Ανάλυση λόγου,Μουσική,Φύλο

Ομοφοβία-ομοιοκαταληξία 2-0

του Άκη Γαβριηλίδη

1. Ποιος επενέβη στο Επεμβαίνεις;

Το τραγούδι Επεμβαίνεις, του Κώστα Τριπολίτη και του Σταμάτη Κραουνάκη, είναι ένα από τα πολύ λίγα στα οποία συμμετέχει ο Γιώργος Ζαμπέτας ως μόνο τραγουδιστής σε ένα τραγούδι το οποίο έγραψε άλλος συνθέτης, και μάλιστα πολύ νεότερός του.

Αυτή δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα του τραγουδιού αυτού. Έγραψα ότι ο Ζαμπέτας συμμετέχει διότι δεν είναι η μόνη φωνή που ακούγεται· εκείνος τραγουδάει μόνο τα ρεφραίν, ενώ στα κουπλέ –όπως και σε όλον τον υπόλοιπο δίσκο, τα «Σκουριασμένα Χείλη»- τραγουδά η Βίκυ Μοσχολιού.

Ο καταμερισμός αυτός επιβάλλεται μόνο από την επιθυμία για αυτό το guest appearance. Δεν επιβάλλεται πάντως από τη λογική των στίχων, και μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με αυτήν. Διότι οι στίχοι αυτοί είναι προφανές ότι είναι γραμμένοι ως λόγος ενός μόνο προσώπου, όχι δύο. Και μάλιστα ενός αρσενικού προσώπου, ή πάντως ενός που συνδέεται ερωτικά με γυναίκες και όχι με άνδρες.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το τραγούδι, έτσι όπως ηχογραφήθηκε τελικά, να χαρακτηρίζεται από μία χονδροειδή κακοτεχνία. Στο δεύτερο κουπλέ, ακούμε την τραγουδίστρια να λέει:

Επεμβαίνεις,

επεμβαίνεις με πυρά κατευθυνόμενα

στο σπίτι μου, στους φίλους και το γκόμενο.

Όπως είναι προφανές, οι δύο αυτοί στίχοι δεν ομοιοκαταληκτούν. Εξίσου προφανές νομίζω είναι ότι, έτσι όπως είχε αρχικά γραφεί, ο δεύτερος εξ αυτών έλεγε «την γκόμενα».

Κατά την ηχογράφηση, αυτό αποφασίστηκε να αλλάξει διότι κρίθηκε άτοπο μία γυναίκα να αναφέρεται στην γκόμενά της.

Από ποιον;

Άγνωστο.

Τον Κραουνάκη, απίθανο. Ο Τριπολίτης, ομοίως, δεν θα είχε λόγο να επέμβει εκ των υστέρων για να αλλοιώσει ό,τι ο ίδιος είχε γράψει.

Η Μοσχολιού, τώρα, είναι γνωστό ότι προς το τέλος της ζωής της είχε μπλέξει με κάτι παραθρησκευτικές οργανώσεις. Έστω κι έτσι, θα με παραξένευε να είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό σεμνοτυφίας ώστε να αρνηθεί να πει το στίχο όπως ήταν γραμμένος. Στην παράδοση τόσο του ρεμπέτικου, όσο και του πρώιμου λαϊκού τραγουδιού ήταν πολύ σύνηθες γυναίκες ερμηνεύτριες να τραγουδούν τραγούδια που είναι γραμμένα από την αντρική οπτική (πολύ σπανίως δε και το αντίστροφο). Αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν: όλοι θεωρούσαν ότι η ερμηνεύτρια έτσι βρίσκει μια ευκαιρία να δοκιμάσει και να επιδείξει τις φωνητικές της ικανότητες, χωρίς κανείς να παίρνει κατά γράμμα αυτό που λεγόταν. Η ίδια η Μοσχολιού, χρόνια νωρίτερα, είχε τραγουδήσει σε δεύτερη εκτέλεση το «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι» του Απόστολου Καλδάρα, όπου μεταξύ άλλων ο ομιλών/ η ομιλούσα διατυπώνει την ευχή να ακούσει το εν λόγω τραγούδι από μια μαργιόλα γλυκιά, να χαϊδέψει μαύρα μαλλιά και να φιλήσει χείλη μελιά, χωρίς κανείς να σκανδαλιστεί.

Ένα άλλο σενάριο θα ήταν ότι υπήρξε εξωτερική λογοκριτική παρέμβαση. Με δεδομένο ότι ο δίσκος βγήκε το 1981, και αυτό έχει κάποια προβλήματα πειστικότητας· νομίζω ότι περί το έτος αυτό η λογοκρισία, τουλάχιστον με την τυπική έννοια του όρου, δεν λειτουργούσε πλέον.

Εν πάση περιπτώσει, εάν υπήρξε εξωτερική παρέμβαση, είτε από κρατική υπηρεσία είτε από ιδιώτες, θεωρώ πιθανό ο/ οι δημιουργοί του τραγουδιού να επέλεξαν αυτή την κραυγαλέα ανορθογραφία ως έναν τρόπο έμμεσης διαμαρτυρίας/ έκθεσης της λογοκριτικής παρέμβασης, περίπου σαν μια πιο ήπια εκδοχή της τακτικής που είχε επιλέξει λίγο νωρίτερα ο Σαββόπουλος στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο»: δεν άφησαν μεν κενό το επίμαχο σημείο, αλλά το αντικατέστησαν με άλλα λόγια τα οποία δεν «μπαλώνουν» το κόψιμο, αντίθετα το αναδεικνύουν.

Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι στιχουργός είναι ο Κώστας Τριπολίτης, στον οποίο οφείλουμε μερικές από τις πιο πρωτότυπες και εντυπωσιακές ομοιοκαταληξίες στην ελληνική δισκογραφία, και ο οποίος θα μπορούσε πολύ εύκολα να βρει μια εναλλακτική διατύπωση με την οποία να περνά απαρατήρητη η αλλαγή.

Είναι άξιο μνείας ότι, λίγα χρόνια αργότερα, υπήρξε μία δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού, επίσης με γυναικεία φωνή, για την ακρίβεια όχι μία αλλά δύο γυναικείες φωνές: την Αφροδίτη Μάνου στα κουπλέ και την Ελένη Ροδά στα ρεφραίν. Σε αυτήν, ο στίχος εκφωνείται όπως θα πρέπει να είχε γραφεί αρχικά: «την γκόμενα». Με την επιλογή να είναι και εδώ δύο οι φωνές, η δεύτερη εκτέλεση ακολουθεί την πρώτη ως προς την παραβίαση της αρχικής «μονοφωνικής» σύλληψης των στίχων· αλλά το γεγονός ότι, ακριβώς, και οι δύο αυτές φωνές είναι γυναικείες εγγράφει ακόμη πιο έντονα τα λόγια αυτά σε ένα ομοερωτικό κλίμα.

Αυτά όλα γίνονται το μακρινό 2001. Δεν ξέρω αν η Αφροδίτη Μάνου θα έκανε την ίδια επιλογή σήμερα, με τα μυαλά που κουβαλάει.

2. Οι πικρές μυγδαλιές της Πλάκας

Ο δίσκος «Επικίνδυνη ισορροπία», σε μουσική Σπύρου Βλασόπουλου και στίχους Ανδρέα Αγγελάκη, βγήκε το 1977, μόλις τέσσερα χρόνια νωρίτερα από τα «Σκουριασμένα χείλη». Μοιάζει όμως να ανήκει σε μια πολύ παλιότερη εποχή, ίσως επειδή είναι έργο ωριμότητας ενώ ο άλλος είναι ουσιαστικά η πρώτη εμφάνιση του δημιουργού του.

Στον δίσκο αυτό, όπου τραγουδά ο Βλάσης Μπονάτσος, υπάρχει μεταξύ άλλων ένα τραγούδι που λέγεται «Το δωμάτιο». Σε αυτό μπορούμε επίσης να διαγνώσουμε μία τελείως ανάλογη λογοκρισία. Το πρώτο κουπλέ λέει:

Θυμάμαι το δωμάτιο καλή μου

στη γειτονιά της Πλάκας τη μικρή,

ψηλά μες στ’ άγριο μάτι του ανέμου

κι η μυγδαλιά απέναντι πικρή.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, στην αρχική του μορφή, ο πρώτος στίχος δεν είναι δυνατό να έλεγε «καλή μου». Προφανώς έλεγε «καλέ μου».

Οι στίχοι δηλαδή, όπως τους είχε γράψει αρχικά ο Αγγελάκης, μιλούσαν για μία ομόφυλη συμβίωση.

Πράγμα που δεν μπόρεσε να περάσει τις Συμπληγάδες της λογοκρισίας, ή/ και της αυτολογοκρισίας.

Την ίδια ακριβώς χρονιά, το 77, το ίδιο ακριβώς πρόβλημα (?) αντιμετώπισε ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Στο δίσκο «Τραγούδια του καιρού μας» θέλησε να περιλάβει μια μελοποίησή του πάνω σε ποίημα του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη. Κατά σατανική σύμπτωση, στο ποίημα αυτό –Το δρομάκι το παλιό– απαντά η ίδια ομοιοκαταληξία με την παραπάνω:

Μέσα εκεί που φύσημα

δε σε φτάνει ανέμου,

μακρινός κι αθόρυβος

κάθεσαι ακριβέ μου.

Τι έκανε λοιπόν; Ακολούθησε μία διαδεδομένη τακτική για να ξεπερνιούνται τέτοιες αμήχανες καταστάσεις –από όσους τις βρίσκουν αμήχανες: έβαλε τη γυναίκα του να πει το τραγούδι. Κατ’ ανάλογο τρόπο, όταν αργότερα μελοποίησε Χριστιανόπουλο, έβαλε τη Μοσχολιού –π.χ. στο Έλα ν’ ανταλλάξουμε-, παρόλο που από το ποίημα, τόσο στην πρωτότυπη εκδοχή του όσο και στην ελαφρά τροποποιημένη που ακούμε ως τραγούδι, δεν προκύπτει με σαφήνεια το φύλο είτε του υποκειμένου που μιλάει, είτε εκείνου στο οποίο απευθύνεται.

Φαίνεται όμως ότι, για κάποιο λόγο, στην περίπτωση του «Δωματίου», δεν μπόρεσε να βρεθεί κάποια γυναικεία φωνή να το τραγουδήσει έστω ως «φιλική συμμετοχή». Έπρεπε να το πει ο Μπονάτσος. Οπότε, για να απαλλαγούν από το αγκάθι άλλαξαν το φύλο του αποδέκτη της εξομολόγησης. Η αλλοίωση της αρχικής μορφής των στίχων και η καταστροφή της ομοιοκαταληξίας κρίθηκε μικρότερο κακό από το να μείνει ένας στίχος όπου ένας άντρας λέει «καλέ μου».

Αυτά ίσχυαν για τα τότε ήθη της ελληνικής δισκογραφίας.

Έκτοτε τα πράγματα έχουν αλλάξει κάπως. Όχι όμως και θεαματικά. Αναφορές σε σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου εμφανίζονται μόνο οριακά σε ελληνικά τραγούδια, και συχνά κωδικοποιημένα.

Ίσως η πιο ξεκάθαρη, και πιο συγκινητική, τέτοια αναφορά, η οποία είναι αξιοπρόσεκτη επίσης διότι «θίγει» τα ιερά και τα όσια όχι μόνο της ετεροκανονικότητας αλλά και της ελληνοκανονικότητας, είναι ένα «πειραγμένο» δημοτικό τραγούδι στο οποίο έβαλε δικούς του στίχους και τραγούδησε ο μακαρίτης ο Μανώλης Ρασούλης.

hqdefault

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.