειά του κριτικού να εκφέρει γνώμη για άλλες κριτικές που έχουν διατυπωθεί για ένα ποιητικό έργο και να τις βρίσκει εσφαλμένες. Δεν είναι όμως δουλειά του να βρίσκει εσφαλμένο το ίδιο το ποιητικό έργο, και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του, αποφασίζοντας και διατάσσοντας ότι «είναι εναντίον του» με βάση απλώς το θέμα του και όχι την πραγμάτευσή του.

Στην παραπάνω παράγραφο, ο Αναγνωστάκης φέρνει δύο αντιθετικά παραδείγματα από το έργο του Καβάφη και αιτιολογεί γιατί το ένα είναι «καλό» και το άλλο «κακό». Ωστόσο, οι αιτιολογήσεις αυτές είναι ασύμμετρες, ανήκουν η καθεμιά σε διαφορετικό επίπεδο: το πρώτο επαινείται για τα αισθητικά του επιτεύγματα, για το ότι μας οδηγεί στις «υψηλές σφαίρες των ιδεών». Το δεύτερο επικρίνεται διότι η στάση ενός από τους ήρωες κρίνεται ποταπή και μικροπρεπής, ανήκει στις χαμηλές σφαίρες των συναισθημάτων. Στην πρώτη περίπτωση, ο κριτικός δηλώνει (ορθώς) ότι αδιαφορεί για το τι «πιθανώς κρύβεται πίσω» από το ποίημα· στη δεύτερη όμως αδιαφορεί για αυτό που οφθαλμοφανώς βρίσκεται μπροστά, στην επιφάνεια –δηλαδή για το ίδιο το ποίημα.

Ωστόσο, δεν είναι αισθητική κρίση να απορρίπτουμε ένα έργο επειδή σε αυτό εξιστορούνται «ωμές» ή γενικώς ηθικά αποδοκιμαστέες συμπεριφορές.

Αυτή η σύγχυση επιπέδων καταλαμβάνει συνολικά την αμφίθυμη στάση του Αναγνωστάκη απέναντι στον Καβάφη: θαυμασμός και φθόνος για την ποίησή του –έστω ένα μέρος της- και την επιτυχία της, μίσος και απόρριψη για την ομοφυλοφιλία του (ή ίσως και το αντίστροφο). «Δεν γουστάρω τα ερωτικά του ποιήματα, γι’ αυτό δεν γουστάρω να διαβάζω λεπτομέρειες για τη ζωή του», διακηρύσσει ο κριτικός (μιλώντας ταυτόχρονα ως ομότεχνος, άρα με κάποια έπαρση την οποία δεν θα είχε κάποιος φιλόλογος: ο φιλόλογος ποτέ δεν θα έλεγε «εγώ δεν θα το έγραφα έτσι», όπως ουσιαστικά λέει χωρίς να το λέει ο κριτικός που είναι ταυτόχρονα και ποιητής). Μια παραλλαγή δηλαδή του σημερινού «δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις στο κρεβάτι σου, αρκεί να είσαι καλός ποιητής». Το πρόβλημα όμως είναι ότι, εν προκειμένω, ο συγκεκριμένος ποιητής που έχουμε να κρίνουμε, το τι «κάνει στο κρεβάτι του» (με τη σημασία που έχει εδώ ο όρος) το βάζει μέσα στην ποίησή του. Σύμφωνα μάλιστα με μία νεότερη ανάλυση, το αν, πότε και πώς το βάζει συνιστά την ουσία και το πιο ενδιαφέρον μέρος της ποιητικής του στρατηγικής. Όπως κι αν έχει, όμως, δεν είναι στο χέρι του κριτικού να του πει ότι κακώς το βάζει. Τι είδους κριτική είναι αυτή που με το έτσι θέλω διαγράφει στρουθοκαμηλικά ένα μέρος του αντικειμένου της; Διότι ο Αναγνωστάκης αυτό κάνει: υπό το πρόσχημα του «αντιντετερμινισμού» επιθυμεί να καθορίσει (determine) τι ποίηση πρέπει να γράφεται. Και επιπλέον, επιθυμεί να καθορίσει τι είδους κριτική επιτρέπεται να γράφεται περί αυτής, στιγματίζοντας και λοιδορώντας προκαταβολικά όποιον τολμήσει να σκεφτεί το αντίθετο σε ένα ακόμα χωρίο που λάμπει διά της αφελούς και ωμής ομοφοβίας του:

Και διερωτώμαι ακόμα, πόσες «μελέτες» και «αναμνήσεις» και «μυθιστορηματικές βιογραφίες» θα έλειπαν ή δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης, αν ο ποιητής μας ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους μας (υπογραμμίζω εγώ) και πόσο λίγο θα μας απασχολούσε τότε το αν έμεινε πιστός στη γυναίκα του ή αν είχε δυο ή πέντε ερωμένες, αν είχε στο σπίτι του αναμμένο κερί η ηλεκτρικό φως. Εκτός αν παραδεχτούμε ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν πια ο μεγάλος Καβάφης, δεν θα έγραφε ό,τι έγραψε, οπότε πια πάμε πολύ μακρυά σ’ άλλο πλέον θέμα που κανείς –ευτυχώς- από τους μικροσχολιαστές του, δε βρήκε το θράσος μέχρι σήμερα, δημοσία να το θίξει και να το υποστηρίξει.

Λαμβάνοντας αυτονόητα ως δεδομένο ότι το «εμείς», το κοινό για το οποίο γράφει, είναι όλοι ετεροφυλόφιλοι άνδρες, ο Αναγνωστάκης φτάνει στο σημείο να διατυπώσει μία συγκαλυμμένη απειλή προς όποιον θα είχε το θάρρος να πει το αυτονόητο: ότι, ναι, φυσικά, γι’ αυτό ο Καβάφης ήταν ο μεγάλος Καβάφης. Όχι βέβαια λόγω της ομοφυλοφιλίας του αυτής καθαυτής, αλλά λόγω του ποιητικού χειρισμού της ομοφυλοφιλίας του και της λογοκρισίας της. Ευτυχώς για μας τους υπολοίπους, βρέθηκαν κάποτε –έστω και με καθυστέρηση- κάποιοι που να αψηφήσουν αυτό το bullying ώστε να θίξουν και να υποστηρίξουν δημοσία μια τέτοια θέση. Και απ’ τη στιγμή που το έκαναν, τα μικροπρεπή σημειώματα του Αναγνωστάκη δεν έχουν ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης –πέρα από το να μας θυμίζουν σε πόσο χαμηλό σημείο κατάφερε να φτάσει κάποτε η καβαφική κριτική.

Αν λοιπόν ο Αναγνωστάκης, στην αρχή του κειμένου για τον Τσίρκα, ξεσπαθώνει –με ιδιαίτερα ειρωνικό τρόπο, κάνοντας λόγο για «λογαριασμούς του μπακάλη» κ.λπ.- εναντίον μιας επιφανειακής «καβαφολογίας» που συνίσταται στη δημοσίευση ανώφελων και επιφανειακών λεπτομερειών γύρω από την προσωπική του ζωή (και σε αυτό έχει δίκιο: πράγματι υπήρχαν τέτοιες κουτσομπολίστικες δημοσιεύσεις, ιδίως τότε), από το υπόλοιπο άρθρο γίνεται σαφές ότι αυτό που τον ενοχλεί δεν είναι οι επιφανειακές μόνο αναφορές στη ζωή –ιδίως την ερωτική- του Καβάφη, αλλά όλες οι αναφορές, περιλαμβανομένων και όσων κάνει ο ίδιος ο Καβάφης στα ποιήματά του.

Αυτό όμως δεν είναι δουλειά κριτικού ή φιλολόγου. Είναι δουλειά μπάτσου της ποίησης.

Untitled

Εικόνα παρμένη από την αφίσα του φεστιβάλ «Archive of Desire» που διοργάνωσε στη Νέα Υόρκη το ίδρυμα Ωνάση, με τη συμμετοχή του Νικ Κέιβ, της Λώρι Άντερσον, του Δημήτρη Παπαδημητρίου, της Λένας Πλάτωνος και άλλων καλλιτεχνών

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “Ήταν φυσιολογικός άνθρωπος ο Μανόλης Αναγνωστάκης;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.