ρατσισμός,Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Τέχνη

Η επίθεση του Αλκίνοου είναι ό,τι χρειαζόταν για να επανεκλεγεί ο Μπέος

του Άκη Γαβριηλίδη

Ο Αχιλλέας Μπέος όλοι ξέρουμε από πού έρχεται και τι εκπροσωπεί: εκπροσωπεί την αντιδραστική εκδοχή της λαϊκής κουλτούρας (διότι, ακριβώς, υπάρχει και τέτοια· η λαϊκή κουλτούρα δεν είναι πάντα/ απαραίτητα προοδευτική-δημοκρατική). Ως ένας (ακόμη) επίδοξος έλληνας Μπερλουσκόνι, εκφράζει το πνεύμα του μικροεπιχειρηματία, του απατεώνα, του μπράβου των γηπέδων και των σκυλάδικων, μετατρέποντας όλα τα παραπάνω σε δίκτυα εκλογικής πελατείας με το κοινό του. Όπως έλεγε εγκαίρως και ο Τόνι Νέγκρι για τον προαναφερθέντα και πρώτο διδάξαντα, «είναι ένα αφεντικό, μία μορφή συλλογικού κεφαλαιοκράτη, μια λειτουργία της κεφαλαιοκρατικής διεύθυνσης της κοινωνίας, καθότι σε αυτόν επικοινωνία και παραγωγή είναι το ίδιο πράγμα (…) δεν είναι όμως φασισμός, είναι κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και πολιτική δεξιά».

Αν είναι έτσι, πώς μπορεί να αντιπαρατεθεί κανείς με επιτυχία στη συγκρότηση και την αποτελεσματικότητα αυτών των δικτύων;

Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω την απάντηση σε αυτό. Γνωρίζω όμως με βεβαιότητα ότι αυτό δεν μπορεί κανείς να το κάνει καταγγέλλοντας την «κυριαρχία του θεάματος» –όπως άλλωστε ήδη επισήμαινε στο ίδιο προ τριακονταετίας άρθρο του ο Νέγκρι- και δίνοντας συναυλίες με τραγούδια τα οποία, με όση ευρύτητα πνεύματος και να τα αντιμετωπίσει κανείς, δύσκολα θα μπορούσε να τα θεωρήσει δείγματα κάποιας «πολιτιστικής αριστεράς» που να συγκροτεί κάποιο σοβαρό αντίπαλο δέος.

Γι’ αυτό, θεωρώ ότι η πρόσφατη επίθεση του Αλκίνοου Ιωαννίδη εναντίον του δημάρχου Βόλου όχι μόνο δεν πρόκειται να τον πλήξει, αλλά αντιθέτως θα αποτελέσει βούτυρο στο ψωμί του και θα τον βοηθήσει να επανεκλεγεί.

Πραγματικά, τι είπε ο Ιωαννίδης;

Ανοίγοντας μια συναυλία του στην Αθήνα, είπε στο κοινό του:

Έρχομαι από την καταιγίδα, έρχομαι από τη λάσπη από τον ρημαγμένο παράδεισο το Πήλιο.

Έρχομαι από τη λάσπη. Τους πνιγμένους ανθρώπους, τα πνιγμένα ζώα, τα πεσμένα δέντρα. Από τις κομμένες εθνικές οδούς. Από την κομμένη, την καμένη, την πνιγμένη χώρα μας.

Έρχομαι από τον Βόλο, που ο δήμαρχος της πόλης, πριν από τρεις μέρες –ο ανεκδιήγητος δήμαρχος- ανεβασμένος σε μια μπουλντόζα, φώναζε στην ερημιά –εκεί που δεν υπήρχε άνθρωπος- «ήρθε το φαΐ και το νερό! Ελάτε να πάρετε!». Για την κάμερα, κάνοντας προεκλογικό σποτ μπας και τον ξαναψηφίσει κανείς. Έρχομαι από την χώρα που θα τον ξαναψηφίσουν, όμως. Έρχομαι από τη χώρα που ξαναψηφίζουν, δεκαετίες τώρα, όσους μας ρημάζουν.

Από ανάρτηση της Ναταλί Χατζηαντωνίου σε ΜΚΔ πληροφορούμαστε επιπλέον ότι «ο Αλκίνοος έκλεισε τη χθεσινή του συναυλία με την Πατρίδα και τον Κεμάλ».

Τι κάνει λοιπόν αυτός ο λόγος, αυτό το συναρμολόγημα ομιλίας και επιτέλεσης τραγουδιών;

Το μόνο που κάνει είναι να αναμασά το μοντέλο της δεκαετίας του 60, (το οποίο, όπως έχω εδώ και χρόνια υποστηρίξει, ήδη τότε ήταν προβληματικό), το οποίο καταγγέλλει και θρηνεί για την αναξιοπαθούσα, εν προκειμένω «την κομμένη, την καμένη, την πνιγμένη» χώρα μας που την κατατρέχουν σκοτεινές δυνάμεις και οι ντόπιοι συνεργάτες τους. Οι όποιες ιστορικές, φυσικές, κοινωνικές, πολιτικές ορίζουσες εξαερώνονται σε μία ιστορία πτώσης, εξόδου από έναν προηγούμενο παράδεισο –η ίδια η λέξη άλλωστε χρησιμοποιείται εδώ αυτούσια. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του λογοτεχνίζοντος τρόπου –κατά καμία έννοια όμως το μόνο, αφού άλλωστε το ίδιο συμπυκνώνει τις πρόσφατες τότε κατακτήσεις από το Άξιον Εστί των Ελύτη-Θεοδωράκη- είναι το παρακάτω τετράστιχο του Κ.Χ. Μύρη-Γεωργουσόπουλου:

Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο,
όνειρο καθημερνό.

Κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε
σαν δανεισμένη πραμάτεια.

Τα λόγια αυτά μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος επί δικτατορίας και τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης, ο ίδιος που, επί δημοκρατίας, δεν είχε κανένα πρόβλημα να ζητήσει τον αποκλεισμό της μαύρης μουσικής –και όσων την μεταδίδουν- με καθαρά ρατσιστικούς όρους.

Οι ρατσιστικοί όροι άλλωστε δεν λείπουν και από τα τραγούδια του Αλκίνοου, και δη, ακριβώς, αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι του το οποίο μαθαίνουμε ότι έπαιξε στο κλείσιμο: την Πατρίδα. Ακόμα ένα τραγούδι που περιγράφει την πτώση της αειπαρθένου Ελλάδος (και Κύπρου), με δυο λόγια: της φυλής και της ράτσας, στο βούρκο, εξαιτίας προδοσιών και γενικώς ανεξέλεγκτων διεθνοπολιτικών εξελίξεων. Τις οποίες ο πολύπαθος τραγουδοποιός μάς δηλώνει απλώς ότι είδε. Το μόνο συμπέρασμα που συνάγει στο κλείσιμο του τραγουδιού από αυτή την θέαση είναι ότι «δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει» –για να μην λείψει και μία διακειμενική αναφορά στο γνωστό αλυτρωτικό τραγούδι του θαυμαστή των Μητσοτάκηδων (πατρός και υιού).

Όσο για το άλλο τραγούδι, τον Κεμάλ, είναι μία τυπική για τον στιχουργό του επανεδαφικοποίηση –στο έδαφος της νεκροφιλίας, της ηρωικής θυσίας και του οριενταλισμού- ενός τραγουδιού που ο συνθέτης του (Χατζιδάκις) είχε γράψει αρχικά με αγγλικούς στίχους εμπνευσμένος από ένα υπαρκτό πρόσωπο, κάποιον ζωντανό Κεμάλ, τουρκικής –και όχι βεβαίως βασιλικής- καταγωγής τον οποίο είχε συναντήσει και ερωτευτεί στη Νέα Υόρκη. Και ο οποίος δεν είχε καθόλου μεγαλομανείς μεσσιανικές φιλοδοξίες όπως ο υποτιθέμενος «απόγονος του Σεβάχ» που φαντάστηκε ο Γκάτσος.

Στην ελληνική εκδοχή του, το τραγούδι μιλάει βέβαια για μια επιδίωξη να «αλλάξει ο κόσμος» που είναι άδικος εις βάρος των βεδουίνων με το «άδειο κεμέρι». Πλην όμως: α) η εξέγερση αυτή είναι εκ των άνω, καθαρά ατομική, που την αναλαμβάνει κάποιο χαρισματικό πρόσωπο «από σόι και γενιά βασιλική», ενώ οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, των οποίων τη μοίρα θέλει να αλλάξει, αρκούνται στο να τον κοιτάνε θλιμμένοι και άπρακτοι (σαν ανατολίτες που είναι). β) (και κυριότερον): η μοιρολατρία αυτή δεν χαρακτηρίζει μόνο τους φελλάχους, αλλά τελικά και το ίδιο το στιχούργημα –ή μάλλον, ορθότερα, το ηχογράφημα- ως σύνολο! Διότι στο τέλος του τραγουδιού, αφού ακουστούν όλοι οι στίχοι, έρχεται σαν ταφόπλακα, σε πρόζα, το γνωστό καταθλιπτικό μήνυμα ότι «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ».

Τι άραγε, σε αυτό το τραγούδι, μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσφορο μέσο για να αντιπαρατεθεί κανείς στον Μπέο; Μήπως το ότι είναι γραμμένο από κάποιον ποιητή και διαπνέεται από «ευγένεια» και «ευαισθησία» σε αντίθεση με τις χοντροκομμένες και άξεστες τραγουδιστικές προτιμήσεις του δεύτερου; Ας γελάσω. Ο ίδιος αυτός ποιητής είναι που έγραψε στίχους όπως «κάνε μόκο ξεκωλιάρα/ να μη φας καμιά σφαλιάρα» και που, στα πολιτικά του έργα, υπήρξε πρόδρομος της σημερινής εθνικιστικής δεξιάς και του εθνοτικού και ηλικιακού της ρατσισμού.

Από τη συμμετοχή του Τσε Γκεβάρα στους αντιαποικιακούς αγώνες της Αφρικής, είναι γνωστό ένα ανέκδοτο κατά το οποίο αυτός συνιστούσε στους αγωνιστές να συγκροτήσουν σύγχρονο αξιόμαχο στρατό, ενώ εκείνοι επαφίονταν σε ξόρκια και στους μάγους της φυλής, με αποτέλεσμα να αποδεκατίζονται από τους αντιπάλους τους. Αυτή την περιγραφή μού θυμίζει η –ανάξια του ονόματός της- «επίθεση» του Ιωαννίδη. Είναι παροιμιώδης αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ανατρέψει μία εδραιωμένη εξουσία όπως αυτή του Μπέου, μια κοινωνική, πολιτική, οικονομική και πολιτισμική δεξιά, τραγουδώντας λόγια αυτολύπησης και παραίτησης. Και μάλιστα παραίτησης από ένα σκοπό που ήδη ο ίδιος είναι φτιαγμένος με τα ίδια –και ενίοτε χειρότερα- εθνικιστικά υλικά. Το πιθανότερο –δηλαδή το σχεδόν σίγουρο- είναι ότι θα δώσει μία μοναδική «πάσα» στον Μπέο να βάλει γκολ σε κενή εστία, να δώσει ακόμη μία παράσταση και να τρελάνει το δικό του κοινό παίζοντας το χαρτί του «λαϊκού παιδιού» που μπορεί να έχει ταπεινή ταξική καταγωγή, αλλά «έχει επαφή με τα πράγματα» και, αντί να γκρινιάζει, λύνει τα προβλήματα του κόσμου, σε αντίθεση με κάποιους «φλούφληδες» που ονειροβατούν και πουλάνε ανωτερότητα.

Αυτό άλλωστε, με αφοπλιστική αφέλεια –αν όχι κυνισμό-, και με μοιρολατρία ισάξια του Γκάτσου, το παραδέχεται ο ίδιος ο Ιωαννίδης, διακηρύσσοντας ότι «έρχεται από την χώρα που θα τον ξαναψηφίσουν, όμως. Έρχεται από τη χώρα που ξαναψηφίζουν, δεκαετίες τώρα, όσους μας ρημάζουν».

Φοβάμαι λοιπόν ότι και στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές θα σπάμε το κεφάλι μας και θα αναρωτιόμαστε γιατί δεν καταλάβαμε τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε, τι συνέβαινε στην κοινωνία και γιατί δεν μας άκουγε.

Εκτός βέβαια και αν δεν κάνουμε ούτε καν αυτό και κλειστούμε μαζοχιστικά στην αυτάρκη ανωτερότητά μας απέναντι στην «χώρα» που δεν αλλάζει ποτέ και «δεκαετίες τώρα» κάνει κακές επιλογές.

Μακάρι να διαψευστώ.

AAAABQ2gTdcx1fc5Mf_HB0_e50xa7Xe2sUT1tUmTSTlNzAStnk758pLTQ-AL78xlnvncb0JEWmE98UOiQi8Crz4TuZsmOaXqTbQNgk9p

Κλασσικό

6 σκέψεις σχετικά με το “Η επίθεση του Αλκίνοου είναι ό,τι χρειαζόταν για να επανεκλεγεί ο Μπέος

  1. nk's avatar Ο/Η nk λέει:

    Απέναντι στη διαδικασία απο-πολιτισμού που προάγει η αντίδραση,η παρέμβαση του Αλκίνοου είναι ίσως μάταιη αλλά παραμένει συγκινητική κι έχει τη σημασία της

    Μου αρέσει!

      • Α.Γ.'s avatar Ο/Η Α.Γ. λέει:

        Δεν είναι μόνο αυτό.
        Στόχος μου δεν ήταν να σκηνοθετήσω μία αντίθεση ανάμεσα στη «συγκίνηση» και … (και τι άραγε; την ψυχραιμία;), για να πω ότι η πρώτη είναι κακή και η δεύτερη καλή.
        Η συγκίνηση από μόνη της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Εξαρτάται με τι συγκινείται κανείς.
        Ο Μπέος και αυτός ποντάρει στη συγκίνηση. Δεν ποντάρει στον «απο-πολιτισμό», αλλά σε ένα συγκεκριμένο είδος πολιτισμού.
        Αναλύω διά μακρών ότι η συγκίνηση στην οποία ποντάρει ο Αλκίνοος συνδέεται και αυτή, σε μεγάλο βαθμό, με αντιδραστικά σημαίνοντα, τα οποία απλώς συνηθίσαμε να θεωρούμε προοδευτικά λόγω κεκτημένης ταχύτητας.

        Μου αρέσει!

  2. Νάσια Κούτρα's avatar Ο/Η Νάσια Κούτρα λέει:

    Μια ένσταση για το αν είναι “αλυτρωτικό” το Τσάμικο. Αντιγράφω από αφιέρωμα της Νέας Εστίας, 2019, στον Σαββόπουλο – από δοκίμιο του Δ. Καράμπελα με τίτλο “Ο Διονύσης Σαββόπουλος και το αδύνατο του πατρικού λόγου”:
    “Στο «Τσάμικο», μέσα σε μόλις δύο λεπτά, το νόημα συνεχώς γλιστράει, «φεύγει κι έρχεται», ελεύθερα κι απρόβλεπτα, απ’ τον εσωτερικό μονόλογο ενός επαρχιώτη βγαλμένου από κάποιο αφήγημα του Γιώργου Ιωάννου στην απάντηση ενός αμφισβητία της δεκαετίας του εξήντα στον «Τσάμικο» του Χατζιδάκι και του Γκάτσου και στην ιδεολογία της γενιάς του τριάντα∙ δημιουργεί ένα ισοδύναμο του μέγιστου Σολωμικού μαθήματος – «κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή άλλο πράμα)» στο «Ζήτω η Ελλάδα/και κάθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό» ή μετατρέπει τον πανηγυρικό ενός εθνικόφρονα γυμνασιάρχη σε πένθος για έναν παλιό κόσμο που αργοπεθαίνει∙ περιδιαβαίνει τις πλατείες Διοικητηρίου, Ναυαρίνου κι Εξαρχείων στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, κι επικαλείται τους φίλους του τραγουδοποιού Τάκη Σιμώτα και Πέτρο Δήτσα, Αλέξη Κυριτσόπουλο και Άγγελο Ραζή, ή οικειοποιείται τον υπόγειο ήχο των κλαρίνων της Ομόνοιας. Φίλοι κι εχθροί μπορούν να επιλέξουν τον μερισμό αυτής της εμπειρίας και ν’ ακούσουν το ίδιο τραγούδι ως εθνικιστικό λογύδριο ή ενθουσιώδη ποίηση ή μια ιδιοφυή σύνθεση μνήμης κι ελπίδας – ν’ αναζητήσουν, δηλαδή, μέσα του έναν πατέρα για ν’ αγαπήσουν ή να μισήσουν. Αλλά το τραγούδι θα συνεχίσει να ξεφεύγει απ’ τις κατηγοριοποιήσεις τους επειδή ακριβώς θεμελιώνεται στο αδύνατο – στην «έρμη» εκείνη απόσταση που παραμένει το μοναδικό κέντρο του τραγουδιού – σ’ έναν διαρκή χωρισμό που δίνει «υπόσταση» σε «κάθε γιορτή του»”

    Μου αρέσει!

    • Ωραία. Αλλά η ένσταση ποια είναι;
      Η λογοδιάρροια παραπάνω δεν αναφέρει τίποτε είτε υπέρ, είτε κατά του αλυτρωτισμού.
      Το ότι «αντιστέκεται στις κατηγοριοποιήσεις» είναι ένα σόφισμα που δεν μας βοηθάει σε τίποτε. Θα μπορούσε να ειπωθεί για απολύτως οποιοδήποτε τραγούδι, χωρίς να μπορεί είτε να αποδειχθεί είτε να καταρριφθεί.
      Το τραγούδι αυτό ζητωκραυγάζει υπέρ της Ελλάδας και, αμέσως μετά, σε έναν κατάλογο ονομάτων που αραδιάζει, περιλαμβάνει το Εσκί Σεχίρ και τους Άγιους Σαράντα. Εγώ ισχυρίζομαι ότι οι αναφορές αυτές δεν αντιστέκονται καθόλου στην κατηγοριοποίηση του αλυτρωτισμού. Η προσθήκη «κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό» δεν βλέπω να αλλάζει κάτι σε αυτό.

      Μου αρέσει!

      • Νάσια Κούτρα's avatar Ο/Η Νάσια Κούτρα λέει:

        Νομίζω ότι, ακόμα και αν οι δύο αυτές αναφορές που ξεχωρίζετε, πράγματι εντάσσονται στην κατηγορία του «αλυτρωτισμού», άλλες (η πλατεία Εξαρχείων, οι φίλοι του Σαββόπουλου κ.λπ.) είναι στο τραγούδι εξίσου «Ελλάδα», οπότε το τραγούδι, όπως λέει ο δοκιμιογράφος, μετεωρίζεται συνεχώς και δεν παγιώνεται ποτέ σε ένα μονοσήμαντο νόημα. Άρα δεν μπορούμε να πούμε απλώς ότι είναι «αλυτρωτικό», αλλά εξίσου περιέχει έναν μοναχικό επαρχιώτη που νοσταλγεί την πατρίδα του, τους αγώνες της γενιάς του εξήντα, τις πλατείες Ομονοίας κι Εξαρχείων του ογδόντα κ.λπ. Δεν καθηλώνεται σε ένα και μόνο σημαίνον, κάπως έτσι το καταλαβαίνω. (Γιατί λογοδιάρροια; εμένα μού άρεσε το καλογραμμένο αυτό απόσπασμα, μού εξήγησε το γιατί μπορεί μεν να διαφωνώ ιδεολογικά με τον ύστερο Δ.Σ. αλλά πάντα βρίσκω στο έργο του κάτι πολύ παραπάνω από τα επιμέρους στοιχεία που το συνθέτουν).

        Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Γιακουμής Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.