του Άκη Γαβριηλίδη
Πρόσφατα, έτυχε να βρεθώ σε έναν χώρο όπου έπαιζε μια τηλεόραση συντονισμένη σε ένα ελληνικό κανάλι –δεν θυμάμαι ποιο- και μετέδιδε μια εκπομπή που ήταν νιοστό αντίγραφο/ υλοποίηση της ιδέας «καλούμε διάφορους γνωστούς ή μετρίως γνωστούς και μερικούς τραγουδιστές, τους βάζουμε να πούνε τραγούδια και μιλάμε γι’ αυτά». Για μένα βέβαια ήταν όλοι άγνωστοι, εκτός από τον συνήθη μαϊντανό Γιάννη Μπέζο ο οποίος, στο λίγο διάστημα που παρακολούθησα, πρόλαβε να πετάξει όλα τα επιβεβλημένα κλισέ, τύπου «η κυπριακή διάλεκτος είναι πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά» και «οι Κύπριοι είναι Έλληνες, το ‘Κύπριος’ είναι μία απλώς νομικού τύπου ταυτότητα». Το ενδιαφέρον περί Κύπρου συνδεόταν με το ότι θέμα της εκπομπής ήταν ο Μάριος Τόκας. Μετά από αυτή την εθνική διαπαιδαγώγηση, ένας νεαρός τραγουδιστής ανέβηκε και τραγούδησε το τραγούδι «Τα Λαδάδικα».
Προσωπικά μου φάνηκε αρκετά αξιοπερίεργο γιατί ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι γιος, αν όχι και εγγονός, του Μητροπάνου, να επιλέγει να πει ένα τέτοιο τραγούδι τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του· αναρωτήθηκα τι άραγε να του λέει. Το πιθανότερο είναι ότι το τραγούδι αυτό επέβαλε την παρουσία του διότι όταν κανείς γράψει ένα βαρύ ζεϊμπέκικο και βάλει τον Μητροπάνο να το τραγουδήσει, όλοι πείθονται ότι διακινεί κάτι τρομερά βαθύ και σπουδαίο, ακόμη και αν λέει τις πιο συμβατικές κοινοτοπίες.
Εν προκειμένω, αν ακούσουμε λίγο με προσοχή τους στίχους (που έγραψε ο Φίλιππος Γράψας), θα διαπιστώσουμε ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Οι στίχοι αυτοί έχουν καταρχήν ως θέμα τους την σεξουαλική εργασία. Αλλά και, με αφορμή αυτή, φαίνεται να θέλουν να μιλήσουν για αρκετά άλλα πράγματα.
Πριν πάμε σε αυτά: από καθαρά τεχνική άποψη, οι στίχοι, και ειδικά το ρεφραίν, είναι κακοφτιαγμένοι. Στο δίστιχο
– Τόσα δίνω. Πόσα θες;
– Στα Λαδάδικα πουλάν αυτό που θες
δεν είναι μόνο ότι βρίσκουμε την ίδια λέξη να ομοιοκαταληκτεί με τον εαυτό της, αλλά και αυτή η αυθαιρεσία και έλλειψη ευρηματικότητας δεν αντισταθμίζεται και δεν δικαιολογείται από κανένα άλλο κέρδος στο επίπεδο της σαφήνειας της αφήγησης. Πραγματικά, ποιος/ ποιοι λένε αυτά τα λόγια σε ποιον; Στο πρώτο κουπλέ υπήρχε ήδη μια απεύθυνση σε δεύτερο πρόσωπο –προς την πόρνη η οποία «κοιμάται στα υγρά, στενά Λαδάδικα»[2]. Γραμματικά, η ερώτηση «πόσα θες» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέχεια εκείνης της απεύθυνσης. Εάν όμως ο δεύτερος στίχος είναι απάντηση στην ερώτηση, την απάντηση αυτή δεν μπορεί να την δίνει εκείνη που «κοιμάται», διότι εκείνη βρίσκεται ήδη στα Λαδάδικα. Η μόνη δυνατότητα το δίστιχο αυτό να αποτελεί πραγματικό διάλογο μεταξύ υπαρκτών ανθρώπων θα ήταν κάποιος επίδοξος πελάτης να βρίσκει μία κοπέλα σε άλλη περιοχή, φερ’ ειπείν στην Καμάρα, και να νομίζει εσφαλμένα ότι είναι πόρνη, οπότε εκείνη του απαντά ότι αυτό που θέλει το πουλάνε στα Λαδάδικα, όχι εδώ. Ή, πάλι, μπορεί να μην πρόκειται καθόλου για διάλογο, απλώς μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στίχου να μεσολαβεί μία αλλαγή προοπτικής δυνάμει της οποίας ο ουδέτερος αφηγητής ξαναπαίρνει το λόγο και απευθύνεται προς τον ήρωά του για να τον ενημερώσει πού πουλιέται αυτό που θέλει.
Τι χρειάζεται όμως αυτή η πληροφόρηση; Προφανώς εκείνος ήδη το γνώριζε.
Όπως άλλωστε κι εμείς.
Aπό αυτή την άποψη, το τραγούδι μοιάζει να αποτελεί μία ταυτολογία: μας ανακοινώνει ότι τα Λαδάδικα είναι μία πιάτσα του αγοραίου έρωτα.
Ωραία. Και μετά;
Μετά, τίποτα. Αυτό. Οι στίχοι δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται να εισαγάγουν κανέναν προβληματισμό, να εισφέρουν κάποια σκέψη γύρω απ’ αυτό το γεγονός, ή να αφήνουν χώρο για το ενδεχόμενο κάτι να πάει στραβά. Οι εμπλεκόμενοι δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν καμία σύγκρουση, είτε εσωτερική είτε εξωτερική.
Σε άλλα τραγούδια που αναφέρονται στο ίδιο θέμα, ιδίως π.χ. αυτά που έχει γράψει ο Μανώλης Ρασούλης –και έχει γράψει κάμποσα, μάλλον περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο στιχουργό-, υπάρχει σαφής καταγραφή και αναγνώριση της πολυπλοκότητας, της ματαίωσης, της μιζέριας που συνοδεύει αυτή την πιάτσα, και κυρίως θεματοποιείται το κουπί που τραβάνε οι «πωλήτριες», η φθορά, η εξάντληση, η εκμετάλλευση … Από την άλλη, σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχετικό κομμάτι του Φοίβου Δεληβοριά με τον τίτλο «Η όμορφη πόρτα», θεματοποιείται το άγχος, η αμηχανία, η ανοησία που συχνά χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των «παιδιών που ήρθαν να βρουν το αντριλίκι τους». Τον Γράψα δεν τον απασχολεί τίποτε απ’ όλα αυτά. Η πιθανότητα να ισχύει η ρήση του Λακάν «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση» (ή «σχέση φύλου»), ή έστω να ισχύει ορισμένες φορές, δεν εξετάζεται. Τα Λαδάδικα είναι ο παράδεισος επί γης. Το απλό γεγονός ότι αυτός ο παράδεισος χαρακτηρίζεται «πληρωμένος» δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί ως άξια λόγου κριτική αποστασιοποίηση. Και ο λεκτικός αυτός ελιγμός πνίγεται κάτω από το βάρος διάφορων ποιητικών (; ) κλισέ που εξωτικοποιούν και εξωραΐζουν τη σεξουαλική εργασία, όπως τα κόκκινα σατέν, οι σέρτικοι καπνοί, οι χαμένες μοναξιές, τα λιθόστρωτα σοκάκια … Θα έλεγε κανείς πως επικρατεί μία αισθητική καρτ ποστάλ για την «ερωτική πόλη Θεσσαλονίκη» ή/και διαφήμισης για την πρόσφατη τότε gentrification των Λαδάδικων.
«Εδώ είναι ο έρωτας που ξέρουμε»
Όχι όμως μόνο γι’ αυτήν.
Η ρητορική των στίχων αυτού του τραγουδιού γίνεται καλύτερα κατανοητή εάν διευρύνουμε λίγο το φακό και το δούμε πιο συγκειμενικά –αλλά και συγχρονικά.
Τα «Λαδάδικα» ανήκουν στο δίσκο «Παρέα μ’ έναν ήλιο», του 1994, στον οποίο οι βασικοί συντελεστές είναι οι τρεις προαναφερθέντες σε όλα τα τραγούδια. Ο δίσκος αυτός ήρθε αμέσως μετά –δύο χρόνια αργότερα- από έναν άλλο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η εθνική μας μοναξιά», στον οποίο όλα τα τραγούδια επίσης τα τραγουδούσε ο Μητροπάνος, τα είχε συνθέσει ο Τόκας, ενώ ο Γράψας είχε γράψει τους στίχους σε τέσσερα. Μεταξύ αυτών ήταν το ομότιτλο, καθώς επίσης και το χιτ «Σ’αναζητώ στη Σαλονίκη».
Θυμίζω ότι το 1992 ήταν σχετικά πρόσφατη η απόφανση του Χρήστου Σαρτζετάκη «είμαστε έθνος ανάδελφον», ενώ βρίσκονταν στο απόγειό τους τα εθνικιστικά συλλαλητήρια των νέων μακεδονομάχων.
Αυτά τα τρία τραγούδια εντάσσονται ακριβώς στο συγκεκριμένο κλίμα «θεσσαλονικολαγνείας», το οποίο επιχειρούν να εκφράσουν και να κωδικοποιήσουν σε μια ιδιαίτερη κατεύθυνση.
Στο «Η εθνική μας μοναξιά» θεματοποιείται ρητά η απειλή των «Σκοπιανών» –των πιο πρόσφατων τότε εχθρών, στο πλάι των «προαιώνιων» Τούρκων- μέσα από τους εξής στίχους:
Εδώ που μάθανε τα χρόνια μας να φταίνε
κι όλοι οι γειτόνοι μάς ζητάνε μερτικό,
παίξε τον τζόγο σου και βρίσε τους, καημένε,
με λεξιλόγιο πολύ ελληνικό.
Η αξιοπερίεργη αυτή υπόδειξη του μπαρουτοκαπνισμένου πολεμιστή προς τον νεότερο για το πώς να αντιμετωπίσει τις απειλές, κάτι ανάμεσα σε λόγο εκπαιδευτικού και στρατιωτικού διοικητή, πράγματι ακολουθούνταν και πριν διατυπωθεί τραγουδιστά. «Η Μακεδονία είναι ελληνική/ κι όποιος δεν το ξέρει να πάει να γαμηθεί», κραύγαζαν ρυθμικά τις ίδιες μέρες χιλιάδες παιδιά, μέλη των συνδέσμων οπαδών των τριών ιστορικών ομάδων της πόλης, που έψαχναν να βρουν το αντριλίκι τους –ενδεχομένως και τη θηλυκότητά τους- στους δρόμους των Λαδάδικων, της πλατείας Αριστοτέλους, της παλιάς και της νέας παραλίας και γενικώς όλης της Σαλονίκης, χειροκροτώντας παπάδες και πολιτικάντες και αξιοποιώντας μία σπάνια ευκαιρία να είναι ταυτόχρονα άτακτοι και φρόνιμοι μαθητές, αλήτες και υποδείγματα πατριωτικής συμπεριφοράς, και να κερδίσουν την επιδοκιμασία των πρεσβυτέρων τους. Πολλοί εκ των οποίων, βέβαια, έπαιζαν τον τζόγο τους οι καημένοι στα παρακείμενα «σκοπιανά» καζίνα της Γευγελή, βρίζοντας με λεξιλόγιο πολύ ελληνικό όποτε έχαναν. Διότι ακόμα και στα βρισίδια επιβάλλεται γλωσσική καθαρότητα.
Εν όψει της αναδελφοσύνης του έθνους μας, λοιπόν, δικαιολογούνται, αν όχι επιβάλλονται, συμπεριφορές που συνήθως ταξινομούνται ως ηθικά επιλήψιμες, όπως ο τυχοδιωκτισμός και οι ύβρεις προς άλλους λαούς.
Από την άλλη, στο «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» έχουμε επίσης τη σύζευξη του διαπροσωπικού – intimate στοιχείου με το διεθνοπολιτικό. Το τραγούδι είναι γραμμένο ολόκληρο σε δεύτερο πρόσωπο, και καταρχάς η απεύθυνση αυτή φαίνεται να είναι ερωτική, να αφορά ένα ζευγάρι: λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα, το όνειρο, η υπόσχεση κ.λπ. Ωστόσο, αυτές οι ήδη αμφίσημες αναφορές πνίγονται κάτω από έναν καταιγισμό παραπομπών που εξυμνούν, προεκτείνοντάς την προς τα πίσω στο χρόνο, την εδαφοποίηση του έθνους και την εθνικοποίηση του εδάφους. Της σημερινής Ελλάδας γενικά, αλλά της βόρειας περιοχής της ειδικότερα η οποία παρουσιάζεται ως η ψυχή της. Φύρδην-μίγδην οι στίχοι παραγεμίζονται με αυτοκρατόρισσες μοίρες, αρχαίες Μακεδόνισσες, φαρέτρες, κάστρα, Πλαταμώνες, φαναριώτικα μονοπάτια και σαλονικιώτικα σοκάκια (ίσως των Λαδάδικων), μαχαίρια, μετερίζια … χωρίς να παραλείπονται ούτε αυτοί οι θεοί του Ολύμπου.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ο ευάλωτος βυζαντινός σούπερμαν – απόγονος της Μακεδόνισσας, μεθυσμένος από το αθάνατο κρασί του Αγίου Όρους, υπογραμμίζει σε αυτό το β’ πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ότι, αν δεν έρθει να πάρει την υπόσχεσή του, θα «τη σβήσει με σφουγγάρι ο Βαρδάρης».
Βαρδάρης, ως γνωστόν, δεν είναι μόνο το όνομα της γνωστής συνοικίας της Θεσσαλονίκης, η οποία γειτνιάζει άμεσα με τα Λαδάδικα και στην οποία επίσης πουλάνε αυτό που θέλουν τα παιδιά που ψάχνουν να βρουν το αντριλίκι τους, αλλά, πριν απ’ αυτό, κατά βάση είναι ο ποταμός Αξιός στα σλαβικά. Από αυτόν πήραν το όνομά τους τόσο η περιοχή[3] όσο και ο βόρειος άνεμος.
Οπότε, το λεξιλόγιο της ερωτικής αναζήτησης προκύπτει ως μία ευανάγνωστη κωδικοποίηση εθνικών αγωνιών: το κράτος των Αθηνών καλείται να ενεργήσει συντόμως και να φροντίσει τους λεβέντες του Βορρά πριν τους καταπιούν οι βάρβαροι Σλάβοι από τους οποίους είναι περικυκλωμένοι.
Η ρητορική στρατηγική λοιπόν που συγκροτούν από κοινού τα τρία αυτά τραγούδια είναι η ερωτικοποίηση του εθνικισμού/ εθνικοποίηση του ερωτισμού μέσα από την κατασκευή μιας απειλούμενης εθνικής αρρενωπότητας. Είμαστε μάγκες, ερωτιάρηδες, μας αρέσουν τα κόκκινα σατέν και τα γραφικά καλντερίμια, τιμούμε το αρχαίο κλέος και την υψηλή καταγωγή μας, αλλά αν θέλετε να μας κρατήσετε κοντά σας κάντε μας μερικά χατίρια ακόμα. Μια στρατηγική που συνηθίζεται ιδιαιτέρως και στην «πραγματική ζωή», εκτός τραγουδιών.
[1] Το «Τι το θες το κουταλάκι» ίσως είναι χειρότερο, αλλά τουλάχιστον εκείνο δεν παίρνει τόσο σοβαρά τον εαυτό του.
[2] Η έκφραση αυτή είναι ακυρολεξία, διότι «Λαδάδικα» είναι όνομα συνοικίας. Στη συνοικία αυτή οι δρόμοι είναι πράγματι στενοί, αλλά, ακριβώς, στενοί είναι οι δρόμοι, όχι η ίδια η συνοικία. Θα ήταν π.χ. σαν να λέγαμε «το στενό Μεταξουργείο». Ας δεχθούμε όμως ότι εδώ έχουμε μία συμπύκνωση της έκφρασης ποιητική αδεία.
Σημειώνω πάντως ότι, στο διαδίκτυο, διατίθενται διάφορες καταγραφές των στίχων του τραγουδιού, και στις περισσότερες απ’ αυτές η λέξη «Λαδάδικα» είναι γραμμένη με μικρό λ.
[3] Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο σημείο όπου είναι σήμερα η πλατεία Δημοκρατίας, παλαιότερα Ιωάννου Μεταξά, αλλά στην πράξη πάντοτε, για τους ντόπιους, «πλατεία Βαρδαρίου», ήταν η πύλη των τειχών της πόλης που έβλεπε προς το βορρά –Vardar Kapι. «Πύλη Αξιού» ονομάζεται σήμερα και ένα νυχτερινό κέντρο που υπάρχει στην περιοχή.
Μπράβο. Πάνω που είχα αποφασίσει ότι είμαι ο μόνος που δεν μου αρέσουν αυτά και κάποια άλλα περίπου ίδιας νοοτροπίας.Τι έχεις να πεις φερ’ ειπείν για το «Δι ευχών» της Χ.Αλεξίου (1992 επίσης)?.
Το «Δι’ ευχών» δεν είναι ακριβώς η ίδια περίπτωση, αλλά ούτε αυτό μου αρέσει ιδιαίτερα. Χωρίς να με ενοχλεί κιόλας.
Γενικά έχει αυτό το βαρύγδουπο και μεγαλόστομο που έχουν καμιά φορά οι στίχοι της Νικολακοπούλου. Η δε μουσική δεν βελτιώνει την κατάσταση.