Αυτές τις μέρες άκουγα συχνά την Τρίτη (και καλύτερη) Ανθολογία του Σπανού. Μέσα στον πυρετό της μεταπολίτευσης το 1975, ο Σπανός επιλέγει προς μελοποίηση όχι τις προφανείς και δοκιμασμένες λύσεις, αλλά επισκέπτεται την «χαμηλή φωνή» της ποίησης. Μέσα σε αυτή, συναντά δύο ποιητές της ήττας και όχι τους πιο γνωστούς αυτής της τάσης: τον Δημήτρη Δούκαρη και τον Βύρωνα Λεοντάρη, αυτόν που μάλιστα εισηγήθηκε αυτόν τον όρο.
Το ποίημα του Δούκαρη που μελοποιήθηκε ήταν το «Σε Είπανε Θεό». Είχε την καλή τύχη των τραγουδιών που τραγούδησε η Αρλέτα, αυτό το καθαυτό δώρο.
Η φωνή της Αρλέτας, το πιάνο του Σπανού, αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Δούκαρη.
Σε είπανε Θεό
και δε Σε πίστεψα,
γιατί αν ήσουνα
θάχες φόβο,
θάχες τρόμο
θάχες ντροπή
γιατί αν ήσουνα
θα Σε λυπόμουν.
Σε είπαν επανάσταση
και Σ’ ακολούθησα,
ήθελα να γκρεμίσεις,
ήθελα να χτίσεις,
ήθελα να τελειώσεις
και ν’ αρχίσεις,
ήθελα ν’ αλλάξεις
κι Εσύ
κι εγώ
και μ’ άφησες στους πέντε δρόμους.
Ο Δούκαρης ήταν ένα παιδί της γενιάς της αντίστασης. Όπως όλη του η γενιά, έζησε δέκα ζωές σε λίγα χρόνια. Αντίσταση, Μακρόνησος, απόπειρα αυτοκτονίας στην Μακρόνησο, στρατοδικείο, δήλωση.
ΕΞΟΡΙΑ
Γνώρισα τη γεύση του νησιού,
τη σκληρή του όψη· τ’ άγρια,
τ’ απότομα βράχια,
τους πονεμένους γλάρους να πετούν,
κρώζοντας το πένθιμο εμβατήριο
της τελευταίας προσπάθειας,
που χάθηκε αναπάντεχα,
στο ελπιδοφόρο της πέταγμα,
μες στους συννεφιασμένους κυματισμούς·
της μίλησα σιγανά όταν
τα κύματα έπνιγαν το λαιμό της
και άπληστα οι αφροί ετοιμάζονταν να καταπιούν
τα σοβαρά μάτια της·
την όρκισα στο μεγάλο Θεό,
στη φλογερή μου πίστη·
γιατί το χέρι που δεν έζησε τραυματισμό,
που γονάτισε μονάχα τις ώρες της Προσευχής,
χαραγμένο ξεχώριζε καθαρά
στα σοβαρά μάτια της —
στη θαμπή λάμψη τους,
στην πικρή ομορφιά τους.
Υπάρχουν ωστόσο κάποια στοιχεία που διαφοροποιούν τον Δούκαρη από την γενιά του.
Κατ’αρχάς δύο ηχηρές διαφοροποιήσεις.
Ο Δούκαρης το 1954 γράφει ένα ποίημα υπερασπιζόμενος τον Πλουμπίδη την ώρα που σε βάρος του – εξ οικείων – διατυπώνονται οι πιο δηλητηριώδεις κατηγορίες.
ΔΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ
Από τη Σωτηρία του υπόκωφου θάνατου
έως τη σωτηρία της ψυχής σου,
πάνου στο πήλινο Γουδί του αθάνατου
πόνου,
στενή κι αδιάβατος, τραχεία η οδός –
κι απʼ όσες βάραιναν σκλαβιές τον κλήρο σου,
απʼ όσες λευτεριές σκαρφάλωναν
στο τιμημένο της ζωής σου όραμα:
η Ελευθερία του Σταυρού,
στερνό μίλημα της άφθαρτης γαλήνης σου –
ενώπιος ενωπίω στη μοναξιά σου
κι η αχή σου νʼ αντηχεί εν τη ερήμω∙
ολούθε σε τυλίγουν οι κραυγές: τον Βαραββάν,
πάντοτε κι απανταχού οι κραυγές: τον Βαραββάν –
όχι εσένα, προ παντός, όχι ε σ έ ν α∙
την ιερή πλήρωση του κύκλου σου,
το σιωπηλό σπασμό του χρέους,
την κρυφή αγωνία του σκαμένου μαρτύριου –
ώ, σιγαληνή αδημονία του:
ο ποιείς, ποίησον τάχιον,
κι οι φρουροί ένα γύρω μʼ εξαντλητική καθυστέρηση
και μήτε ποιητής, μήτε τʼ ουρανού τα κύματα,
να χαιρετίζουν το μήνυμα της ολοδικής σου Ειρήνης,
στο τελευταίο της λευτεριάς σου βλέμμα –
γιέ, αλγεινής μοίρας,
απόστολε της έσχατης ερήμωσης∙
το στεφάνι σου εξ ακανθών, μαρμάρινο στεφάνι,
στʼ αναρτημένα λείψανα της εποχής μας.
Είναι ίσως η πρώτη ρωγμή.
Μετά έρχεται η εισβολή των Σοβιετικών στην Βουδαπέστη. 12 χρόνια μετά θα υπάρξει η ευρωκομμουνιστική κριτική στην εισβολή στην Πράγα. Το 1956 όμως, η Ουγγαρία ήταν σχεδόν μόνη.
Για τον Δούκαρη αυτή ήταν η στιγμή της ρήξης.
Αντί να υπομείνει στην Ελλάδα μια κατάσταση διπλής αποξένωσης (από το μετεμφυλιακό καθεστώς αλλά από και τους οικείους) σκέφτεται να φύγει στην Αφρική.
Ο ποιητής Χρήστος Ρουμελιωτάκης περιγράφει την απόφαση της φυγής:
Ένα βράδυ, στο ταβερνείο του κυρίου Μπουζούρα, στο Νέο Ηράκλειο, του είχα πει : Δεν πρέπει να φύγετε, να μείνετε εδώ, ν’ αγωνισθούμε όλοι, ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Παιδί μου, μου απάντησε, όταν θα φτάσεις στην ηλικία μου, (ήταν τότε γύρω στα τριάντα πέντε), και δεν θα έχεις κάνει τίποτε στη ζωή σου, έλα να μου το ξαναπείς.
Θα μείνει εκεί σχεδόν 15 χρόνια.
Γιατί η Αφρική; Τι είδε εκεί; Πόσο βαθιά καταδύθηκε στην σκοτεινή ψυχή της, στην ομορφιά της, αλλά και στην ασχήμια της αποικιοκρατίας;
Δεν ξέρω.
Η στάση του Δούκαρη δεν εγγράφεται ωστόσο σε μια αποκήρυξη της επανάστασης, αλλά σε μια διεκδίκηση της αληθινής μορφής της από τον ίδιο τον ποιητή.
Πάλι ο Ρουμελιωτάκης:
Τον θυμάμαι στο υπερυψωμένο δωμάτιο του – πανωσήκωμα με εξωτερική πρόσβαση σ’ ένα προσφυγικό σπίτι στο κέντρο της Νέας Ιωνίας – βαμμένο κατακόκκινο, καθισμένον σε μια πάνινη πολυθρόνα, δίπλα σ’ ένα πολύ μικρό τραπεζάκι, που χρησιμοποιούσε ως γραφείο, και πάνω από αυτό, στον τοίχο, το γνωστό πορτραίτο του Βλαδίμηρου Ίλιτς. Αν ζούσε ο Λένιν περισσότερο, έλεγε, όλα θα ήταν διαφορετικά. Όπως τη δεκαετία του ’20, τότε που η Ρωσία ήταν η πρωτοπορία σε όλα (και κυρίως στην Τέχνη) και υπήρχε ακόμη ο ενθουσιασμός και η ελπίδα της Επανάστασης.
Αν σήμερα μπορεί «ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει» για τον «εγγενή ολοκληρωτισμό της κομμουνιστικής ιδεολογίας» και τον «επιβλαβή ανταγωνισμό των δύο άκρων, δηλαδή του φασισμού και του κομμουνισμού», ο Δούκαρης σκεφτόταν πάντα με τρυφερότητα και ελπίδα την επανάσταση.
Ένας επιφανής εκπρόσωπος του ακραίου κέντρου αναζητεί την γενεαλογία αυτού του χώρου στον «πολιτικό και πνευματικό χώρο των προοδευτικών που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιτάχθηκαν στη γοητεία των δημοκρατικών / ψευδοφιλειρηνικών μετώπων τα οποία εκπορεύονταν από την κομμουνιστική (σταλινική και μετασταλινική) Αριστερά …. Με άλλους όρους, είναι όσοι-ες από το Κέντρο και την αντισταλινική Αριστερά των χρόνων εκείνων συμμάχησαν με τους cold war liberals (τους φιλελεύθερους του ψυχρού πολέμου) και όχι με το «προοδευτικό στρατόπεδο» που είχε συγκροτηθεί με τις ευλογίες της Μόσχας.» (Νικόλας Σεβαστάκης, «Περί Ακραίου Κέντρου», Books Journal).
O Δούκαρης έμεινε μακριά από αυτό το υπόδειγμα.
Έστω κι αν η επανάσταση τον άφησε στους πέντε δρόμους.
Υπάρχει ένα ποίημα που βρίσκεται στο κέντρο αυτής της συζήτησης, ένα ποίημα που με αγγίζει πολύ., οι κίτρινες φωτογραφίες.
ΟΙ ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Παράλογη μελαγχολία με ξεσήκωσε
προχτές που έψαχνα
παλιά χαρτιά του Κόμματος
και κίτρινες φωτογραφίες
μια σύμπτωση με βύθισε
και αναστατώθηκα
μέσα στις κίτρινες φωτογραφίες
έβλεπα πόσα χρόνια έλαβαν σχήματα
από το μέτωπό μου που αυλάκωνε
από τα μάτια μου που βάθαιναν
από τα χέρια μου που γίνονταν
όλο και πιο δισταχτικά.
Θέλησα να ξεφύγω στα τοπία
να ξαναπλανηθώ στο θόρυβο της θάλασσας
πάλι να αιχμαλωτισθώ
μες στις πυκνές ομολογίες της θάλασσας,
μέσα στις νύκτιες υπόκωφες σιωπές της
θέλησα να ξεφύγω στις διαδηλώσεις,
στις κόκκινες σημαίες, στα ιδεώδη λάβαρα:
συνθήματα με ώριμες διεκδικήσεις,
χέρια υψωμένα και άνθρωποι με απόφαση,
που ήξεραν άπταιστα πως να δοθούν,
σα να ζητούσαν να δοθούν στον θάνατο.
Θέλησα να ξεφύγω, μα με κρατούσαν
όχι το μέτωπό μου που αυλάκωνε,
όχι τα μάτια μου που βάθαιαναν,
όχι τα χέρια μου που έδειχναν στα φανερά
πως δύσκολα πια σήμερα αποφασίζουν
με κρατούσαν τα ερειπωμένα ενδύματα,
μέσα σε τόσα χρόνια, όλο τα ίδια ενδύματα :
έβλεπα το σακάκι μου στην έσχατη υποδούλωση,
τους αγκωνές, τα δυσαρεστημένα πέτα,
το παντελόνι μου άχαρο γονατισμένο –
άρχισα δυνατά, να σκέφτομαι τη φτώχεια,
τη φτώχεια τη βαθειά, που δε διαμαρτύρεται.
Μα πιο πολύ απ’ όλα, άρχισα να σκέφτομαι,
τα υψηλά μου ιδανικά,
τα ίδια πάντα ιδανικά, μέσα σε τόσα χρόνια·
να σκέφτομαι πώς φτώχυναν, πώς φύραναν,
πως κύρτωσαν τραυματισμέν’ απ’ τη φθορά
σαν τα ερειπωμένα ενδύματα· ύστερα, βέβαια, σκέφτηκα και άλλα,
πολλά ακόμη άλλα, ηρωικά και πένθιμα
μες απ’ τις κίτρινες φωτογραφίες,
που δεν το παραδέχομαι να τα ομολογήσω
όχι, δεν θα παραδεχτώ ποτέ,
να τα ομολογήσω.
Το σκέφτομαι αυτό το ποίημα συχνά. Οι εκφραστικοί του τρόποι ανήκουν βέβαια σε μια άλλη εποχή, όπως και των προηγούμενων ποιημάτων που παρέθεσα, αλλά αυτό δεν μειώνει, νομίζω, την δύναμη του.
Το σκέφτομαι ιδίως όταν βλέπω και αυτό το τρίλεπτο βίντεο από το πρώτο συνέδριο του ΚΚΕ εσωτερικού, από την συγκέντρωση στον Πανιώνιο το 1976. Ταιριάζει πολύ, νομίζω, με το ποίημα του Δούκαρη.
Μπάμπης Δρακόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Παρτσαλίδης, Μπριλλάκης, Λεωνίδας Κύρκος, Πάνος Τζαβέλας, πάνω απ’όλα όμως χιλιάδες; άνθρωποι, «χέρια υψωμένα και άνθρωποι με απόφαση», κόκκινες – και γαλάζιες – σημαίες, επαναστατικός ενθουσιασμός.
Τι έμεινε από όλα αυτά;
Υπάρχουν πράγματα που δεν το παραδέχομαι να τα ομολογήσω;
Δεν θα το αρνηθώ.
Ο Δούκαρης υπήρξε μια διεισδυτική, αιρετική φωνή.
Η Αριστερά του 20ου αιώνα επιχείρησε να εξοβελίσει τις αιρετικές σκέψεις και καταδίωξε τους αιρετικούς, τους διέβαλε, τους εξόντωσε. Δεν χρειάζεται να πω πόσο ολέθρια υπήρξε αυτή η τακτική.
Όμως, η κίνηση με την οποία οι άνθρωποι διεκδίκησαν την δυνατότητα να καθορίσουν οι ίδιοι τις ζωές τους δεν ήταν φενάκη, το παιδί δεν μπορεί να πεταχτεί με τα βρώμικα νερά.
Όπως έγραφε και ο Βαγγέλης Κάσσος σε μια Αυγή του 1987 για το συγκεκριμένο ποίημα «αποδίδει με τον πιο σκληρό (άρα και τον πιο αληθινό) τρόπο την οδύνη για τη χαμένη επανάσταση, ταυτόχρονα όμως κρύβει μέσα του μια τέτοια δύναμη που είναι σαν να εφεσιβάλλει την ήττα».
Νομίζω ότι έτσι είναι.