Πολιτική

Εξουσία, δημόσια διοίκηση, πληθυσμός

Η πολιτική ορθολογικότητα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας

του Μάριου Εμμανουηλίδη

Δεν συνηθίζονται οι αφιερώσεις στα άρθρα, αλλά καθώς πρόκειται για σκέψεις που κατά ένα μέρος παράχθηκαν μέσα από την εμπειρία του επαγγελματικού πεδίου της κοινωνικής ασφάλισης το οποίο, μαζί με την παιδεία και την υγεία, είναι παραδειγματικό εργαστήριο, παραδειγματικό της ανασυγκρότησης της δημόσιας διοίκησης και τη σχέσης της με τον πληθυσμό, θα ήθελα να το αφιερώσω στις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους που από κοινού έχουμε τη διαφοροποιημένη εμπειρία, τις διαφορετικές σκέψεις και τις διαφορετικές τακτικές προσαρμογής και επιβίωσης (υποτακτικές ή αγανακτισμένες, παραγωγικές ή καθηλωμένες, ακόμη και χαμερπείς) στη χαώδη ανασυγκρότηση του ΕΦΚΑ εδώ και έξι χρόνια.

Το άρθρο θα δημοσιευθεί σε έντυπη μορφή στο τχ. 164 των Θέσεων που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του Ιουλίου.

 

  1. Η τοποθέτηση του ερωτήματος[1]

Το ερώτημα που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες είναι πώς και γιατί η Νέα Δημοκρατία πήρε τόσο μεγάλο ποσοστό και με τόση διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα δεν είναι, όπως λέει μια φίλη, ότι η ΝΔ αύξησε το ποσοστό της στις τελευταίες εκλογές μόνο κατά μία μονάδα, ή ότι την ψήφισαν σχετικά λίγοι παραπάνω σε απόλυτους αριθμούς∙ το ζήτημα είναι ότι ένα πολιτικό κόμμα που (θεωρείται ότι) κυβέρνησε τέσσερα χρόνια με τόσο κακό τρόπο πήρε το 40% των ψήφων. Πώς είναι δυνατόν μια κυβέρνηση που παρακολουθούσε τους μισούς πολιτικούς και επιχειρηματίες της χώρας, που παραβίαζε τις αρχές του κράτους δικαίου, που ασκούσε με απροκάλυπτο τρόπο πολιτική διαπλοκής με τους μεγάλους καπιταλιστικούς οίκους, που η μεταναστευτική πολιτική της συμπεριλάμβανε τη δολοφονική πρακτική των επαναπροωθήσεων, που έτεινε στον ουρμπανισμό (όπως ειπώθηκε), που απειλεί τους εργαζόμενους και την τουρκική μειονότητα αν ψηφίσουν άλλο κόμμα, που αδιαφόρησε για τις δημόσιες δομές υγείας, παιδείας και τον πολιτισμό, που ο πρωθυπουργός της πιάστηκε να λέει ψέματα τόσες φορές…, πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, ένα πολιτικό κόμμα που κυβέρνησε με τέτοιο τρόπο και τόσο έντονα, να μην μειώσει το ποσοστό της υπερψήφισής του, αλλά αντίθετα να το ανεβάσει.

Διαβάζοντας όλες αυτές τις μέρες κείμενα και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα έλεγα ότι χοντρικά, τα περισσότερα επικεντρώνονται σε μια αρνητική εξήγηση της νίκης του Μητσοτάκη. Με προκείμενη ότι ο Μητσοτάκης είναι ο άθλιος πρωθυπουργός μιας κάκιστης κυβέρνησης, πέρα από τη χειραγώγηση που προσέφεραν αφειδώς τα ΜΜΕ, το ερώτημα που εντέλει μένει να απαντηθεί είναι τι δεν έκανε ή, ορθότερα, τι δεν ήταν η Αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση των πολιτών, του λαού, του πλήθους, των μαζών, των προλεταρίων (ή όπως αλλιώς ονομάσουμε τους από κάτω ανάλογα με τη μέθοδο της αρεσκείας μας) με την κυβέρνηση και τα αριστερά κόμματα καθίσταται μια σχέση παθητική. Το μεγαλύτερο κόμμα της αριστεράς δεν έπεισε ότι είναι αριστερό και οι πολίτες του γύρισαν την πλάτη. Η δράση της κυβέρνησης συρρικνώνεται σε αυτήν της δόλιας καθοδήγησης των πολιτών και της άσκησης αυταρχικών και σκοτεινών πολιτικών βαθέως κράτους. Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα λοιπόν, παρά εκτός να διαλέγεται με το μεγάλο κεφάλαιο, να κοροϊδεύει με επιτυχία και να τρομοκρατεί τον πληθυσμό. Για παράδειγμα, στη χρήσιμη κατά τα άλλα ανάλυσή του, ο Δημήτρης Ψαρράς γράφει: «Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η παραδοσιακή συντηρητική παράταξη μετατρέπεται σε ένα σκοτεινό μεταφασιστικό πολιτικό ρεύμα, που εξακολουθεί να στηρίζεται στο μεγάλο κεφάλαιο και να διεκδικεί την απόλυτη εξουσία. Και οι πολίτες μετατρέπονται σε αφελείς κομπάρσους. […Η ολοκλήρωση του έργου του Κ. Μητσοτάκη] είναι η εγκαθίδρυση ενός υπερδεξιού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης» (Ψαρράς 2023). Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι επικρατούσα άποψη λέει: Η διαπλοκή με το μεγάλο κεφάλαιο, η προπαγάνδα, ο κρατικός αυταρχισμός, η πολιτική επένδυση στον ρατσισμό της εθνικής και ατομικής ασφάλειας ο πολιτισμικός συντηρητισμός έφτιαξαν ένα αποτελεσματικό πολιτικό μείγμα που επιβλήθηκε στην κοινωνία και μετέτρεψε τους πολίτες σε παθητικούς δέκτες που σε φάση αφασίας επέλεξαν τη συνέχιση της αφασίας τους.

Αλλά νομίζω, όσο μέρος αλήθειας κι αν έχουν όλα αυτά, δεν αρκούν. Η επιμονή στην αρνητικότητα δεν μας επιτρέπει να βρούμε ένα παραγωγικό σημείο κατανόησης για το τι συνέβη (και τι συμβαίνει). Είμαστε αναγκασμένοι να δούμε τι έκανε η ΝΔ και κέρδισε, πώς κατάφερε να κερδίσει παρότι ήταν μια κακή κυβέρνηση.[2] Γιατί κάτι έγινε ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια από το 2019 ως το 2023. Καθώς θα περιγράφω ένα μέρος αυτού που έγινε τα χρόνια της κυβέρνησης της ΝΔ, ίσως να μοιάζει ότι είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών της αποφάσεων. Όμως αυτές οι πολιτικές αποφάσεις και τα πολιτικά αποτελέσματα έγιναν δυνατά και κατανοητά εντός του πλαισίου μεταβαλλόμενων δυνάμεων, ισορροπιών και υποκειμενικοτήτων που ξεπερνούν την περίοδο 2019-2023 στην οποία επικεντρωνόμαστε.

Αυτό που έγινε και κατέστησε δυνατή την κατίσχυση της ΝΔ και την ταυτόχρονη μείωση της δύναμης της αριστεράς, βρίσκεται και σε ενδεχόμενο συντονισμό με κάποια στοιχεία των πληβειακών τάσεων που κυριάρχησαν στο κοινωνικό σώμα ως μέρος των πολλαπλών αντιστάσεων στην επιβαλλόμενη με βίαιο πολιτικά τρόπο ανασυγκρότηση του πληθυσμού στην εποχή των μνημονίων. (Από αυτή την άποψη η επικράτηση της ΝΔ δεν σημαίνει απαραίτητα και μια συντηρητική-δεξιά στροφή του κοινωνικού σώματος. Μια τέτοια κρίση συνδέει στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας με οριζόντιο τρόπο, ενώ απαιτείται μια διαγώνια και ενδεχομενική προσέγγιση.[3])

Η πρόταση αυτή είναι μάλλον ασαφής, καθώς αναφέρεται σε ένα μεθοδολογικό υπόστρωμα αυτού του κειμένου, και θα απαιτούσε μια χωριστή διαπραγμάτευση. Πρόκειται για τη θέση ότι σε κάθε συγκυρία υπάρχουν συμβάντα και στοιχεία τα οποία μπορούν να δημιουργούν ενικές σειρές οι οποίες σε μεταγενέστερο χρόνο μέσα από μια αναδρομική επανεκκίνησή τους μπορούν να επανατοποθετούνται σε άλλα σημεία του πεδίου δυνάμεων, να το καμπυλώνουν με διαφορετικό τρόπο, έτσι ώστε να αποκτούν διαφορετικές πολιτικές νοηματοδοτήσεις.[4]

Αυτό που έγινε ανάμεσα στα 2019-2023 ήταν ταυτόχρονα μια συνέχεια των αμφίλογων και αρνητικών διαθέσεων του πληθυσμού και των μαζών έναντι του κράτους, αλλά και η αιχμαλώτιση αυτών των διαθέσεων από την πολιτική εξουσία στην εγκαθίδρυση μιας άλλης σχέσης μεταξύ των τριών όρων: πολιτική εξουσία, δημόσια διοίκηση, πληθυσμός.

Αν στο διάστημα 2010-2014 η σχέση κράτους-μαζών μπορεί να περιγραφεί με όρους αποχωρισμού, απόσχισης και αμοιβαίας επίθεσης, ή έστω, κρίσης εμπιστοσύνης, με χρονική γέφυρα την αμήχανη κατάσταση των ετών 2015-2019 (με την οποία το κείμενο δεν ασχολείται[5]), από το 2019 και έπειτα εφαρμόστηκαν πολιτικές μέσω των οποίων το κράτος επιχείρησε να επανασυνδεθεί με τον πληθυσμό με άλλους όρους.[6]

Σε αντίθεση με όλα αυτά, η θέση αυτού του άρθρου είναι ότι η κυβέρνηση της ΝΔ εγκαθιδρύει μια νέα μορφή των σχέσεων κυβέρνησης-διοίκησης-πληθυσμού, η ανάλυση της οποίας μπορεί να είναι χρήσιμη για την κατανόηση του πολιτικού αποτελέσματος των εκλογών. 

       2. Η επιτάχυνση της διοίκησης Ι: Το εξατομικευμένο κράτος

«Η ιδέα του κράτους είναι τόσο αχανής και, ακόμη περισσότερο, τόσο αφηρημένη, ώστε κανείς/καμιά δεν μπορεί ποτέ να την βιώσει συγκεκριμένα και ως σύνολο∙ στην πράξη, το μόνο που βιώνει κανείς είναι οι φόροι που πρέπει να πληρωθούν, τα πρόστιμα στάθμευσης, καθώς και ένα γενικό αίσθημα κοινωνικής υποχρέωσης, καθήκοντος, των οποίων τα όρια με την ηθική, αυστηρά μιλώντας, παραμένουν αβέβαια» (Veyne 2005: 352).

Η κυβέρνηση της ΝΔ επιχείρησε να αλλάξει την εξατομικευμένη εμπειρία του κράτους. Ανέτρεψε ή πρόβαλε επιτυχημένα ότι ανατρέπει την πραγματικότητα και την εικόνα σκέψης για τον αργό χρόνο κίνησης των κρατικών υπηρεσιών: εισήγαγε το μέγεθος της επιτάχυνσης στη δημόσια διοίκηση. Η αργή ταχύτητα των κρατικών μηχανισμών, είτε για την εξασφάλιση της τυπικότητας των διαδικασιών, είτε ως έκφραση νωθρότητας, είτε λόγω μείωσης του προσωπικού, αποτελούν για τον πληθυσμό βασική μορφή έκφρασης ενός κακού κράτους: «γραφειοκρατία», ταλαιπωρία, ανικανότητα, αρνητική διαθετικότητα των υπαλλήλων του, άρνηση εξυπηρέτησης.

Το γενικό και εμφανές σημείο αλλαγής του χρόνου του κράτους με μαζική απεύθυνση ήταν η ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Αν και η χρήση τεχνολογιών πληροφορικής εισάχθηκε εδώ και δεκαετίες (για παράδειγμα μηχανογράφηση στο τ. ΙΚΑ υπήρχε από το 1979), αυτή αφορούσε κυρίως εσωτερικές διαδικασίες. Με την πίεση της απαίτησης για συνέχιση της κρατικής λειτουργίας στον καιρό της πανδημίας, εφαρμόστηκε διευρυμένα η ηλεκτρονική συναλλαγή του πληθυσμού με τις κρατικές (και μη) υπηρεσίες. Το θεωρούμενο ως επίτευγμα χρεώθηκε στην κυβέρνηση της ΝΔ. Το πράγμα όμως έχει διάφορες διακλαδώσεις, ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρουσες και πιο κρίσιμες από την εξασφαλισμένη ευκολία συναλλαγής.

(α) Η τεχνική της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης εμφανίζει το κράτος στην καθημερινή εμπειρία του πληθυσμού ως ένα διάσπαρτο σύνολο από URLs στον παγκόσμιο ιστό και web apps. Όχι μόνο οι εδαφοποιημένοι και προσωποποιημένοι μηχανισμοί καταγραφής, ταξινόμησης και ελέγχου αποσύρονται από το προσκήνιο, αλλά πολλές φορές ο έλεγχος γίνεται αυτόματα μέσω διαδικτυακών εφαρμογών από τα στοιχεία που ο ίδιος ο πολίτης ή η επιχείρηση εισάγει. Ένα πρώτο σχόλιο για αυτή τη νέα μορφή της εμπειρίας του υποκειμένου με το κράτος είναι ότι το κράτος μοιάζει να απο-θεσμοποιείται καθώς μετατρέπεται σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα. Ενώ η συνήθης αναπαράσταση του κράτους παραπέμπει στις εικόνες του σκότους, του βάθους, του δαιδαλώδους και του αδιαφανούς, τώρα το κράτος γίνεται, ή θέλει να φαίνεται ότι γίνεται, μια πλατφόρμα προσφερόμενη για οικεία χρήση από τον πληθυσμό: myaade, myproperty, myθερμανση, myefka, myoaed κ.λπ. Το κράτος, ο μέγας αρχειοθέτης, το σκοτεινό βάθος, ο Ανακριτής, μοιάζει να είναι ένας επιφανειακός τόπος∙ ακόμη χειρότερα (sic), θέλει να προφέρεται και να προσφέρεται ως my-τόπος για χρήση από τους υπηκόους (για παράδειγμα, ο/η πολίτης μπορεί να κάνει χρήση ενός app και να παρακολουθεί τα βήματα των διοικητικών ενεργειών σε μια υπόθεση που τον ενδιαφέρει). Απ’ την άλλη, η αναγνώριση του/της υπηκόου από το κράτος, η υποχρέωση απάντησης στο ερώτημα «ποιος είσαι;» δίνεται αυτοβούλως από τον/την υπήκοο στην πληκτρολόγηση του username και του password. Το ερώτημα «ποιος είσαι;» προλαμβάνεται από την οικειοθελή απάντηση «αυτός είμαι». Αλλά καθώς η απάντηση προλαμβάνει το ερώτημα, αυτή η οικειοθελής αναγνώριση ίσως να είναι μια προτρέχουσα ή προεξοφλήσιμη υπακοή του υποκειμένου.  Από τη μεριά του κράτους έχουμε τη μείωση της ποσότητας και της σφοδρότητας της έγκλησης «ε, σεις εκεί κάτω!» και από την άλλη έχουμε το υποκείμενο που ανταποκρίνεται στην αναγνώριση χωρίς το άκουσμα ενός καλέσματος (το αν αυτή η οικειοθελής πράξη αναγνώρισης προσφέρει μια ψευδ-αίσθηση αυτονομίας, αν μπορεί να συνδεθεί με το ερώτημα της σχέσης ενοχής και υποκειμενοποίησης, ή αν αντίθετα σχετίζεται με μια αραιοποίηση των απαιτούμενων διαδικασιών υποκειμενοποιησης είναι ζητήματα που δεν ενδιαφέρουν αυτό το κείμενο). Στο βαθμό που αυτά συμβαίνουν, η αδιαφάνεια του κράτους γίνεται πιο έντονη την ίδια στιγμή που αραιώνεται ως ένα διάφανο my-self State. Στο βαθμό που όλα αυτά κάτι σημαίνουν, η κριτική για παράδειγμα στο κράτος ως βαθύ κράτος (βλ. υποκλοπές) έρχεται από το παρελθόν και είναι άσφαιρη (και όχι γι’ αυτόν τον λόγο μόνο).

(β) Η επιτάχυνση της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών συνδέεται όχι μόνο με την επιχειρούμενη παρουσίαση μιας εξατομικευμένης εμπειρίας του κράτους, αλλά και με την εισαγωγή στοιχείων ενός εξατομικευμένου κράτους: πρόκειται για τη συμπερίληψη της ατομικής περίπτωσης στην κρατική λογική. Αυτή η επιχειρούμενη εξατομίκευση είναι ταξικά διαφοροποιημένη αλλά εδράζεται σε μια λογοθετική πρακτική με συνολική απεύθυνση καθώς αρθρώνεται με την αρνητική διαθετικότητα του πληθυσμού έναντι του κράτους.

Αναφέρομαι κατ’ αρχάς στην αναπάντεχη λογική που εισήγαγε ο νόμος 4646/2019 ο οποίος ψηφίστηκε λίγους μήνες μετά την εκλογή της ΝΔ το 2019, αναπροσαρμόστηκε δυο φορές, με τα κενά του να είναι παρόντα ακόμη∙ αναπροσαρμογές που έγιναν και κενά που συνεχίζουν να υπάρχουν λες και ο νομοθέτης αναρωτιέται ακόμη τι και πώς να κάνει αυτό που θέλει να κάνει. Η σκοπιμότητά του όμως είναι στέρεη και ταξικά προσανατολισμένη.

Με τον ν. 4646/2019 και τον ν. 4701/2020 για πρώτη φορά περιορίστηκε η αλληλέγγυα ευθύνη των προσώπων που ασκούν διοίκηση στα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες για την εξόφληση των οφειλών τους προς το Δημόσιο μόνο κατά το διάστημα που ασκούσαν διοίκηση. Αυτός ο περιορισμός βρίσκεται σε συντονισμό τόσο με υλικές διαδικασίες επέκτασης του πιστωτικού τομέα που παράγουν μια ελαστική ηθική του χρεωμένου υποκειμένου, όσο και με την κριτική του χρέους όπως ασκήθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης.[7] Αλλά η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε ταξικό προσανατολισμό στον ανοιχτό ηθικό κώδικα της κυβερνολογικής του χρέους. Με την Υπουργική Απόφαση 65118/6-9-2021 του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα εν λόγω πρόσωπα, δηλαδή οι διοικητές/τριες, πρόεδροι των διάφορων μεγαλόσχημων ή μικρόσχημων ΑΕ, αν αποδείξουν ότι δεν ήταν υπαίτια για τη μη απόδοση των εισφορών, απαλλάσσονται από την ευθύνη για την πληρωμή των οφειλών του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που διοικούσαν. Και η ελευθερία της ανευθυνότητας εξασφαλίζεται αν επιδείξουν δικαστική απόφαση (ή άλλα στοιχεία ισχυρά) η οποία έκρινε ότι όταν ήταν π.χ. πρόεδρος της ΑΕ δεν ήξερε για ασφαλιστικές εισφορές και χρέη, δεν υπέγραφε, είχε γενική και ειδική άγνοια για την επιχείρησή του, είχε ψυχολογικά προβλήματα, ήταν άρρωστος, είχε προβλήματα με τη μέση του και διάφορα τέτοια (και από την εμπειρία προκύπτει ότι βγαίνουν σχετικά εύκολα τέτοιες αποφάσεις). Εδώ δεν έχουμε την κλασική περίπτωση της δόλιας αποφυγής πληρωμής χρεών από τις επιχειρήσεις με τη χρήση των κενών που προσφέρει το εταιρικό, φορολογικό και ασφαλιστικό δίκαιο. Εδώ πρόκειται για την περίπτωση που το ίδιο το κράτος προσφέρει στο άτομο της διοίκησης μιας ΑΕ (κ.λπ.) τη δυνατότητα να αποφύγει με καθαρό και τυπικό τρόπο την ευθύνη των οφειλών της ΑΕ.

Προκύπτει λοιπόν ένα κράτος που δείχνει ότι λαμβάνει υπόψη και κατανοεί την προσωπική ιστορία του ατόμου (για τους επιχειρηματίες βέβαια, και για τα νομικά πρόσωπα ειδικότερα). Και έτσι, δύνανται διευθυντές και μέλη ΑΕ με μικρές ή τεράστιες οφειλές να καθίστανται άνευ ευθύνης έναντι της οφειλής, να απεμπλέκονται από τα βαρίδια του παρελθόντος, και να προχωρούν στην επόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα άνευ κρατικών σκοπέλων. Το σημαντικό, τελικά, δεν είναι τι γίνεται σε κάθε περίπτωση, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να επιτευχθεί ο ατομικός στόχος της έλλειψης υπαιτιότητας. Το σημαντικό είναι ότι ο επιχειρηματίας νιώθει ότι έχει ένα κράτος που τον φροντίζει, τον σκέφτεται. Το σημαντικό είναι ότι η κρατική λογική δύναται πλέον να ενσωματώνει στις τυπικές της διαδικασίες τη διαφορά της ατομικής περίπτωσης.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον ν. 4997/2022 περί παραγραφής οφειλών επιχειρήσεων πέραν της δεκαετίας. Μέσα στο χαμό εκατοντάδων χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων του e-ΕΦΚΑ, ο Χατζηδάκης τον Μάρτιο του 2023 ζήτησε την άμεση διεκπεραίωση των αιτημάτων παραγραφής οφειλών επιχειρήσεων έναντι των ασφαλιστικών ταμείων (δηλαδή των οφειλών που αφορούσαν τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων) και των ατομικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών. Το ζήτημα και πάλι δεν είναι πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να παραγραφεί η οφειλή, ή πόσο ασαφής και ελλιπής ως προς τον στόχο του είναι ο νόμος (το ενδιαφέρον είναι ότι ο νόμος ευνοεί αυτούς που δεν πλήρωσαν ποτέ ούτε ένα ευρώ από τις οφειλές τους∙ αντίθετα όσοι πλήρωναν κατιτίς την πάτησαν). Το ζήτημα είναι ότι το Υπουργείο όχι μόνο πιέζει έναν φορέα της δημόσιας διοίκησης να διαγράψει τα χρέη των οφειλετών του (βλ. σχ. και Δελτίο Τύπου Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της 29 Μαρτίου 2023), αλλά το κάνει αναπτύσσοντας έναν λόγο που λαμβάνει το μέρος των οφειλετών επιχειρηματιών κατά της δημόσιας διοίκησης. Κι έτσι ο επιχειρηματίας θα μπορέσει να προσέλθει στην δημόσια υπηρεσία και να πει στον υπάλληλο σηκώνοντας και το φρύδι του: «Ο Χατζηδάκης είπε να μου τα σβήσεις», ή σκέτο «σβήστα».

Το ξέρουμε από παλιά: για να μπορεί να είναι κραταιά η παρουσία του κράτους, πρέπει να παρεκκλίνει και να παρανομεί. Αλλά η παρέκκλιση συνήθως ήταν κάτι που επιλεγόταν να γίνεται στα μουλωχτά, ή με την επίκληση ενός γενικού κοινωνικού καλού. Τώρα η παρέκκλιση εισάγεται με τον νόμο. Αυτό που ήταν η πελατειακή σχέση ή το σκάνδαλο της κρατικής εξυπηρέτησης έγινε το κράτος που κατανοεί την ατομική διαφορά. [8]

Όλα αυτά (η έλλειψη υπαιτιότητας, η παραγραφή των χρεών) είναι περισσότερο μια δυνατότητα που ανοίγεται, παρά μια εξασφαλισμένη πραγματικότητα. Αλλά πέρα από την μερική εξατομικευμένη εμπειρία του κράτους, «υπάρχει μια πολύ διαφορετική εμπειρία στην οποία το κράτος εμφανίζεται πλέον ως όλο και μας απευθύνεται εντελώς διαφορετικά: αυτή είναι όταν η Πολιτεία απευθύνεται σε εμάς ή όταν ο βασιλιάς εκδίδει νόμους. Τότε, και µόνο τότε, το κράτος φαίνεται να εμφανίζεται αυτοπροσώπως∙ μπορεί όμως να το κάνει µόνο μιλώντας» (Veyne ό.π.: 352). Η κυβέρνηση της ΝΔ θέσπισε νόμους και μίλησε με εκφραστική δύναμη υπέρ του οφειλέτη επιχειρηματία και ταυτόχρονα κατά της δημόσιας διοίκησης. Μια ταυτόχρονη κίνηση που ένωσε την κάθετη οργάνωση της κοινωνίας βάσει ταξικών διαφοροποιήσεων με τον οριζόντιο λόγο κατά της Δημόσιας Διοίκησης.[9] Τομή που προϋποθέτει τη συνάντηση της κυβέρνησης με τάσεις της κοινωνίας και παράγει τον περαιτέρω μετασχηματισμό στάσεων του κοινωνικού σώματος ως ενιαίου, μη διαφοροποιημένου σώματος. Θα δούμε παρακάτω πως έσφιξε περισσότερο αυτός ο δεσμός.

     3. Η επιτάχυνση της διοίκησης ΙΙ: Η διοικητική πράξη ως πρακτική προεξόφλησης

Γράψαμε παραπάνω (σημείο α) ότι το γενικό και εμφανές σημείο αλλαγής του χρόνου του κράτους ήταν η ηλεκτρονική διακυβέρνηση η οποία τείνει να εξατομικεύει με διαφορετικό τρόπο την εμπειρία του κράτους. Στο σημείο (β) επιχειρήσαμε να δείξουμε πως αυτή η επιτάχυνση των κρατικών λειτουργιών συνδέεται με το εγχείρημα εισαγωγής στοιχείων ενός εξατομικευμένου κράτους. Το ειδικό, και εξίσου εμφανές, σημείο αλλαγής του ρυθμού ταχύτητας του κράτους που σχετίζεται με την κρατική μέριμνα μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήταν η εισαγωγή της επιτάχυνσης ή, ορθότερα, στην περίπτωση αυτή, ενός λόγου επιτάχυνσης στην διεκπεραίωση των συντάξεων.

Τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα (τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα με το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών στην Καβάλα και αργότερα με την ίδρυση του ΙΚΑ) οι κοινωνικές εγγυήσεις μέσω της εργασίας αποτέλεσαν εργαλείο μιας κρατικής πολιτικής διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων (βλ. σχ. Λιάκος 2016 [1993]: 418-442). Μετά από 100 χρόνια, με τον νόμο 4826/2021 (τίτλος νόμου: Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά) ιδρύεται το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης δια του οποίου εισάγεται το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση. Σκοπός του ΤΕΚΑ σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου είναι «η τοποθέτηση των εισφορών και των εν γένει πόρων του Ταμείου σε χρηματοπιστωτικά μέσα και ακίνητα, με στόχο την επίτευξη αποδόσεων για τη χρηματοδότηση των παροχών στους δικαιούχους, σύμφωνα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά κάθε επενδυτικού προγράμματος». Δεν θα ασχοληθούμε με το ζήτημα της ίδιας της καινοτομίας του ΤΕΚΑ σε σχέση με την ιστορία της κοινωνικής ασφάλισης, παρά μόνο για να επισημάνουμε την άρθρωση της χρηματιστικής πρακτικής με την εξατομικευμένη και όχι τη διαγενεακή και αλληλέγγυα λογική της ασφάλισης. Ο Α. Λιάκος στον πρόλογο του βιβλίου του Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (1993), γράφει ότι «οι διαμάχες γύρω από τις κοινωνικές ασφαλίσεις αποτελούν πιθανόν τη μορφή που θα αποκτήσουν για μια περίοδο οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί» (ό.π.: 24). Η κρίση αυτή επιβεβαιώθηκε στην κοινωνική σύγκρουση που προκάλεσε η πρόταση του νόμου Γιαννίτση (2001), ακολούθως το 2016 ο νόμος Κατρούγκαλου (4387/2016) για το «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας» προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις, χωρίς όμως η μακρόσυρτη διαδικασία των αλλαγών στη λογική δομή και τον προσανατολισμό των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα (που ξεκίνησε το 2011 με την επινόηση της ασφάλισης του εργοσήμου ως ροής χρήματος και όχι κοινωνικής σχέσης) να τύχει της ειδικής πολιτικής και ερευνητικής προσοχής που θα της άξιζε (από όσο τουλάχιστον μπορώ να ξέρω). Ίσως γιατί με την οικονομική κρίση και την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης της εργασιακής δύναμης το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης απορροφήθηκε στα ζητήματα του μισθού και του χρόνου εργασίας.

Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί έναν κεντρικό σχηματισμό στον οποίο εκβάλλουν, και ο οποίος με τη σειρά του παράγει αποφάνσεις και ορατότητες, τρόπους οργάνωσης και τρόπους ομιλίας που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο το κράτος προστατεύει την κοινωνία έναντι της τύχης∙ επιτελεί μια συνεχή στρατηγική επεξεργασία του τρόπου με τον οποίο το κράτος αντιλαμβάνεται τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία.[10]

Από το 2019, και κυρίως από το 2021 και μετά, με την τοποθέτηση του Κ. Χατζηδάκη στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στην αλλαγή της λογικής της ασφάλισης και στην οργάνωση των δημόσιων δομών που σχετίζονται με αυτές επιταχύνθηκε (η μετονομασία της Κοινωνικής Ασφάλισης και της Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε Κοινωνικές Υποθέσεις στο όνομα του υπουργείου έχει τη σημασία της). Οι όποιες, λίγες κριτικές που εμφανίστηκαν δεν κατανόησαν τη σημασία των αλλαγών, αλλά επικεντρώθηκαν σε μια ιμπρεσιονιστική κριτική της διάλυσης της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης χωρίς να διερευνούν τι ακριβώς συμβαίνει με τις κοινωνικές εγγυήσεις, πώς αρθρώνεται αυτό που συμβαίνει με τον πληθυσμό και τα ταξικά συμφέροντα.[11] Όσο για τις οργανωμένες μορφές της Αριστεράς, το μόνο που είχαν να προσφέρουν ήταν γενικότητες και αναιμική πολιτική αντίσταση, σε αντίθεση με την έντονη παρουσία της στην ανάδυση των κοινωνικών ασφαλίσεων τη δεκ. 1920 (πρέπει όμως να υπογραμμιστεί η σημαντική συνεισφορά της αριστεράς και του αναρχικού χώρου στην επινόηση των Κοινωνικών Ιατρείων Αλληλεγγύης στα πρώτα χρόνια της κρίσης). Η κυβέρνηση της ΝΔ μπόρεσε να ασκήσει ελεύθερα την πολιτική που επιθυμούσε, στοιχεία της οποίας είχε εισάγει στις αρχές της δεκαετίας του 2010, και τα οποία δεν ανέτρεψε η πολιτική για την κοινωνική ασφάλιση του ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του οποίου λειτούργησε κατά ένα μέρος ως επιβράδυνση και κατά άλλο μέρος ως συνέχεια. Αν η συγκρότηση του κράτους πρόνοιας συνδέθηκε ιστορικά με την πολιτική ορθολογικότητα στην οποία η πολιτική εξουσία μαζί με την δημόσια διοίκηση διαχειρίζεται και τιθασεύει την κοινωνία (αιχμαλωτίζοντας κατά ένα μέρος τη λογική των πρακτικών αλληλοβοήθειας της εργατικής τάξης), στον καιρό μας η πολιτική ορθολογικότητα που εγκαθιδρύεται είναι αυτή της πολιτικής εξουσίας που επιχειρεί μαζί με την κοινωνία να εναντιωθεί στη δημόσια διοίκηση. Η πολεμική της πολιτικής εξουσίας κατά της διοίκησης έρχεται από το παρελθόν βέβαια, δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά αν παλαιότερα η πολεμική γινόταν κυρίως μέσω των δημοσίων υπαλλήλων, της τεμπελιάς τους και των προνομίων τους, τώρα η πολιτική εξουσία στρέφεται ευθέως κατά της ίδιας της δομής της δημόσιας διοίκησης. Αλλά για να μην μένουμε σε γενικότητες, το σημαντικό είναι να δούμε την ειδική μορφή της ορθολογικότητας που εισάγει η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ για τη δημόσια διοίκηση και πώς αυτή μπορεί να ενοποιεί το διαμερισμένο κοινωνικό σώμα στο σύνολο του πληθυσμού. Αν στο άρθρο αυτό τονίζουμε το παράδειγμα των κοινωνικών ασφαλίσεων των εργασιακών σχέσεων, το παράδειγμα μπορεί να μεταφερθεί στον τομέα της παιδείας και της υγείας.

Κρίσιμο εργαλείο της εισαγωγής αυτής της νέας κυβερνολογικής (ορθολογικότητα, στρατηγική και τρόποι εκφοράς των κρατικών μηχανισμών) είναι η θέσπιση του νόμου 4921/18-4-2022 με τίτλο «Δουλειές ξανά» για την επιτάχυνση της διεκπεραίωσης των συντάξεων. Και πάλι το μέγεθος του χρόνου αρθρώθηκε με την εισαγωγή μιας άλλης λογικής στη δημόσια διοίκηση. Αυτή η λογική προέρχεται από ένα άλλο πεδίο, από την οικονομία και μάλιστα από την χρηματιστική. Πρόκειται για την εισαγωγή της λογικής της προεξόφλησης στη δημόσια διοίκηση. Η εισαγωγή αυτής της λογικής αποδιοργανώνει τους μηχανισμούς παροχών ασφαλείας του πληθυσμού (εισάγει ακόμη και στοιχεία χάους, αλλά κυρίως εμπεδώνει την απουσία ελέγχου, χωρίς να την κατονομάζει), και την ίδια στιγμή τους αναδιοργανώνει εκ νέου. Η εισαγωγή της λογικής της προεξόφλησης στη δημόσια διοίκηση αποτελεί στοιχείο της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει τις κοινωνικές διαδικασίες τις οποίες έχει αναλάβει να ταξινομεί, να ελέγχει∙ αποτελεί μέρος της συνθήκης επισφάλειας στην οποία βρίσκεται το κράτος, παρότι αναπαρίσταται κατά συνήθη τρόπο ως αυταρχικό και ισχυρό (για το ζήτημα της κρατικής επισφάλειας, βλ. Εμμανουηλίδης 2022: 99-107).

Ο νόμος 4921/18-4-2022 θεωρήθηκε αναγκαίος για την αντιμετώπιση του τεράστιου όγκου αδιεκπεραίωτων αιτημάτων συντάξεων οι οποίες συσσωρεύτηκαν, όχι γιατί οι υπάλληλοι κάθονται σε πείσμα όλων των στερεότυπων, όχι γιατί οι τεχνικές της δημόσιας διοίκησης είναι παρωχημένες, αλλά γιατί η ίδια η πολιτική εξουσία δημιούργησε αυτό το μπάχαλο: (α) με την εισαγωγή τα τελευταία δέκα χρόνια αντιφατικών, δαιδαλωδών, μη δυνάμενων να εφαρμοστούν νόμων για τις συντάξεις και (β) με τη βιαστική και βίαιη ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων (με αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου των ασφαλιστικών αρχείων κ.λπ.). Κι εδώ επιβεβαιώνεται αυτό που ξέρουμε από αλλού, από κάθε σύνορο που βάζουν, από κάθε παρέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, ότι οι εξουσίες έρχονται να διευθετήσουν εκ των υστέρων το μπάχαλο που δημιουργούν.[12]

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επανεκκίνηση της αναδιοργάνωσης το 2019 ξεκίνησε με την εισαγωγή αποκλεισμών στην πρόσβαση των παροχών που προσφέρει το κράτος: μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν η εισαγωγή περιορισμών στην απόδοση ΑΜΚΑ, περιορισμοί και αποκλεισμοί που αφορούν κυρίως στους μετανάστες (βλ. σχ. το έγγραφο 80320/42862/Δ18.2718 του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της 1.10.2019, με τις συνεχείς σχετικές τροποποιήσεις). Όπως στην κοινωνική ασφάλιση έτσι και στην παιδεία (βλ. για παράδειγμα, πρότυπα σχολεία) και τη δημόσια υγεία, η αναδιοργάνωση προϋποθέτει και παράγει βαθμίδες αποκλεισμού βάσει των εθνικών και ταξικών διαφορών.

Ήταν ανήκουστο για τη δημόσια διοίκηση, όπως την ξέραμε, αυτό που εισήγαγε ο ν. 4921/2022 «Δουλειές ξανά». Το άρθρο 2 θεμελιώνει με πρωτοφανή τρόπο την έκδοση της διοικητικής απόφασης της σύνταξης: Μετά από την πάροδο της προθεσμίας της παρ. 1 (τρεις μήνες), η πράξη απονομής της σύνταξης εκδίδεται με βάση τα δεδομένα του ασφαλιστικού ιστορικού που τηρούνται σε πληροφοριακά συστήματα, χωρίς να απαιτείται επαλήθευση των δεδομένων αυτών από τον e-ΕΦΚΑ πριν από την έκδοση της πράξης. Η αναγνώριση του ασφαλιστικού χρόνου που δεν έχει ψηφιοποιηθεί ή πιστοποιηθεί ως έγκυρος, γίνεται χωρίς έλεγχο των φυσικών παραστατικών που αποδεικνύουν τον χρόνο αυτό. Ο επιπλέον ασφαλιστικός χρόνος μπορεί να θεμελιώνεται και με βεβαιώσεις πιστοποιημένων επαγγελματιών που διαπιστώνουν χρόνο ασφάλισης. Ορίζεται ότι τα φυσικά παραστατικά που θεμελίωσαν τον ασφαλιστικό χρόνο για την απόφαση σύνταξης θα προσκομίζονται και θα ελέγχονται εντός πέντε ετών από την έναρξη του νόμου, και σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχός τους αποκλείεται μετά από την πάροδο δέκα ετών. Αν αποδειχθεί ότι η δήλωση του ασφαλισμένου ή του πιστοποιημένου λογιστή ή δικηγόρου ήταν ψευδής ή αντιφατική με άλλες ενέργειές του (π.χ. επιθυμία παραγραφής οφειλών) αυτή θα οδηγεί σε επιστροφή των ποσών που αποδόθηκαν με τη σύνταξη ή ρύθμισή τους, ή σε κάποιες περιπτώσεις, η αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή θα διαγράφεται.

Οι fast track συνταξιοδοτικές αποφάσεις και οι συντάξεις εμπιστοσύνης εκδίδονται με την προϋπόθεση ότι η διοίκηση δεν έχει εκδώσει απόφαση μέσα σε 3 μήνες από το σχετικό αίτημα. Αν δηλαδή η διοίκηση δεν μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτόν τον μικρό χρόνο, τότε η πολιτική εξουσία αποφασίζει ότι πρέπει να ακολουθηθεί ένας άλλος δρόμος ο οποίος εν πολλοίς παρακάμπτει τον έλεγχο της διοίκησης. Να συναφθεί μια σχέση εμπιστοσύνης με τον/ην διοικούμενο/η ο/η οποίος/α δηλώνει τον μη καταγεγραμμένο και μη αποδεικνυόμενο με παραστατικά χρόνο ασφάλισης από εργασία ή δραστηριότητα, και ο οποίος χρόνος τεκμαίρεται κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς ως αληθής. Ταυτόχρονα, ως μια σωστή πράξη προεξόφλησης, εισάγονται αντισταθμιστικές δικλείδες μεταφερόμενων στο μέλλον πιθανών ελέγχων έναντι του κινδύνου χορήγησης σύνταξης στην περίπτωση που ο/η ασφαλισμένος/η μοχλεύσει την ασφαλιστική του ιστορία. Στο παρόν, η ευθύνη της αλήθειας του χρόνου μετακυλίεται από τη διοίκηση στον ασφαλισμένο. Η επαλήθευση των στοιχείων και των δηλώσεων του ασφαλισμένου θα γίνει μετά την έκδοση των συντάξεων σε βάθος χρόνου, 5 ή 10 ετών, αλλά πάντως, απαιτείται και αντίστοιχη ευθύνη εκ μέρους του διοικούμενου, ο οποίος υποχρεώνεται να διατηρήσει τα έγγραφα αυτά στοιχεία για χρονικό διάστημα 10 ετών από την έναρξη ισχύος του Νόμου.

H επιτάχυνση της Διοίκησης κατέστη δυνατή με την εισαγωγή πρακτικών χρηματιστικής λογικής: της εκτίμησης στο παρόν των μελλοντικών δράσεων. Η fast track απόφαση σύνταξης εκδίδεται ως προεξόφληση της μελλοντικής οριστικής απόφασης της διοίκησης, και η οποία μελλοντική απόφαση μετά τον έλεγχο των στοιχείων θα επιβεβαιώσει ή όχι την fast track απόφαση με οικονομικές συνέπειες για τον διοικούμενο (ή και τη διοίκηση). Το κράτος επιλέγει να συνάψει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον διοικούμενο στο παρόν, μεταφέροντας μέσω ελέγχων το μέγεθος του κινδύνου στο μέλλον, τόσο για το κράτος (αν κριθεί εντέλει ότι έδινε παροχές χωρίς να έπρεπε-χωρίς την πρέπουσα αξία της ασφαλιστικής ιστορίας) όσο και για τον ασφαλισμένο στην περίπτωση που αποδειχθεί το λάθος του ή το ψεύδος του για αυτή την ασφαλιστική ιστορία.

Η προεξοφλητική πράξη της διοίκησης ρυθμίζει τη δράση (και τη διαγωγή συνεπώς) της διοίκησης και του πληθυσμού εξατομικεύοντας «[…] στη βάση του κινδύνου. Οι αποκλίσεις θεωρούνται ως δυνητικοί κίνδυνοι, και από την οπτική γωνία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, ο κίνδυνος ορίζεται και κατανέμεται ανάλογα στους διάφορους συμμετέχοντες» (Σωτηρόπουλος-Μηλιός-Λαπατσιώρας 2019: 289). Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο των συγγραφέων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά είναι αυτό που συμβαίνει στην εισαγόμενη το 2022 σχέση ενός κρίσιμου τομέα του κρατικού μηχανισμού με τον πληθυσμό. Κάθε υποψήφιος συνταξιούχος δύναται να μην είναι ένα αρχείο, ένας αριθμός μητρώου που παραπέμπει σε ένα ασφαλιστικό αρχείο προς διερεύνηση, έλεγχο και εξαντλητική καταγραφή, αλλά αποκτά ένα εξατομικευμένο ασφαλιστικό προφίλ το οποίο του παρέχει τη μερική δυνατότητα να αποκτήσει άμεσα στο παρόν, και για το μέλλον, παροχές από το κράτος βάσει μιας συνδυαστικής αφενός της ήδη καταγεγραμμένης αξίας των εισφορών και του αριθμού των ημερών εργασίας, και αφετέρου της δήλωσης του/της ασφαλισμένου/ης. Το κράτος πλέον «προσαρμόζεται στο ενδεχόμενο» (ό.π.: 282).

Πρέπει να σημειωθεί ότι η λογική της ανάλυσης των δεδομένων του πληθυσμού από το κράτος βάσει προφίλ κινδύνου δεν εισάχθηκε τώρα, αλλά προετοιμάστηκε και εφαρμόστηκε σε διάφορα διάσπαρτα σημεία στις κοινωνικές ασφαλίσεις τα τελευταία δέκα χρόνια: (α) Στη διαχείριση των οφειλών μέσω της εισαγωγής της έννοιας της εισπραξιμότητας (συγκεκριμένη απόδοση προφίλ κινδύνου σε κάθε οφειλέτη που καθοδηγεί το μηχανισμό σε πράξεις είσπραξης, σε διασφαλίσεις του κινδύνου, ή και στην εγκατάλειψη της οφειλής)∙ (β) στην εγκατάλειψη του ορισμού ελέγχου για κάθε επιχείρηση από άποψη ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας μέσω της επιλογής της δειγματοληπτικής διενέργειας ελέγχων (risk analysis). Όμως τώρα, αυτή η χρηματιστικού τύπου λογική απευθύνεται στο σύνολο του πληθυσμού και περιλαμβάνει τις πιο ευάλωτες μερίδες του.

Η έκδοση της διοικητικής απόφασης λοιπόν αποτελεί μια επιτελεστική πράξη με πραγματικά αποτελέσματα. Τόσο πραγματικά όσο τα χρήματα. Το υποσχόμενο επιτελικό κράτους της ΝΔ ήταν ένα επιτελεστικό κράτος, εξίσου πραγματικό με το διαπιστωτικό κράτος. Και αυτή η δράση συνδέεται με την παραγωγή μιας νέας σύμβασης με τον πληθυσμό.

Η κυβερνητική λογική της εξατομικευμένης σχέσης του κράτους με τους διοικούμενους που παράγεται από τη μετατροπή του κράτους σε κράτος-πλατφόρμα και από τη σχέση εμπιστοσύνης κράτους-πληθυσμού μέσω των προεξοφλητικών αποφάσεων της διοίκησης, έχει ως άμεση συνέπεια την άμβλυνση της πειθαρχικής μορφής της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές ασφαλίσεις.[13] Αν αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά συμβαίνει προοδευτικά εδώ και δεκαετίες, το σημαντικό είναι ότι αυτή η νέα κοινωνική σύμβαση κράτους και πληθυσμού μέσω της απο/αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης αποτελεί μια γραμμή απαξίωσης των δημόσιων και κοινών αγαθών. Ιστορικά, η παροχή στον πληθυσμό των δημόσιων και κοινών αγαθών εξασφαλιζόταν μέσω κρατικών μηχανισμών. Αυτά τα δύο στοιχεία (κρατικοί μηχανισμοί και δημόσια αγαθά) είναι ιστορικά αρθρωμένα: Η υγεία και το Νοσοκομείο, η παιδεία και το δημόσιο σχολείο, η δημόσια κοινωνική ασφάλιση και οι κρατικοί φορείς της. Όμως, στην εδώ και καιρό ένταση ανάμεσα στο δημόσιο ή κοινό αγαθό και τη μορφή της παροχής της, είναι η πολιτική εξουσία που κατάφερε να απαξιώσει το δημόσιο ή κοινό αγαθό (ή για την ακρίβεια να αναδιοργανώσει την έννοιά του) μέσω της απαξίωσης της δημόσιας διοίκησης (που την αναδιοργανώνει). Όλα αυτά αποτελούν την ήττα της δυνατότητας που αχνοφάνηκε την προηγούμενη δεκαετία των αναταραχών: Αντί η αριστερά (ως πολιτική μορφή κάποιων τάσεων αντίστασης και διαφυγής που αναπτύχθηκαν την προηγούμενη δεκαετία) να καταφέρει να αποκολλήσει την αξία του κοινωνικού, κοινού αγαθού από την πειθαρχική μορφή και τους περιορισμούς του κρατικού μηχανισμού, η κυβέρνηση της ΝΔ κατάφερε να αποκολλήσει τη σημασία του δημόσιου και του κοινού αγαθού από τον πληθυσμό εξατομικεύοντας τον κίνδυνο.

  1. Μια φράση του Κατρούγκαλου ανοίγει το καπάκι της χύτρας ταχύτητας του ασφαλιστικού συστήματος

Εντωμεταξύ στο φίνις της προεκλογικής περιόδου, η μικρή φράση του Κατρούγκαλου «είναι λογικό να συνδέεται με το εισόδημα η ασφαλιστική εισφορά» [των ελεύθερων επαγγελματιών] δημιούργησε κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Γιατί το αντικείμενο αυτής της μικρής φράσης, ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών των μη μισθωτών, αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια σημαντικό σημείο στόχευσης πολιτικών επιλογών ασφάλισης, αλλά και συμπύκνωσης κοινωνικών διαδικασιών: ταξικά διαφοροποιημένη κρατική μέριμνα, προσδοκίες φροντίδας από το κράτος των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και μορφές έκφρασης των εργασιακών σχέσεων.

Η πρόταση του Κατρούγκαλου σήκωσε το καπάκι και έδειξε:

(α) Το κέρδος των ελεύθερων επαγγελματιών και των ασφαλισμένων του πρώην ΕΤΑΑ (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί) από τη (μεγάλη κατά περιπτώσεις) μείωση του ασφαλιστικού κόστους της οικονομικής τους δραστηριότητας από το 2020. Μείωση που έλαβε χώρα παράλληλα και αντιφατικά με την πολιτική φλυαρία (και την παθητική αποδοχή από την κοινωνία του αφηγήματος) για τους κινδύνους του ασφαλιστικού συστήματος λόγω της μείωσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και την επιτακτική ανάγκη να δουλεύουμε περισσότερα χρόνια. Η μείωση του ασφαλιστικού κόστους των ελεύθερων επαγγελματιών συνέβη με δύο τρόπους: (α.1) Τη σκανδαλώδη αποσύνδεση του ύψους των εισφορών από το ύψος του εισοδήματος (όπως είχε νομοθετηθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ). Το σύστημα επανεισήγαγε για τους μη μισθωτούς τις παλιές ασφαλιστικές κατηγορίες, με τη διαφορά ότι η κατάταξη πέραν των δύο πρώτων υπόκειται στη βούληση του/της ασφαλισμένου/ης (αξίζει να σημειωθεί ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των επαγγελματιών ως εργοδότες μειώθηκαν σε μεγάλο βαθμό∙ σε μικρότερο βαθμό μειώθηκαν και οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών: από το 16% επί των αποδοχών στο 13,6%). (α.2) Το ασφαλιστικό κόστος από την ελεύθερη επιχειρηματικότητα (τι ωραία φρασούλα) σβήνει στον αριθμό 0 αν ο επαγγελματίας κάνει και μισθωτή εργασία. Αυτή η περίπτωση είναι κρίσιμη και μαζική, κι ας μην φαίνεται με την πρώτη ματιά. Γιατί μπορεί να αφορά την ίδια δραστηριότητα η οποία μπορεί να λογίζεται ταυτόχρονα ως μισθωτή και ως μη μισθωτή. Ένα πρώτο παράδειγμα: ένας μέτοχος και Πρόεδρος ΑΕ ο οποίος υπόκειται σε εισφορές ως μη μισθωτός, μπορεί να ασφαλίζεται αν το θέλει, και το θέλει για διάφορους λόγους (π.χ. φορολογικές ελαφρύνσεις), ως μισθωτός για αποδοχές επί των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, και έτσι, καθώς θεωρείται ότι εμφανίζει μισθωτή δραστηριότητα δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει εισφορές ως μη μισθωτός. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκαθάριση των ασφαλιστικών εισφορών στο μηδενικό κόστος αφορά μόνο τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιτηδευματίες μηχανικούς, δικηγόρους και γιατρούς. Οι μισθωτοί δεν έχουν αυτό το προνόμιο. Ένας μισθωτός όσες δουλειές κι αν κάνει θα πληρώνει εισφορές αναλογικά για κάθε μισθό που παίρνει.

(β) Το δεύτερο πράγμα το οποίο αποκάλυψε η φράση του Κ. (και αυτό συνδέεται με το παραπάνω σημείο α.2) είναι αυτό που τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε μια σημαντική αλλαγή στη μορφή εμφάνισης της μισθωτής εργασίας: ένα πολύ μεγάλο μέρος των μισθωτών δεν εμφανίζονται πλέον ως μισθωτοί, αλλά σαν ελεύθεροι επαγγελματίες. Η διαδικασία ξεκίνησε το 2017 ως μια ημιτελής προσπάθεια της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει τη λεγόμενη απασχόληση με το μπλοκάκι (Δελτία Παροχής Υπηρεσιών), ένα πεδίο ανασφάλιστης εργασίας. Αυτή η νομοθέτηση, σε συνδυασμό με τη νωθρότητα των ελεγκτικών μηχανισμών για το ζήτημα (δηλαδή την αποκάλυψη της μισθωτής σχέσης πίσω από μια μη-μισθωτή επιφάνεια) και τη συνδρομή των διοικητικών δικαστηρίων (η νομολογία των οποίων δείχνει ότι εν πολλοίς έχουν καθηλωθεί σε μια παλιομοδίτικη αντίληψη της μισθωτής εργασίας που έρχεται σε αντίφαση με την πραγματικότητα) οδήγησε στη γιγάντωση του φαινομένου. Αποτέλεσμα υποχρέωσης και επιβολής, ή και σε κάποιες περιπτώσεις επιθυμίας, «όλες» οι σύγχρονες και δυναμικές μορφές εργασίας τείνουν να εμφανίζονται σαν μη μισθωτή άσκηση επιτηδεύματος: από τους εργαζόμενους στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες και τους ντιλιβεράδες, τις επιτροπές ερευνών των πανεπιστημίων, τους αρχιτέκτονες, τους πληροφορικάριους, τους γιατρούς των ιατρικών κέντρων (και αυτός είναι ένας από τους λόγους που καθυστερούμε να πάρουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων των τομογραφιών: συγκεντρώνονται και δίνονται μαζικά στον/στην ακτινολόγο ο/η οποίος/α δεν είναι συνεχώς παρούσα στον χώρο εργασίας και πληρώνεται με το κομμάτι). Στην περίπτωση αυτή όλο το μη-μισθολογικό κόστος επιβαρύνει τους πρώην μισθωτούς και πλέον λογιζόμενους ως ελεύθερους επαγγελματίες, και καθόλου τους ελεύθερους επαγγελματίες-εργοδότες τους. Αλλά επίσης, και αντίστροφα, αν ο πρώην μισθωτός και νυν ελεύθερος επαγγελματίας κάνει επιπλέον και μια παλιάς μορφής, «καθαρή» μισθωτή εργασία για να επιβιώσει ή για να αυξήσει το εισόδημά του, τότε δεν πληρώνει εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας (και ας σημειώσουμε ξανά ότι αν αυτός/ή έβρισκε δυο δουλειές ως μισθωτός – κάτι σύνηθες, θα κατέβαλλε αναλογικά και για τις δύο αποδοχές εισφορές).

Σε αυτό το πλαίσιο δράσης ο Κατρούγκαλος είπε αυτό που δεν μπορούσε να ειπωθεί. Η λογική από άποψη αστικών οικονομικών πρόταση προοδευτικής εισφοροδότησης βάσει εισοδήματος χαρακτηρίστηκε με τα προκαπιταλιστικά ονόματα του κεφαλικού φόρου και του χαρατσίου προκειμένου να δειχθεί πόσο ανάλγητη πρόταση είναι. Ο πρόεδρος του ΤΕΕ ζήτησε από όλα τα κόμματα «να δεσμευτούν ότι δεν θα επιβάλλουν τέτοια είδη και τέτοια ύψη ασφαλιστικών εισφορών στους αυταπασχολούμενους επαγγελματίες» (δηλαδή στους προέδρους των τεχνικών ΑΕ και σε κάθε αρχιτέκτονα/ισσα που τον/την υποχρεώνουν να γίνει μη-μισθωτός/ή, στους φροντιστηριάρχες, τους ιδιοκτήτες των σύγχρονων περιπτέρων και τους ηλεκτρολόγους, -όλοι αυτοί μαζί). Αν είναι να μην πληρώσουν οι αστοί και οι μικροεπαγγελματίες, η μεσαιωνικού χαρακτήρα κατάταξη σε ασφαλιστικές κατηγορίες (με πολύ από το μέλλον μέσω της επιλογής της ελεύθερης κατάταξης) γίνεται το σύγχρονο παρόν∙ και το ποσοστό του 20% επί των ασφαλιστικών εισφορών που ίσχυε ως και το 2019 είναι χαράτσι και δήμευση, κι ας είναι το ποσοστό αυτό λίγο περισσότερο από το 16% που πλήρωνε ο μισθωτός της μερικής απασχόλησης με 580 μικτές αποδοχές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχει καταλάβει τι γίνεται (πέρα από γενικολογίες, δεν έπεσε στην αντίληψή μου καμιά παρέμβαση, κομματική ή συνδικαλιστική που να έπιασε έστω και λίγο το τι γίνεται στη χύτρα της κοινωνικής ασφάλισης) έδιωξε τον Κατρούγκαλο για να δείξει πόσο συναινεί σε αυτό που γίνεται προσδοκώντας κι εγώ δεν ξέρω τι. Το «ΜΕΡΑ 25-Συμμαχία για τη Ρήξη» επέδειξε τον αντιμνημονιακό του ορθολογισμό πετώντας την μπάλα στο γήπεδο της προηγούμενης δεκαετίας, με τον Βαρουφάκη να λέει ότι ο Κατρούγκαλος είπε «αυτό που ξέρουν όλοι οι μνημονιακοί, αλλά που το κρατούν επτασφράγιστο μυστικό προ των εκλογών. Είτε με ΝΔ, είτε με ΣΥΡΙΖΑ είτε με κάποιο συνδυασμό ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, έρχονται μέτρα. […]Κράτος, ασφαλιστικά ταμεία και ιδιωτικός τομέας βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά στη μαύρη τρύπα της πτώχευσης». Όσο για το ΚΚΕ, ως συνήθως, δεν μπόρεσε να βρει διαφορές ανάμεσα στην εισφοροδότηση επί ΣΥΡΙΖΑ (με βάση το εισόδημα) και επί ΝΔ (με βάση και εθελοντική ένταξη σε κατηγορίες), πέταξε την μπάλα σε κάποιο γήπεδο του μέλλοντος και έδειξε ότι εντάσσει τους επαγγελματίες στον εθνικό κομματικό κορμό του.

Η φράση του Κατρούγκαλου είπε αυτό που έχει γίνει πλέον αδιανόητο. Γιατί πώς λες τόσο εύκολα, στα κουτουρού, χωρίς σχέδιο και ξαφνικά, αυτό που δεν πρέπει να ειπωθεί γιατί θα αναταράξει τη διάταξη που έχει στηθεί; Μια διάταξη η οποία είναι το αποτέλεσμα της συναρμογής του μειωμένου ελέγχου των εργοδοτών, των μεταλλαγών στις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας και στη μορφή εμφάνισής τους, και της ταξικά διαφοροποιημένης κρατικής φροντίδας των εργοδοτών μέσω της οποίας έχει κάποια οφέλη και η σύγχρονη μισθωτή εργασία.

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες εργοδότες («εργοδότες-κανίβαλοι» και εργοδότες που αναγνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά καθώς εξίσου και για τους δύο ο προφανής στόχος είναι η μείωση του κόστους, η διαφοροποίησή τους είναι μόνο ηθικής τάξης) οι οποίοι (ένιωσαν ότι) είχαν εγκαταλειφθεί ή και προδοθεί από το κράτος-αγχωμένο χρεώστη της δεκ. 2010, τους οποίους η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποχρέωσε να συνεισφέρουν αναλογικά με το εισόδημά τους (φροντίζοντας τις πιο φτωχές κατηγορίες και επιβάλλοντας να πληρώσουν οι μεσαίες και μεγάλες κατηγορίες) αφήνοντας την ίδια στιγμή τον έλεγχο της αγοράς εργασίας στα μισά, είδαν επιτέλους, μετά από καιρό, μια κυβέρνηση, την κυβέρνηση της ΝΔ να τους φροντίζει (όπως ωραία λέει μια φίλη). Τους φρόντισε σκανδαλωδώς ή δικαιολογημένα στην πανδημία, τους φρόντισε και μετά: μέσω προγραμμάτων της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) εδώ και τρία χρόνια, το κράτος προσφέρει σε κάθε επιχείρηση δώρο έναν εργαζόμενο για ένα εξάμηνο με πληρωμένο το 100% του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους από το κράτος. Επίσης, μέσω άλλου προγράμματος, κυβερνητικό δώρο το 80% του μισθού και των εισφορών.

Και αντίστροφα, η κυβέρνηση άνοιξε με αποφασιστικό τρόπο τους κρατικούς μηχανισμούς στη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου. Χωρίς να κάνει μεγάλες ή σπασμωδικές κινήσεις πλήρους ιδιωτικοποίησης οι οποίες θα προκαλούσαν πιθανά αντιδράσεις, επέλεξε την άρθρωση του δημόσιου και του ιδιωτικού κεφαλαίου στη διαχείριση των κρατικών μηχανισμών. Η ιδιωτικοποίηση των κρατικών μηχανισμών δεν αφορά μόνο τα μέρη του που τεμαχίζονται και αποδίδονται στην κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά και επιπλέον: (α) στην αφομοίωση της λογιστικής και παραγωγικής λογικής του ιδιωτικού τομέα από το κράτος και (β) στην εισαγωγή σε μεγάλο βαθμό των επισφαλών σχέσεων εργασίας σε διάφορους κρατικούς τομείς (απασχόληση με μπλοκάκι, με τίτλο κτήσης, κ.λπ.).

 

      5. Η απόλαυση και το υστερόγραφο

Το κράτος που δημιουργεί η ΝΔ δεν είναι «ο εμψυχωτής, ο προωθών ένα πλήθος ανεξάρτητων δρώντων συντελεστών και δυνάμεων, [δεν είναι το κράτος] που ασκεί μόνον σε περιορισμένο βαθμό τις δυνάμεις του» (Rose 2000: 323-324). Δεν παρεμβαίνει άμεσα στην οικονομία για να οργανώσει την παραγωγή, αλλά δεν είναι και το νεοφιλελεύθερο κράτος που ρυθμίζει απλώς και μόνο το πλαίσιο δράσης των συντελεστών της αγοράς και των υποκειμένων. Η κυβέρνηση της ΝΔ φρόντισε εξατομικευμένα τις επιχειρήσεις και έτσι οικοδόμησε με άμεσο και ευθύ τρόπο μια σχέση εμπιστοσύνης με την επιχειρηματική τάξη κάθε οικοδομικού τετραγώνου. Μια σχέση εξατομικευμένης εμπιστοσύνης η οποία διαχύθηκε στο σύνολο του πληθυσμού, μέσω της ταυτόχρονης άσκησης πολεμικής κατά της δημόσιας διοίκησης (εντός αυτού του πλαισίου μπορεί να κατανοηθεί και η ικανότητα απορρόφησης της κοινωνικής έκρηξης κατά της κυβέρνησης μετά το δυστύχημα στα Τέμπη: μετά τις πρώτες άστοχες δηλώσεις, η μετακύλιση της ευθύνης από την κυβέρνηση στις χρόνιες «παθογένειες» της διοίκησης απορρόφησε τα αντικυβερνητικά συναισθήματα). Αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο του δεσμού της ΝΔ με τη μεγάλη και μικρή αστική τάξη (αν επιλέξουμε να κάνουμε αυτόν διαχωρισμό) και τους επιτηδευματίες μικροαστούς, και όχι απλώς η αναμενόμενη προνομιακή σχέση της με τους μεγάλους καπιταλιστικούς οίκους.[14]

Η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε πολιτική εργασιακών και ασφαλιστικών σχέσεων έχοντας ορατότητα του πεδίου. Κατάφερε να καθορίσει το στρατηγικό έδαφος και τα επίδικα αντικείμενα της δράσης των συντελεστών της αγοράς, κατά τέτοιο τρόπο που, ενώ την ίδια στιγμή ασκούσε άγρια ταξική πολιτική, πρόσφερε τη δυνατότητα πρόσδεσης των εργαζομένων και των ανέργων σε αυτή τη στρατηγική. Εντέλει κατάφερε να ορίσει τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι, τι είναι αλήθεια και τι δεν είναι. Για να είμαι ακριβής, δεν είναι η κυβέρνηση της ΝΔ που όρισε τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι. Η κυβέρνηση της ΝΔ ήταν ένας σχηματισμός ο οποίος συντονίστηκε με άλλους σχηματισμούς (καθεστώς κεφαλαιακής συσσώρευσης, ταξικά συμφέροντα και συγκρούσεις, φιγούρες υποκειμενικοτήτων, συναισθηματικές διαθετικότητες). Μέσα από αυτόν τον συντονισμό παράγεται ο καιρός μας: Το τι μπορεί να είναι ορατό και το τι και πως μπορεί να ειπωθεί. Προφανώς, όλο αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προθετικής συνείδησης της κυβέρνησης, αλλά η αποστράγγιση, η ιζηματοποίηση του αποτελέσματος των συγκρούσεων της προηγούμενης δεκαετίας. Μέσα σε αυτό τον καιρό ο Μητσοτάκης μπορεί και κολυμπά εύκολα, μαζί με το ρεύμα, να παγιώνει και να επεκτείνει δυναμικές, να αλλάζει ρυθμούς. Αυτό το ζήτημα είναι μεγάλο, και δεν είναι το κύριο αντικείμενο του άρθρου. Στόχος αυτού του άρθρου, μέσα από τη διερεύνηση της ειδικής σχέσης που έχει εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση της ΝΔ με τον πληθυσμό και τους συντελεστές της οικονομίας, και απ’ ό,τι φαίνεται σκοπεύει να εμπεδώσει και να προεκτείνει, είναι να δείξει ότι δεν θα έπρεπε να είχαμε πέσει από τα σύννεφα με τη μεγάλη νίκη της ΝΔ και ότι δεν είναι η χειραγώγηση των ΜΜΕ η αιτία γι’ αυτήν.

Όλα τα παραπάνω ίσως να μοιάζουν ότι αφορούν μια διοικητική ιστορία του παρόντος, μακριά από το γενικό πλάνο των ιδεολογικών διαφορών και των πολιτικών συγκρούσεων. Όμως, αυτή η διοικητική ιστορία αργού ρυθμού, οι μετατοπίσεις της λογικής των κρατικών μηχανισμών που επιβάλει ανά καιρούς η πολιτική εξουσία (ως μέρος δυνάμεων εξωτερικών προς αυτή), και οι συνακόλουθες μετατοπίσεις στις εκφράσεις των δεσμών του πληθυσμού/ατόμου με το κράτος παράγουν μετατοπίσεις στις πρακτικές των υποκειμένων οι οποίες με τη σειρά τους σχετίζονται με αναπαραστάσεις για τη σχέση των υποκειμένων με την «πόλη», τον δήμο, την πολιτική. Είναι αυτές οι πρακτικές που καθορίζουν τον διαρκή τρόπο με τον οποίο προσέρχονται τα υποκείμενα στη σχέση τους με την πολιτική της κεντρικής σκηνής, που τα προετοιμάζουν για τις πολιτικές αναπαραστάσεις, που δηλητηριάζουν τους ιδεολογικούς μανδύες.

Με βάση αυτή την οπτική, η επίκληση γενικευτικών ιδεολογικών αναπαραστάσεων και διαφορών δείχνει την αδυναμία κατανόησης των πεδίων δράσεων εντός των οποίων προετοιμάστηκε η πιθανότητα κατίσχυσης της ΝΔ.

Η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε πολιτική κρατικού αυταρχισμού και επιδόθηκε σε κατάφωρες αδικίες και προνομιακές μεταχειρίσεις. Τέτοιες πολιτικές επιτείνουν τον φόβο του κράτους και την απόσταση ανάμεσα στο κράτος και τον πληθυσμό. Όμως, παράλληλα, η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε μια τέτοια κρατική πολιτική η οποία, σε αντίθεση με τη συνήθη εικόνα του νεοφιλελευθερισμού, ήταν προσανατολισμένη στο να μικρύνει την απόσταση ανάμεσα στη διοίκηση και τον πληθυσμό, να μικρύνει την απόσταση ανάμεσα στη διοίκηση και σε κάθε μικρή επιχείρηση, ασκώντας ταυτόχρονα πολεμική έναντι της δημόσιας διοίκησης. Άσκησε, συνεπώς, μια κρατική πολιτική η οποία δημιουργούσε σχέσεις εγγύτητας με τον πληθυσμό, ενώ την ίδια στιγμή ήταν μακριά, αραιοποιώντας τους κρατικούς μηχανισμούς και παρέχοντας ταξικά διαφοροποιημένη μέριμνα και υποβαθμισμένες παροχές στον πληθυσμό.

Πολλές φορές πριν τις εκλογές μιλούσαμε για τη βουβή αντίδραση της κοινωνίας σε ό,τι συνέβαινε. Σκεφτήκαμε ότι ίσως να ήταν η έκφραση μιας κουρασμένης απόστασης από τις αναίσχυντες πράξεις και τα λόγια της κυβέρνησης. Αλλά προέκυψε ότι μάλλον ήταν μια ένθερμη συμφωνία. Ίσως αυτή η ένθερμη συμφωνία με το αναίσχυντο να ήταν σιωπηλή γιατί, μετά από δέκα χρόνια κριτικών φωνών, αλλά και φωνασκιών, τώρα ο κυβερνήτης μπορεί να μιλά και του επιτρέπεται να μιλά και να λέει την αλήθεια για οτιδήποτε λέει, καθώς είναι αυτός που προσφέρει «Δουλειές ξανά»∙ κι εμείς μπορούμε να κοιτάμε αλλού και να κάνουμε «Δουλειές ξανά».

Φαίνεται ότι τα τελευταία αυτά χρόνια ήταν το υστερόγραφο μιας περιόδου που ξεκίνησε το 2008. Εξάλλου οι μακροχρόνιες περίοδοι κοινωνικής εξέγερσης, πολιτικών επινοήσεων και μεγάλης εκλογικής δύναμης των αριστερών κομμάτων αποτελούν εξαιρέσεις, και εμείς είχαμε το προνόμιο να ζήσουμε σε μια τέτοια περίοδο και να ζήσουμε τον φόβο της αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, τον φόβο των ήσυχων πνευματικών ανθρώπων που γινόταν «μίσος για τη δημοκρατία», τον φόβο του ιερατείου, φόβοι δικαιολογημένοι ή όχι δεν έχει σημασία, γιατί ήταν πραγματικοί φόβοι. Και είχαμε το προνόμιο γιατί εντέλει το κύριο ερώτημα δεν είναι «αν έχουμε δίκιο να επαναστατούμε», ούτε «αν είναι ανώφελο να εξεγείρεσαι;» (Φουκώ), αλλά το σπινοζικό ερώτημα γιατί οι άνθρωποι «να μάχονται για τη δουλεία τους σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους».

Βιβλιογραφία

Γαβριηλίδης, Α. (2023), «Νίκη Γκάτσου», Nomadic Universality, 27.5.2023.

Eμμανουηλίδης, Μ. (2013), «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος», σε Εμμανουηλίδης, Μ. και Α. Κουκουτσάκη, Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: Futura, 15-100.

Emmanouilidis, M. (2015), «The Temporal Modality of Financialization and the Indebted Subjectivity. Searching for Ruptures», Phàsis, 3: 129-143.

Εμμανουηλίδης, Μ. (2017), «Χρέος, χρόνος της χρηματιστικοποίησης και διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Κριτική του homo debitor», αλήthεια, τ. 9: 187-204.

Εμμανουηλίδης, M. (2022), «Ποιος ασχολείται με την κοινωνική ασφάλιση;», alterthess, 17.2.2022.

Εμμανουηλίδης, Μ. (2022), «Μεταπειθαρχική φυλακή, κυβερνολογική και κρατική επισφάλεια. Σχόλια με αφορμή το βιβλίο: Η πειθαρχία και τα όριά της στην ελληνική φυλακή», Θέσεις, τ. 159: 85-108.

Ewald, F. (2000), Ιστορία του κράτους πρόνοιας, Αθήνα: Gutenberg.

Κοσμάς, Π. (2023), «Το μπλοκ των «ικανοποιημένων» και η… απιστία της μεσαίας τάξης», Εφημερίδα των Συντακτών, 23.5.2023.

Λιάκος, Α. (2016) [1993], Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου: Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Rose, Ν. (2000), «Government and control», British Journal of Criminology, 40: 321-339.

Σωτηρόπουλος, Δ.Π., Γ. Μηλιός και Σ. Λαπατσιώρας (2019), Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: angelus novus.

Φουκώ, Μ. (2008), «Ένα πεπερασμένο σύστημα αντιμέτωπο με ένα αίτημα που δεν γνωρίζει όρια» [συζήτηση για την κοινωνική ασφάλιση], σε Μάτι της εξουσίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας/Περάσματα, 321-350.

Veyne, P. (2005), «When the individual is fundamentally affected by the power of the State», Economy and Society, 34.2: 345-355.

Ψαρράς, Δ. (2023), «Η ‘ασύμμετρη απειλή’ της δεξιάς κυριαρχίας», Εφημερίδα των Συντακτών, 24.5.2023.

[1] Άρχισα να γράφω το κείμενο αυτό μετά από συζητήσεις με τον Άκη Γαβριηλίδη, την Χριστίνα Γιαννούλη και την Μήττα Κατερίνα∙ στο τέλος του, ο διάλογος συνεχίστηκε. Οφείλω να τους ευχαριστήσω.

[2] Ο Π. Κοσμάς (2023) σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών έδειξε τον θετικό ρόλο της σχέσης κράτους και οικονομίας στη νίκη της ΝΔ. Όμως, εξετάζει αυτή τη σχέση εξωτερικά, κυρίως με οικονομικούς όρους. Σε αυτό το άρθρο προσπαθούμε να δούμε μια άλλη διάσταση της σχέσης κράτους και πληθυσμού/ατόμου, πιο κρυφή, πιο σιωπηλή και αργή η οποία ενσωματώνει και την εξωτερική διάσταση.

[3] Το χωρίο από το Ά. Γαβριηλίδης (2023) με αφορμή την καλή επίδοση του κόμματος «Νίκη» έχει μεθοδολογικό χαρακτήρα: «Πολλά από τα θέματα που συνδυάζονται τώρα σε αυτό το νέο αμάλγαμα που φιλοδοξεί να διαδραματίσει πολιτικό ρόλο υπήρχαν διάχυτα και κυκλοφορούσαν […]. Χωρίς πάντοτε να αυτοπαρουσιάζονται, ή να γίνονται αντιληπτά από τους άλλους, ως ‘ακροδεξιά’.

Τα θέματα αυτά δεν εμφανίστηκαν τώρα. Ίσως τώρα επιχειρείται να αρθρωθούν σε μία νέα, σχετικά (αλλά όχι απόλυτα) ευσταθή ισορροπία με βάση ένα νέο κυρίαρχο σημαίνον.

Δεν εννοώ ότι αυτό είναι κάτι αδιάφορο, ή ότι αποτελεί μια επιφανειακή απλώς αλλαγή. Είναι όμως μία ενδεχομενική εξέλιξη. Ό,τι συναρμολογείται, μπορεί να αποδομηθεί, να αποσταθεροποιηθεί. Ή ίσως αποδομείται ήδη τη στιγμή που συγκροτείται».

[4] Για παράδειγμα, το ερώτημα που κυκλοφορούσε το 2019 μετά τη νίκη της ΝΔ, «μα πώς μπορεί ο κόσμος να ξέχασε τι έκανε η ΝΔ στην πρώτη εποχή των μνημονίων;», θα μπορούσε να απαντηθεί μέσω αυτής της μεθόδου αναδρομικής επανεκκίνησης η οποία θα οδηγούσε πιθανά σε μια επανανάγνωση της περιόδου 2010-2015. Αυτή η αναδρομική ανάγνωση είναι παραγωγική καθώς επιτρέπει αφενός να αναδειχθούν στρώματα της εμπειρίας τα οποία δεν ήταν ορατά, αλλά και να δούμε τις επανανοηματοδοτήσεις των πολιτικών πρακτικών μιας περιόδου σε διαφορετικές πολιτικές συγκυρίες.

Αυτός ο τρόπος ανάγνωσης θεωρεί ως δεδομένη τη ρευστότητα των πολιτικών ταυτοτήτων (προκείμενη θέση η οποία δεν είναι θέμα επιλογής ή αρεσκείας, αλλά προϋποθέτει την απαραίτητη αναγνώριση του ειδικού καθεστώτος ιστορικότητας του καιρού μας).

[5] Σε αντιδιαστολή με την σημερινή κυβερνητική λογική, αξίζει ίσως να σημειωθούν τα παρακάτω: Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε δείγματα καλού αστικού τεχνοκρατισμού εγκαταλείποντας ήδη από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του τη διερεύνηση μιας άλλης, εναλλακτικής κυβερνο-λογικής (δεν αναφέρομαι στις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις σε σχέση με το μνημόνιο, αλλά στη λογική της διακυβέρνησής του).

Η αναζήτηση μιας διαφορετικής πολιτικής εμπειρικότητας θα μπορούσε να οδηγήσει πιθανά στη συγκρότηση μιας θερμής συμμαχίας κυβέρνησης και πληθυσμού. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ορθή εισαγωγή και η άμεση απόσυρση της κριτικής της αριστείας από τον Α. Μπαλτά. Δεν είναι τυχαίο ότι η αριστεία αποτέλεσε τη λέξη γύρω από την οποία δέθηκε η πολιτική της ΝΔ. Απ’ την άλλη, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα ειδικά επίδικα του καιρού εκείνου. Ο τεχνοκρατισμός του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν αναμενόμενο δεν ‘αναγνωρίστηκε’, ενώ αναγνωρίζεται η μερικότητα της ΝΔ (η ταξική μονομέρειά της για παράδειγμα) καθώς μπορεί να την εντάσσει στο μη-μερικό. Η αριστερά όμως, συνεχίζει να επιμένει ορθολογικά, όπως δείχνει το σύνθημα του ΜΕΡΑ 25-Συμμαχία για τη Ρήξη περί οικονομικού ορθολογισμού.

[6] Προκειμένου να τονιστεί η διαφορά της σχέσης κράτους-πληθυσμού την εποχή της κρίσης, με τη σχέση που εγκαθιδρύει η κυβέρνηση της ΝΔ, παραθέτω: «Με την κρίση, η διαδικασία συρρίκνωσης του προνοιακού ρόλου του κράτους επιταχύνθηκε. […]Η χρηματοπιστωτική κρίση μετατράπηκε γρήγορα σε δημοσιονομική και το κράτος μετέφερε το κόστος της κρίσης στον πληθυσμό, ιδιαίτερα στον πληθυσμό της εργασίας. […]Ο πληθυσμός ανέλαβε το βάρος της κρίσης, και σε πρώτο χρόνο αυτό το βάρος ήταν ηθικό. Η δημοσιονομική κρίση έγινε ηθική κρίση της κοινωνίας: ενοχή της κατανάλωσης, ενοχή του πλεονασματικού εαυτού των τελευταίων δέκα ετών, ενοχή για την «παρασιτική οικονομία», για τον «εθισμό» στην πρόνοια και την πελατειακή εξυπηρέτηση. [Η επιβαλλόμενη στρατηγική ανασυγκρότησης των όρων ζωής και εργασίας του πληθυσμού γινόταν με την παράδοξη τακτική] της βίαιης και σπασμωδικής κίνησης αποκρατικοποίησης της κοινωνίας με την άσκηση [κυριαρχικών] τεχνικών και μεθόδων που παραπέμπουν στην κρατικοποίηση της κοινωνίας.

[…]Αλλά ο συνδυασμός της παρατεταμένης παρουσίας της κρίσης και της απόσπασης του πλούτου της κοινωνίας ως βασική πολιτική διαχείρισης της κρίσης, αντέστρεψε το βέλος του παρασιτισμού. Πλέον, ήταν το «ανίκανο και διεφθαρμένο» κράτος που παρασιτούσε σε βάρος της κοινωνίας. Η ηθική κρίση του πληθυσμού μετατράπηκε σε ηθική κριτική του κράτους και του πολιτικού προσωπικού. Κάνοντας μια μερική και σχηματική ανάγνωση των λόγων που αναπτύχθηκαν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στη βάση της, η ηθική κριτική του κράτους από τον πληθυσμό σχετιζόταν με την άρση εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα της Διοίκησης: Την άρση εμπιστοσύνης στην ικανότητα του κράτους να θέτει τους σωστούς κανόνες λειτουργίας τού πληθυσμού και των οικονομικών πραγμάτων της χώρας και να προνοεί για τον πληθυσμό και το μέλλον του.

[…]Η ηθική κριτική αναμείχθηκε με τις δράσεις αντίστασης στη μεταφορά του βάρους της κρίσης στην κοινωνία που είχαν ήδη αναπτυχθεί, έγινε λόγος ανυπακοής και συνολικής απόρριψης της πολιτικής τάξης των τελευταίων τριάντα ετών και του πολιτικού προσωπικού. Διαχύθηκε σε όλη την κοινωνία και εκφράστηκε κυρίως στο συμβάν της Πλατείας το καλοκαίρι του 2011» (Εμμανουηλίδης 2013: 51-58).

[7] Η σύγχρονη διακυβέρνηση του χρέους δεν έχει να κάνει με μια κυριαρχική σχέση πιστωτή-οφειλέτη. Σε αντίθεση με την δημοφιλή τότε θέση του M. Lazzarato η σχέση πιστωτή-οφειλέτη είναι δυναμική: «Ο οφειλέτης μετακινείται, αλλά και η διαρκής απειλή του πιστωτή μετακινείται εξίσου. Δημιουργείται ένας μετακινούμενος χώρος όπου οι δυνάμεις βρίσκονται σε διαρκή σχέση συνύπαρξης, έντασης-αντιπαλότητας. Ο ένας προσπαθεί να εγκλωβίσει και να αποφύγει τον άλλον. Και μαζί μετακινούνται, και έτσι ορίζονται συνεχώς μετακινούμενες συνοριακές γραμμές. Ένα μετακινούμενο πεδίο μεταβαλλόμενων δυνάμεων χωρίς προδιαγεγραμμένους κανόνες» (Εμμανουηλίδης 2017: 197).

«Στον καιρό μας, η εξουσία του χρέους δεν βρίσκεται στη λογιστική του. Αυτό που συνεχώς εγγράφεται και επανεγγράφεται είναι η εισπραξιμότητα του χρέους δια της διαρκούς αξιολόγησης της παραγωγικής ικανότητας του οφειλέτη. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η αποπληρωμή του χρέους, αλλά η εισπραξιμότητά του, η δυνατότητα πληρωμής, δηλαδή διαρκούς παραγωγής» (Emmanouilidis 2015: 138-139).

[8] Ακόμη, η παρέκκλιση της εξουσίας μπορεί να προεκταθεί ακόμα περισσότερο προς μια ενδιαφέρουσα κατεύθυνση: «Αυτό που ‘ξέρουμε από παλιά’ είναι η εξουσία ως ικανή να κηρύσσει την κατάσταση εξαίρεσης (Σμιττ/ Αγκάμπεν). Αυτή η εξαίρεση παγίως γινόταν αντιληπτή ως επιβλαβής, αν όχι θανατηφόρα για τους εξουσιαζομένους (έτσι την διάβασαν όσοι επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν πρακτικά τη θεωρία του Αγκάμπεν, περιλαμβανομένου και του εαυτού του). Η παρέκκλιση [στην οποία αναφέρεται το κείμενο] είναι παραγωγική (με την ευρεία αλλά και με τη στενή, οικονομική έννοια του όρου) και ευνοϊκή για (κάποιους από) τους εξουσιαζομένους» (Ά. Γαβριηλίδης, «mail στον γράφοντα, 15.6.2023).

[9] Ο στερεότυπος λόγος κατά των δημοσίων υπαλλήλων και της Δημόσιας Διοίκησης είναι οριζόντιος. Εξίσου αριστεροί/ές και δεξιοί/ές, πνευματικοί και μη-πνευματικοί άνθρωποι (sic), δικαίως ή αδίκως, εκτοξεύουν τις πιο φθηνές κοινοτυπίες ή, στο πιο πνευματικό στυλ επικαλούνται το όνομα του Κάφκα με το παραμικρό αν δεν γίνει η δουλειά τους. Βέβαια, σε αντιδιαστολή, η επίδειξη καθυπόταξης στα πρόσωπα και τις διαδικασίες των θεσμών του χρήματος είναι αξιοπρόσεκτη.

[10] Για το παράδειγμα του κράτους-πρόνοιας του 20ού αιώνα: «Η λογική της ασφάλισης, που είναι μια λογική αμοιβαιότητας, της σύμβασης, στην οποία κανένας δεν είναι τρίτος για τον άλλο, επιτρέπει να εγκαθιδρυθούν σχέσεις, ανταλλαγές, ισοδυναμίες εκεί όπου, αντίθετα, η προβληματική της ευθύνης διαιρεί, φέρνει σε αντίθεση, περιχαρακώνει» (Ewald 2000: 363).

[11] Στο άρθρο «Ποιος ασχολείται με την κοινωνική ασφάλιση;» (2022) καταγράφεται συνοπτικά η σημερινή κρατική λογική των κοινωνικών ασφαλίσεων ως τόπος ορατότητας των εργασιακών σχέσεων∙ ο σημαντικός ρόλος του τρόπου ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων (ίδρυση ΕΦΚΑ) στη διάχυση της μορφής εμφάνισης της σχέσης μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου στα ονόματα του εργαζόμενου-εργοδότη, του εργοδότη μισθωτού εργαζόμενου, του οιονεί μισθωτού (νομική μορφή ΙΚΕ όπου οι εργαζόμενοι γίνονται εταίροι, τίτλος κτήσης, ασφάλιση με δελτίο παροχής υπηρεσιών όπου οι μισθωτοί μετατρέπονται σε αυτοαπασχολούμενους-οιονεί μισθωτούς, εργόσημο, μισθωτοί μέλη ΑΕ).

Αυτή η διάχυση αποτελεί το συνδυασμένο αποτέλεσμα νομικών ρυθμίσεων που ανοίγουν πεδία, αλλά και του άγχους του κράτους να ενσωματώσει το παιχνίδι δράσεων κεφαλαίου και εργασίας που ξεφεύγει συνεχώς των ρυθμίσεων. Επιπλέον, αυτή η διάχυση υποβάλλει στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών τη μετατροπή της μισθωτής σχέσης σε ροή χρήματος. Είναι ενδεικτικό από την άποψη της γλώσσας των κρατικών μηχανισμών ότι ενώ το τέως ΙΚΑ παρέμβαινε στη σχέση εργοδότη/εργαζόμενου, στον e-ΕΦΚΑ τόσο ο εργοδότης όσο και εργαζόμενος έγιναν ο/η ασφαλισμένος/η, και σιγά σιγά ο/η συναλλασσόμενος/η, ο πελάτης.

[12] Κάποια στοιχεία και για το χάος που επικρατεί εντός των διοικητικών δομών των κοινωνικών ασφαλίσεων: διάλυση διαδικασιών, αύξηση του αριθμού έκδοσης λανθασμένων διοικητικών πράξεων, αναταραχή οργανογραμμάτων, μη τήρηση αρμοδιοτήτων, άμεση εμπλοκή της διοίκησης και του υπουργείου στη διεκπεραίωση συγκεκριμένων αιτημάτων, άσκηση διοίκησης και οδηγίες για έκδοση αποφάσεων μέσω e-mail τα οποία κυκλοφορούν επισφαλώς από γραφείο σε γραφείο κατά παράκαμψη της ορθής διαδικασίας έκδοσης οδηγιών.

[13] Ο Φουκώ είχε ασκήσει κριτική, με παρεξηγήσιμο τρόπο για κάποιους/ες, στο ζήτημα της πειθαρχικής μορφής της κοινωνικής ασφάλισης (2008: 321-350).

[14] Ο Πάνος Κοσμάς (2023) ορθά σημειώνει: «Η μεγάλη αστική τάξη […] που δεν είναι απλώς κάποιοι ‘φίλοι’ ούτε ‘10 οικογένειες’ (όπως θέλει κι ένας αριστερός μύθος), αλλά πάνω από 100 μεγάλες επιχειρήσεις, που θα γίνουν πολύ περισσότερες στα επόμενα χρόνια. Από αυτή την κορυφή οργανώνεται ένα ευρύ δίκτυο υπεργολαβιών προς χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες μεσαίους και μικρομεσαίους (επιχειρήσεις και επαγγελματίες)».

Filippos Theos, Burj (2021)

Κλασσικό
υγεία,Οικονομία,Πολιτική

Να αντισταθούμε στον ναζισμό που έρχεται

του Γιάννη Κουλουκάκου

κε Πνευματικέ μου,

είμαι γιος ενός καρκινοπαθούς ο οποίος έχει φύγει εδώ και 22 χρόνια.

Ο μπαμπάς μου διαγνώστηκε με καρκίνο που λες, και μας είπαν εξαρχής ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Θα πέθαινε. Κατάφεραν όμως οι γιατροί στον Άγιο Σάββα να του δώσουν κάποιους μήνες ζωής.

Σε αυτούς τους μήνες εγώ σαν 20χρονος αντιδραστικός έφηβος που δεν είχα καμία κάψα να δείξω σε κανέναν πόσο τον αγαπώ, κατάφερα να τον πάρω αγκαλιά και να είμαι δίπλα του στο κρεβάτι όταν αυτός πονούσε και είχε παρενέργειες από τις χημειοθεραπείες. Μπόρεσα να κάτσω μαζί του και να μιλήσουμε, να παίξουμε, να δημιουργήσουμε αναμνήσεις. Ο ίδιος χαμογέλασε και πήρε δύναμη να παλέψει. Να μην φύγει με τα χέρια κάτω.

Και ναι, υπήρχαν στιγμές που έλεγα ότι δεν είχε νόημα και ότι τον ταλαιπωρούμε και δεν τον αφήνουμε να φύγει ήσυχα, Συνέχεια

Κλασσικό
Εθνικισμός,Πολιτική

«Όχι στο ξεπούλημα της Μακεδονίας», ναι στην εκπόρνευση της ελληνικότητας

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Επί όλο το διάστημα πριν τις τελευταίες εκλογές, η Νέα Δημοκρατία σιγοντάριζε –αν δεν οργάνωνε κιόλας- τις διαμαρτυρίες ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, επειδή με αυτήν υποτίθεται ότι «ξεπουλιόταν το αποκλειστικά ελληνικό όνομα Μακεδονία», ενώ στελέχη της άφηναν να νοηθεί ότι θα την καταργήσουν. Αμέσως μόλις πήρε την εξουσία, ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο έκανε στροφή 180 μοιρών και εργάζεται ευσυνείδητα, αυτός και οι υπουργοί του, για την υλοποίηση της «προδοτικής συμφωνίας», αλλά πήρε και μία απόφαση η οποία δεν βλέπω πώς αλλιώς μπορεί να εκληφθεί παρά ως ξεπούλημα του ονόματος της Ελλάδας ολόκληρης.

Η πρόσφατη αναγγελία της κυβέρνησης ότι «πολίτες τρίτων χωρών που αποκτούν στην Συνέχεια

Κλασσικό