σεξουαλικότητα,Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Μουσική

«Τα Λαδάδικα» είναι το χειρότερο τραγούδι του Μητροπάνου [1]

του Άκη Γαβριηλίδη

Πρόσφατα, έτυχε να βρεθώ σε έναν χώρο όπου έπαιζε μια τηλεόραση συντονισμένη σε ένα ελληνικό κανάλι –δεν θυμάμαι ποιο- και μετέδιδε μια εκπομπή που ήταν νιοστό αντίγραφο/ υλοποίηση της ιδέας «καλούμε διάφορους γνωστούς ή μετρίως γνωστούς και μερικούς τραγουδιστές, τους βάζουμε να πούνε τραγούδια και μιλάμε γι’ αυτά». Για μένα βέβαια ήταν όλοι άγνωστοι, εκτός από τον συνήθη μαϊντανό Γιάννη Μπέζο ο οποίος, στο λίγο διάστημα που παρακολούθησα, πρόλαβε να πετάξει όλα τα επιβεβλημένα κλισέ, τύπου «η κυπριακή διάλεκτος είναι πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά» και «οι Κύπριοι είναι Έλληνες, το ‘Κύπριος’ είναι μία απλώς νομικού τύπου ταυτότητα». Το ενδιαφέρον περί Κύπρου συνδεόταν με το ότι θέμα της εκπομπής ήταν ο Μάριος Τόκας. Μετά από αυτή την εθνική διαπαιδαγώγηση, ένας νεαρός τραγουδιστής ανέβηκε και τραγούδησε το τραγούδι «Τα Λαδάδικα».

Προσωπικά μου φάνηκε αρκετά αξιοπερίεργο γιατί ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι γιος, αν όχι και εγγονός, του Μητροπάνου, να επιλέγει να πει ένα τέτοιο τραγούδι τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του· αναρωτήθηκα τι άραγε να του λέει. Το πιθανότερο είναι ότι το τραγούδι αυτό επέβαλε την παρουσία του διότι όταν κανείς γράψει ένα βαρύ ζεϊμπέκικο και βάλει τον Μητροπάνο να το τραγουδήσει, όλοι πείθονται ότι διακινεί κάτι τρομερά βαθύ και σπουδαίο, ακόμη και αν λέει τις πιο συμβατικές κοινοτοπίες.

Εν προκειμένω, αν ακούσουμε λίγο με προσοχή τους στίχους (που έγραψε ο Φίλιππος Γράψας), θα διαπιστώσουμε ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Οι στίχοι αυτοί έχουν καταρχήν ως θέμα τους την σεξουαλική εργασία. Αλλά και, με αφορμή αυτή, φαίνεται να θέλουν να μιλήσουν για αρκετά άλλα πράγματα.

Πριν πάμε σε αυτά: από καθαρά τεχνική άποψη, οι στίχοι, και ειδικά το ρεφραίν, είναι κακοφτιαγμένοι. Στο δίστιχο

– Τόσα δίνω. Πόσα θες;

– Στα Λαδάδικα πουλάν αυτό που θες

δεν είναι μόνο ότι βρίσκουμε την ίδια λέξη να ομοιοκαταληκτεί με τον εαυτό της, αλλά και αυτή η αυθαιρεσία και έλλειψη ευρηματικότητας δεν αντισταθμίζεται και δεν δικαιολογείται από κανένα άλλο κέρδος στο επίπεδο της σαφήνειας της αφήγησης. Πραγματικά, ποιος/ ποιοι λένε αυτά τα λόγια σε ποιον; Στο πρώτο κουπλέ υπήρχε ήδη μια απεύθυνση σε δεύτερο πρόσωπο –προς την πόρνη η οποία «κοιμάται στα υγρά, στενά Λαδάδικα»[2]. Γραμματικά, η ερώτηση «πόσα θες» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέχεια εκείνης της απεύθυνσης. Εάν όμως ο δεύτερος στίχος είναι απάντηση στην ερώτηση, την απάντηση αυτή δεν μπορεί να την δίνει εκείνη που «κοιμάται», διότι εκείνη βρίσκεται ήδη στα Λαδάδικα. Η μόνη δυνατότητα το δίστιχο αυτό να αποτελεί πραγματικό διάλογο μεταξύ υπαρκτών ανθρώπων θα ήταν κάποιος επίδοξος πελάτης να βρίσκει μία κοπέλα σε άλλη περιοχή, φερ’ ειπείν στην Καμάρα, και να νομίζει εσφαλμένα ότι είναι πόρνη, οπότε εκείνη του απαντά ότι αυτό που θέλει το πουλάνε στα Λαδάδικα, όχι εδώ. Ή, πάλι, μπορεί να μην πρόκειται καθόλου για διάλογο, απλώς μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στίχου να μεσολαβεί μία αλλαγή προοπτικής δυνάμει της οποίας ο ουδέτερος αφηγητής ξαναπαίρνει το λόγο και απευθύνεται προς τον ήρωά του για να τον ενημερώσει πού πουλιέται αυτό που θέλει.

Τι χρειάζεται όμως αυτή η πληροφόρηση; Προφανώς εκείνος ήδη το γνώριζε.

Όπως άλλωστε κι εμείς.

Aπό αυτή την άποψη, το τραγούδι μοιάζει να αποτελεί μία ταυτολογία: μας ανακοινώνει ότι τα Λαδάδικα είναι μία πιάτσα του αγοραίου έρωτα.

Ωραία. Και μετά;

Μετά, τίποτα. Αυτό. Οι στίχοι δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται να εισαγάγουν κανέναν προβληματισμό, να εισφέρουν κάποια σκέψη γύρω απ’ αυτό το γεγονός, ή να αφήνουν χώρο για το ενδεχόμενο κάτι να πάει στραβά. Οι εμπλεκόμενοι δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν καμία σύγκρουση, είτε εσωτερική είτε εξωτερική.

Σε άλλα τραγούδια που αναφέρονται στο ίδιο θέμα, ιδίως π.χ. αυτά που έχει γράψει ο Μανώλης Ρασούλης –και έχει γράψει κάμποσα, μάλλον περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο στιχουργό-, υπάρχει σαφής καταγραφή και αναγνώριση της πολυπλοκότητας, της ματαίωσης, της μιζέριας που συνοδεύει αυτή την πιάτσα, και κυρίως θεματοποιείται το κουπί που τραβάνε οι «πωλήτριες», η φθορά, η εξάντληση, η εκμετάλλευση … Από την άλλη, σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχετικό κομμάτι του Φοίβου Δεληβοριά με τον τίτλο «Η όμορφη πόρτα», θεματοποιείται το άγχος, η αμηχανία, η ανοησία που συχνά χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των «παιδιών που ήρθαν να βρουν το αντριλίκι τους». Τον Γράψα δεν τον απασχολεί τίποτε απ’ όλα αυτά. Η πιθανότητα να ισχύει η ρήση του Λακάν «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση» (ή «σχέση φύλου»), ή έστω να ισχύει ορισμένες φορές, δεν εξετάζεται. Τα Λαδάδικα είναι ο παράδεισος επί γης. Το απλό γεγονός ότι αυτός ο παράδεισος χαρακτηρίζεται «πληρωμένος» δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί ως άξια λόγου κριτική αποστασιοποίηση. Και ο λεκτικός αυτός ελιγμός πνίγεται κάτω από το βάρος διάφορων ποιητικών (; ) κλισέ που εξωτικοποιούν και εξωραΐζουν τη σεξουαλική εργασία, όπως τα κόκκινα σατέν, οι σέρτικοι καπνοί, οι χαμένες μοναξιές, τα λιθόστρωτα σοκάκια … Θα έλεγε κανείς πως επικρατεί μία αισθητική καρτ ποστάλ για την «ερωτική πόλη Θεσσαλονίκη» ή/και διαφήμισης για την πρόσφατη τότε gentrification των Λαδάδικων.

«Εδώ είναι ο έρωτας που ξέρουμε»

Όχι όμως μόνο γι’ αυτήν.

Η ρητορική των στίχων αυτού του τραγουδιού γίνεται καλύτερα κατανοητή εάν διευρύνουμε λίγο το φακό και το δούμε πιο συγκειμενικά –αλλά και συγχρονικά.

Τα «Λαδάδικα» ανήκουν στο δίσκο «Παρέα μ’ έναν ήλιο», του 1994, στον οποίο οι βασικοί συντελεστές είναι οι τρεις προαναφερθέντες σε όλα τα τραγούδια. Ο δίσκος αυτός ήρθε αμέσως μετά –δύο χρόνια αργότερα- από έναν άλλο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η εθνική μας μοναξιά», στον οποίο όλα τα τραγούδια επίσης τα τραγουδούσε ο Μητροπάνος, τα είχε συνθέσει ο Τόκας, ενώ ο Γράψας είχε γράψει τους στίχους σε τέσσερα. Μεταξύ αυτών ήταν το ομότιτλο, καθώς επίσης και το χιτ «Σ’αναζητώ στη Σαλονίκη».

Θυμίζω ότι το 1992 ήταν σχετικά πρόσφατη η απόφανση του Χρήστου Σαρτζετάκη «είμαστε έθνος ανάδελφον», ενώ βρίσκονταν στο απόγειό τους τα εθνικιστικά συλλαλητήρια των νέων μακεδονομάχων.

Αυτά τα τρία τραγούδια εντάσσονται ακριβώς στο συγκεκριμένο κλίμα «θεσσαλονικολαγνείας», το οποίο επιχειρούν να εκφράσουν και να κωδικοποιήσουν σε μια ιδιαίτερη κατεύθυνση.

Στο «Η εθνική μας μοναξιά» θεματοποιείται ρητά η απειλή των «Σκοπιανών» –των πιο πρόσφατων τότε εχθρών, στο πλάι των «προαιώνιων» Τούρκων- μέσα από τους εξής στίχους:

Εδώ που μάθανε τα χρόνια μας να φταίνε

κι όλοι οι γειτόνοι μάς ζητάνε μερτικό,

παίξε τον τζόγο σου και βρίσε τους, καημένε,

με λεξιλόγιο πολύ ελληνικό.

Η αξιοπερίεργη αυτή υπόδειξη του μπαρουτοκαπνισμένου πολεμιστή προς τον νεότερο για το πώς να αντιμετωπίσει τις απειλές, κάτι ανάμεσα σε λόγο εκπαιδευτικού και στρατιωτικού διοικητή, πράγματι ακολουθούνταν και πριν διατυπωθεί τραγουδιστά. «Η Μακεδονία είναι ελληνική/ κι όποιος δεν το ξέρει να πάει να γαμηθεί», κραύγαζαν ρυθμικά τις ίδιες μέρες χιλιάδες παιδιά, μέλη των συνδέσμων οπαδών των τριών ιστορικών ομάδων της πόλης, που έψαχναν να βρουν το αντριλίκι τους –ενδεχομένως και τη θηλυκότητά τους- στους δρόμους των Λαδάδικων, της πλατείας Αριστοτέλους, της παλιάς και της νέας παραλίας και γενικώς όλης της Σαλονίκης, χειροκροτώντας παπάδες και πολιτικάντες και αξιοποιώντας μία σπάνια ευκαιρία να είναι ταυτόχρονα άτακτοι και φρόνιμοι μαθητές, αλήτες και υποδείγματα πατριωτικής συμπεριφοράς, και να κερδίσουν την επιδοκιμασία των πρεσβυτέρων τους. Πολλοί εκ των οποίων, βέβαια, έπαιζαν τον τζόγο τους οι καημένοι στα παρακείμενα «σκοπιανά» καζίνα της Γευγελή, βρίζοντας με λεξιλόγιο πολύ ελληνικό όποτε έχαναν. Διότι ακόμα και στα βρισίδια επιβάλλεται γλωσσική καθαρότητα.

Εν όψει της αναδελφοσύνης του έθνους μας, λοιπόν, δικαιολογούνται, αν όχι επιβάλλονται, συμπεριφορές που συνήθως ταξινομούνται ως ηθικά επιλήψιμες, όπως ο τυχοδιωκτισμός και οι ύβρεις προς άλλους λαούς.

Από την άλλη, στο «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» έχουμε επίσης τη σύζευξη του διαπροσωπικού – intimate στοιχείου με το διεθνοπολιτικό. Το τραγούδι είναι γραμμένο ολόκληρο σε δεύτερο πρόσωπο, και καταρχάς η απεύθυνση αυτή φαίνεται να είναι ερωτική, να αφορά ένα ζευγάρι: λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα, το όνειρο, η υπόσχεση κ.λπ. Ωστόσο, αυτές οι ήδη αμφίσημες αναφορές πνίγονται κάτω από έναν καταιγισμό παραπομπών που εξυμνούν, προεκτείνοντάς την προς τα πίσω στο χρόνο, την εδαφοποίηση του έθνους και την εθνικοποίηση του εδάφους. Της σημερινής Ελλάδας γενικά, αλλά της βόρειας περιοχής της ειδικότερα η οποία παρουσιάζεται ως η ψυχή της. Φύρδην-μίγδην οι στίχοι παραγεμίζονται με αυτοκρατόρισσες μοίρες, αρχαίες Μακεδόνισσες, φαρέτρες, κάστρα, Πλαταμώνες, φαναριώτικα μονοπάτια και σαλονικιώτικα σοκάκια (ίσως των Λαδάδικων), μαχαίρια, μετερίζια … χωρίς να παραλείπονται ούτε αυτοί οι θεοί του Ολύμπου.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ο ευάλωτος βυζαντινός σούπερμαν – απόγονος της Μακεδόνισσας, μεθυσμένος από το αθάνατο κρασί του Αγίου Όρους, υπογραμμίζει σε αυτό το β’ πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ότι, αν δεν έρθει να πάρει την υπόσχεσή του, θα «τη σβήσει με σφουγγάρι ο Βαρδάρης».

Βαρδάρης, ως γνωστόν, δεν είναι μόνο το όνομα της γνωστής συνοικίας της Θεσσαλονίκης, η οποία γειτνιάζει άμεσα με τα Λαδάδικα και στην οποία επίσης πουλάνε αυτό που θέλουν τα παιδιά που ψάχνουν να βρουν το αντριλίκι τους, αλλά, πριν απ’ αυτό, κατά βάση είναι ο ποταμός Αξιός στα σλαβικά. Από αυτόν πήραν το όνομά τους τόσο η περιοχή[3] όσο και ο βόρειος άνεμος.

Οπότε, το λεξιλόγιο της ερωτικής αναζήτησης προκύπτει ως μία ευανάγνωστη κωδικοποίηση εθνικών αγωνιών: το κράτος των Αθηνών καλείται να ενεργήσει συντόμως και να φροντίσει τους λεβέντες του Βορρά πριν τους καταπιούν οι βάρβαροι Σλάβοι από τους οποίους είναι περικυκλωμένοι.

Η ρητορική στρατηγική λοιπόν που συγκροτούν από κοινού τα τρία αυτά τραγούδια είναι η ερωτικοποίηση του εθνικισμού/ εθνικοποίηση του ερωτισμού μέσα από την κατασκευή μιας απειλούμενης εθνικής αρρενωπότητας. Είμαστε μάγκες, ερωτιάρηδες, μας αρέσουν τα κόκκινα σατέν και τα γραφικά καλντερίμια, τιμούμε το αρχαίο κλέος και την υψηλή καταγωγή μας, αλλά αν θέλετε να μας κρατήσετε κοντά σας κάντε μας μερικά χατίρια ακόμα. Μια στρατηγική που συνηθίζεται ιδιαιτέρως και στην «πραγματική ζωή», εκτός τραγουδιών.

download

[1] Το «Τι το θες το κουταλάκι» ίσως είναι χειρότερο, αλλά τουλάχιστον εκείνο δεν παίρνει τόσο σοβαρά τον εαυτό του.

[2] Η έκφραση αυτή είναι ακυρολεξία, διότι «Λαδάδικα» είναι όνομα συνοικίας. Στη συνοικία αυτή οι δρόμοι είναι πράγματι στενοί, αλλά, ακριβώς, στενοί είναι οι δρόμοι, όχι η ίδια η συνοικία. Θα ήταν π.χ. σαν να λέγαμε «το στενό Μεταξουργείο». Ας δεχθούμε όμως ότι εδώ έχουμε μία συμπύκνωση της έκφρασης ποιητική αδεία.
Σημειώνω πάντως ότι, στο διαδίκτυο, διατίθενται διάφορες καταγραφές των στίχων του τραγουδιού, και στις περισσότερες απ’ αυτές η λέξη «Λαδάδικα» είναι γραμμένη με μικρό λ.

[3] Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο σημείο όπου είναι σήμερα η πλατεία Δημοκρατίας, παλαιότερα Ιωάννου Μεταξά, αλλά στην πράξη πάντοτε, για τους ντόπιους, «πλατεία Βαρδαρίου», ήταν η πύλη των τειχών της πόλης που έβλεπε προς το βορρά –Vardar Kapι. «Πύλη Αξιού» ονομάζεται σήμερα και ένα νυχτερινό κέντρο που υπάρχει στην περιοχή.

Κλασσικό

15 σκέψεις σχετικά με το “«Τα Λαδάδικα» είναι το χειρότερο τραγούδι του Μητροπάνου [1]

  1. Γιώργος Πυλαρινός's avatar Ο/Η Γιώργος Πυλαρινός λέει:

    Μπράβο. Πάνω που είχα αποφασίσει ότι είμαι ο μόνος που δεν μου αρέσουν αυτά και κάποια άλλα περίπου ίδιας νοοτροπίας.Τι έχεις να πεις φερ’ ειπείν για το «Δι ευχών» της Χ.Αλεξίου (1992 επίσης)?.

    Μου αρέσει!

    • Το «Δι’ ευχών» δεν είναι ακριβώς η ίδια περίπτωση, αλλά ούτε αυτό μου αρέσει ιδιαίτερα. Χωρίς να με ενοχλεί κιόλας.
      Γενικά έχει αυτό το βαρύγδουπο και μεγαλόστομο που έχουν καμιά φορά οι στίχοι της Νικολακοπούλου. Η δε μουσική δεν βελτιώνει την κατάσταση.

      Μου αρέσει!

    • α) «Ό,τι» θέλει υποδιαστολή μετά το Ο.
      β) Το σχόλιο είναι επιπέδου πρώτης δημοτικού, όχι μόνο γλωσσικά αλλά και από άποψη (μη) περιεχομένου.
      Κάτι τέτοιο θα ταίριαζε να το πει κανείς εάν την αρνητική γνώμη για αυτό το τραγούδι την είχε εκφράσει κάποιος τραγουδιστής, ή ας πούμε συνθέτης. Εγώ είμαι απλώς ακροατής. Είναι αυτονόητο δικαίωμα κάθε ακροατή, και ασκείται κάθε μέρα, να δηλώσει ότι το Χ τραγούδι τού αρέσει ενώ το Ψ όχι.
      Δεν υπάρχει κανένα τραγούδι που να το «φτάνω». Δεν μπορώ, ούτε επιχείρησα ποτέ να φτιάξω τραγούδια. Ακούω όσα φτιάχνουν οι άλλοι, και κάποια μου αρέσουν ενώ άλλα όχι. Μήπως απαγορεύεται;

      Μου αρέσει!

      • Δημήτρης's avatar Ο/Η Δημήτρης λέει:

        Για την μόρφωση έπεσες μέσα. Δεν έχω πάει σχολείο. Για τά υπόλοιπα μπορείς να έχεις άποψη όπως μπορώ νά έχω καί εγώ. Πιστεύω λοιπόν ότι(δεν βάζω υποδιαστολή)θά πρέπει νά μήν σού αρέσει η μισή τουλάχιστον ελληνική μουσική. Θά ήθελα νά μου πεις ένα τίτλο τραγουδιού νά ακούσω . Είμαι περίεργος νά μάθω ποια τραγούδια απευθύνονται σε ανθρώπους ανωτέρας μορφώσεως και επιπέδου.

        Υ.Γ Είμαι περήφανος πού είμαι αμόρφωτος.

        Μου αρέσει!

      • Για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύεις.
        Ούτε εμένα ούτε κανέναν άλλον.
        Έγραψα πέντε πράματα για ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Αν έχεις να μας πεις κάτι γι’ αυτό, να το ακούσουμε. Αν όχι, μην έρχεσαι εδώ να μας κάνεις τον ανακριτή.

        Μου αρέσει!

  2. Δημήτρης's avatar Ο/Η Δημήτρης λέει:

    Καλημέρα.Χρονια πολλά. Τόν ανακριτή δεν τόν κάνω και δεν είμαι κιόλας. Επί τής ουσίας τό τραγούδι μου αρέσει πολύ . Όταν γράφει κάποιος δημόσια πρέπει νά δέχεται και τίς απόψεις των διαφωνούντων στα γραφόμενα και να τίς συζητά. Κάποιοι δούλεψαν για να γίνει αυτό τό τραγούδι και το κάθε τραγούδι. Άν δεν αρέσει δεν το ακούς αλλάζεις σταθμό η δεν αγοράζεις τό δίσκο. Διαβάζοντας την κριτική και μετά την ανάλυση την αναλυτικότερη πού θα μπορούσε νά γραφτεί πιστεύω ότι το έχεις ακούσει πολλάκις ίσως και νά τό χορέψεις κάποτε.

    Μου αρέσει!

    • Για όλα ανεξαιρέτως τα τραγούδια, και γενικώς τα πράγματα που υπάρχουν στην κοινωνία, κάποιοι έχουν δουλέψει. Δεν είμαστε όμως γι’ αυτό το λόγο υποχρεωμένοι να μας αρέσουν.
      Τώρα, το ότι το συγκεκριμένο τραγούδι αρέσει σε κάποιους, ασφαλώς το γνωρίζω. Αυτό ακριβώς αναφέρω στην αρχή του σημειώματος. Στο σημείωμα όμως εκθέτω επιχειρήματα για να στηρίξω ότι η δουλειά των δημιουργών αυτού του τραγουδιού έχει ελαττώματα και λάθη. Ασφαλώς δέχομαι να ακούσω αντεπιχειρήματα για όσα λέω. Μέχρι στιγμής όμως δεν έχω ακούσει.

      Μου αρέσει!

      • Δημήτρης's avatar Ο/Η Δημήτρης λέει:

        Καλησπέρα. Παραθέτω τήν ιστοσελίδα για τα Λαδάδικα από την Wikipedia. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CE%B4%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1. Περιγράφει τά Λαδάδικα και τήν ιστορία τους. Εγώ που δεν έχω καταγωγή από την ομωρφη Θεσσαλονίκη έμαθα για αυτά από τό τραγούδι πού ερμήνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Στο τραγούδι επιλέγει ο στιχουργός νά επικεντρωθεί σε μία εποχή πού όντως υπήρξε. Συνύπαρξη δηλαδή εμπορικών καταστημάτων και οίκων ανοχής. Δεν περιγράφει κάτι ανύπαρκτο ή ψευδές. Σήμερα τά Λαδάδικα έχουν άλλη μορφή αλλά δεν νομίζω ότι οι γνώστες δεν ξέρουν τήν ιστορία τους. Ο αλησμόνητος Μητροπάνος υποστήριζε κάθε τραγούδι πού είχε ερμηνεύσει. Πιστεύω όμως ότι άν είχε ερωτηθεί δεν θα τό χαρακτήριζε ως το χειρότερο τραγούδι του.

        Μου αρέσει!

    • To κείμενο αυτό το είχα διαβάσει χθες. Διαβάζοντάς το, δεν είχα σε καμιά στιγμή την αίσθηση ότι αποτελεί «αντίλογο» στο δικό μου για το οποίο να χρειάζεται ή να μπορώ να κάνω κάποιο σχόλιο. Πρόκειται για ένα καθαρά πληροφοριακό άρθρο.
      Το μόνο που σκέφτηκα ήταν ότι, αν τελικά είχε χρησιμοποιηθεί ο λογοκριμένος στίχος, το τραγούδι θα είχε τουλάχιστον απαλλαγεί από μία από τις ατέλειές του: όπως έχει τώρα, και οι δύο στίχοι τελειώνουν με τη λέξη «θες», η οποία ομοικοκαταληκτεί με τον εαυτό της.

      Μου αρέσει!

  3. Κοσμάς Ν. Νικόπουλος's avatar Ο/Η Κοσμάς Ν. Νικόπουλος λέει:

    Πως το γυρνάνε πάντα σε διεθνιστική προπαγάνδα είναι αξιοσημείωτο. Εν μέρει δίκιο για τους στίχους, αλλά πασιφανές είναι, πως ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος και αυτό που αντιπροσώπευε ο στόχος, παρά οι στίχοι ενός τραγουδιού. Ένας απλός λαϊκός και κυρίως καθημερινός άνθρωπος, ο οποίος παρήγαγε και άφησε πολιτισμό παρακαταθήκη, εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτός είναι ο Ελληνικός πολιτισμός ο οποίος πλάθει την ψυχή, η ψυχή γαλουχεί το τόσο στοχοποιημένο “έthΝοσ” και το έθνος υπερασπίζεται τον πολιτισμό. Δυστηχώς, είναι κρίμα να βλέπουμε προκατείλημμένους συνανθρώπους μας, να λένε στους εαυτούς τους ότι με τον πολιτισμό αυτό βγάζουν σπυριά, και το χειρότερο να αφορίζουν και οτιδήποτε έχει σχέση με αυτόν. Αλλά μετά από μια μικρή αύξηση στον πλυθησμό τους είναι πλέον ξεκάθαρο -μετά από τις επιπτώσεις που είχαν τα προϊόντα των προκαταλήψεων τους, δηλαδή οι ιδέες τους- πως σιγά-σιγά εκλείπτουν. Είμαι βέβαιως πως ο κ. Γαβριηλίδης κοιμάται το βράδυ γνωρίζωντας πως δεν κάνει αμερόληπτη δημοσιογραφία, και δεν τον πειράζει αυτό. Αποδεικνύεται έτσι το ποιόν των ανθρώπων αυτών που βάζουν τον έναν πάνω από τους πολλούς.
    Συγχωρέστε με για τυχόν ορθογραφικά είμαι και εγώ αμόρφωτος.

    Μου αρέσει!

    • Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις.
      Από πού κι ως πού «στόχος ήταν ο Μητροπάνος»; Από πού το συνάγεις αυτό; Στο κείμενο δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να δικαιολογεί ένα τέτοιο συμπέρασμα.
      Και γιατί να είναι στόχος; Εθνικιστής δεν ήταν ο Μητροπάνος ως τέτοιος. Αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια που αναφέρω ήταν εθνικιστικά, και αυτά σχολιάζω. Δεν σχολιάζω όλα τα άλλα που είπε ο Μητροπάνος, για τα οποία λέω ρητά ότι είναι καλύτερα.
      Εξάλλου, εσύ ο ίδιος παραδέχεσαι, έστω απρόθυμα, ότι τα σχόλιά μου ευσταθούν.Οπότε; Ποια είναι η ένσταση;
      Προφανώς είσαι και εσύ μακεδονομάχος. Δεν πειράζει, ούτως ή άλλος ο πληθυσμός αυτής της ομάδας, ενώ είχε αυξηθεί από το 1990 και μετά, από την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών και μετά έχει ηττηθεί και ελαττωθεί.
      Δεν πειράζει να κάνεις λάθη στην ορθογραφία. Στη σκέψη όμως πειράζει.
      υ.γ. Δεν είμαι δημοσιογράφος.

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.