του Άκη Γαβριηλίδη
Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά πήγαν και πάτησαν την Τροπολιτσά.
Μετά το πάτημα, κατέσφαξαν όλους τους Μουσουλμάνους (και Εβραίους) κατοίκους της, άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέρους.
Άλλα σαράντα παλικάρια, πλάσματα της φαντασίας του Νίκου Γκάτσου –λάτρη της τρισχιλιετούς ελληνικής ιστορίας, της λαογραφίας, αλλά και της διακειμενικότητας- παίξανε στα ζάρια μία μικρή για να δούνε «ποιος θα την κερδίσει». Το ερώτημα αυτό, όπως αναφέρεται στο συγκεκριμένο τραγούδι, προκάλεσε μεγάλη αγωνία –αλλά καμία απορία ή προβληματισμό- «σ’ Ανατολή και Δύση, σε κόσμο και ντουνιά».
Κανείς, ούτε ο στιχουργός ούτε οι ήρωες της ιστορίας του, δεν φαίνεται να αναρωτήθηκε: τι είδους «κέρδος» άραγε θα ήταν αυτό; Τι είδους συνήθεια, και τίνος, ήταν αυτή η πρακτική, να χρησιμοποιείται ως έπαθλο τυχηρού παιγνίου ή στοιχήματος ένα ανθρώπινο πλάσμα, και μάλιστα νεαρής –αν και μη ακριβώς προσδιοριζόμενης- ηλικίας; Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει την ίδια την «ομορφονιά» αν έχει κάποια δική της προτίμηση, μήπως τυχόν επιθυμούσε κάποιο εκ των σαράντα παλικαριών, ή –όπερ και το πιθανότερο- κανένα εξ αυτών. Και εκείνος που θα την «κέρδιζε», τι θα την έκανε;
Στο τραγούδι δεν μαθαίνουμε, διότι παρεμβαίνει το φεγγάρι, το οποίο «ζήλεψε» –ποιον και τι ακριβώς ζήλεψε άραγε; Μάλλον θα ήθελε να μετέχει και αυτό στην κλήρωση ως ένα τεσσαρακοστό πρώτο παλικάρι, ώστε να έχει περίπου 2,5% πιθανότητες να «κερδίσει» και αυτό. Επειδή λοιπόν ζήλεψε τους υποψήφιους βιαστές, αποφάσισε να … τιμωρήσει με την θανατική ποινή το παρ’ ολίγον θύμα.
Η επιλογή μιας γυναίκας –ακριβέστερα, πολλών γυναικών- να προτιμήσουν την αυτοκτονία για να μην πέσουν στα χέρια κάποιου κατακτητή, επίσης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής εθνικής μυθολογίας (όπως και πολλών άλλων). Εδώ όμως δεν πρόκειται ούτε καν γι’ αυτό. Η μικρή Ραλλού αμετάκλητα στερείται οποιαδήποτε αυτενέργεια, ακόμα και την αυτενέργεια της αυτοκτονίας. Είναι ένα βουβό και παθητικό θύμα απ’ την αρχή ως το τέλος. Αν δεν πέθαινε, δεν θα διέφερε και πολύ από ένα έπιπλο.
Ο Νίκος Γκάτσος, όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις που έγραψε τη μουσική του τραγουδιού, θεωρούνται συνώνυμα της ευαισθησίας και της ποιητικότητας. Υπάρχουν μάλιστα διάφορα κείμενα, εκπομπές, συλλογές CD κ.λπ. στα οποία αναλύεται διά μακρών πώς «εξυμνείται η γυναίκα» στο έργο τους. Ωστόσο, είναι απίστευτη η αναισθησία που χαρακτηρίζει τα λόγια του τραγουδιού αυτού, και εξίσου απίστευτο το ότι, εξ όσων γνωρίζω, κανείς –και, ιδίως, καμία- από τους συντελεστές/ συντελέστριες του παραπάνω λεκτικού σχηματισμού δεν την πρόσεξε μέχρι τώρα. Ενδεικτικά, η Αγαθή Δημητρούκα, η σύντροφος του Γκάτσου όσο ζούσε, σε σχετικό άρθρο της στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, περιέλαβε τη Μικρή Ραλλού στον ίδιο τον τίτλο και αναφέρθηκε αρκετές φορές σε αυτήν, χαρακτηρίζοντάς την «παραμύθι» ανάλογο με την Περιμπανού, όπου όπως λέει εκδηλώνεται «η ευγένεια, η χάρη και η φευγαλέα μελαγχολία» του έργου του Χατζιδάκι. Στο δε κλείσιμο, συνοψίζει τις γυναίκες στο έργο του Γκάτσου ως εξής:
Κορίτσια αμάραντα, αγάπες τρυφερές, κορίτσια της νύχτας, γλυκές μαντόνες, τρελές του φεγγαριού, καρτερικές σύζυγοι, παρηγορητικές αδερφές, τραγικές ερωμένες, γυναίκες αμίλητες, βουβές, γεμάτες προσμονή και συγχώρηση, «με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα», με ευγνώμονες αγκαλιές, θαρραλέες ψυχές και το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου, γυναικείες φιγούρες στητές, αγέρωχες, θαρρείς πως περίμεναν τον ποιητή βαλμένες στη σειρά καθ’ ύψος, σαν τα ειδώλια της Αρτεμης στο μουσείο των Συρακουσών, να διακρίνει και να τραγουδήσει τους πόθους και τα πάθη κάθε καρδιάς χωριστά (Οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Δεν φαίνεται να πρόσεξε όμως ότι τουλάχιστον η Μικρή Ραλλού δεν έχει κανέναν πόθο και κανένα πάθος για να το τραγουδήσει κανείς. Ούτε καν καρδιά φαίνεται να έχει. Είναι πράγματι μια γυναίκα –ορθότερα, ένα κορίτσι- αμίλητο και βουβό, έρμαιο των ανδρικών επιθυμιών. Είναι όμως καλό αυτό;

Προσθήκη εκ των υστέρων:
Στο κείμενο διερωτώμαι ρητορικά, ή μάλλον σαρκαστικά, «τι ζήλεψε το φεγγάρι», υπονοώντας ότι η χρήση του ρήματος αυτού δεν βγάζει νόημα.
Με βάση όμως τη συζήτηση στα σχόλια, και με βάση μια πιο προσεκτική ανάγνωση των στίχων, συμπεραίνω ότι υπάρχει μια ερμηνεία με την οποία η χρήση αυτή βγάζει νόημα. Το νόημα όμως αυτό είναι ακόμα πιο δυσοίωνο και δυσμενές για το στιχούργημα: το φεγγάρι ζηλεύει όχι τα σαράντα παλικάρια, αλλά την Ραλλού -για την «τύχη» της να την επιθυμούν σαράντα άνδρες ενώ εκείνο κανένας. Έτσι, την τιμωρεί με θάνατο για της στερήσει αυτή την αξιοζήλευτη τύχη.
To φεγγάρι ως Σελήνη ή Εκάτη είναι μια προστατευτική και ευνοΊκή για το γυναικείο φύλο θεότητα. Χάρη στην παρέμβαση του φεγγαριού, τα σαράντα παλικάρια υφίστανται μια σοβαρή ματαίωση κι έναν ολοκληρωτικό αποκλεισμό απ την απόλαυση. Με το θάνατό της, η Ραλλού γίνεται ακόλουθος του φεγγαριού και πάντως γλυτώνει από την αντρική επιθυμία. ίσως η επιθυμία του φεγγαριού για τη ραλλού να είναι κι ένα είδος ομοερωτικής επιθυμίας
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ωστόσο, στους στίχους του τραγουδιού δεν υπάρχει καμία υπόνοια που να συνηγορεί υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι η παρέμβαση του φεγγαριού είχε ως στόχο ή, έστω, ως αποτέλεσμα την λύτρωση της κοπέλας. Αντίθετα, αναφέρεται ρητά ότι οφείλεται σε ζήλεια.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Mερικές φορές το »ζηλεύω» έχει την έννοια »μ αρέσει κάτι πολύ και θέλω να το αποκτήσω» π.χ είδα αυτό το φόρεμα στη βιτρίνα και το ζήλεψα
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αυτή όμως δεν είναι μία απ’ αυτές τις φορές.
Από τους στίχους είναι σαφές ότι το φεγγάρι, ακριβώς ως θηλυκή θεότητα, ζηλεύει την «τύχη» της Ραλλούς να την επιθυμούν σαράντα άνδρες ενώ εκείνο/-η κανένας, και την τιμωρεί με θάνατο για της στερήσει αυτή την αξιοζήλευτη τύχη.
Νομίζω ότι μόνο έτσι βγάζουν νόημα οι στίχοι. Αν το «ζηλεύει» εδώ σήμαινε «θέλει να αποκτήσει», τότε το φεγγάρι απλούστατα θα αποκτούσε την Ραλλού και θα την έπαιρνε κοντά του, αφού είναι παντοδύναμο και έχει εξουσία ζωής και θανάτου. Δεν θα την σκότωνε.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
πράγματι, ερμηνεύεις σωστά.Απλά για να συνεισφέρω κάτι ακόμα, να πω ότι με αφορμή τη Ραλλού, θυμήθηκα ένα ποίημα της joyce mansour από το »κραυγες-σπαράγματα-όρνια» απ όπου έχω συγκρατήσει τον συγκλονιστικό στίχο»αγαπημένε θέλω να σε δω νεκρό», ίσως γιατί έτσι μόνο θα είσαι για πάντα δικός μου. Η εκδοχή που έδωσα ήταν επηρεασμένη απ αυτόν το στίχο
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Σαράντα ανώνυμοι ονειρεύονταν μια συγκεκριμένη (με όνομα) γυναίκα (η ερμηνεία τού «μικρή» ως «παιδί» είναι κάπως αυθαίρετη, θέλω να πω δεν είναι πλήρης, θα μπορούσε να είναι και ενήλικη ή και έφηβη, μερικές δεκαετίες πριν και έφηβες και έφηβοι (παλικάρια) παντρεύονταν. Όμως για να διαβάσουμε λίγο παρακάτω: το τραγούδι την αναφέρει ως ομορφονιά και κοπελιά, άρα δεν πρόκειται για παιδί). Και ρίχνανε ζάρια και κάναν όνειρα. Όμως αυτή η ωραία πέθανε, και τώρα κοιτάζουν το φεγγάρι και τη βλέπουν εκεί πάνω. Τώρα «τρέχει μες στο φεγγάρι», έγινε αστράκι και του λεν του φεγγαριού, γιατί μας την πήρες. Μια χίμαιρα ήταν, κι έγινε καπνός.
Αυτή η ερμηνεία είναι πιο κοντά στην ελληνική μεσαιωνική και δημοτική παράδοση. Η δική σας η ματιά βγαίνει από πολύ συγκεκριμένα γυαλιά, αποκρύβοντας ή αγνοώντας την προσέγγιση ανώνυμου / ομαδικού – επώνυμου / ατομικού στα παραμύθια και στα ιπποτικά μυθιστορήματα και στο ότι στην κουλτούρα αυτή ο άνθρωπος θεωρείται σε μεγάλο βαθμό έρμαιο της τύχης, όπως πχ τα παλικάρια εδω. Και βασίζεστε στο γεγονός ότι το τραγούδι δεν δίνει τις απαραίτητες διευκρινίσεις, για τις προθέσεις και επιθυμίες της ίδιας της Ραλλούς. Μα στους περισσότερους που το ακούν, είναι σαφές, ότι η Ραλλού δεν είναι το βασικό πρόσωπο του τραγουδιού. Ο στιχουργός δεν μπορεί να ορίσει σαν μαθηματικός όλες τις αρχικές παραμέτρους. Γιατί υποθέτει ότι το κοινό στο οποίο απευθεύνεται, μοιράζεται το ίδιο υπόβαθρο με αυτόν. Αλλά βέβαια, όταν έρθει κάποιος που είτε αγνοεί είτε αποκρύβει το υπόβαθρο αυτό, τότε μπορεί από σχεδόν οτιδήποτε να συμπεράνει σχεδόν οτιδήποτε.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
O Άκης Πάνου έλεγε ότι η παράδοση είναι ένα σούπερ μάρκετ που έχει από χαβιάρι μέχρι σκυλοτροφές (παραθέτω από μνήμης).
Η επίκληση της «ελληνικής μεσαιωνικής και δημοτικής παράδοσης» είναι κάτι τόσο ευρύ και αφηρημένο, που με βάση αυτό μπορεί κανείς να δικαιολογήσει σχεδόν οτιδήποτε.
Ο Νίκος Γκάτσος δεν ανήκει ούτε στον μεσαίωνα, ούτε στην δημοτική παράδοση. Υπήρξε μοντερνιστής (σουρεαλιστής) ποιητής, μετέφραζε Ισπανούς και Γάλλους συγγραφείς του 20ού αιώνα και ήταν ενήμερος για σχεδόν ολόκληρη την ευρωπαϊκή γραμματεία. Αντιστοίχως, το κοινό του ούτε αυτό ανήκε στον μεσαίωνα ή στην δημοτική παράδοση. Ήταν ένα κοινό του 1970 και εφεξής, που ζούσε σε μεγάλες πόλεις, με ηλεκτρικό, αυτοκίνητα, τηλεόραση και κινηματογράφο. Επρόκειτο για μία ανομοιογενή κοινωνία, με ταξικές, έμφυλες και άλλες διαιρέσεις. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το κοινό αυτό είχε με κάποιο «φυσικό» τρόπο μια ενιαία και ομοιόμορφη κουλτούρα. Ούτε ο ίδιος ο Γκάτσος αισθανόταν ότι εξέφραζε πιστά μια τέτοια ενιαία κουλτούρα. Οι περισσότεροι υμνητές του του πιστώνουν, ακριβώς, ότι κόμισε κάτι νέο και πρωτόγνωρο στο ελληνικό τραγούδι, όχι ότι αναπαρήγαγε το υπάρχον.
Αν κάποιος το 1970 κάνει αυτές τις επιλογές ανάμεσα σε όλες τις ουσιαστικά άπειρες δυνατότητες που του δίνει η «παράδοση», τότε πρόκειται, ακριβώς, για δικές του επιλογές, που τις χρεώνεται ο ίδιος, και δεν επιβάλλονται αυτόματα από κάποιο «υπόβαθρο».
Για το συγκεκριμένο: το τραγούδι λέει με σαφήνεια ότι το φεγγάρι ζήλεψε την Ραλλού για την τύχη της και διέταξε την θανάτωσή της. Δεν λέει ούτε για χίμαιρα, ούτε για καπνό. Αν ο θάνατος ήταν χίμαιρα και καπνός, κάτι άνευ σημασίας, το ίδιο μπορεί κανείς να ισχυριστεί για ολόκληρο το τραγούδι. Αλλά το τι «χίμαιρες» επιλέγει να φανταστεί κανείς δεν είναι κάτι καθόλου ασήμαντο. Είναι ένα στοιχείο που φέρνει στο φως τη φαντασία και τις φαντασιώσεις του. Και, εφόσον τις δημοσιοποιεί και τις εκθέτει στην κρίση του κοινού, είναι θεμιτό, και ωφέλιμο, να σκεφτούμε ποιες είναι αυτές οι φαντασιώσεις.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ραλλού είναι συνήθως το υποκοριστικό της Κοραλίας
Στην ιστοσελίδα green agenda διαβάζουμε για την παράξενη σχέση που συνδέει μυστηριακά την πανσέληνο με τα κοράλια
»Κατά τη διάρκεια της νύχτας, την επομένη της πανσελήνου, οι επιστήμονες καταδύονται στα σκοτεινά νερά για να βιώσουν το θαύμα μιας εξαιρετικά παράξενης αναπαραγωγής. Τα κοράλλια κάνουν έναν πραγματικά τρελό ερωτικό χορό και τα θερμά ωκεάνια ύδατα γεμίζουν με τρισεκατομμύρια σπερματοζωάρια και ωάρια που χορεύουν με τα ρεύματα και συναντώνται για να δημιουργήσουν τη νέα ζωή. Πρόκειται για έναν παράξενο αισθησιακό χορό που συχνά βάφει ρόδινους τους αφρούς της θάλασσας. Παγκοσμίως, εκατοντάδες είδη κοραλλιού ξεκινούν αυτό τον αρχέγονο χορό, ο οποίος συνδέεται με τη θέρμανση των υδάτων και τους κύκλους της Σελήνης.»
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πολύ ενδιαφέρον, ομολογώ ότι δεν το γνώριζα. Αν δεν το μπερδεύω, νομίζω ότι στο γυμνάσιο είχα μία συμμαθήτρια που το βαφτιστικό της ήταν Ραλλού και την φώναζαν Ράλλια, πάντα με δύο λ.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Σαν ποίημα, είναι ημιτελής παραμορφωμένη βιλανέλα (ημιτελής, γιατί λείπουν 2+1 στροφές). Στη δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση μιας βιλανέλας, συνήθως παραλείπουμε τους επαναλαμβανόμενους στίχους, και διαβάζουμε ξανά τους ενδιάμεσους, ώστε να δούμε στη συνέχεια το εφέ που κάνουν σε συνδυασμό με τις επαναλήψεις. Εν προκειμένω, οι επαναλήψεις μοιάζουν άσχετες με τον πυρήνα τού ποιήματος (οι ενδ. στίχοι είναι παραλλαγή τού «Κόρη & Θάνατος»). Πχ: δεν προκύπτει απ’ το κείμενο ότι η Ραλλού είναι παρούσα στο παιχνίδι — κι αυτό παρά τη ρίμα γιαλού-Ραλλού. Ούτε, ότι την έχουν δεμένη χειροπόδαρα σαν φασιανό για σίτεμα, ενώ ρίχνουν τα ζάρια. κ.ο.κ. Το «κερδίσει» –> παραπέμπει στο να «κερδίσει τημ εύνοια/καρδιά της κόρης» (και όχι κατ’ ανάγκη σε τυχερό παίχνιο).
Σαν θραύσμα μπορεί κανείς να το βρει ενδιαφέρον, σαν ολοκλ. ποίημα εμένα μου είναι αδιάφορο.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ευχαριστούμε για την συμβολή.
Ομολογώ ότι δεν είχα ποτέ ως τώρα ακούσει τον όρο «βιλανέλα». Η συσχέτιση αυτή νομίζω ότι αδυνατίζει ακόμη περισσότερο τους ισχυρισμούς περί αυτονόητης και δεσμευτικής αναγωγής της μυθολογίας του ποιήματος στην μεσαιωνική ελληνική παράδοση και σε ένα κοινό υπόβαθρο που μοιράζεται ο ποιητής με το κοινό του.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!