Λογοτεχνία,Φιλοσοφία

Ο ασιάτης Πεντζίκης, ο Φουκώ και ο Σεφέρης

του Άκη Γαβριηλίδη

Η πρώτη, αν δεν μου διαφεύγει κάτι, παράθεση από έργο του Μισέλ Φουκώ που έχουμε στα ελληνικά γράμματα δεν οφείλεται σε κάποιον νομικό, φιλόσοφο ή κοινωνιολόγο, αλλά στον ποιητή –ακριβέστερα, εδώ, τον δοκιμιογράφο- Γιώργο Σεφέρη.

Αυτό δεν φαίνεται να έχει προσεχθεί ιδιαίτερα, ή πάντως να έχει σχολιασθεί από κανέναν. Στο παρόν σημείωμα θα με ενδιέφερε να διερευνήσω γιατί.

Η εν λόγω παράθεση βρίσκεται στο δοκίμιο «Οι ώρες της ‘κυρίας Έρσης’», μια βιβλιοκρισία για το ομότιτλο έργο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη η οποία δημοσιεύτηκε, με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός, στον Ταχυδρόμο, λίγες μέρες πριν την κήρυξη της δικτατορίας –σήμερα μπορεί κανείς να το βρει στον τρίτο τόμο των Δοκιμών, με τη χρονολόγηση «Ιανουάριος 1967»-, και αφορά το Οι λέξεις και τα πράγματα, χωρίς να κατονομάζει ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα. Με δεδομένο ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1966, είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα της αντίδρασης· η παράθεση θα πρέπει να είναι από τις πρώτες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά οπουδήποτε στον κόσμο εκτός Γαλλίας.

Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το περιεχόμενό της. Mεταξύ άλλων διότι πρόκειται για μία παράθεση μέσα στην παράθεση

μέσα στην παράθεση· μια παράθεση εις την τρίτην.

Λέει το κείμενο:

Ένα βιβλίο –μου το δάνεισαν χθες βράδυ- ξεκινά από τον Αργεντινό Μπόρχες που μνημονεύει κάποια κινέζικη εγκυκλοπαίδεια, όπου τα ζώα κατατάσσουνται στις ακόλουθες κατηγορίες:

Και ακολουθεί ένα απόσπασμα από το διήγημα/ (ψευδο)δοκίμιο «Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς» (ο Φουκώ δεν αναφέρει τον τίτλο ούτε άλλα στοιχεία, μιλά απλώς για «ένα γραφτό του Μπόρχες»), μεταφρασμένο από τον Σεφέρη μέσω των γαλλικών. Το ίδιο απόσπασμα με αυτή την κατάταξη των ζώων έχει γνωρίσει έκτοτε τουλάχιστον δύο ακόμα τυπωμένες μεταφράσεις στα ελληνικά, μία επίσης μέσω του γαλλικού από τον Κωστή Παπαγιώργη στην έκδοση του Οι λέξεις και τα πράγματα[1] και μία του Αχιλλέα Κυριακίδη από το ισπανικό πρωτότυπο[2].

Η κατάταξη αυτή των ζώων αναφέρεται μάλιστα από τον Φουκώ ως «γενέθλιος τόπος» του βιβλίου, από την πρώτη πρόταση του προλόγου. Ειδικότερα: ο κατάλογος αυτός έχει συνταχθεί σύμφωνα με μία (μη) λογική ταξινόμησης, όπου κάθε κατηγορία φαίνεται να είναι φτιαγμένη με ένα διαφορετικό από τις άλλες κριτήριο, πράγμα που καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα παράλογο ή αστείο. Το γέλιο που προκαλεί η ανάγνωσή του, λέει ο Φουκώ, «κλονίζει όλες τις οικειότητες της σκέψης –της δικής μας: που ανήκει στην εποχή και τη γεωγραφία μας» (ό.π. σ. 11).

Όπως υπαινίσσονται οι δύο (δυόμισι) χαρακτηρισμοί τους οποίους χρησιμοποίησα παραπάνω, το ίδιο το «γραφτό του Μπόρχες» υπονομεύει τις ειδολογικές διακρίσεις με μόνη την ύπαρξή του, καθώς είναι γραμμένο με τα τυπικά γνωρίσματα ενός αναλυτικού κειμένου, αλλά μιλά για μία ανύπαρκτη εγκυκλοπαίδεια, εισάγοντάς την σε ένα πολύπλοκο δίκτυο από αναφορές σε υπαρκτούς συγγραφείς, άλλοτε αληθείς και άλλοτε παραπλανητικές, πόρτες που δεν οδηγούν πουθενά. (Η ίδια η έκφραση «κινεζική εγκυκλοπαίδεια» είναι κάτι σαν αντίφαση όρων, στο βαθμό που η εγκυκλοπαίδεια είναι ένας όρος που έχουμε συνδέσει με τον Διαφωτισμό και, άρα, με αυτό που κατεξοχήν συνδέεται με την ιδιαιτερότητα και την υπεροχή της «Δύσης» –τον Ορθό Λόγο).

Ούτε ο Φουκώ, ούτε ο Σεφέρης αναφέρουν το γεγονός ότι η κατάταξη αυτή είναι επινοημένη· ο πρώτος σίγουρα το έχει υπόψη του, ο δεύτερος μάλλον όχι –πάντως από τη συντομία της αναφοράς δεν μπορούμε να το συναγάγουμε με βεβαιότητα.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι η υπονόμευση των βεβαιοτήτων και των ταξινομήσεων, έστω και μόνο εκείνη του «πρώτου βαθμού» την οποία επιφέρει το (φερόμενο ως) κείμενο της εγκυκλοπαίδειας, είναι ακριβώς αυτό που προσελκύει το ενδιαφέρον του «Ιγνάτη Τρελού»:

… ο συγγραφέας που παραθέτει αυτή την απαρίθμηση –ανήκει στην παράδοση της Δυτικής Ευρώπης– σημειώνει ότι «η εξωτική χάρη αυτής της άλλης σκέψης είναι που μας δείχνει τα όρια της δικής μας· την καθαρή αδυναμία μας να το σκεφτούμε αυτό».

(…) πήγε ο νους μου στον Ν.Γ.Π. Γι’ αυτόν, σκέφτηκα, τούτες οι κινέζικες κατηγορίες δε θα σημείωναν κανένα όριο μήτε καμιά αδυναμία της δικής του σκέψης. Θα του φαίνουνταν απεναντίας νόμιμες και ελκυστικές.

Χάρη σε αυτόν τον λαβύρινθο παραθέσεων, πλήρων ή ημιτελών, γνήσιων ή φαρσικών, εδώ έχουμε τη συγκέντρωση τεσσάρων συγγραφέων, εκ των οποίων ο καθένας αποτελεί αυτό που συμβατικά λέμε «μεγάλο όνομα» στον τομέα του, ενώ πολύ σπανίως βρίσκουμε να αναφέρονται έστω δύο εξ αυτών ο ένας σε σύνδεση στον άλλο. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς η τετραπλή αυτή διασταύρωση να είχε αποτελέσει λαμπρό πεδίο δόξας για τους φιλολόγους· αν μη τι άλλο, υπάρχουν αρκετά ερωτήματα να διαλευκανθούν και ελλείψεις να συμπληρωθούν.

Η αγνόηση αυτής της συνάντησης κατά βάση οφείλεται σε ένα είδος περιχαράκωσης που αφορά το κοινό (τα τέσσερα διαφορετικά κοινά) των συγγραφέων αυτών, εκ των οποίων ο καθένας ανήκει σε ένα διαφορετικό «χωράφι»: ο Πεντζίκης έχει κατοχυρωθεί στους νεορθόδοξους, ο Σεφέρης στους μοντερνιστές, ο Φουκώ στους μεταμοντέρνους, ο Μπόρχες στους μαγικούς ρεαλιστές, και τα αντίστοιχα «φιλολογικά καφενεία» δεν πολυεπικοινωνούν μεταξύ τους.

Επιπλέον, ο λόγος για την αδιαφορία ειδικά των ελλήνων πανεπιστημιακών φιλολόγων είναι ότι, σε αυτό το άτυπο «καρτέλ» (με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου), τον ρόλο τού «συν ένα», του πέμπτου που οργανώνει την ανταλλαγή, τον παίζει αυτή η παραπομπή-φάντασμα, η οποία είναι μία παραπομπή στην ασιατικότητα. Όχι τόσο –ή όχι μόνο- για γεωγραφικούς λόγους (άλλωστε γεωγραφικά εξίσου παρούσα εδώ είναι και η Λατινική Αμερική), αλλά ως γραμμή φυγής από τον ευρωκεντρισμό. Με μια έννοια δηλαδή που αντιστοιχεί στον ορισμό του γιαπωνέζου φιλοσόφου Ναόκι Σακάι:

Θα πρέπει να αποκαλούμε έναν άνθρωπο Ασιάτη οποτεδήποτε βρίσκουμε σε αυτόν κάποια κοινωνική εναντιότητα ή κάποιο στοιχείο βαρβαρότητας από την υποτιθέμενη ιδεώδη εικόνα του Δυτικού, ανεξάρτητα από τη φυσιογνωμία του, τη γλωσσική του κληρονομιά, την προβαλλόμενη εθνότητα ή τα συνήθη χαρακτηριστικά του. Θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τη λέξη Ασιάτης κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υπογραμμίζουμε μάλλον τη ρευστότητα της ίδιας της διάκρισης ανάμεσα στη Δύση και την Ασία, παρά την επίμονη παρουσία της[3].

Η κυρίαρχη σεφερολογία όμως δεν προβλέπει κανέναν χώρο για την ασιατικότητα, διότι βασίστηκε στο φιλολογικό αντίστοιχο του «ανήκουμε στη Δύση». Π.χ. σε ένα από τα έργα που καθόρισαν τον κανόνα αυτού του σώματος γνώσης, το βιβλίο του Νάσου Βαγενά Ο ποιητής και ο χορευτής, διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής:

Μιλώντας για τις ωφέλειες της ξένης επίδρασης ο Σεφέρης δεν εννοεί οποιαδήποτε επίδραση αλλά εκείνη που συμφωνεί με τις βαθύτερες διαθέσεις της ευαισθησίας ενός καλλιτέχνη. Για τον έλληνα δημιουργό τέτοιες είναι κυρίως οι επιδράσεις που μπορεί να δεχτεί από τα έργα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επειδή στη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού βρίσκεται ο ελληνικός πολιτισμός, ο έλληνας καλλιτέχνης (…) θα ενισχύσει την προσωπικότητά του, αφού το αισθητήριό του θα τον οδηγήσει στα στοιχεία που είναι το αποτέλεσμα μιας ευτυχισμένης γονιμοποίησης του ευρωπαϊκού πνεύματος με το ελληνικό.[4]

H επιχειρηματολογία είναι εμφανώς κυκλική: ο έλληνας καλλιτέχνης αυτονόητα στρέφεται προς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, διότι προηγουμένως και εκείνος είχε στραφεί προς τον ελληνικό· άρα ο έλληνας καλλιτέχνης ξαναβρίσκει κάτι που ήταν ήδη δικό του χωρίς να το ξέρει. Όπερ έδει δείξαι. Αυτή η «επίδραση» καταντά να μη μοιάζει καν με επίδραση.

Αλλά προσοχή: επιδράσεις δεχόμαστε μόνο από καλλιτέχνες. Όχι από θεωρητικούς, και προπαντός όχι από όσους είναι ύποπτοι για υπονόμευση του Ορθού Λόγου και για σχετικισμό. Οπότε, το να καταλήγεις στην Κίνα μέσω του Φουκώ εμπίπτει σε ένα δεύτερο τυφλό σημείο τής εν Ελλάδι πανεπιστημιακής φιλολογίας: τον ριζικό εμπειρισμό της, δηλαδή τη ριζική εχθρότητά της προς τη θεωρία[5].

Ο Σεφέρης δεν είχε καμία τέτοια εχθρότητα. Όπως δείχνει το γεγονός ότι, όντας 66 ετών, δεξιώνεται και συνομιλεί χωρίς πρόβλημα με έναν νέο γάλλο διανοούμενο, χωρίς να γνωρίζει όσα, πάρα πολλά, επρόκειτο να γραφούν στη συνέχεια για εκείνον, άλλα επικριτικά –με πιο γνωστή την γελοιότητα του Ζαν-Πωλ Σαρτρ ότι «ο Φουκώ εκπροσωπεί τον ύστατο φραγμό που μπόρεσε να υψώσει η αστική τάξη απέναντι στον Μαρξ»- και άλλα επαινετικά, με πιο χαρακτηριστικό το ότι ο Ντελέζ έγραψε ολόκληρο βιβλίο με τίτλο μόνο το όνομά του. Για να μην ξεχνάμε και όσα γράφτηκαν –ακριβώς, από έλληνες πανεπιστημιακούς- φαινομενικά ως έπαινος ή ως οικειοποίηση, αλλά κατά τρόπο που μαρτυρούν αμηχανία και ακατανοησία[6].

Ο Σεφέρης δεν υψώνει καμία τέτοια άμυνα, αλλά «παίζει μπάλα» με ό,τι βρίσκει ότι μπορεί να αξιοποιήσει σε αυτόν τον στοχαστή, ό,τι μπορεί να τον πάει παραπέρα –ή να το πάει αυτός παραπέρα. Και ποιο είναι αυτό; Είναι ακριβώς ό,τι παρωδεί την εντύπωση περί κάποιας ανωτερότητας και εξαιρετικότητας της «Δύσης» έναντι των υπολοίπων, ό,τι υπογραμμίζει τη ρευστότητα της ίδιας της διάκρισης. Και αναφέρεται σε αυτό το στοιχείο στη συγκεκριμένη βιβλιοκρισία –τη μόνη στην οποία ο Σεφέρης αναφέρθηκε σε έναν σύγχρονό του Έλληνα λογοτέχνη- για να αναδείξει ότι ο λογοτέχνης αυτός μπορεί να επικοινωνήσει καλύτερα με την ασιατικότητα, είναι σαν το ψάρι στο νερό μέσα σε αυτήν.

Αυτή η ανάδειξη είναι ιδιαίτερα δηλωτική, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι συγγραφείς, όταν επαινούν δημόσια άλλους συγγραφείς, συνήθως αποκαλύπτουν για ποιο πράγμα θα ήθελαν να κριθούν αξιέπαινοι οι ίδιοι. Και νομίζω ότι μας επιβάλλει να αναθεωρήσουμε με τη σειρά μας τις βασικότερες ταξινομήσεις μέσα απ’ τις οποίες έχουμε μάθει να διαβάζουμε τον Σεφέρη. Πράγμα που προσωπικά έχω αρχίσει να κάνω στο μέτρο των δυνάμεών μου[7].

natural-order-thn

[1] Γνώση, Αθήνα 1986.

[2] Στη συλλογή Χόρχε-Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια (πρώτος τόμος), Πατάκης, Αθήνα 2015.

[3] Naoki Sakai, «“You Asians”: On the Historical Role of the West and Asia Binary», South Atlantic Quarterly 99:4, σ. 812.

[4] Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Κέδρος 1993 σ. 189.

[5] Βλ. σχετικά: Βασίλης Λαμπρόπουλος, «Πώς η Νεοελληνική Φιλολογία αντιμετώπισε μια θεωρητική διατριβή ως απειλή», στο ιστολόγιο Piano Poetry Pantelis Politics, 26 Μαρτίου 2022, και τις εκεί παραπομπές.

[6] Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στο σημείωμά μου «Αρχαιολογία της άγνοιας: πώς o Φουκώ έγινε ένα είδος Γκουσγκούνη με γυαλιά», https://wp.me/p1eY1R-29z.

[7] Βλ. Άκης Γαβριηλίδης, Ο ασιάτης Σεφέρης, Ασίνη, Αθήνα 2021.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Εντευκτήριο, τ. 124 (Δεκέμβριος 2022).

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ο ασιάτης Πεντζίκης, ο Φουκώ και ο Σεφέρης

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.