Ιστορία,Πολιτική,έξοδος

Το έθνος κράτος πηγή δυστυχίας: σημειώσεις για την ενδεχομενικότητα της «Ελλάδας»

του Άκη Γαβριηλίδη

Ο τίτλος της εισήγησής μου είναι παραλλαγή του τίτλου ενός γνωστού κειμένου του Φρόιντ (για την ακρίβεια, της πρώτης ελληνικής απόδοσης) στο οποίο ως τέτοια πηγή κατονομαζόταν ο «πολιτισμός» (Kultur). Eπιλέχθηκε για έναν πολύ απλό λόγο που θα εξηγήσω αμέσως.

Η δική μου εισήγηση έχει αντικείμενο τις «μεγάλες αφηγήσεις», όχι κάποια ειδική έρευνα.

Θέλει να εκφράσει σχετικά μία αρκετά απλή όσο και φιλόδοξη ιδέα, με την οποία θα προτείνω έναν νέο τρόπο ανάγνωσης της ιστορίας της Ελλάδας (και των Βαλκανίων) του 20ού αιώνα.

Μέχρι τώρα, οι ιστορικοί περιέγραφαν τις πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές συγκρούσεις των δεκαετιών του 1910 και 20, αν όχι και ολόκληρου τον 20ό αιώνα, ως εκδήλωση της προσπάθειας για σχηματισμό εθνικών κρατών. Υπέθεταν ως δεδομένο ότι όλοι οι άνθρωποι ανήκαν ανέκαθεν σε έθνη, και ότι κάποια στιγμή επιδίωξαν να επιτύχουν την «ολοκλήρωση» των εν λόγω εθνών, δηλαδή να ιδρύσουν τα κράτη που αντιστοιχούν σε αυτά, και να τα επεκτείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Επειδή αυτές οι επιδιώξεις ήταν αδύνατο να υλοποιηθούν όλες ταυτόχρονα, προέκυψαν συγκρούσεις. Δευτερευόντως, κάποιες συγκρούσεις προέκυψαν επειδή, στο εσωτερικό του ίδιου έθνους, κάποιοι επιθυμούσαν κράτος του Χ τύπου ενώ άλλοι του Ψ.

Η εξέλιξη αυτή αναγνωρίζεται προφανώς ότι προκάλεσε μεγάλης έκτασης ανθρώπινο πόνο και αναστάτωση στις ζωές των ανθρώπων, (όσων επέζησαν), αλλά η παραδοχή αυτή συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι δεν γινόταν αλλιώς, ότι οι θυσίες αυτές ήταν παράπλευρες απώλειες στην πορεία προς την εγκαθίδρυση κρατών (ευρωπαϊκού τύπου), η οποία είναι συνώνυμη με την έξοδο από τη (ασιατική) βαρβαρότητα και με την είσοδο στον πολιτισμό και τον εκσυγχρονισμό.

Θεωρώ ότι η αφετηριακή αυτή παραδοχή, δηλ. ότι όλες οι εξελίξεις περιστρέφονται γύρω από το κράτος και οδηγούν προς αυτό, είναι αυθαίρετη και αναιτιολόγητη· και ότι ένας ενδεχομένως ισχυρότερος, ή πάντως αυτοτελής (αλλά ανεξέταστος) αιτιολογικός παράγοντας των εξελίξεων υπήρξε η μη επιθυμία του κράτους, ή/ και η επιθυμία τού μη κράτους.

Εν προκειμένω, ισχυρίζομαι ότι μπορούμε και πρέπει να δούμε τους βαλκανικούς πολέμους, το διχασμό και τη Μικρασιατική εκστρατεία ως συγκρούσεις όχι –όχι μόνο, ή όχι κυρίως- για την έλευση του κράτους, αλλά (και) ως συγκρούσεις –ή αποφυγή συγκρούσεων- για την έξοδο πληθυσμών από το έθνος κράτος, ή από ορισμένες κεντρικές λειτουργίες του. Ή την μη είσοδο σε αυτές. Οι συγκρούσεις και οι βιαιότητες δεν ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας των ανθρώπων να υπαχθούν στο (Α ή το Β) κράτος, αλλά, συνηθέστερα, οι αιτίες της. Και δεν ήταν μια ατυχής παράπλευρη απώλεια, αλλά συστατικό μέρος του εθνοκρατικού προτάγματος και του πειθαναγκασμού των πληθυσμών στην ιδέα ότι δεν υπάρχει ζωή και μέλλον έξω απ’ αυτό.

Η τυφλότητα των ιστορικών

Το γεγονός ότι η επιστήμη της ιστορίας δεν διανοείται το ενδεχόμενο κάποιοι να μην επιθυμούν το έθνος-κράτος, και έτσι δεν ενδιαφέρθηκε να εξετάσει την προσπάθεια αποφυγής του ως αυτοτελή αιτιολογικό παράγοντα στην ιστορία, συνδέεται προφανώς με το ότι ο συγκεκριμένος κλάδος, με τη σημερινή μορφή του, ήταν γέννημα του έθνους κράτους, και κάτι τέτοιο υπερέβαινε τον ορίζοντα της φαντασίας των λειτουργών του.

Για να πούμε περίπου το ίδιο με πιο φιλοσοφική και λιγότερο κοινωνιολογική διατύπωση: η πεποίθηση ότι η «φυσική» κατάσταση των ανθρώπων είναι να επιθυμούν ένα κράτος, το κράτος «τους», βασιζόταν σε έναν άρρητο εγελιανισμό[1]: στο αξίωμα ότι το κράτος είναι η απόληξη της πορείας του παγκόσμιου πνεύματος στην ιστορία, συνώνυμο του εκ-πολιτισμού· είναι κάτι στο οποίο είναι μάταιο –και μάλιστα βλαπτικό, ένδειξη οπισθοδρομικότητας και ανορθολογισμού- να αντιστεκόμαστε. Η έλευσή του είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί, αλλά και ούτε είναι δυνατό να θέλει να αποτρέψει.

Βέβαια, οι κρατικοί/ πανεπιστημιακοί ιστορικοί, όταν είναι στοιχειωδώς έντιμοι, αναγνωρίζουν ότι η πορεία ίδρυσης κρατών είναι αντιθετική και συγκρουσιακή. Αλλά τις συγκρούσεις αυτές τις κωδικοποιούν και πάλι εθνικιστικά.

Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο Γεώργιος Μαυρογορδάτος, ο οποίος ασχολείται τελευταία εν εκτάσει με τον «εθνικό διχασμό» της δεκαετίας του 1910, στον οποίο έχει αφιερώσει πολλά δημοσιεύματα. Σε ένα απ’ αυτά, λέει:

Η έννοια του έθνους αναφέρεται εξ ορισμού σε ένα ενιαίο και αδιαφοροποίητο σύνολο. Κατά συνέπεια, το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και ειδικότερα της δημιουργίας εθνικού κράτους λογικά προϋποθέτει και υποδηλώνει κάποια εθνική ομοφωνία. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε ένα πολύ γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Με άλλα λόγια, ισχύει μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων. Πρακτικά και συγκεκριμένα, η πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση συνεπάγεται αναπόφευκτα διαμάχη και σύγκρουση –σύγκρουση ιδεών, αλλά και σύγκρουση συμφερόντων[2].

Και, λίγο παρακάτω:

(…) η πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση θέτει αναγκαστικά και πιεστικά το ζήτημα: με ποια μορφή και με ποια στρατηγική, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από ποιον ιστορικό φορέα, εντός του συγκεκριμένου έθνους, θα αναληφθεί και θα ελεγχθεί η πορεία αυτή (ό.π. σ. 21-22).

Με αυτό τον τρόπο, ο συγγραφέας αναγνωρίζει μεν ότι η πορεία προς τη συγκρότηση έθνους κράτους είναι συγκρουσιακή, πλην όμως οι συγκρούσεις αυτές ερμηνεύονται και πάλι κεντρομόλα, εφόσον είναι συγκρούσεις εντός του έθνους, αλλά με επίδικο αντικείμενο πάλι το έθνος. Αφορούν μόνο την πρακτική ενσάρκωση της ιδέας, όχι την ιδέα καθαυτή την οποία ως τέτοια συμμερίζονται όλοι οι συγκρουόμενοι.

Το σχήμα αυτό απλώς δεν πείθει. Το υλικό που προσκομίζει o ίδιος ο συγγραφέας ξεχειλίζει απ’ αυτό και το διαψεύδει[3]. Διότι απ’ αυτό προκύπτει ότι ο «εθνικός διχασμός» δεν ήταν απλώς μια σύγκρουση για τη μορφή και τον ιστορικό φορέα που θα έφερνε σε πέρας την «εθνική ολοκλήρωση» (όρος ήδη τελεολογικός, ο οποίος κλείνει το ερώτημα πριν καν το θέσει: η ολοκλήρωση προϋποθέτει μια ήδη δεδομένη ιδέα του έθνους στην «πληρότητά» του, σε σχέση με την οποία μπορούμε να αξιολογήσουμε κάθε επί μέρους ιστορική υλοποίηση ως ακόμη ημιτελή), αλλά ήταν και μια σύγκρουση για την ίδια την (φερόμενη ως) ολοκλήρωση, καθώς και για το αν είναι επιθυμητή και με αντάλλαγμα ποιες θυσίες.

Ο ίδιος ο συγγραφέας άλλωστε παραδέχεται ότι (το 1920) «ένα μέρος του Έθνους εξακολουθούσε να βλέπει αδιάφορα ή και εχθρικά το μεγάλωμα της Ελλάδας» (σελ. 172· υπογραμμίζω εγώ –Α.Γ.). Αναφέρει και αρκετά σχετικά παραδείγματα. Π.χ.:

Τον χάρτη της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ξέσκιζε επιδεικτικά ο φανατικός Αντιβενιζελικός Κ.Α. Κουμουνδούρος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους Μεσσήνιους ψηφοφόρους. «Δεν-τα-θέλουμε!» κραύγαζε ρυθμικά στην Αθήνα το Αντιβενιζελικό πλήθος για τη Θράκη και τη Σμύρνη, όπως σημειώνει αγανακτισμένη η Πηνελόπη Δέλτα στο ημερολόγιό της.

Δεν αναρωτιέται όμως πώς εξηγείται αυτή η εχθρότητα και πώς συμβιβάζεται με το προηγούμενο σχήμα του.

Δειγματοληπτική επισκόπηση βιβλιογραφίας

Η κριτική-επαναστατική σκέψη του 20ού αιώνα εν πολλοίς κληρονόμησε αυτή την πεποίθηση περί αναπότρεπτου, κατά την οποία το έθνος κράτος είναι συνώνυμο με τον καπιταλισμό: η έλευση του δεύτερου φέρνει μαζί της απαραίτητα και την έλευση του πρώτου.

Αυτό π.χ. είναι εμφανές στη θεωρία του Μπένεντικτ Άντερσον περί σύνδεσης του εθνικισμού με τον έντυπο καπιταλισμό.

Η έμπρακτη, υπαρκτή αριστερά του 20ού αιώνα συχνά ήταν πεπεισμένη ότι, προκειμένου να μπορέσει να καταργήσει το κράτος, όπως υποτίθεται ότι ήταν ο τελικός σκοπός της, αυτό θα πρέπει προηγουμένως να εγκαθιδρυθεί όπου δεν υπάρχει –αν όχι να το εγκαθιδρύσει η ίδια. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, δεν έλειψαν και εκείνοι που υποστήριξαν ότι το έθνος είναι όχι απλώς αναπόφευκτο, αλλά και επιθυμητό καθαυτό, ως πηγή έμπνευσης και αντίστασης στον καπιταλισμό.

Ακόμα και κάποιοι στοχαστές που αναφέρονται ρητά στην αναρχική παράδοση δεν δείχνουν να διαφοροποιούνται ριζικά ως προς την ιστορική εκτίμηση. Π.χ. ο Τζέιμς Σ. Σκοττ, στο εξαιρετικά γόνιμο και ενδιαφέρον βιβλίο του για την «τέχνη τού να μην κυβερνάσαι»[4], εξαρχής σπεύδει να αυτοπεριοριστεί και να υπονομεύσει, έως ακυρώσεως, την ισχύ των ευρημάτων του, καθώς από την εισαγωγή του βιβλίου (σ. 11) παραδέχεται ότι «η ανάλυση που εκτίθεται εδώ δεν έχει πλέον κανένα νόημα στη νοτιοανατολική Ασία για την περίοδο μετά το 1950 περίπου», περίοδο επικράτησης των «νεωτερικών συλλήψεων περί εθνικής κυριαρχίας».

Σε πείσμα αυτής της υπερβολικής μετριοφροσύνης, πιστεύω ότι η έλευση του έθνους κράτους δεν υπήρξε η ταφόπλακα για την τέχνη τού να μην κυβερνάσαι, και ότι υπάρχει ζωή και μετά απ’ αυτήν, και ότι η επιθυμία τού μη κράτους εξακολουθεί να εκδηλώνεται και μέσα σε αυτό (ή έξω, ή στα περιθώρια, στα διάκενα, μακριά από τα ραντάρ του. Πάντως ταυτόχρονα με αυτό).

Στον 21ο αιώνα, άλλωστε, εμφανίζονται πλέον διάφορες φωνές που αρχίζουν να αμφισβητούν αυτή την απόλυτη και αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ έθνους κράτους και καπιταλισμού, καθώς και την νομοτελειακή και μη αντιστρέψιμη επικράτηση του πρώτου. Ένα σχετικό τέτοιο παράδειγμα είναι το βιβλίο του Γιάννη Μηλιού για τη Βενετία[5], το οποίο, όπως είναι φανερό ήδη από τον τίτλο του, μεθοδολογικά ρίχνει το βάρος στο αστάθμητο και όχι στο νομοτελειακό, ενώ αναλυτικά δείχνει ότι η Βενετία υπήρξε μια χαρά καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός, και μάλιστα ο πρώτος στην ιστορία και επί διάστημα αρκετών αιώνων, χωρίς να αποτελεί ή να χρειάζεται κάποιο έθνος-κράτος.

Ακόμα πιο πρόσφατα, οι Γκρέιμπερ/ Ουένγκροου, στο κοινό τους πόνημα[6], κάνουν μια εκτενή επισκόπηση της σύγχρονης ανθρωπολογικής και αρχαιολογικής γραμματείας και ισχυρίζονται, με τεκμηριωμένο τρόπο, ότι το «κράτος» δεν αποτελεί μια υπερβατική οντότητα στην οποία όλα κατατείνουν και η έλευση της οποίας είναι είσοδος σε ένα νέο στάδιο χωρίς επιστροφή, αλλά ότι κατά καιρούς και κατά τόπους, στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, οι άνθρωποι ίδρυαν διάφορες πολιτικές μορφές που θα μπορούσαμε (ή όχι, κατά περίπτωση, ανάλογα με τα εκάστοτε κριτήρια) να αποκαλέσουμε «κράτη», ενώ στη συνέχεια, ή και περιοδικά μέσα στο έτος, οι ίδιοι ή άλλοι άνθρωποι τις κατέλυαν, ή απλώς αναχωρούσαν, έπαυαν να υπάγονται σε αυτές εν όλω ή εν μέρει … Με άλλα λόγια, το «κράτος» πολλές φορές στην ιστορία «ήρθε» αλλά μετά ξαναέφυγε, ή οι άνθρωποι έφυγαν απ’ αυτό.

Πολεμικές μηχανές εκτός του κράτους

Προ ετών, είχα διαβάσει το Mille Plateaux των Ντελέζ – Γκουατταρί[7], στο οποίο μία βασική έννοια είναι και η νομαδική πολεμική μηχανή. Η μηχανή αυτή είναι εξωτερική προς το κράτος, είναι μία δύναμη απεδαφικοποίησης, και το τελευταίο προσπαθεί να την επανεδαφικοποιήσει και να την κωδικοποιήσει. Όχι να τη συντρίψει, αλλά να κεφαλαιοποιήσει τη δύναμή της, να την υπαγάγει σε κανόνες, σε πειθαρχία, να την υποτάξει σε πολιτικούς σκοπούς: «Μετατρέπει την πολεμική μηχανή σε στρατιωτικό θεσμό, οικειοποιείται την πολεμική μηχανή για χάρη του κρατικού μηχανισμού»[8]. Τότε, είχα θεωρήσει αυτή την προσέγγιση γοητευτική μεν και ευφάνταστη, αλλά λογοτεχνίζουσα, κατάλληλη το πολύ πολύ για την ερμηνεία της μυθολογίας ή των ιστορικών απαρχών του κράτους στην αρχαιότητα, όχι ικανή να παραγάγει αναλύσεις για σύγχρονα φαινόμενα. Με το χρόνο όλο και περισσότερο πείθομαι ότι είναι πιο πρόσφορη από τον ρητό ή άρρητο πολιτικό εγελιανισμό να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα, στον 20ό και τον 21ο αιώνα.

Καλό είναι να διευκρινιστεί ότι η νομαδική πολεμική μηχανή δεν αποτελεί κάποια μορφή «αντίστασης».

Ακόμα και γλωσσικά, αυτός που κάνει αντίσταση στέκεται (απ)έναντι. Άρα τοποθετείται στον ίδιο άξονα με αυτό στο οποίο αντιστέκεται, και μάλιστα έχει το πρόσωπό του στραμμένο προ αυτό, το κοιτάζει κατά μέτωπο.

Η νομαδική πολεμική μηχανή δεν βρίσκεται στον ίδιο άξονα, ούτε είναι πάντα απαραίτητα αντίθετη προς το κράτος. Απλώς είναι αλλού. Δεν αντιστέκεται σε κάτι. Ως μηχανή που είναι, παράγει. Μεταξύ άλλων, παράγει επιθυμίες. Μπορεί να κοιτάζει λοξά, παράλληλα, ή και προς την ίδια κατεύθυνση με αυτό, ή να μην κοιτάζει πουθενά. Το κύριο δεν είναι αυτό. Είναι ότι επιδιώκει να μην την βλέπουν, και ιδίως να μην την βλέπει το κράτος· να περνά απαρατήρητη.

Όταν λοιπόν λέω να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την ιστορία του 20ού αιώνα ξεκινώντας από την προσπάθεια των ανθρώπων να μην ανήκουν στο κράτος, δεν αναφέρομαι σε περιπτώσεις όπου κάποιοι άνθρωποι δεν ήθελαν να ενταχθούν στο Χ έθνος επειδή προτιμούσαν το Ψ, ή απέρριπταν αυτή τη μορφή κράτους και προτιμούσαν μία άλλη. Αναφέρομαι σε μια απροθυμία των ανθρώπων συνολικά για το έθνος κράτος ως δομή, ή/ και για κάποιες από τις πρακτικές επιπτώσεις του στη ζωή τους –οι οποίες όμως ήταν πολύ βασικές για τη λειτουργία του. Προτείνω να δούμε την λιποταξία (τόσο στη στενή όσο και στην γενικότερη, μεταφορική έννοια) ως μια θετική δύναμη, ως αυτοτελή παράγοντα στην ιστορική εξέλιξη. Όχι ως μια παράπλευρη απώλεια, ένα «κόλλημα» κάποιων περίεργων και απολίτιστων καταδικασμένο να ξεπεραστεί από τα πράγματα. Kαι την εμφάνιση του κράτους-έθνους ως κάτι ενδεχομενικό, όχι ως αδήριτη ιστορική αναγκαιότητα.

Θεωρώ ότι το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται, ή μάλλον επιβάλλεται, από μια απλή ανάγνωση πολλών στοιχείων από το εκτενές δημοσιευμένο ήδη υλικό στο οποίο οι άνθρωποι αφηγούνται ή/ και επιχειρούν να ερμηνεύσουν/ νοηματοδοτήσουν τις περιπέτειες που έζησαν οι ίδιοι ή άλλοι κατά τον μακρό 20ό αιώνα. Από όλα αυτά τα δημοσιεύματα με σαφήνεια προκύπτει ότι πολλοί άνθρωποι, σε πολλές περιπτώσεις, δεν γουστάρανε το έθνος κράτος, το έβρισκαν ανυπόφορο. Και εξακολουθούν να το βρίσκουν. Όπου και να ταξιδέψουν, το έθνος κράτος τούς πληγώνει, όπως προσπάθησα πρόσφατα να δείξω με αφορμή την περίπτωση του Ασιάτη Γιώργου Σεφέρη[9].

Η στάσις των ανυποτάκτων

Θα αναφερθώ στη συνέχεια σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα τέτοιου υλικού.

Στο προαναφερθέν βιβλίο μου (σ. 168), είχα υποστηρίξει τη θέση ότι

η ανυπακοή και η απροθυμία προς στράτευση δεν ήταν αποτέλεσμα του διχασμού, αλλά αιτία του. Εάν, μεταξύ του αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας, και γενικότερα όλων των «Νέων Χωρών», πολλοί κατέφυγαν στα βουνά για να αποφύγουν τη στράτευση, αυτό δεν οφειλόταν στο ότι «είχαν επηρεαστεί από τη βασιλική προπαγάνδα». Τη βασιλική ιδεολογία την χρησιμοποίησαν εκ των υστέρων, εργαλειακά, ως νομιμοφανή δικαιολογία για την επιθυμία τους, η οποία ήταν βαθύτερη και βασικότερη. Και σε αυτή την πρωτογενή τάση ανυπακοής οφείλεται επίσης η απήχηση και η γοητεία που ασκούσε στον υπόλοιπο πληθυσμό το φαινόμενο της ληστείας και η αποδοχή των φυγόστρατων ατάκτων.

Τα γεγονότα αυτά δείχνουν μάλλον ότι η απροθυμία προς στράτευση και προς συμμετοχή σε υπερπόντιες εκστρατείες προς λύτρωση αλυτρώτων είναι το μόνιμο στοιχείο, η δε επένδυση της απροθυμίας αυτής με τα χρώματα της μιας ή της άλλης από τις δύο διαθέσιμες εναλλακτικές απαντήσεις στο ερώτημα «από ποιον ιστορικό φορέα θα αναληφθεί και θα ελεγχθεί η πραγμάτωση του αιτήματος» είναι το κυμαινόμενο και περιστασιακό. Πάντως και οι δύο ιστορικοί φορείς με την ίδια άτεγκτη καταστολή αντιμετώπισαν αυτόν τον παράγοντα που απειλούσε να τριγωνοποιήσει το κατοπτρικό ζεύγος του μεγάλου Διχασμού.

Μόλις ένα χρόνο αργότερα, κυκλοφόρησε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, το Από τον λιποτάκτη στον αντάρτη. Η «στάσις των ανυποτάκτων» στη δυτική Κρήτη (1921-1922) (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022), το οποίο κομίζει την πιο πανηγυρική επιβεβαίωση που θα μπορούσα να φανταστώ τον ισχυρισμό αυτό, φέρνοντας στο φως γεγονότα τα οποία δεν είχα υπόψη μου (όπως και οι περισσότεροι) όταν τον διατύπωνα. Στα γεγονότα αυτά, παράλληλα, μπορούμε να βρούμε το πιο εύγλωττο παράδειγμα της αιχμαλώτισης της νομαδικής πολεμικής μηχανής από το κράτος –ή μάλλον, της προσπάθειας για μια τέτοια αιχμαλώτιση, η οποία επέτυχε μόνο εν μέρει και με μεγάλη δυσκολία.

Αυτό που φέρνει στο φως το βιβλίο είναι ουσιαστικά ένα μόνο, πολύ εντυπωσιακό γεγονός, το οποίο έχει παραμείνει μέχρι σήμερα αγνοημένο από την επίσημη ιστορία, αλλά και απωθημένο από τη μνήμη των ίδιων των πρωταγωνιστών και των απογόνων τους: ότι το 1921, στην Κρήτη, παρά λίγο να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, όταν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κληρωτών αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στην κλήση προς στρατολόγηση (και συνακόλουθη αποστολή τους στο μέτωπο).

Ειδικότερα:

Στις αρχές του 1921 η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση των Λαϊκών κήρυξε γενική επιστράτευση, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις της πριν από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Στην Κρήτη όμως από νωρίς παρατηρήθηκε εξαιρετικά μικρή προσέλευση των στρατευσίμων στα όπλα, κυρίως στους δύο δυτικούς νομούς: Ρεθύμνης και Χανίων. Τους επόμενους μήνες του καλοκαιριού, κάποιες πρώτες απόπειρες των εντόπιων κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους να συλλάβουν ορισμένους ανυπότακτους θα οδηγήσουν σε σποραδικές συγκρούσεις στην ενδοχώρα του νησιού (σ. 45).

Στη συνέχεια, η κεντρική κυβέρνηση απάντησε θέτοντας σε εφαρμογή αποκλειστικά στην Κρήτη τον νόμο περί ληστείας και αποστέλλοντας ναυτικό άγημα για να επιβάλει την τάξη. Το Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε στα Χανιά ένοπλο συλλαλητήριο, ενώ το Νοέμβριο στα πέριξ χωριά συγκεντρώθηκε ένα ένοπλο σώμα «ανυποτάκτων και λοιπών κακοποιών στοιχείων» (σύμφωνα με τον αθηναϊκό φιλοκυβερνητικό τύπο), κατά μία πηγή δύο έως τριών χιλιάδων ανδρών. Εξ αυτών, περίπου 200 βάδισαν απειλητικά κατά της πόλης των Χανίων, τότε πρωτεύουσας του νησιού, και ακολούθησε τριήμερη μάχη (!) με δυνάμεις της χωροφυλακής και του στρατού, περιλαμβανομένου του ναυτικού αγήματος.

 

Ούτε εμείς τα θέλομε

Η εντύπωση λοιπόν ότι εκείνοι που «δεν ήθελαν» την επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους (ή την «ολοκλήρωση του ελληνικού έθνους») ήταν μόνο οι μοναρχικοί και οι Μεσσήνιοι ψηφοφόροι, ενώ οι βενιζελικοί την ήθελαν, είναι απλώς ανακριβής.

Σύμφωνα με επίμονα δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου, τα οποία δεν φαίνονται αβάσιμα, οι ανυπότακτοι έτυχαν στήριξης από κύκλους του «ένοπλου βενιζελισμού» συνδεόμενους με τον παρακρατικό δολοφόνο Παύλο Γύπαρη, του οποίου η προτομή βρίσκεται ακόμη σήμερα τοποθετημένη στην παραλία της Θεσσαλονίκης[10] και σε άλλα σημεία ελληνικών πόλεων και περιοχών. Σε άλλο δημοσίευμά του, γραμμένο από κοινού με τον Μανόλη Βουρλιώτη, ο Βαφέας παραθέτει μαρτυρία σύμφωνα με την οποία, μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1918-1919, το ημιεπίσημο «τάγμα ασφαλείας» του Παύλου Γύπαρη είχε αποσταλεί στη Μεσσηνία, εκεί όπου οι ψηφοφόροι «δεν ήθελαν» την Ελλάδα των τριών ηπείρων, προκειμένου να καταστείλει «τους βασιλικούς ανυπότακτους, στασιαστές και λιποτάκτες, που δεν ήθελαν να υποταχθούν στην κυβέρνηση Βενιζέλου»[11]. Πολύ σύντομα, όμως, οι όροι αντιστράφηκαν, και τώρα στάλθηκαν Καλαματιανοί στην Κρήτη για να καταστείλουν τους βενιζελικούς ανυπότακτους.

Οι ανυπότακτοι και «λοιπά κακοποιά στοιχεία», με τη σύμπραξη του καπετάν Λάμπρου Μπαρμπούνη, ληστή, συγχωριανού και φίλου του Παύλου Γύπαρη, και με τη στήριξη των συγγενών και φίλων τους και του λοιπού πληθυσμού, παρέμειναν στα βουνά επί αρκετούς μήνες.

Τελικά η ανταρσία αναχαιτίστηκε –μετά από αρκετό καιρό και με δυσκολία- στο επιχειρησιακό επίπεδο, όχι όμως και στο πολιτικό-συνειδησιακό. Δεν σκοπεύω, ούτε είναι δυνατό, να εκθέσω εδώ όλες τις σχετικές λεπτομέρειες. Η αναγνώστρια που ενδιαφέρεται μπορεί, και κατά τη γνώμη μου οφείλει, να διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο. Κρίνω όμως σημαντικό να αναφέρω ένα στοιχείο ενδεικτικό για το πώς νοηματοδοτούσαν τότε οι άνθρωποι τους αγώνες αυτούς που διεξήγαγαν.

«Αφού δεν εκπληρούται η ιδεολογία μας …»

Το διάστημα που διαρκούσε η ανταρσία, ο Αριστομένης Μητσοτάκης, διευθυντής, από κοινού με τον αδελφό του Κυριάκο, της εφημερίδας Κήρυξ των Χανίων και ανιψιός του Ελ. Βενιζέλου, σε συνέντευξη που έδωσε στην αθηναϊκή εφημερίδα Εμπρός, μεταξύ άλλων είπε τα εξής:

Δηλαδή θέλω να σας ειπώ τι ήρχισε να λέγη ο Λαός. Αφού δεν εκπληρούται η ιδεολογία μας η Εθνική διά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφ’ ου διά της αντιλήψεως της κακής των Παλαιοελλαδιτών, υφ’ ων θανασίμως μισούμεθα, […] τα πράγματα ήλθον εις το σημείον που ευρίσκονται, συμφέρει εις την Κρήτην να αποτελή και τμήμα καν του Βασιλείου, το οποίον θα δεινοπαθή διότι το ηθέλησεν; (παρατίθεται στο: Βαφέας, σ. 54).

Δεν παρέλειψε δε να προσθέσει και έναν υπαινιγμό για την Κρητική Πολιτεία.

Από τη δήλωση αυτή, και όλα τα υπόλοιπα, συνάγεται με σαφήνεια ότι οι δρώντες, και οι ομιλούντες, κάθε άλλο παρά δείχνουν να θεωρούν την προσάρτηση της Κρήτης στο ελληνικό κράτος ως κάποιου είδους «ολοκλήρωση» κάποιας μέχρι τότε ημιτελούς διαδικασίας, ή την δική τους ένταξη στο ελληνικό έθνος ως απροϋπόθετη και αδιαπραγμάτευτη. Από τα μέλη του τελευταίου άλλωστε αισθάνονται ότι «μισούνται θανασίμως», άρα μάλλον δεν το βιώνουν ως κάποια «νοερή κοινότητα» στην οποία αυτονόητα (θα πρέπει να) ανήκουν. Αντιθέτως, ο ομιλητής στη συνέντευξη, επιφανές μέλος των κρητικών ελίτ, δεν διστάζει, δηλώνοντας μάλιστα ρητά ότι δεν εκφράζει δικές του προσωπικές απόψεις αλλά μεταφέρει όσα «λέγει ο λαός», να εμφανίσει τη συμμετοχή στο έθνος και στις προσπάθειες εδαφικής του επέκτασης ως κάτι διαπραγματεύσιμο. Εάν πληρούνται ορισμένοι όροι, ο «λαός» της Κρήτης φέρεται σύμφωνος να παραιτηθεί της Πολιτείας του, να διαλυθεί εντός του ελληνικού και να αναλάβει τις θυσίες που απορρέουν εξ αυτού. Εάν όμως όχι, όχι. Αποφεύγει μάλιστα να χρησιμοποιήσει καν τον όρο «Ελλάδα» και αναφέρεται στο κράτος που αξιώνει αυτές τις θυσίες με τον μάλλον απαξιωτικό όρο «το βασίλειο».

Είναι γνωστό ότι ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Μάικλ Χέρτσφελντ ανέπτυξε την έννοια της «κοινωνικής ποιητικής» με πηγή έμπνευσης την εθνολογική έρευνα που διεξήγαγε σε ένα χωριό της Κρήτης περίπου μισόν αιώνα αργότερα. Με τη συγκεκριμένη έννοια θέλησε να θεωρητικοποιήσει ένα από τα ευρήματα της έρευνας αυτής, κατά το οποίο οι Κρητικοί ναι μεν διακηρύσσουν –ειλικρινώς- ότι είναι ικανοποιημένοι και υπερήφανοι που ανήκουν στο ελληνικό έθνος χάρη στην παράδοση ανυπακοής που τους χαρακτηρίζει, αλλά ταυτόχρονα αυτή τη διακήρυξη την χρησιμοποιούν για να δικαιώσουν (επιμέρους) συμπεριφορές ανυπακοής απέναντι στο ίδιο το ελληνικό κράτος ή/ και τους εκπροσώπους του[12]. Στο συλλογισμό του κρητικού πολιτευτή, ή/ και στο συλλογισμό που εκείνος αποδίδει στον «λαό», παρατηρούμε ίσως ένα πρώιμο, αλλά και ακραίο, δείγμα αυτής της ρητορικής τεχνικής. Βλέπουμε δηλαδή μια πληθωρική επίκληση της «εθνικής μας ιδεολογίας» στο επίπεδο της ρητορικής, η οποία όμως στην πράξη γίνεται για να αιτιολογήσει την αντίθετη ακριβώς πορεία: την αναίρεση της πρόσφατης τότε προσάρτησης της Κρήτης στο «βασίλειο».

Αντάρτες συνομιλούν με Μεγάλες Δυνάμεις

Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι, στον λόγο αυτό, ως «εθνική μας ιδεολογία» περιγράφεται η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία και αναφέρεται ως ο μόνος τέτοιος όρος που θα έπρεπε να πληρούται ώστε να στέρξει ο «λαός» στην υπαγωγή του στο «βασίλειο».

Οι διατυπώσεις αυτές ηχούν σήμερα εκτός τόπου και χρόνου. Τότε όμως δεν ήταν έτσι, και φαίνεται ότι αυτό ίσχυε στο επίπεδο τόσο του λαού όσο και των «ελίτ» –εάν διατηρήσουμε, για περιγραφικούς λόγους, τη διάκριση μεταξύ των δύο αυτών όρων.

Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο του Βαφέα (σ. 130), οι στασιαστές, κατά την επίθεσή τους κατά των Χανίων στις 20 Νοεμβρίου 1921, σκόπευαν να επιδώσουν στους προξένους των μεγάλων δυνάμεων (!) ένα υπόμνημα με τα αιτήματά τους.

Η εντυπωσιακή αυτή στόχευση δείχνει ήδη ότι οι στασιαστές αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως διεθνείς παίκτες, σκέφτονταν πέρα από το έθνος κράτος το οποίο επιδίωκαν να παρακάμψουν.

Τελικά βέβαια δεν κατάφεραν να επιδώσουν το υπόμνημα. Ένα προσχέδιό του όμως βρέθηκε πάνω στον Πέτρο Γύπαρη, αδελφό του Παύλου, όταν αυτός συνελήφθη. Το προσχέδιο αυτό περιλάμβανε μεταξύ άλλων τα εξής εντυπωσιακά αιτήματα:

  1. Να μας αναγνωρίσουν ως συμμάχους αυτών η Αγγλία, η Γαλλία και η Αμερική (…)
  2. (…)
  3. Να υπαχθώμεν εις την ουδετέραν ζώνην την καθορισθείσαν διά της Συνθήκης των Σεβρών ήτις περιλαμβάνει την Κωνσταντινούπολιν και τα στενά.
  4. Να σχηματισθή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με σημαίαν τον Δικέφαλον Αετόν και με παρυφάς [sic] Αγγλίας, Γαλλίας και Αμερικής.
  5. Να υπαχθώμεν υπό τας αμέσους διαταγάς του Αρχιστρατήγου Χάρδικτων εν Κωνσταντινουπόλει.
  6. Να μας χορηγήσουν δάνειον επιτρέποντες εις ημάς την έκδοσιν χαρτονομίσματος με τον Δικέφαλον Αετόν.
  7. Να διαλυθούν τα ναυτικά αγήματα και ο εν Κρήτη ευρισκόμενος Κωνσταντινικός Στρατός και Χωροφυλακή.

Για αυτήν την πραγματικά απίστευτη, με τα σημερινά κριτήρια, λίστα αιτημάτων, άνθρωποι ήταν τότε διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους, να έρθουν σε αντίθεση με το έθνος κράτος «τους» και να πειραματιστούν με την πολιτική μορφή π.χ. του διεθνούς προτεκτοράτου και με όποιες άλλες μορφές υπερεθνικής ή υπο-εθνικής συγκρότησης τους φαίνονταν προτιμότερες.

Dégagisme

Τα αιτήματα αυτά βέβαια δεν ήταν όλα του ίδιου επιπέδου. Το πλέον άμεσο και πραγματοποιήσιμο ήταν το τελευταίο.

Αυτό ήταν και εκείνο που μάλλον συγκέντρωνε την μεγαλύτερη λαϊκή αποδοχή, αν κρίνουμε από όσα αναφέρει ένα δημοσίευμα της εφημερίδας Σκριπ που παρατίθεται στο βιβλίο, κατά το οποίο, στις 20 Ιανουαρίου 1922,

οι κάτοικοι του χωρίου Κεφαλής Αποκορώνου, συνελθόντες εις συλλαλητήριον, απεκήρυξαν τα κρατικά όργανα του χωρίου και τους αγροφύλακας, τους οποίους και εξεδίωξαν, έλαβον δε την απόφασιν όπως εμποδίσουν εν τω μέλλοντι την είσοδον εις το χωρίον, στρατιωτικών αποσπασμάτων (σ. 83).

Η ενέργεια αυτή των κατοίκων του χωρίου αποτελεί μία πιστή avant la lettre υλοποίηση (/ μη υλοποίηση) του μη προτάγματος του «ντεγκαζισμού».

Τον δυσμετάφραστο όρο dégagisme τον επινοήσαμε πριν από κάποια χρόνια στο πλαίσιο του Collectif Manifestement, μιας ομάδας καλλιτεχνών και θεωρητικών με έδρα τις Βρυξέλλες, με πηγή έμπνευσης την εξέγερση που ανέτρεψε τον Μπεν Αλί στην Τυνησία. (Μία χώρα, σημειώνω εδώ, στα παράλια της Μεσογείου, η οποία στο παρελθόν υπήρξε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ αργότερα τέθηκε υπό τον έλεγχο γαλλικών στρατευμάτων). Κατά τη διάρκεια λοιπόν της εξέγερσης αυτής, πλήθη Τυνήσιων συγκεντρώνονταν στην κεντρική πλατεία της Τύνιδας και φώναζαν απλώς «Ben Ali, dégage» (=δίνε του, άδειασέ μας τη γωνιά), στα γαλλικά, τη γλώσσα του αποικιοκράτη, χωρίς να προβάλλουν κάποιον άλλο πολιτικό ή κόμμα κατάλληλο κατά τη γνώμη τους να έρθει και να καταλάβει αυτό το κενό που θα προέκυπτε. Kατ’ αυτή την έννοια, κρίναμε ότι ο «ντεγκαζισμός» είναι η πρώτη συμβολή της αραβικής κουλτούρας στην παγκόσμια πολιτική σκέψη[13].

Οι Κρητικοί λοιπόν, κάτοικοι ενός νησιού που διετέλεσε υπό αραβικό έλεγχο πριν υπαχθεί στους Βενετούς και εν συνεχεία στους Οθωμανούς, έδιωξαν το κράτος και τους εκπροσώπους του, τους φορείς του «μονοπωλίου της νόμιμης βίας», χωρίς να ελαύνονται από κάποιο άλλο όραμα «σωστότερου» κράτους. Απλώς τους έδιωξαν. Δεν πρότειναν κάτι άλλο στη θέση του, ή, και όταν πρότειναν, η ιδέα αυτή δεν ήταν ένα όραμα, δεν ήταν ο λόγος της στάσης τους (και με τις δύο έννοιες και των δύο υπογραμμισμένων όρων: δεν ήταν η αιτία της συμπεριφοράς τους, και δεν ήταν η ομιλία της εξέγερσής τους), αλλά ήταν η εκλογίκευσή της, η μετάφρασή της στη γλώσσα που μπορούν να καταλάβουν τα κράτη.

 

Βυζαντινές μηχανορραφίες

Αλλά και αυτή η μετάφραση δεν ήταν τόσο ουρανοκατέβατη όσο ακούγεται σήμερα: όσα περιλαμβάνει είχαν επίσης αποτελέσει αντικείμενο σχεδιασμού και πρακτικής επιδίωξης, η οποία αυτή τη φορά –όπως είναι αναμενόμενο- αφορούσε περισσότερο τις «ελίτ». Και όχι μόνο, ούτε ιδίως, στην Κρήτη. Παρά στην πόλη που φαίνεται να αποτελεί το κέντρο βάρους αυτού του καταλόγου αιτημάτων· την πόλη των πόλεων, εκείνη που μας έρχεται ακόμα σήμερα στο μυαλό όποτε κάποιος χρησιμοποιεί τη λέξη πόλη χωρίς άλλο προσδιοριστικό.

Πρόκειται εδώ για τις συνωμοτικές ενέργειες της Εθνικής Αμύνης Κωνσταντινουπόλεως, μιας οργάνωσης –ίσως «λόμπυ», όπως θα λέγαμε σήμερα- η οποία έδρασε ως επί το πλείστον μυστικά στην Πόλη το διάστημα 1919-22. Θα παραθέσω τα σημαντικότερα σχετικά χωρία από το βιβλίο του Βαφέα και θα παραπέμψω και πάλι τους ενδιαφερομένους να διαβάσουν το σύνολο του βιβλίου για μια πληρέστερη εικόνα.

Την οργάνωση αυτή την συγκρότησαν, κατά το προηγούμενο της ομώνυμης ομάδας που έδρασε στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του Διχασμού, «ορισμένα εξέχοντα μέλη της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας από κοινού με βενιζελικούς αξιωματικούς που είχαν καταφύγει εκεί μετά την εκλογική ήττα της 1ης Νοεμβρίου 1920» (σ. 135). Αφού επέτυχαν να εκλέξουν «οικουμενικό» Πατριάρχη της επιλογής τους, τον Μελέτιο Μεταξάκη, κυκλοφόρησαν (σύμφωνα με δημοσίευμα του Εμπρός) προκήρυξη, στην οποία «κηρύττουν ότι η Κρήτη μετά των νήσων του Αρχιπελάγους, της Κων/πόλεως, της Θράκης και του Πόντου και της περιοχής της Σμύρνης θέλει αποσπασθή από το Ελληνικόν Βασίλειον και θα μετατραπούν εις Δημοκρατίαν, ής οιονεί αντιβασιλεύς θα είνε ο Πατριάρχης Μεταξάκης και πραγματικός κυβερνήτης ο κ. Βενιζέλος» (σ. 133).

Το ότι τα σχέδια αυτά ήταν σοβαρά, μαρτυρείται και από το ότι οι συνωμότες βολιδοσκόπησαν τον ίδιο τον Αρχιστράτηγο Παπούλα, εν ενεργεία τότε διοικητή της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ώστε να τεθεί επικεφαλής της υλοποίησής τους! Ο τελευταίος μάλιστα δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο, αλλά το έθεσε υπόψη των αρχών στην Αθήνα και ζήτησε τη γνώμη τους. Αυτή φυσικά ήταν απορριπτική. Αμέσως μετά ακολούθησε η αποπομπή του Παπούλα και η αντικατάστασή του από τον Χατζηανέστη, ενώ λίγο αργότερα επήλθαν τα γνωστά γεγονότα τα οποία κατέστησαν άνευ αντικειμένου τις σχετικές συζητήσεις.

Ήλθαν αλλιώς τα πράματα

Αυτό ακριβώς, όμως, δείχνει ότι η επικράτηση της «τελικής λύσης» της εθνοκάθαρσης δεν ήταν κάποια μοίρα, πολύ λιγότερο κάποια πρόοδος της ανθρωπότητας προς ανώτερο στάδιο –ή έστω το αναπόφευκτο αντίτιμο γι’ αυτήν. Ήταν ένα ρίξιμο των ζαριών, που βγήκε έτσι ενώ θα μπορούσε –και ενώ οι ενδιαφερόμενοι εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο- να βγει αλλιώς.

Το ποιοι ακριβώς, και πόσο σοβαρά, εξέταζαν αυτό το ενδεχόμενο, προκύπτει μεταξύ άλλων από όσα είπε ο ίδιος ο θεωρούμενος σήμερα ως «αρχάγγελος» της συγκρότησης της Ελλάδας ως νεωτερικού, ευρωπαϊκού τύπου εθνικά καθαρού κράτους και του εκσυγχρονισμού: ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε ιδιωτική του συζήτηση με την προαναφερθείσα Πηνελόπη Δέλτα, όπως την κατέγραψε η τελευταία στις «Αναμνήσεις» της.

Η ανταλλαγή γίνεται μάλλον το 1918 ή 19, και ξεκινά όταν η Δέλτα φέρνει στην κουβέντα τον Ίωνα Δραγούμη.

Ο Βενιζέλος την διαβεβαιώνει ότι θα ήθελε τον Ίωνα συνεργάτη του, αλλά εκείνος δε θέλει διότι είναι χολωμένος εναντίον του. Και συνεχίζει:

Β.: Κι έχει δίκαιο, ο κακομοίρης, να με αντιπαθεί. Πάτησα στη δουλειά του για να κάνω ό,τι έκανα.

Δ.: Σε ποια δουλειά του;

Β.: Στην οργάνωση των εθνοτήτων που έκαμε αυτός στην Πόλη όταν ήταν. Νομίζετε ότι θα γίνουνταν ποτέ, το 1912, η συνεννόηση με τους Βουλγάρους και Σέρβους, αν δεν είχε ετοιμάσει το έδαφος αυτός; Βρήκα τη δουλειά έτοιμη και πάτησα πάνω για να κάμω τη συμμαχία.

Δ.: Ώστε πέτυχε το σκοπό του….

Β.: Όχι. Εκείνος ήθελε συγκυριαρχία με τους Τούρκους σε όλη την Ανατολή. Εγώ κάνω πόλεμο του Τούρκου. Η άποψή του έχει βαρύτητα. Μα ήλθαν αλλιώς τα πράματα[14].

Οι διατυπώσεις αυτές είναι ό,τι πιο αντίθετο μπορεί να σκεφτεί κανείς προς τις «νομοτέλειες» τις οποίες φαντάζονται σήμερα όσοι δηλώνουν οπαδοί και θαυμαστές του Ελευθέριου. Άξονάς τους είναι η κεφαλαιοποίηση/ εκτροπή της αεθνικής τάσης, της τάσης συνεννόησης των εθνοτήτων (της «δουλειάς» άλλων, την οποία οι hommes d’Etat «βρίσκουν μπροστά τους έτοιμη και πατάνε πάνω») προς την κατεύθυνση του πολέμου με σκοπό το σχηματισμό εθνικά καθαρών κρατών. Και κυρίως, σε αυτές η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν εμφανίζεται ως «ολοκλήρωση» κάποιας προϋπάρχουσας ιδέας, αλλά ως αστάθμητο και απρόβλεπτο αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμών και υλικών συναντήσεων μεταξύ περισσότερων παικτών, εκ των οποίων κανείς δεν το είχε θελήσει και σχεδιάσει ως τέτοιο. Το αποτέλεσμα αυτό σήμερα μας φαίνεται το μόνο δυνατό απλώς και μόνο επειδή αυτό πραγματοποιήθηκε, οπότε κάθε αλλιώς σε σχέση με αυτό το «έτσι» που «ήλθαν τα πράγματα» μας φαίνεται σήμερα ανέφικτο και ουτοπικό. Για τους ανθρώπους τότε, όμως, και δη για εκείνους που ήταν κατεξοχήν αντίπαλοι αυτού του «αλλιώς», ήταν μία άποψη με βαρύτητα.

 

Η εθνικότητα ως διαπραγμάτευση

Περί το 1971, στα Χανιά, ένας απόστρατος αξιωματικός του ελληνικού στρατού συγκέντρωσε και εξόπλισε ένα σώμα 2000 περίπου ανδρών, με το οποίο σκόπευε να επιτεθεί και να καταλάβει τα κυριότερα κέντρα εξουσίας στις τέσσερις πρωτεύουσες των νομών του νησιού και να κηρύξει την απόσχιση από την χουντοκρατούμενη τότε Ελλάδα. Στο σενάριο που είχε στο μυαλό του, αυτό θα προκαλούσε εθνική κρίση και θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της δικτατορίας, μετά την οποία θα επερχόταν και πάλι η (δεύτερη) ένωση.

Το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε μετά από πρωτοβουλία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος έστειλε μυστικά στην Κρήτη ως προσωπικό του απεσταλμένο τον γιο του αξιωματικού, μέλος τότε του ΠΑΚ, για να καταστήσει σαφές στον πατέρα του ότι το κίνημα δεν ενθαρρύνει τέτοιες κινήσεις ένοπλης δράσης και δεν πρόκειται να τις υποστηρίξει εφόσον εκδηλωθούν.

Τη γνώση περί αυτού του (μη) γεγονότος, με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, την οφείλω σε προσωπική μαρτυρία πληροφορητή που μετείχε –ή επρόκειτο να μετάσχει- σε αυτό. Η μαρτυρία προς το παρόν είναι μόνο προφορική. Σκοπεύω να την δημοσιεύσω το συντομότερο δυνατό. Εδώ την αναφέρω για να εξηγήσω καλύτερα ένα γενικότερο, μεθοδολογικού χαρακτήρα σημείο.

Η ιστορία, αλλά και η φιλοσοφία, η υλιστική αλλά και άλλες φιλοσοφίες για διάφορους λόγους, είναι καχύποπτες απέναντι στον ισχυρισμό ότι ένα παρελθόν γεγονός θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί αλλιώς. Και όχι άδικα: το τι (υποθέτουμε ότι) θα μπορούσε να συμβεί είναι ανεπίδεκτο σαφούς γνώσης και εξέτασης, και ως εκ τούτου για αυτό μπορεί κανείς να πει σχεδόν τα πάντα χωρίς να κινδυνεύει να διαψευσθεί. Στον ίδιο τον Χέγκελ, που κατατάσσεται στους κατεξοχήν ιδεαλιστές (αλλά διαλεκτικούς) φιλοσόφους, οφείλουμε το απόφθεγμα ότι «το πραγματικό είναι και λογικό». Αυτό μας θυμίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα να «επιπλήξουμε» την πραγματικότητα και να την απορρίψουμε ως παράλογη προς όφελος κάποιας «λογικότερης» εξέλιξης που όμως δεν πραγματώθηκε.

Όπως όμως συμβαίνει με κάθε μονολεκτική διατύπωση, και αυτή εδώ μπορεί να διαβαστεί κατά ποικίλους τρόπους. Υπάρχει εδώ ένα στενό έδαφος στο οποίο πρέπει να κινηθούμε προσεκτικά, μια λεπτή ισορροπία που πρέπει να τηρήσουμε: ασφαλώς πρέπει να προφυλαχθούμε από σενάρια και εικοτολογίες, αλλά αντίστοιχα πρέπει να αποφύγουμε να αναγορεύσουμε αναδρομικά σε αναπόδραστη νομοτέλεια αυτό που απλώς νίκησε σε μια μάχη και να καταλήξουμε έτσι σε μια απολογία του υπάρχοντος.

Εν προκειμένω, το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι, μισόν αιώνα μετά την στάσιν των ανυποτάκτων, να ρισκάρουν τη ζωή τους για να επιτύχουν την απόσχιση της Κρήτης από το «Βασίλειον», δείχνει ότι, γι’ αυτούς, η Ελλάδα έπρεπε ανά πάσα στιγμή, όλο αυτό το διάστημα, να αποδεικνύει γιατί (αν) αξίζει τον κόπο να ανήκει κανείς σε αυτήν, και ότι δεν θα έπρεπε να τους λαμβάνει ως δεδομένους. Aυτό δεν είναι σενάριο ή υπερβατικότητα· υπήρξε κάτι πραγματικό, που μαρτυρεί την ύπαρξη μιας ζωντανής επιθυμίας η οποία ακολουθεί τον κρατικό ξενιστή ως παράσιτο.

Με άλλα λόγια: το απόφθεγμα του Χέγκελ δεν μας λέει ποιο ακριβώς είναι αυτό το «πραγματικό» και πώς περιήλθε ή πρόκειται να περιέλθει σε γνώση μας· το λαμβάνει ως δεδομένο. Η πραγματικότητα είναι μία, αλλά και πολλαπλή· κάθε πολλαπλότητα δεν είναι σχετικισμός ή απροσδιοριστία, διότι είναι δυνατό να υπάρχει μία υλιστική πολλαπλότητα.

Σε αυτήν παραπέμπει ένα άλλο απόφθεγμα, του Μαρξ αυτή τη φορά, εκείνο που λέει ότι ο κομμουνισμός δεν είναι ένα σχέδιο για το μέλλον, αλλά μια υλική κίνηση εγγεγραμμένη στην τωρινή κατάσταση πραγμάτων.

Με αυτή την έννοια, μπορεί το έθνος κράτος να έγινε το οικουμενικά παραδεκτό συντακτικό και γραμματική, το υποχρεωτικό πεδίο αναφοράς για όποιον θέλει να δράσει και να μιλήσει πολιτικά. Αλλά η μη επιθυμία του κράτους δεν εξαφανίστηκε, δεν είναι ούτε κατάλοιπο κάποιου παρελθόντος ούτε προαναγγελία κάποιου μέλλοντος· είναι παρούσα όλο αυτό το διάστημα, και παράγει αποτελέσματα.

Βενιζελισμοί

Κατά τα τέλη του 2020, ο «Κύκλος Ιδεών», ένα θινκ τανκ που πρόσκειται σε έναν άλλο Βενιζέλο, τον πρώην υπουργό και συνταγματολόγο Ευάγγελο, οργάνωσε συνέδριο με τίτλο «Εργαστήριον η Ελλάς». Σε αυτό συμμετείχαν διάφοροι προβεβλημένοι εκπρόσωποι του σύγχρονου βενιζελισμού, πανεπιστημιακοί που συμμερίζονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό την ακράδαντη πεποίθηση ότι η θέση της «χώρας μας» είναι αυτονόητα στην Ευρώπη και το μέλλον της εξαρτάται από το πόσο πιστά θα μιμηθεί και θα αναπαράγει το μοντέλο ενός κράτους δυτικοευρωπαϊκού τύπου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επίσης συμμερίζονται την πεποίθηση ότι αυτό έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό συμβεί· με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος, γενικά μιλώντας, είναι σαφώς ένα success story και όχι ένα failed story.

Ο ίδιος ο (σημερινός) Βενιζέλος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και διατύπωσε την εξής απορία:

Ενώ εμείς κάνουμε αυτή την αξιολόγηση, γιατί είναι αυτοϋποτιμητική η πρόσληψη που κυριαρχεί στη συλλογική εθνική συνείδηση, στη συλλογική εθνική μνήμη; Τι είναι εκείνο που δεν μας επιτρέπει να εισπράξουμε αυτήν την επιτυχία και αυτόν τον ορθολογισμό της ιστορίας. Τι είναι εκείνο που επιβάλλει να υπάρχουν μη ορθολογικές αντιστάσεις στην αποδοχή αυτού που εμείς οι ίδιοι κάναμε διαχρονικά;[15]

Οι ερωτήσεις αυτές φαίνονται να διατυπώνονται ως ρητορικές. Όμως, αν ρητορικές είναι οι ερωτήσεις των οποίων γνωρίζουμε ήδη την απάντηση, έστω την απάντηση που δίδει σε αυτές ο ίδιος ο ρήτορας, εν προκειμένω η απάντηση αυτή ελλείπει. Ως μόνη εξήγηση φαίνεται να προβάλλεται ο «ανορθολογισμός» (ή, σε άλλο σημείο, «το ανεπίγνωστον ή αυτοκτονικόν που έχει πολλές φορές στις επιλογές της η ελληνική κοινωνία» –σ. 421). Αλλά το να απευθύνουμε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς σε ένα φαινόμενο, και μάλιστα όχι απλώς ένα οποιοδήποτε φαινόμενο αλλά στον τρόπο με τον οποίο αντιδρά και σκέπτεται μία ολόκληρη κοινωνία, δεν αποτελεί εξήγηση, αλλά ομολογία ακατανοησίας.

Τι πάει στραβά; Ποιος θεός μάς καταράστηκε;

Σε αυτή την απορία (και με τις δύο έννοιες) του ευρωκεντρισμού/ εκσυγχρονισμού που αυτοαναγορεύεται ανεπιτυχώς σε «ορθολογισμό», η προφανής λύση είναι μία: η μη επιθυμία του κράτους. Με αυτήν, όλα μοιάζουν ευεξήγητα και κατανοητά.

Εμείς τους κάναμε τη χάρη να τους φτιάξουμε ένα κράτος με τα όλα του, και αυτοί δεν είναι ικανοποιημένοι, ούτε ευγνώμονες απέναντί μας, μονολογεί σκανδαλισμένος ο ομιλητής. Τι φταίει;

Μπροστά σε μια τέτοια απορία, το πρώτο και πιο απλό ενδεχόμενο που πρέπει να εξετάσει κανείς είναι το εξής: μπορεί εκείνοι να μην ήθελαν να τους το φτιάξετε. Η κατασκευή μπορεί να ανταποκρινόταν σε μια επιθυμία δική σας, όχι όμως και δική τους.

dox1

[1] Ο Χέγκελ άλλωστε είναι ο κατεξοχήν «κρατικός άνδρας» [homme d’Etat], σύμφωνα με τη διατύπωση των Ντελέζ/ Γκουατταρί (Gilles Deleuze/ Félix Guattari, Capitalisme et schizophrénie 2 : Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Παρίσι 1980, σ. 440).

[2] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια. Η ελληνική περίπτωση, Πατάκης 2020, σ. 19.

[3] Για αναλυτικότερη έκθεση του σημείου αυτού παραπέμπω στο σημείωμά μου 1915: Ο διχασμός ως έξοδος και ως λιποταξία.

[4] James C. Scott, The Art of Not Being Governed. An Anarchist History of Upland Southeast Asia, Yale University Press, Nιου Χέιβεν & Λονδίνο 2009.

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο αυτό μεταφρασμένο στα ελληνικά μπορεί κανείς να βρει στο https://wp.me/p1eY1R-B6.

[5] John Milios, The Origins of Capitalism as a Social System. The Prevalence of an Aleatory Encounter, Routledge 2019· στα ελληνικά: Γιάννης Μηλιός, Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020.

[6] David Graeber και David Wengrow, The Dawn of Everything: A New History of Humanity, Allen Lane, GB 2021.

[7] Gilles Deleuze/ Félix Guattari, Capitalisme et schizophrénie 2 : Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Παρίσι 1980.

[8] Mille Plateaux, σ. 528· ελλ. μετ. του συγκεκριμένου αποσπάσματος στο: Ντελέζ-Γκουαταρί: Η αιχμαλώτιση της πολεμικής μηχανής.

[9] Άκης Γαβριηλίδης, Ο Ασιάτης Σεφέρης, Ασίνη, Αθήνα 2021.

[10] Πρβλ. το σημείωμά μου Η προτομή ενός ταγματασφαλίτη δολοφόνου κάτω από τον Λευκό Πύργο.

[11] Νίκου Βαφέα – Μανόλη Βουρλιώτη, «Συλλογική δράση και πολιτική βία στην Κρήτη του μεσοπολέμου: η ‘στάσις’ του 1921-1922», στο: Έφη Αβδελά κ.ά., Η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο. Μετασχηματισμοί και διακυβεύματα, Αλεξάνδρεια 2017, σ. 153-4.

[12] Βλ. π.χ. Michael Herzfeld, Cultural Intimacy. Social poetics in the nation-state, Routledge, Νέα Υόρκη & Λονδίνο 20052, σ. 31.

[13] Βλ. αναλυτικότερα τη συλλογή κειμένων (καθώς και εικόνων, ή παραμορφώσεών τους), άλλων παιγνιωδών και άλλων πιο σοβαρών, που εκδόθηκε με τίτλο Manifeste du dégagisme, maelstrÖm, Bρυξέλλες 2011.

[14] Παρατίθεται στο: Π.Σ. Δέλτα, Αναμνήσεις, επιμέλεια Α.Π. Ζάννας, Ερμής, Αθήνα 2007. Η υπογράμμιση δική μου. Κράτησα μόνο τις φράσεις του διαλόγου που παραθέτει η Δέλτα, παραλείποντας διάφορες δικές της σκέψεις και σχόλια που παρεμβάλλονται.

[15] Ευάγγελος Βενιζέλος, Κώστας Κωστής, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Εργαστήριον η Ελλάς. Θεσμοί και καταστάσεις που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα από την Παλιγγενεσία έως τις ημέρες μας, Επίκεντρο, Αθήνα 2021, σ. 393.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή της εισήγησής μου σε Ημερίδα του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» και του  Ομίλου Θεσσαλονίκης του ΙΝΠ με τίτλο «Εκατό χρόνια από το 1922: Ταυτότητες, δομές, πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και ειδικά στις Νέες Χώρες». Πρώτη δημοσίευση: https://poulantzas.gr/100-chronia-apo-to-1922-2i-ekdilosi-keimena/, όπου μπορεί κανείς να βρει και τα κείμενα των άλλων εισηγήσεων. 

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “Το έθνος κράτος πηγή δυστυχίας: σημειώσεις για την ενδεχομενικότητα της «Ελλάδας»

  1. Ο/Η phrasaortes λέει:

    Πολύ ενδιαφέρον κείμενο. Η ερμηνεία του «Εθνικού Διχασμού» ως προϊόν της διαφωνίας σχετικά με τον τρόπο της εθνικής ολοκλήρωσης νομίζω θεωρείται πια ξεπερασμένη ακόμα κι απ’τα σχολικά βιβλία. Βασίζεται στην ανάλυση του φαινομένου αποκλειστικά σε ορισμένες δηλώσεις κάποιων συγκεκριμένων ηγετικών μορφών δύο παρατάξεων, αγνοώντας τα κίνητρα ακόμα και των πιο στενών συνεργατών των εν λόγω «μεγάλων ανδρών», πόσο μάλλον της «διχασμένης κοινωνίας».

    Έχω μονάχα μια απορία. Στο απόπασμα που παρατίθεται από το βιβλίο για τους λιποτάκτες Κρητικούς, γίνεται ο ισχυρισμός ότι η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις είχε προεκλογικά ταχθεί ενάντια στην γενική επιστράτευση. Ισχύει όντως κάτι τέτοιο; Απ’ότι ξέρω, η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις επισήμως δεν δήλωσε ποτέ ότι θα τερματίσει τον πόλεμο, αν και ίσως έπραξαν κάτι τέτοιο μεμονωμένοι υποψήφιοι σε προεκλογικές ομιλίες. Αντιθέτως, οι Φιλελεύθεροι ήταν αυτοί που υπονόησαν ότι η νίκη τους θα οδηγούσε στην πολυπόθητη ειρήνη (με στρατιωτικά, όχι διπλωματικά, μέσα). Βέβαια, σήμερα επικρατεί η αντίστροφη αντίληψη στον δημόσιο λόγο για πολιτικούς λόγους (σύγκριση των εκλογών του 1920 με αυτές του 2015 και στιγματισμός του λαού ως αφελούς και ανίκανου να αποφασίσει για το μέλλον του). Ωστόσο, υπάρχει και η περίπτωση η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις να είχε απορρίψει την γενική επιστράτευση, χωρίς όμως να υποσχεθεί τον τερματισμό του πολέμου.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.