ποίηση,Ανάλυση λόγου,Μουσική

«Δρόμοι Παλιοί»: ακόμη μία κακοτεχνία του Θεοδωράκη

του Άκη Γαβριηλίδη

Αν κανείς αναζητήσει στο διαδίκτυο το ποίημα Δρόμοι Παλιοί του Μανόλη Αναγνωστάκη, θα το βρει σε πολλές αναρτήσεις. Σε σχεδόν όλες, όμως, οι στίχοι 5 έως 8 εμφανίζονται με την παρακάτω μορφή:

κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ

Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ

κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες.

Η συγκεκριμένη εκδοχή, με πολυτονικό, είναι copy/ paste από το κατά τεκμήριο έγκυρο σάιτ του ΕΚΠΑ.

Είναι όμως ανακριβής. Στο ποίημα, οι στίχοι έχουν ως εξής:

Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου

Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας

Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

Υπάρχουν λοιπόν η εξής διαφορές:

Το ποίημα δεν λέει «του τόπου μου», αλλά του πόθου μου.

Αυτή η αντικατάσταση της επιθυμητικής από μια εθνικιστική αναφορά δεν υπάρχει σε όλες, αλλά υπάρχει σε αρκετές ακόμα αναρτήσεις. Σε όλες, πάντως, υπάρχει η δεύτερη διαστρέβλωση, που είναι λιγότερο εμφανής αλλά πιο σοβαρή κατά τη γνώμη μου: στο ποίημα, οι λέξεις «κι εγώ» δεν είναι η κατάληξη της πρώτης πρότασης, αλλά η αρχή της δεύτερης.

Η αλλαγή του νοήματος που επέρχεται έτσι είναι ουσιώδης. Διότι το συντακτικό ανατρέπεται τελείως: ο αναγνώστης οδηγείται να σκεφτεί ότι το «φάσμα» αποτελεί επιθετικό προσδιορισμό, ή επεξήγηση, του «εγώ»· άρα ότι το «εγώ» αυτό είναι το χαμένο φάσμα του πόθου του (ή του τόπου του), ή είναι «και» αυτό μεταξύ άλλων φασμάτων.

Στο ποίημα, όμως, το φάσμα είναι το υποκείμενο του ρήματος «κάμε», άρα ο αποδέκτης της έκκλησης, και ταυτόχρονα το αντικείμενο του «να σ’ ανταμώσω». Με άλλα λόγια, ο ομιλητής απευθύνεται στο χαμένο φάσμα και του ζητά να ενεργήσει έτσι ώστε, κάποτε στο μέλλον, να ανταμωθούν ο ένας με το άλλο.

Στην διαδικτυακή εκδοχή, αντίθετα, αν το φάσμα είναι ο ομιλητής, τόσο το «σε» όσο και το «κάμε» μένουν ξεκρέμαστα, ο δε αναγνώστης προσανατολίζεται να σκεφτεί ότι τα λόγια αυτά απευθύνονται σε κάποιο πρόσωπο, π.χ. κάποιον παλαιό φίλο ή εραστή, ο οποίος απλώς δεν κατονομάζεται.

Τέλος, όπως μπορεί να προσέξει η αναγνώστρια, παραλείπεται η λέξη «ακόμα».

Η μετατροπή του πόθου σε τόπο έγινε –όπου έγινε- από τους αναρτώντες. Οι άλλες διαφορές οφείλονται, απλούστατα, στο ότι οι αναρτώντες δεν μετέφεραν το ποίημα, αλλά τους στίχους του τραγουδιού όπως τους άκουσαν.

Δεν υπαινίσσομαι ότι οι αλλαγές αυτές είχαν κάποια σκοπιμότητα εκ μέρους του συνθέτη. Δηλαδή, η μόνη σκοπιμότητα ήταν ότι μόνο έτσι τον βόλευε, ότι δεν βρήκε κάποιον τρόπο να μελοποιήσει τους στίχους ώστε οι προτάσεις να τελειώνουν όπως στο ποίημα και έτσι αποφάσισε να μετακινήσει δυο λέξεις στην προηγούμενη μουσική φράση, όπως είχε κάνει και με την άνω τελεία στην «Άρνηση» του Σεφέρη.

Στο συγκεκριμένο ζήτημα, λοιπόν, ίσως θα πρέπει να δώσουμε δίκιο στην κρίση που είχε διατυπώσει ο Διονύσης Σαββόπουλος τον μακρινό Αύγουστο του 1975 σε συνέντευξή του στο περιοδικό Tαχυδρόμος, κατά την οποία «δεν έχει ακούσει πιο φλύαρο πράγμα» από τις μουσικές του Θεοδωράκη πάνω στον Αναγνωστάκη.

Με την εξής ίσως προσθήκη/ διευκρίνιση: ότι η φλυαρία συνίσταται στο να λες περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται. Στο «Δρόμοι παλιοί», η μελοποίηση δεν λέει (μόνο) «πολλά»· λέει και άλλα απ’ ό,τι το ποίημα.

ab67616d0000b273e2ea06cfb3fbb4c8aa97ba38

Κλασσικό

8 σκέψεις σχετικά με το “«Δρόμοι Παλιοί»: ακόμη μία κακοτεχνία του Θεοδωράκη

  1. Ο/Η Σπύρος λέει:

    Το τραγούδι ανέκαθεν «του πόθου μου» θυμάμαι να λέει, σε όλες τις εκτελέσεις, ζωντανές και μη.

    Για τα mishearings του κοινού δεν φταίει το τραγούδι.

    Πέρα από αυτό να μιλάει για «ακόμα μία κακοτεχνία», τίνος, του Θεοδωράκη ποιος;; είναι περίπου σαν να βγει ένας ξιπασμένος δήμαρχος να μας λέει ποιος ήταν ή δεν ήταν ο Καποδίστριας.

    Μου αρέσει!

    • Παρακαλώ να διαβάζετε καλύτερα.
      Αφού δεν το κάνατε, με αναγκάζετε να γίνομαι κουραστικός και να αντιγράφω με κόπυ-πέιστ την παράγραφο που δεν διαβάσατε:
      «Η μετατροπή του πόθου σε τόπο έγινε –όπου έγινε- από τους αναρτώντες. Οι άλλες διαφορές [υπογραμμίζω τώρα] οφείλονται, απλούστατα, στο ότι οι αναρτώντες δεν μετέφεραν το ποίημα, αλλά τους στίχους του τραγουδιού όπως τους άκουσαν».
      Οι άλλες λοιπόν διαφορές. Όχι αυτή, οι άλλες.
      Πέρα απ’ αυτά, η δεύτερη παράγραφος επαναλαμβάνει ακόμη μία φορά την ιεραρχική-αντιδημοκρατική αντίληψη, η οποία ομολογώ ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο διαδεδομένη ήταν στην ελληνική κοινωνία, κατά την οποία κριτική δικαιούνται να κάνουν μόνο κάποιοι, όσοι ανήκουν σε κάποιο εκλεκτό κλαμπ, (ποιο, αλήθεια; και πώς μπαίνει κανείς σε αυτό;), και όχι ο καθένας.
      Η αντίληψη αυτή φυσικά είναι βαθύτατα εσφαλμένη και εχθρική προς την κριτική και την ανταλλαγή των ιδεών.
      Μπορεί κάλλιστα κάποιος να είναι … ξιπασμένος δήμαρχος, ή σεμνός κλητήρας, ή καθαρίστρια, και να είναι σε θέση να αναλύσει ποιος ήταν ο Καποδίστριας. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, και σε οποιοδήποτε άλλο, δεν είναι κάποιου είδους εσωτερικό μυστικό που κατέχουν a priori μόνο κάποιοι μυημένοι.

      Μου αρέσει!

  2. Ο/Η ΣΠΥΡΟΣ λέει:

    Εγώ, αντίθετα, στην Ελλάδα διαπιστώνω το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα: δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη δημοκρατία από την οχλοκρατία και την κριτική από την αναίδεια.

    Εν προκειμένω, σας προτρέπω, την επόμενη φορά που θα κάνετε κριτική στον Θεοδωράκη ή σε κάποιον εξίσου αναγνωρισμένο, προσπαθήστε να μην είστε αναιδής.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Μάλιστα! Δηλαδή «στην Ελλάδα» έχουμε αυτό το πρόβλημα, αλλά εσείς εξαιρείστε, διότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, μπορείτε να διακρίνετε την κριτική από την αναίδεια.
      Πώς συνέβη αυτό το θαύμα;
      Αφού μπορείτε, δεν μας λέτε κι εμάς πώς διακρίνονται, ώστε να δούμε αν έχετε δίκιο ή όχι;

      Μου αρέσει!

  3. Ο/Η Stella λέει:

    Tη θυμάμαι τη φράση του Σαββόπουλου κάθε φορά που ακούω αυτό ειδικά το κομμάτι . Αλλά δεν είναι απλώς φλυαρία, όπως επισημαίνετε. Ο Θεοδωράκης δεν είχε βρει την κατάλληλη μουσική φράση που να καθεται πάνω στην ποιητική. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Κατά τα άλλα δεν ξέρω γιατί οποιαδήποτε κριτική στον Θεοδωράκη να θεωρείται αναίδεια. Δεν είχε άλλωστε ποτέ ανάγκη το λιβάνισμα…

    Μου αρέσει!

  4. Έχετε υπόψη κάποιο σχετικό παράπονο του ίδιου του Αναγνωστάκη για την “κακοτεχνία” που επισημαίνετε; Προς το τέλος του παρακάτω βίντεο μπορείτε να τον δείτε να τραγουδάει μαζί με τον Θεοδωράκη τους μελοποιημένους στίχους. Σε κάθε περίπτωση, η μελωδία είναι υπέροχη από μόνη της και στο εξωτερικό αγαπήθηκε ως soundtrack (Serpico) και όχι τραγούδι.

    Μου αρέσει!

    • Δεν έχω υπόψη μου κανένα δημόσιο σχετικό παράπονο, ούτε του Αναγνωστάκη, ούτε άλλου ποιητή, για την μελοποίηση ποιήματός του, είτε από τον Θεοδωράκη είτε από οποιονδήποτε άλλο συνθέτη. Ο Σεφέρης ήταν εξαίρεση.
      Και λοιπόν;
      Εγώ δεν είπα ότι έχω υπόψη μου τέτοιο παράπονο. Το να καταρρίπτεται κάτι το οποίο ουδέποτε είπα, δεν ασκεί επίδραση σε αυτό που πράγματι είπα.
      Η μελωδία μπορεί να είναι «υπέροχη» ή όχι κατά τα γούστα του καθενός. Εγώ δεν είπα ότι είναι άσχημη. Είπα ότι δεν ταιριάζει με το στίχο και αλλοιώνει το νόημά του.

      Μου αρέσει!

  5. Ο/Η Νίκος Μπονάνος λέει:

    Το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη είναι γραμμένο σε στίχο ελεύθερο, δηλαδή στίχο με πολύ λίγο μέτρο και καθόλου ομοιοκαταληξία. Έτσι, από τη φύση του, δεν επιδέχεται μια συμβατική μελοποίηση.

    Το ότι ο Μίκης Θεοδωράκης μπόρεσε να το πλέξει με μια μελωδία είναι μεγάλο κατόρθωμα: υπέρβαση, όχι κακοτεχνία.

    Το αποτέλεσμα είναι που μετράει. Εμένα αυτό το τραγούδι με συγκινεί, παρόλο που τα λόγια και η μουσική δεν πάνε μαζί σε κάθε βήμα.

    Αλλουνού του φαίνεται κακοτεχνία. Έτσι είναι η αντίληψη της ποίησης: πάντοτε υποκειμενική.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.