φεμινισμός,φιλελευθερισμός,Ανάλυση λόγου,Δίκαιο

Όλες μαζί να προστατέψουμε το αόμματο νομοσχέδιο περί συνεπιμέλειας

του Άκη Γαβριηλίδη

Από τα τέλη του προηγούμενου χρόνου, έχει αναρτηθεί στο avaaz ένα ψήφισμα με τίτλο «ΟΧΙ στην ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ συνεπιμέλεια | Να αποσυρθεί το νοσμοσχέδιο έκτρωμα».

Το κείμενο του ψηφίσματος αυτού έχει διάφορα προβλήματα, σε κάποια από τα οποία αναφέρθηκε από τη δική της οπτική η Κατερίνα Χαιρέτη στο χθεσινό σημείωμα. Πριν πάμε σε εκείνα, όμως, εγώ νομίζω ότι το ψήφισμα είναι προβληματικό για κάποιους πιο στοιχειώδεις λόγους.

Σε σημεία είναι τόσο κακογραμμένο, που μοιάζει να είναι (κακά) μεταφρασμένο από κάποια άλλη γλώσσα· ενίοτε δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα, ενώ σε ένα σημείο βγάζει το αντίθετο ακριβώς νόημα από αυτό που (υποθέτω ότι) ήθελαν οι συντάκτριές του, ή πάντως από αυτό που λέει ο τίτλος.

Το σημείο αυτό είναι αμέσως-αμέσως το πρώτο από τα διάφορα «μπούλλετ πόιντς» που συναπαρτίζουν το ψήφισμα. Σε αυτή την παράγραφο είναι μαζεμένα μερικά από τα χειρότερα μαργαριτάρια του όλου κειμένου -που δεν είναι και λίγα. Η παράγραφος λέει επί λέξει (οι υπογραμμίσεις με πλάγια στοιχεία δικές μου -με έντονα στο πρωτότυπο):

Είμαστε ενάντια σε κάθε νομοθεσία που θέλει να ορίσει τον τρόπο και τους όρους που θα ζούμε. Είμαστε εδώ να διεκδικήσουμε την ελευθερία των επιλογών μας. Είμαστε εδώ να προστατεύσουμε ένα νομοσχέδιο που αόμματα θα καθορίσει την ζωή των ανήλικων παιδιών μας.

Καταρχάς, η πρώτη φράση της παραγράφου είναι μνημείο πολιτικής και κοινωνικής αφέλειας. Αναρωτιέται κανείς, αυτές που την έγραψαν πού ζούνε άραγε; Σε σπηλιές, ή σε ανθρώπινες κοινωνίες; Διότι η εξαγγελία αυτή, ακολουθώντας, μισό αιώνα πλέον μετά τον Φουκώ και τριάντα μετά την Μπάτλερ, μία απλοϊκή διχοτομία «νομοθεσία vs ελευθερία επιλογής» βγαλμένη από την πιο κλασική παράδοση του φιλελευθερισμού και της καταπιεστικής υπόθεσης περί εξουσίας, ουσιαστικά ισοδυναμεί με το «Είμαστε ενάντια σε κάθε νομοθεσία» -τελεία.

Κάθε νομοθεσία αυτό ακριβώς κάνει: θέλει να ορίσει τον τρόπο και τους όρους με τους οποίους θα ζούμε. Και πράγματι τον ορίζει.

Για παράδειγμα: εν προκειμένω, το επίδικο είναι ένα νομοσχέδιο που ρυθμίζει θέματα διαζυγίου.

Για να πάρουν δύο άνθρωποι διαζύγιο, προφανώς θα πρέπει να έχουν παντρευτεί προηγουμένως.

Πώς έχουν παντρευτεί; Προφανώς δυνάμει κάποιας νομοθεσίας, η οποία ορίζει τι σημαίνει γάμος, πώς τελείται, πότε είναι έγκυρος, τι έννομες συνέπειες συνεπάγεται η τέλεσή του κ.ο.κ. Άρα λοιπόν, δυνάμει κάποιας νομοθεσίας η οποία ορίζει τον τρόπο και τους όρους με τους οποίους ζουν οι ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων και οι «μαμάδες» που υπογράφουν αυτό το ψήφισμα.

Το νομοσχέδιο αυτό άλλωστε δεν έρχεται εν κενώ: υπάρχει ήδη νομοθεσία η οποία ρυθμίζει την γονική επιμέλεια σε περίπτωση διαζυγίου, και άρα, έτσι, ορίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο ζουν κάποιοι και κάποιες. Για να είναι λογικά και πολιτικά συνεπείς, οι μαμάδες θα έπρεπε να είναι κατά και εκείνης της νομοθεσίας, και γενικώς οποιασδήποτε νομοθεσίας.

Όπως όμως φαντάζομαι θα αντιλήφθηκε ήδη η αναγνώστρια, σε αυτή την παράγραφο υπάρχει ένα πιο βασικό, γλωσσικό αυτή τη φορά πρόβλημα. Αυτό είναι η χρήση του ρήματος προστατεύσουμε, η οποία προφανώς αποτελεί γκάφα· και γκάφα τόσο χονδροειδή που δεν μπορούμε καν να υποθέσουμε τι άραγε είχε στο μυαλό της η συντάκτρια. Ένα νομοσχέδιο γενικώς δεν είναι κάτι που … προστατεύει κανείς, και λιγότερο απ’ όλους όποιος δηλώνει από τον τίτλο ότι αντιτίθεται προς αυτό.

Επιπλέον τούτου, επίρρημα «αόμματα» δεν υπάρχει στα ελληνικά. Θα πει κανείς, τι σημασία έχει, και να μην υπάρχει μπορούμε να το φτιάξουμε με βάση το υπαρκτό επίθετο. Ναι· πλην όμως, το επίθετο «αόμματος/-η/-ο» σημαίνει «ένας άνθρωπος που δεν έχει μάτια». Είναι δηλαδή εκείνος που δεν βλέπει ο ίδιος, όχι που δεν τον βλέπουμε εμείς. Αυτός λέγεται αόρατος, ή, πιο μεταφορικά, ανεπαίσθητος, αδιόρατος.

Ο συνδυασμός των γλωσσικών και πραγματολογικών σφαλμάτων, και πολλών άλλων ανάλογων που υπάρχουν στο κείμενο, το κάνει να μοιάζει περισσότερο με φάρσα, ή με ηθελημένο hoax.

Τα σφάλματα αυτά έχουν σαφώς και μία κοινωνικοπολιτική σημασία. Όταν κάποιος γράφει ένα κείμενο, ασφαλώς είναι ενδεχόμενο να βρεθεί σε στιγμές απροσεξίας· όταν επιπλέον ένα κείμενο το γράφουν πολλοί, είναι αναμενόμενο να υπάρξουν αστοχίες ύφους, χάσματα κ.λπ. λόγω της συγκόλλησης ή της προσπάθειας να συμφωνήσουν όλοι. Όταν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, είθισται κάποιος να περνά ένα τελευταίο «χέρι» ακριβώς για να αποφεύγονται τέτοια σφάλματα. Το κείμενο αυτό μοιάζει σαν να μην το έχει διαβάσει κανείς πριν τη δημοσίευση. Αλλά ούτε και μετά τη δημοσίευση! Η ανάρτηση στο avaaz φέρει ημερομηνία 23 Νοεμβρίου 2020 (με την προσθήκη ότι «Ενημερώθηκε 23 Μαρτίου 2021», χωρίς να είναι σαφές αν αυτή η ενημέρωση επέφερε κάποιες αλλαγές, και ποιες). Είναι δηλαδή δημοσιευμένο πέντε μήνες. Τη στιγμή αυτή που γράφω, οι υπογραφές έχουν φτάσει τις 5.801. Δηλαδή σχεδόν έξι χιλιάδες άνθρωποι δήλωσαν ότι εγκρίνουν ένα κείμενο μόνο με βάση τον τίτλο του, χωρίς κανείς κατά τα φαινόμενα να μπει στον κόπο να το διαβάσει· πάντως χωρίς κανείς να προσέξει αυτά τα μαργαριτάρια, ή, αν τα πρόσεξε, να μιλήσει δημόσια γι’ αυτά. Ούτε καν οι συντάκτριες φαίνεται ότι μπήκαν στον κόπο να το ξανακοιτάξουν. 

Όταν όμως κάποιοι άνθρωποι δεν διάβασαν καν δεύτερη φορά όσα έγραψαν οι ίδιοι, πόση εμπιστοσύνη μπορούν να εμπνεύσουν ότι μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν το νομοσχέδιο για το οποίο μιλάνε και μάλιστα το οποίο απορρίπτουν με τόση κατηγορηματικότητα;

Αυτό δείχνει ότι οι υπογραφές αυτές, όπως και γενικά οι τοποθετήσεις στο ζήτημα του νομοσχεδίου, γίνονται με όρους συνθηματολογικούς – δημοψηφισματικούς. Δηλαδή με όρους μιας λογικής αυστηρά δυικής και πολωτικής: όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, και όποιος είναι μαζί μας είναι υπεράνω κριτικής, διότι η κριτική ωφελεί τον αντίπαλο. Τα στρατόπεδα είναι δύο, και πρέπει να συσπειρωθούμε στο δικό μας· δεν είναι τώρα η στιγμή για κριτική, διότι κάθε κριτική αδυνατίζει το δικό μας στρατόπεδο και ενισχύει το άλλο.

Το κείμενο των «μαμάδων» εκθέτει, ούτε λίγο ούτε πολύ, μία κοσμοαντίληψη, μία Weltanschauung, και (δηλαδή) μία αντίληψη για τη φύση του ανθρώπου. Απλώς τη φύση αυτή την αναδιπλασιάζει, και έτσι έχουμε δύο φύσεις του ανθρώπου, μία για κάθε φύλο. (Τα οποία φυσικά είναι ασυζητητί μόνο δύο).

Αυτός ο αναδιπλασιασμός άλλωστε ήδη ίσχυε λίγο-πολύ άρρητα στις παραδοσιακές ανθρωπολογίες της κλασικής εποχής. Πάντως αυτή η δυιστική φύση είναι εξίσου άκαμπτη και απαράκαμπτη, δεν αλλάζει.

Όποιος /-α αποφεύγει, στρουθοκαμηλικά και (αυτο)λογοκριτικά, να δει αυτή τη διάσταση και να αποστασιοποιηθεί από αυτήν, την χρεώνεται στην πλάτη. Χρεώνεται δηλαδή μία λογική δηλαδή ελάχιστα φεμινιστική, ή σχετική με τον φεμινισμό του δεύτερου κύματος -αν όχι του πρώτου. Και ασφαλώς ελάχιστα queer· βασισμένη στη ουσιοκρατική σταθερότητα και την ιδεαλιστική ομοιογένεια των ταυτοτήτων.

maxresdefault

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.