του Άκη Γαβριηλίδη
Με ενημέρωσαν χθες ότι κάποια κυρία Δέσποινα Κουτσούμπα έκανε μια παραληρηματική ανάρτηση στον λογαριασμό της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, με την οποία προσάπτει σε εμένα και σε ένα άλλο άτομο ότι … «συντάσσομαι με τους βιαστές της Γεωργίας».
Η αιτίαση ήταν τόσο τερατώδης και αψυχολόγητη, ώστε στην αρχή νόμιζα ότι πρόκειται για κάποιου είδους πλάκα.
Δεν πρόκειται όμως για πλάκα, αλλά για κάτι άλλο, βγαλμένο κατευθείαν μέσα από την παράδοση της νέας δεξιάς και του Ντόναλντ Τραμπ ειδικότερα: για συνειδητή διασπορά ψευδών ειδήσεων, αγγλιστί fake news.
Σε οποιαδήποτε πολιτική ή/ και διανοητική αντιπαράθεση, ακόμα και πολεμική, στοιχειώδης κανόνας
δεοντολογίας είναι ότι παραθέτουμε το κείμενο στο οποίο θέλουμε να αντιπαρατεθούμε, ή έστω παραπέμπουμε σε αυτό. Λέμε: «ο Τάδε, στο Χ άρθρο/ ομιλία/ δημόσια τοποθέτησή του είπε αυτά, που εγώ βρίσκω λάθος γι’ αυτούς και γι’ αυτούς τους λόγους».
Τίποτε τέτοιο δεν κάνει η επίδοξη δημόσια κατήγορος.
Και δεν κάνει διότι δεν είναι δυνατό να κάνει. Δεν υπάρχει πουθενά ούτε ένα δείγμα τοποθέτησής μου που να δικαιολογεί έστω απόμακρα αυτόν τον τερατώδη ισχυρισμό.
Γνωρίζει όμως ότι, στον χώρο των ΜΚΔ, οι άνθρωποι, ή τουλάχιστον κάποιοι άνθρωποι –αυτοί στους οποίους ποντάρει- λειτουργούν σαν πρόβατα: μόλις δουν κάτι, ιδίως κάτι που «τα χώνει», που καταγγέλλει, που ζητά το λόγο, που αποκαλύπτει καταχθόνια σχέδια και σκοτεινές συνωμοσίες, είναι πρόθυμοι να το καταπιούν αμάσητο και να το αναπαράγουν, έτσι για το γούστο, για να πυροδοτούν κοκορομαχίες –ή μάλλον ναυμαχίες εν ποτηρίω.
Οι άνθρωποι αυτοί μάλλον είναι καμένα χαρτιά· είναι αδιαπέραστοι σε οποιαδήποτε επιχειρηματολογία, η οποία περνά πάνω απ’ το μυαλό τους όπως το νερό πάνω απ’ το δέρμα.
Τις υπόλοιπες, όσες είναι διατεθειμένες να κρίνουν βάσει πραγματικών στοιχείων και όχι φαντασιώσεων, τις προτρέπω να αναζητήσουν και μόνες τους όπου νομίζουν οποιοδήποτε στοιχείο δικής μου τοποθέτησης που να δικαιολογεί έστω κάποια υποψία περί αυτού, και να μου το θέσουν υπόψη ώστε να το συζητήσουμε. Από τη μεριά μου απλώς θα σημειώσω ότι:
- Δεν έχω κάνει την παραμικρή ανάρτηση σε αυτό εδώ το μπλογκ, ή οπουδήποτε αλλού, που να έχει ως θέμα την καταγγελία της κας Γεωργίας Μπίκα.
- Στο λογαριασμό μου στο facebook έχω κάνει, όσο μπορώ να θυμηθώ, μόνο δύο (2) σχετικές αναρτήσεις, που δεν ήταν πρωτότυπες δικές μου αλλά και οι δύο κοινοποιήσεις. Στη μία μετέφερα την ανάρτηση ενός νομικού, άγνωστου προσωπικά σε μένα, ο οποίος χαρακτήριζε απάνθρωπη και εξευτελιστική τη μεταχείριση της κας Μπίκα από τις αρχές. Την κοινοποίηση αυτή συνόδευε ένα απερίφραστα εγκωμιαστικό δικό μου σχόλιο, όπως μπορεί κανείς να δει από την φωτοτυπική της αναπαραγωγή κατωτέρω.
Στη δεύτερη, κοινοποιούσα, χωρίς κανένα δικό μου πρόσθετο σχόλιο, ένα δημοσίευμα της ΕφΣυν με τίτλο «Δεν βλέπει βιασμό ούτε η εισαγγελέας, για την καταγγελία της Γ. Μπίκα». Όπως διαφαίνεται από τον τίτλο, και όπως γίνεται ακόμα πιο σαφές από το κείμενο της είδησης, το δημοσίευμα αυτό κάθε άλλο παρά … συντάσσεται με τους βιαστές! Αντιθέτως, διαφοροποιείται διακριτικά αλλά σαφώς από την εισήγηση της εισαγγελέως.
Πώς είναι δυνατό, με βάση αυτά τα δεδομένα, να καταλήξει κάποιος σε ένα τέτοιο συμπέρασμα;
Το πώς είναι μάλλον αδιάφορο, και άλλωστε αδύνατο, να απαντηθεί. Ίσως πιο σημαντικό είναι το γιατί.
Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται σε μια λέξη, η οποία στο κείμενο της Κουτσούμπα παίζει το ρόλο του Φαλλού, αποτελεί το σημαίνον-αφέντη (Maître, που μπορεί να αποδοθεί και ως «δάσκαλος»). Η λέξη αυτή είναι η αριστερά.
Η λέξη αυτή εμφανίζεται ούτε μία, ούτε δύο, αλλά οκτώ συνολικά φορές στην καταδικαστική απόφαση.
Η πρώτη είναι μία σαρκαστική αναφορά, στο εισαγωγικό μέρος:
Οι δύο μεγάλοι άντρες (και διανοητές, αλίμονο) της… αριστεράς και της προόδου …
Ο σαρκασμός όμως αυτός είναι άσφαιρος και εξίσου αβάσιμος με το «σοβαρό» (ο θεός να το κάνει) μέρος του κειμένου.
Όλες οι λέξεις της παρουσίασης αυτής είναι λάθος, μία προς μία. Δεν μιλάω εδώ εκ μέρους άλλων ανδρών, «μεγάλων» ή «μικρών» (ούτε και αλλού άλλωστε· ακριβώς αυτό είναι που δεν μπορεί να χωνέψει η Κουτσούμπα, όπως θα πω και παρακάτω). Καθόσον με αφορά, λοιπόν, δεν υποστήριξα ποτέ ότι είμαι «διανοητής της αριστεράς και της προόδου» ώστε να χρειάζεται να αναιρεθεί κάτι τέτοιο. Αυτό βγαίνει μόνο από τη φαντασία και τα πάθη (ειδικότερα τη φιλοδοξία και το φθόνο) της Κουτσούμπα. Εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, έχω αποφύγει συστηματικά να εμπλακώ σε ουσιοκρατικές διαμάχες για το ποιος είναι «γνήσιος» αριστερός και ποιος όχι. Αποφεύγω ακόμα και να χρησιμοποιήσω τον όρο αριστερά, όταν δεν είναι αναγκαίο για λόγους συνεννόησης. Όσο για την ιδεολογία της προόδου, οι μόνες φορές που αναφέρθηκα σε αυτήν ήταν για να της ασκήσω κριτική.
Η σύσταση λοιπόν στην οποία καταλήγει η καταδικαστική απόφαση είναι άνευ αντικειμένου. Λέει αυτή η σύσταση:
Ας κάνουν ό,τι νομίζουν, όχι όμως στο όνομα της αριστεράς.
Όμως, καθόσον με αφορά, αυτό ακριβώς κάνω ήδη, εδώ και χρόνια.
Σε αντίθεση με την Κουτσούμπα, που προφανώς δεν κάνει ό,τι νομίζει, αλλά ό,τι νομίζει ότι είναι πιστό στην ταυτότητα του αριστερού, του γνήσιου, εκείνου που έχει αρχίδια ρε παιδί μου, όχι του ροζ αριστερού, εκείνου που απλώς παριστάνει, μεταμφιέζεται σαν τραβεστί.
Ποιος ο λόγος να υπάρξει τόση φόρτιση και τόσος κόπος για να διαταχθεί τελικά κάτι άνευ περιεχομένου;
Ο λόγος είναι ο φόβος. Ο φόβος της Κουτσούμπα ότι κάποιοι διεκδικούν από εκείνη το ρόλο του μόνου spokesman της αριστεράς, και αυτή θέλει ζηλότυπα να τον κρατήσει για τον εαυτό της πάση θυσία.
Για το λόγο αυτό, με το παρόν σημείωμα θα ήθελα να την διαβεβαιώσω και να υπογράψω ενώπιον των αρμόδιων αρχών υπευθύνως, άνευ φόβου και πάθους, τα εξής: παραιτούμαι ρητώς από κάθε τέτοια διεκδίκηση, (την οποία άλλωστε δεν είχα ποτέ), και αναγνωρίζω την αντίδικο ως μόνο Πάπα της αριστεράς, ως μόνο ιδιοκτήτη της αλήθειας και ως μόνο αρμόδιο να εκδίδει πιστοποιητικά αριστεροσύνης. Αυτό που εμένα με απασχολεί περισσότερο είναι, ακριβώς, να κάνω –και να λέω- ό,τι σκέφτομαι, χωρίς να έχω κανένα φετίχ και κανένα κόλλημα αν ο Τάδε και ο Δείνα θα το κρίνουν αριστερό ή όχι. Αυτό το αφήνω για τους ταυτοτιστές. Είναι πιο σημαντικό για μένα όσα λέω να είναι χρήσιμα, ενδιαφέροντα, να μπορούν να βοηθήσουν κάποιες να σκεφτούν κάτι παραπέρα. Και βέβαια, πάνω απ’ όλα, να είναι αλήθεια. Πάντως όχι συνειδητά ψέματα. Αλλά αντιλαμβάνομαι ότι ο καθένας έχει τις προτεραιότητές του.