Πλήθος,Πολιτική

Από την άποψη της πολιτικής, ο σοσιαλισμός μάς είναι παγερά αδιάφορος

του Άκη Γαβριηλίδη

Ως ιστορική διαπίστωση, είναι αναμφίβολα αληθές ότι η ανανεωτική αριστερά «διαμορφώθηκε μέσα από τη διπλή αντιπαλότητά της (…) απέναντι στον δογματισμό και στη νοοτροπία του σταλινισμού και απέναντι στον λαϊκισμό, όπως εκδηλωνόταν από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τους προσωπολάτρες του», όπως υποστηρίχθηκε πρόσφατα.

Το ερώτημα είναι, σε τι συγκεκριμένα μας βοηθά η διαπίστωση αυτή σήμερα; Μας δίνει κάποια λαβή στη σημερινή συγκυρία, κάποια εργαλεία για να προσανατολιστούμε και να δράσουμε μέσα σε αυτή;

Η απάντηση που δίνω εγώ, είναι: ασφαλώς όχι. Αντιθέτως μάλιστα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, υποβάλλει το συμπέρασμα ότι η ανανεωτική αριστερά δεν έχει πλέον πολλούς λόγους ύπαρξης: διότι ο μεν «σταλινισμός» δεν είναι κάποιο υπαρκτό και ενεργό ρεύμα πολιτικής προς το οποίο να έχει νόημα και χρησιμότητα να αντιπαρατεθεί κανείς, ο δε Ανδρέας Παπανδρέου και οι «προσωπολάτρες του» είναι εδώ και καιρό νεκροί πολιτικά –κάποιοι και βιολογικά.

Αν έχει λοιπόν κάποιο νόημα να μιλάμε σήμερα για την ανανεωτική αριστερά, θα ήταν με την έννοια επίσης μιας κληρονομιάς.

Σε πείσμα όμως της αφελούς ορθολογιστικής/ ολοποιητικής λογικής του Μπουκάλα, η κληρονομιά αυτή, εξίσου όσο και η κληρονομιά του Ανδρέα –ή οποιουδήποτε άλλου-, είναι πολλαπλή. Κάθε κληρονομιά είναι ένα ετερογενές αρμολόγημα, μία συσσώρευση διαδοχικών και ενδεχομενικών στρωμάτων. Ακόμα και στη νομική γλώσσα, η κληρονομία ορίζεται ως «ομάδα περιουσίας»: ένα ασταθές σύνολο αντικειμένων και δικαιωμάτων τα οποία βρέθηκαν εκεί όχι επειδή συνδέονται μεταξύ τους με κάποια λογική συνοχή και αναγκαιότητα, αλλά απλώς επειδή κάποια στιγμή περιήλθαν –και παρέμειναν μέχρι τέλους- στην κατοχή του θανόντος, για διάφορους λόγους και με διάφορους τρόπους. Αυτή η πολλαπλότητα και η ετερογένεια ισχύει πολύ περισσότερο για τις διανοητικές-πολιτικές κληρονομιές, που δεν διέπονται από τον κανόνα της ιδιοκτησίας ως αποκλειστικότητας.

Γι’ αυτό, η επιταγή να εννοήσουμε την κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ «στην ολότητά της, όχι διευκολυντικά τεμαχισμένη» είναι άνευ νοήματος. Ποια είναι άραγε αυτή η ολότητα; Το ΠΑΣΟΚ είναι αυτό που κατήγγειλε τη μεταπολίτευση ως «αλλαγή ΝΑΤΟϊκής φρουράς», και είναι επίσης αυτό που λοιδορήθηκε από το ακραίο κέντρο ως η ενσάρκωση των δεινών της μεταπολίτευσης· είναι αυτό που δοξολόγησε τον Αραφάτ, λάνσαρε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» και κατηγορήθηκε για δεσμούς με τη 17 Νοέμβρη, και επίσης αυτό που ενθάρρυνε την κούρσα του χρηματιστηρίου και προκάλεσε την παρέμβαση του ΔΝΤ.

Στην τελεολογική και μοιρολατρική σύλληψη που χαρακτήριζε τη δεξιά εκδοχή της ανανεωτικής αριστεράς, οι ύστερες αυτές εξελίξεις ήταν προδιαγεγραμμένες, περιέχονταν εν σπέρματι στον «λαϊκιστικό» πυρήνα της συγκρότησης και της ιδεολογίας τού ΠΑΣΟΚ –τρόπον τινά στο DNA του[1]. Συνεπώς, οι «συνεπείς» κληρονόμοι τής εξίσου «ολικής και μη κατατεμαχισμένης» αριστερής παράδοσης δεν θα πρέπει να μολύνουν το δικό τους DNA αναμειγνύοντάς το με εκείνο του ΠΑΣΟΚ, είτε του τότε είτε του τώρα –που εξάλλου είναι το ίδιο: είναι το «σύστημα-ΠΑΣΟΚ, το καθεστώς-ΠΑΣΟΚ, ο πασοκισμός εντέλει, που διαπότισε και τμήματα της κοινωνίας που δεν ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ». Είναι κάτι σαν ιός, σαν δηλητήριο, από το οποίο πρέπει να μείνουμε πάση θυσία καθαροί –ή, σε περίπτωση που μολυνθούμε, να θεραπευθούμε[2]. Είναι οι «ενδιάμεσοι γύφτοι», σύμφωνα με τη γνωστή ρατσιστική διατύπωση του Διονύση Σαββόπουλου σε μια εποχή κατά την οποία ακόμη χαριεντιζόταν με το ΚΚΕ Εσωτερικού.

Η επιταγή αυτή της καθαρότητας συμπυκνώθηκε στη ρήση που είχε διατυπώσει πάλαι ποτέ ο Άγγελος Ελεφάντης και την οποία ανέσυραν και επανέλαβαν αρκετοί στο σήμερα: «από την άποψη του σοσιαλισμού, το ΠΑΣΟΚ μάς αφήνει παγερά αδιάφορους».

Η φράση αυτή ήδη τότε έδειχνε εντυπωσιακή αλαζονεία και στρουθοκαμηλισμό: όποιος δηλώνει παγερά αδιάφορος για την πραγματικότητα, θα πρέπει να αναμένει ότι η πραγματικότητα θα παραμείνει ακόμη παγερότερα αδιάφορη γι’ αυτόν. Όπως και συνέβη: η ανανεωτική αριστερά, υπό τη διανοητική καθοδήγηση του Ελεφάντη και των συν αυτώ, δεν έχει να επιδείξει ούτε μία νίκη, μία έστω επιτυχημένη κίνηση στο πεδίο της πρακτικής πολιτικής.

Όχι μόνο αυτό, αλλά η τάση αυτή επέδειξε πλήρη ακατανοησία, και λυσσαλέα αντίσταση, απέναντι στο νέο κύκλο κοινωνικών αγώνων που άνοιξε παγκόσμια εκεί γύρω στο 2000, και με την οποία επιδίωξε και κατόρθωσε να συνδεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να επιτύχει την απογείωσή του μία δεκαετία αργότερα. Ο Πολίτης ως περιοδικό παρέμεινε εξίσου παγερά αδιάφορος για την πρακτική και τη θεωρία των αγώνων αυτών, όσο είχε υπάρξει προηγουμένως για το ΠΑΣΟΚ· υπήρξε απερίφραστα δύσπιστος και εχθρικός απέναντι στη Γένοβα, το Σηάτλ, το Πόρτο Αλλέγκρε αλλά και την Αθήνα του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κανείς δεν θυμάται σήμερα τον Ελεφάντη ως πολιτικό στοχαστή και αρθρογράφο, κανείς δεν διαβάζει και δεν παραθέτει τις αναλύσεις του με σκοπό να κατανοήσει τις σημερινές εξελίξεις.

Φυσικά, αρκετοί, ιδίως όσοι τον γνώρισαν –μεταξύ αυτών ως ένα βαθμό και εγώ- τον θυμούνται ως έναν σημαντικό πρόγονο, ως ένα σχεδόν μυθικό παράδειγμα ανθρώπου που αφοσιώθηκε στις ιδέες του, όποιες κι αν ήταν αυτές, και εργάστηκε με αυταπάρνηση για να τις υπηρετήσει.

Αυτό ακριβώς, όμως, δείχνει ότι οι κληρονομιές είναι πάντοτε κατ’ ανάγκην (και) μυθικές: δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσουμε από το στοιχείο του μύθου στην κληρονόμηση –και ακόμα λιγότερο στην πολιτική- και να φτάσουμε σε μια πλήρως διαυγή και ορθολογική «ιδανική επικοινωνία». Και επίσης, ότι τις κληρονομιές οφείλουμε να τις βλέπουμε τεμαχισμένες και όχι στην (φαντασιακή ούτως ή άλλως) ολότητά τους. Αυτό άλλωστε κάνουμε ήδη στην πράξη: κάθε αποδοχή (πολιτικής) κληρονομίας γίνεται πάντοτε «με το ευεργέτημα της απογραφής», όπως λένε οι νομικοί[3]. Και την απογραφή αυτή την κάνουμε διαρκώς εμείς οι ίδιοι· δεν υπάρχει κάποια καταληκτική στιγμή κατά την οποία κρίνεται αν η επίδικη ομάδα περιουσίας θα περιέλθει οριστικά σε εμάς ή όχι, αλλά ο καθένας κρίνει ανά πάσα στιγμή ποιο είναι το ενεργητικό και ποιο το παθητικό της, και αν έχουμε λόγους να κρατήσουμε κάποια στοιχεία –και ποια- ή να καταλήξουμε στην πλήρη αποποίηση (από την οποία κανείς δεν μας απαγορεύει να υπαναχωρήσουμε στο μέλλον).

Σε αντίθεση με την ιοφοβική και συντηρητική στάση του Μπουκάλα, και αρκετών άλλων, προσωπικά έχω από καιρό υποστηρίξει ότι ο καλύτερος τρόπος να μην μολυνθείς από τον «ΠΑΣΟΚισμό» είναι να τον μολύνεις εσύ.

Και αυτό ακριβώς έχουμε κάνει άλλωστε, και συνεχίζουμε να κάνουμε, τα τελευταία πέντε-δέκα χρόνια. Εμείς χειραγωγήσαμε τον ΣΥΡΙΖΑ, και πριν απ’ αυτόν το ΠΑΣΟΚ. Και ενδεχομένως μετά απ’ αυτόν κάτι άλλο, που δεν φαίνεται ακόμη τώρα. Σε ανύποπτο χρόνο είχα επισημάνει ότι η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφειλόταν στην προσήλωσή του σε κάποιο «όραμα» –είτε αυτό ήταν ο «σοσιαλισμός» είτε η «ανανεωτική αριστερά». Οφειλόταν σε μία έλλειψη (ή/ και περίσσεια), σε μία σχετική απροσδιοριστία ταυτότητας· στο γεγονός ότι δεν είχε συνδεθεί δεσμευτικά και δεν βαρυνόταν με κάποια συγκεκριμένη διαχείριση της εξουσίας, και έτσι το πλήθος αισθάνθηκε ότι μπορεί να εντυπώσει αυτό μια δική του σφραγίδα στην εύπλαστη μάζα που βρήκε ξαφνικά μπροστά του πρόχειρη. Αυτό λοιπόν που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ σε νίκες δεν ήταν η πίστη, αλλά η προδοσία· η απομάκρυνση, η παρέκκλιση από την καθαρότητα και τη σταθερότητα των ταυτοτήτων.

Και κυρίως, το πλήθος ήταν αυτό που επέδειξε την πιο πλήρη αδιαφορία τόσο για το «σοσιαλισμό», όσο και για την «ανανεωτική αριστερά» –και δι’ αυτού, φυσικά, προς όσους επιτελεστικά διακήρυσσαν την δήθεν αδιαφορία τους. Και η αδιαφορία αυτή προκάλεσε τον μεγαλύτερο εκλογικό και πολιτικό μετασχηματισμό στην ελληνική ιστορία.

Όσοι θέλουν, μπορούν να συνεχίσουν να μένουν παγερά αδιάφοροι απέναντι σε αυτή την αδιαφορία· αλλά αυτοί χάνουν έτσι, κανείς άλλος.

Untitled

[1] Σύμφωνα με τη γνωστή ανάλυση του Άγγελου Ελεφάντη στο βιβλίο του Στον αστερισμό του λαϊκισμού (Ο Πολίτης, Αθήνα 1991). Βέβαια, κάποιοι –όχι πάρα πολλοί- είχαν (-με) ασκήσει κριτική σε αυτή την ανάλυση ήδη από τότε. Βλ. τη βιβλιοκρισία του Δημήτρη Δημούλη στο τεύχος 38 των Θέσεων (Ιανουάριος – Μάρτιος 1992).

[2] Πράγματι, ο δρ. Μπουκάλας, έχοντας εξετάσει εν εκτάσει τον ασθενή, γνωματεύει ότι υπό κάποιες προϋποθέσεις «ο εκπασοκισμός του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ίσως ιάσιμος. Είναι όμως βαθύτερος και εκτεταμένος».

Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε σε ποιο υπόδειγμα πολιτικού λόγου ανήκουν παρόμοιες βιολογίζουσες διατυπώσεις.

[3] «Η ‘ιδιαίτερη’ αυτή κατηγορία αποδοχής, είναι η μόνη κατάλληλη για τους κληρονόμους που αγνοούν ή διατηρούν αμφιβολίες σε σχέση με το ενεργητικό ή/και το παθητικό της κληρονομίας, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα μετά το πέρας της τυπικής διαδικασίας που ακολουθείται να επιλέξουν αν τελικά θα την αποδεχτούν οριστικά ή όχι» (Τατιάνα Νιάσσου, Η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής).

Κλασσικό

5 σκέψεις σχετικά με το “Από την άποψη της πολιτικής, ο σοσιαλισμός μάς είναι παγερά αδιάφορος

  1. Ο/Η tsou λέει:

    Καταρχάς το κείμενο μου φάνηκε πολύ εύστοχο. Εκτός του ότι μπορεί να είναι «αυστηρό» με τον Ελεφάντη (δεν θα τον καταχωρούσα στο δεξιό κομμάτι της ανανεωτικής αριστεράς, αν και αυτά ούτως ή άλλως είναι υπερβολικά σχηματικά για τους ανθρώπους), σκέφτομαι όμως τον αντίλογο: Μήπως κρυβόμαστε λίγο από την «πραγματικότητα»; Π.χ. και ο σταλινισμός και ο παπανδρεϊσμός είχαν το κοινό στοιχείο ότι ήταν καθεστώτα όπου επικρατούσε η «ενός ανδρός αρχή». Η αριστερή κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι χάνει την εσωκομματική δημοκρατία που ήταν χαρακτηριστικό της ανανεωτικής αριστεράς. Προσωπικά, αν και έχω δει σαφώς τέτοιες τάσεις, νομίζω ότι απέχει ακόμα από το να γίνει αντίστοιχο καθεστώς. Επίσης, έχοντας βιώσει σε κάποιο βάθμο την εσωκομματική δημοκρατία της Αριστεράς γενικότερα (όχι μονο της ανανεωτικής), έχω να πω ότι γίνεται συχνά λάθος σύγκριση μεταξύ μιας κατάστασης Α όπου λέει ο καθένας την άποψή του και η οποία μπορεί να είναι όσο γενική ή ειδική θέλει αυτός, δεδομένου ότι η μόνη «δοκιμασία» της είναι σε εσωκομματικές ψηφοφορίες (άντε και σε κάποιου είδους εκλογές) και μιας κατάστασης Β, όπου δεν κατατίθενται απλά απόψεις, αλλά εναλλακτικές προτάσεις άμεσης πρακτικής πολιτικής.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Ευχαριστώ για την αντίδραση. Με αυτή την ευκαιρία, και επειδή μου έγιναν ανάλογες παρατηρήσεις αλλού, κρίνω σκόπιμο να διευκρινίσω το εξής. Όταν αναφέρομαι στην ύπαρξη (ή μη) «σταθερής ταυτότητας» σε ένα κόμμα, αυτό δεν έχει καμία σχέση με το αν το κόμμα έχει «εσωκομματική δημοκρατία» ή αν «αποτελεί ενός ανδρός αρχή».
      Για να κάνω ένα νεολογισμό/ λογοπαίγνιο, αναφέρομαι κυρίως στην εξωκομματική δημοκρατία. Ακριβέστερα, αναφέρομαι στη σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ του κόμματος συνολικά και των ψηφοφόρων, όσων βρίσκονται έξω απ’ αυτό. Ή στα διάκενα, στα όρια, δίπλα, άλλοτε έξω και άλλοτε μέσα.
      Λαμβάνω ως δεδομένο ότι τα κόμματα, ως μηχανισμοί, είναι εκ φύσεως γραφειοκρατικά και συγκεντρωτικά. Δεν χαίρομαι γι’ αυτό, ευχής έργο θα ήταν να μην είναι. Ωστόσο εγώ ενδιαφέρομαι περισσότερο για το τι γίνεται όταν το πλήθος όταν επιλέγει -ή παύει να επιλέγει- ένα κόμμα, και όχι τι γίνεται μέσα στο ίδιο το κόμμα.

      Μου αρέσει!

  2. Ο/Η Α.Γ. λέει:

    Ο λόγος για τον οποίο το θέμα (μου) αφορά όλη την κοινωνία δεν είναι ότι σχετίζεται με τη διαχείριση και του κράτους. Πριν πάμε εκεί, αυτό που με ενδιαφέρει εμένα είναι πώς και γιατί σχηματίζονται οι κοινωνικές πλειοψηφίες, πώς και γιατί κάποιοι άνθρωποι -εκατοντάδες χιλιάδες εν προκειμένω- αποδεσμεύονται από κάποιες κομματικές εντάξεις και επιλογές που είχαν κάνει μέχρι τώρα και κάνουν κάποιες άλλες.
    Το ερώτημα αυτό θα ίσχυε ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε αναδειχθεί στην κυβέρνηση.
    Ο Φίλης προσπαθεί να απαντήσει, αλλά ακριβώς σπεύδει από την αρχή να μαντρώσει τη συζήτηση στο εσωκομματικό επίπεδο, στο πληκτικό και άνευ ενδιαφέροντος ερώτημα πώς μπορούν «να αισθάνονται υπερήφανα τα μέλη και τα στελέχη» του ΣΥΡΙΖΑ.
    Εγώ δεν έχω να πω κάτι επ’ αυτού. Το θεωρώ ασήμαντο. Ας βρουν αυτοί.
    Εμένα με ενδιαφέρει αυτό που πολύ ορθά λέει ο Τσίπρας: ότι, όποια ιστορία και αν έχει το κόμμα του, αυτό που τρώει στη μάπα είναι η ίδια αντιδραστική επίθεση και κινδυνολογία που είχε φάει το ΠΑΣΟΚ πριν απ’ αυτό. Τούτου δοθέντος, αυτό που έχει σημασία δεν είναι να ψάξουμε τι διαφορές έχει η ιστορία του ενός και του άλλου και τι είχε πει πριν τριάντα χρόνια ο Ανδρέας στον Κύρκο. Είναι ότι, αν προσυπογράψουμε ή αν δεν αποκρούσουμε επαρκώς τα ιδεολογήματα περί «επικίνδυνης και παλαβής αριστεράς», «λαϊκισμού», «σοβιετίας» κ.λπ. τώρα που λέγονται κατά του ΣΥΡΙΖΑ, αυτά θα εμπεδωθούν και θα ισχύουν έναντι πάντων, ακόμη και μίας «σωστής» (όπως και αν την ορίζει κανείς) αριστεράς που μπορεί να έρθει αύριο.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.