του Άκη Γαβριηλίδη
Grand-parental advisory: Το σημείωμα αυτό καλό είναι να μην το διαβάσουν αρθρογράφοι-πολιτικάντηδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και λοιποί υπάλληλοι του Μαρινάκη, γιατί ίσως τους ανεβεί η πίεση και ταραχθεί η γαλήνη των γηρατειών τους. Σε αυτό, ανατρέχουμε στην γενεαλογία του ηθικού και καλλιτεχνικού συντηρητισμού, του πουριτανισμού, της ξενοφοβίας και του αντι-νεγρισμού στο εσωτερικό της ελληνικής αριστεράς και του αντιδικτατορικού κινήματος· και ειδικότερα σε κάποια δείγματα που μπορούν να θεωρηθούν πρόγονοι της ειρωνικής απόρριψης των «μαύρων, κίτρινων και πράσινων επαναστατών» εκ μέρους του ανανεωτή κομμουνιστή Αναγνωστάκη και της καταδίκης των «νέγρικων χου-χου» εκ μέρους του βενιζελικού Ξυλούρη. Οι οποίες δεν βρίσκονται και πολύ μακριά από την καταγγελία των «κωλόπαιδων» που «χορεύουν σέικ» από τον αντιδραστικό ριζοσπάστη Ντίνο Χριστιανόπουλο, όπως έχω ήδη επισημάνει.
Η Επιθεώρηση Τέχνης, όπως είναι γνωστό, υπήρξε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό τής –ας πούμε- αντιδογματικής αριστεράς, του οποίου οι αρθρογράφοι και λοιποί συντελεστές ως επί το πλείστον ακολούθησαν το τότε «γραφείο εσωτερικού» και μετέπειτα ΚΚΕ Εσωτ. μετά τη διάσπαση του 68.
Το 1965, η συγγραφέας, μεταφράστρια και πρωτοφεμινίστρια Έλλη Λαμπρίδη δημοσιεύει στην ΕΤ (τχ. 130-132, Νοέμβριος-Δεκέμβριος) άρθρο με τίτλο –και περιεχόμενο- «Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ένωση». Προς το τέλος του άρθρου αυτού (σ. 434), υπάρχει και το παρακάτω απόσπασμα. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
Κι εδώ είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να μιλήσω για το μόνο, κατά τη γνώμη μου, σκοτεινό σημείο που αντιλήφθηκα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις στη Ρωσία, την «ελευθερία» της εισαγωγής στα κέντρα της λεγόμενης σύγχρονης ή μοντέρνας Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής μουσικής, της αποχαυνωμένης κακόφωνης τζαζ με τους τελευταίους χορούς, τσα-τσα και τουίστ και shakes – να με συγχωρέσουν οι ειδήμονες αν μπέρδεψα τη χρονολογική σειρά.
Στα περισσότερα εστιατόρια που φάγαμε, η ηχηρή της κακοφωνία ήταν ανυπόφορη, κ’ η ασκήμια έκδηλη όταν χόρευαν κιόλας τους σκοπούς της. Φυσικά, οι υπέρμαχοι όλων των ρωσικών θεσμών και στον τομέα της ελευθερίας και στον τομέα του περιορισμού το βρίσκουν αυτό σωστό. Οι νέοι, λένε, θέλουν να διασκεδάσουν. Αλλά το θέαμα Ρωσίδων που ξελαρυγγίζονται σαν νέγρες, εμένα μ’ εξένισε άσκημα. Τι θέλω δηλαδή, μου είπαν, μαζούρκες και λανσιέδες ή χορούς Κοζάκων με σπαθιά; Δεν ξέρω, δεν πιστεύω ότι θα ήταν δύσκολο για έναν λαό, σαν τον ρωσικό με την καταπληχτική του μουσική παράδοση, να εξελίξει δικούς του καινούριους χορούς με δική του μουσική νοοτροπία. Να πει κανείς πως δεν μπορούν να αντισταθούν στο ρεύμα, είναι υποτιμητική βλακεία. Το ρεύμα από κάπου έρχεται και μπορεί να αναχαιτιστεί από άλλο ρεύμα. Βέβαια, τόσα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση επέμεναν στα πατροπαράδοτα και στα γερμανικού τύπου εμβατήρια που αγαπούσε ο Στάλιν. Αλλά δεν μπορούμε όλα να τα ρίχνουμε σ’ αυτόν, είναι ήδη δώδεκα χρόνια πεθαμένος, όπως δεν μπορούμε –αλλά το κάνομε– εμείς οι Έλληνες ν’ αποδίδομε όλη την κακομοιριά μας στη μακρόχρονη τουρκική δουλεία. Η άλλη εξήγηση, ότι αφήνουν αυτή τη μουσική στα κέντρα για τους τουρίστες, επίσης δεν ευσταθεί διότι και στο Παλάτι των πιονιέρων στη Μόσχα, με τη θαυμάσια αρχιτεκτονική του, το πράγματι μοντέρνο καλό γούστο, ακούσαμε να κάνουν πρόβες για κάποιο έργο, και η μουσική ήταν πάλι τέτοια. Δεν μένει παρά η τρίτη ερμηνεία: ότι η δήθεν αυτή ελευθερία είναι ασφαλιστική δικλίδα για να διοχετεύονται οι τάσεις να πάνε κόντρα στα παλιότερα και να μην ζητούν αλλαγές σε άλλα, πιο ουσιώδη ζητήματα. Όπως και να ’ναι, η εισαγωγή της αποχαυνωτικής και χυδαίας αυτής μουσικής, που παιγμένη στη διαπασών σε ξεκουφαίνει και καθιστά αδύνατη κάθε κουβέντα στα εστιατόρια, αποτελεί παράφορη νότα στην όλη ρωσική ζωή, και δε βλέπω το λόγο, αν αφήσεις την ελευθερία αυτή στη μουσική, να μην την αφήσεις και στα πορνογραφήματα, στα άσεμνα θεάματα, κ.λπ.
Βρίσκω το απόσπασμα αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον όχι μόνο για το περιεχόμενό του, αλλά και για τον πολεμικό του τόνο, για το γεγονός ότι τις θέσεις αυτές περί της τέχνης και της σημασίας της από ηθική, πολιτική και εθνική άποψη η συγγραφέας τις διατυπώνει στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης και μιας κριτικής προς την κοινωνία, αλλά και τις αρχές της Σοβιετικής Ένωσης.
Η κριτική αυτή είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη. Στα χρόνια ιδίως μετά το 65, η αριστερή ή/ και ελευθεριακή-φιλελεύθερη κριτική προς την τότε ΣΕ και τις φιλικές προς αυτήν δυνάμεις, και κατεξοχήν η κριτική της ελληνικής ανανεωτικής αριστεράς (με εξαιρέσεις, όπως του Αναγνωστάκη), κατέφευγε συνήθως στις ακριβώς αντίθετες επικρίσεις: ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός εμφανίζει μια εικόνα στασιμότητας, εσωστρέφειας και συντηρητισμού. Σε αυτήν εδώ την κριτική απ’ τα δεξιά, όμως, βλέπουμε να επισημαίνεται ως κίνδυνος η υπερβολική χαλαρότητα και ανοικτότητα προς τα ξένα ρεύματα και να υποδεικνύεται η εσωστρέφεια και το κλείσιμο ως ακολουθητέα πολιτική.
Επίσης, όμως, βλέπουμε να παρουσιάζεται η ρωσική κοινωνία ως ένας χώρος δεκτικός, ανοικτός και φιλόξενος, που ασπάζεται τα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα.
Δεν έχω υπόψη μου καμία άλλη τέτοια παρουσίαση από εκείνα τα χρόνια και δεν μπορώ να κρίνω αν και σε ποιο βαθμό αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή στις ανάγκες της πολεμικής. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η διάσταση απόψεων, που αναδεικνύεται ρητά, καταρρίπτει προκαταβολικά οποιαδήποτε διάθεση να αποδοθεί αυτό το ρατσιστικό και πουριτανικό λογύδριο σε κάποιο «πνεύμα της εποχής». Τόσο η Λαμπρίδη, που κινδυνολογώντας συσχετίζει την ελευθερία της τζαζ –μια ελευθερία εντός εισαγωγικών, κατ’ αυτήν, που αφορά ένα ήσσον φαινόμενο, είναι merely cultural και χρησιμεύει ως στάχτη στα μάτια- με την … πορνογραφία, όσο και εκείνοι που έπαιζαν τζαζ, (και εκείνοι που τους επέτρεπαν να παίξουν), στην ίδια εποχή ανήκαν. Αν η πρώτη ήταν υπέρ των περιφράξεων και της «αναχαίτισης του ρεύματος» ενώ οι δεύτεροι επέλεγαν να γίνουν οι ίδιοι το ρεύμα και να προωθήσουν την απεδαφικοποίηση, αυτό δεν οφειλόταν σε κάποιες αναπόδραστες «αντικειμενικές συνθήκες» και σε κάποιο Zeitgeist. Οφειλόταν σε αντίθετες πολιτικές, αισθητικές, εθνικές και ηθικές επιλογές.