της Άγια Γκρούμπερ
Τα τελευταία χρόνια, οι Αμερικανοί έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, με λιγότερο από το 5 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού και περισσότερο από το 20 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού των φυλακισμένων, έχουν πρόβλημα μαζικής φυλάκισης. Άνθρωποι από όλο το πολιτικό φάσμα συμφωνούν πλέον ότι το ποινικό δίκαιο είχε θεωρηθεί ως λύση για πάρα πολλά κοινωνικά προβλήματα, ότι το κράτος εγκλωβίζει πάρα πολλούς ανθρώπους και ότι το ποινικό σύστημα σε όλη του την έκταση είναι εμποτισμένο με ρατσισμό.
Τίθεται ένα υπαρκτό ερώτημα εάν η διαφαινόμενη στροφή των Αμερικανών κατά της φυλάκισης μπορεί να ταιριάξει με το MeToo, το προοδευτικό κοινωνικό κίνημα που έγινε τόσο δημοφιλές τα τελευταία χρόνια ώστε ο τύπος το ονόμασε «νέο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων» και «πολιτιστική επανάσταση» της χώρας. Το MeToo ήρθε στο προσκήνιο μετά από καταγγελίες ότι ο μεγιστάνας του κινηματογράφου Χάρβεϊ Ουάινστιν κακοποιούσε γυναίκες διασημότητες επί δεκαετίες, και ζητά μηδενική ανοχή στη βία κατά των γυναικών. Αντανακλώντας την ένταση μεταξύ των αντι-σωφρονιστικών αισθημάτων και εκείνων του MeToo, πολλοί αντέδρασαν στο αίτημα των διαδηλωτών του Black Lives Matter να περιοριστεί η χρηματοδότηση της αστυνομίας ρωτώντας: «Ναι, αλλά τότε τι θα γίνει με τους βιασμούς και την οικιακή βία;». Τα βασικά μηνύματα των δύο κινημάτων δεν μπορούν εύκολα να συμφιλιωθούν.
Το MeToo, όπως και τα φεμινιστικά κινήματα κατά της βίας που προηγήθηκαν, είναι στον πυρήνα του σωφρονιστικό ή «φυλακο-κεντρικό», ενώ το Black Lives Matter είναι αντι- σωφρονιστικό. Το τελευταίο υποστηρίζει ότι το αμερικανικό ποινικό σύστημα δεν έχει «καταρρεύσει», αλλά λειτουργεί όπως είναι σχεδιασμένο: προστατεύει τα περιουσιακά συμφέροντα των γαιοκτημόνων, διατηρεί τη φυλετική ιεραρχία, νομιμοποιεί την κρατική βία και τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση και δικαιώνει οπισθοδρομικούς ηθικούς κώδικες. Τώρα που το ρεύμα φαίνεται επιτέλους να στρέφεται ενάντια στη μαζική φυλάκιση, οι φεμινίστριες του κινήματος MeToo θα πρέπει να ακολουθήσουν, και να προφυλάξουν την σημαντική τους παράδοση εναντίωσης στη βία από τον αστυνομικό, διωκτικό και κολαστικό μηχανισμό των ΗΠΑ που την έχει αιχμαλωτίσει.
Η κοινωνιολόγος Elizabeth Bernstein επινόησε τον όρο σωφρονιστικός φεμινισμός [carceral feminism] για να περιγράψει την άνευ όρων προσχώρηση ορισμένων φεμινιστριών του τέλους του 20ού αιώνα στο νόμο και την τάξη, και γενικότερα τη «στροφή του φεμινισμού από το κράτος πρόνοιας προς το σωφρονιστικό κράτος ως μηχανισμό επιβολής φεμινιστικών στόχων». Φυσικά, πολλές στο κίνημα MeToo μιλάνε για ισότητα στο χώρο εργασίας και πολιτική ενδυνάμωση των γυναικών, αλλά το κίνημα συνολικά παραμένει προσηλωμένο σε μια απάντηση στη βία κατά των γυναικών με όρους ποινικού δικαίου. Το πρώτο επίτευγμά του, που το σημάδεψε, ήταν η καταδίκη του Ουάινστιν σε 23 χρόνια πίσω από τα κάγκελα. Φεμινίστριες μεταρρυθμίστριες συνεχίζουν να προτείνουν εκτεταμένα προγράμματα ποινικοποίησης, παρόλο που αναγνωρίζουν ότι αυτά υλοποιούνται από φαλλοκράτες ρατσιστές αστυνομικούς και καταδικάζουν τους κρατουμένους να υφίστανται σεξουαλική και άλλη βία –και τώρα και κορονοϊό. Σε όλο το πολιτικό φάσμα, αυτή η φυλακολαγνεία είναι ισχυρή.
Όταν ήμουν φοιτήτρια νομικής και επίδοξη συνήγορος απόρων [public defender], ενστικτωδώς εξίσωνα τη δίωξη έμφυλων εγκλημάτων με τη δικαιοσύνη, σε τέτοιο βαθμό που με απασχολούσε περισσότερο το ενδεχόμενο να έχω να υπερασπιστώ έναν άνδρα που κατηγορείται για οικιακή βία παρά κάποιον που κατηγορείται για φόνο. Μετά όμως άσκησα το επάγγελμα σε ένα εξειδικευμένο δικαστήριο για εγκλήματα οικιακής βίας, που είχε δημιουργήσει ο φεμινισμός, και πήρα ένα σκληρό μάθημα για το πώς οι ποινικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν στο όνομα της έμφυλης δικαιοσύνης συχνά δεν παρήγαγαν ούτε έμφυλη ισότητα ούτε δικαιοσύνη. Είδα μια περιστρεφόμενη πόρτα, η οποία το μόνο που έκανε ήτα να ξαναστέλνει φτωχούς έγχρωμους άνδρες στη φυλακή, χωρίς αυτό να εξυπηρετεί ιδιαίτερα τα θύματα –πολλά μου ζητούσαν να τα βοηθήσω για να σταματήσουν οι διώξεις. Είδα εισαγγελείς να χειρίζονται υποθέσεις ενάντια στις επιθυμίες των γυναικών και δικαστές να αρνούνται να άρουν ασφαλιστικά μέτρα που απαγόρευαν την επικοινωνία, επιβάλλοντας στις οικογένειες ένα de facto διαζύγιο. Είδα μετανάστριες να διαμαρτύρονται ότι η έκκλησή τους για βοήθεια ενεργοποίησε μια αδυσώπητη ποινική μηχανή που οδηγούσε το σύζυγό τους στην απέλαση. Η εμπειρία μου από τότε που δούλεψα ως γρανάζι στον μεγάλο τροχό του ποινικού κολασμού στις ΗΠΑ με έκανε να αναρωτιέμαι γιατί, όλα αυτά τα χρόνια, παρασυρόμουν να ταυτίζω τη δίωξη με την έμφυλη δικαιοσύνη.
Στον αγώνα κατά της έμφυλης βίας, το ποινικό δίκαιο πρέπει να είναι η έσχατη λύση, όχι η πρώτη. Πολλές φεμινίστριες ασπάζονται το ποινικό δίκαιο διότι εκκινούν από μια σειρά υποθέσεις: ότι ο νόμος πάντα ανεχόταν, αν όχι ενθάρρυνε, τα εγκλήματα εις βάρος των γυναικών· ότι λίγες εναλλακτικές λύσεις ήταν διαθέσιμες στις φεμινίστριες πέρα απ’ το ποινικό δίκαιο· και ότι η φεμινιστική πάλη μπορεί να μεταμορφώσει το ανελέητο, ρατσιστικό, σεξιστικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης από τα μέσα. Ωστόσο, ερευνώντας ποικίλες φεμινιστικές προσπάθειες να μεταρρυθμιστεί το ποινικό δίκαιο στις ΗΠΑ ανά τους αιώνες, ανακάλυψα ότι οι υποθέσεις αυτές δεν στέκουν.
Ιστορικά, το πρόβλημα δεν ήταν τόσο ότι οι δικαστικές αρχές απέφευγαν να εφαρμόσουν τους νόμους κατά της σεξουαλικής και οικιακής βίας, όσο ότι τους εφάρμοζαν επιλεκτικά ανάλογα με την ταξική, τη φυλετική και άλλες εντάξεις των διαδίκων. Κατά την εποχή της ανασυγκρότησης στα τέλη του 19ου αιώνα, οι λευκοί του Νότου επικαλούνταν την προστασία των γυναικών από τους βιασμούς ως βάση για την τρομοκρατική τους εκστρατεία κατά των μαύρων ανδρών.
Στο παρελθόν, ισχυρές φεμινιστικές ομάδες επέλεξαν επανειλημμένα το ποινικό δίκαιο ως αντίδοτο για τη έμφυλη βία, παρά τις εναλλακτικές λύσεις εκτός φυλακής και τις πολυάριθμες προειδοποιήσεις τόσο από το εσωτερικό του φεμινιστικού κινήματος όσο και εκτός αυτού. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι γεγονός ότι πρόσφεραν προστασία και δικαιοσύνη σε πολλές γυναίκες, αλλά έστειλαν στη φυλακή άλλες γυναίκες –σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό περιθωριοποιημένες έγχρωμες γυναίκες. Οι φεμινιστικές μεταρρυθμίσεις του ποινικού δικαίου αλληλεπιδρούσαν με ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα, από τη δουλεία μέχρι τον σεξουαλικό πανικό και συχνά ενίσχυαν το ρατσισμό, τις ταξικές διακρίσεις, ακόμα και το σεξισμό.
Οι φεμινιστικοί ποινικοί νόμοι λοιπόν δεν λειτούργησαν εκτός της εδραιωμένης φαλλοκρατίας, του ρατσισμού και της βαναυσότητας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, ούτε τα περιόρισαν. Συχνά μάλιστα τα παρόξυναν. Η επανειλημμένη – και επιτυχημένη- στροφή των φεμινιστριών στο ποινικό δίκαιο συνέβαλε στο να καθιερωθεί η δίωξη ως το κλειδί για την έμφυλη δικαιοσύνη και παρεμπόδισε τις μη ποινικές μας φαντασίες να αναπτυχθούν.
Εν τέλει, ο φεμινισμός διαμόρφωσε το σύγχρονο ποινικό κράτος των ΗΠΑ, όπως ακριβώς η εμπλοκή με το ποινικό κράτος διαμορφώνει τον σύγχρονο φεμινισμό, μέχρι και το MeToo.
Όταν μιλάω για το ρόλο του φεμινισμού στη μαζική φυλάκιση στις ΗΠΑ, συχνά με ρωτούν: «Ε, αν όχι ποινικοποίηση και τιμωρία, τι πρέπει να κάνουμε για τη βία κατά των γυναικών;» Γενικά απαντώ: «Να δώσουμε λεφτά στις γυναίκες». Αυτό πάντοτε φέρνει κάποια απάντηση του τύπου «Ναι, καλά, εντάξει. Όνειρα θερινής νυκτός». Αλλά και πάλι, πρέπει να αποαποικίσουμε το μυαλό μας από την ποινική λογική που το έχει καταλάβει και να το ανοίξουμε στα προοδευτικά οράματα που οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες προωθούσαν επί πολύ καιρό. Έτσι, όταν σκάει μύτη η ευγενής επιθυμία να «κάνουμε κάτι» για τη έμφυλη βία, το ποινικό δίκαιο δεν θα είναι η μόνη λύση που μας έρχεται στο μυαλό.
Σε εποχές όχι τόσο μακρυνές, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970, ο αγώνας κατά της φτώχειας ήταν κυρίαρχος μέσα σε ακτιβιστικούς κύκλους, στις μαύρες φεμινίστριες και σε καθιερωμένες φεμινιστικές οργανώσεις. Φοιτητές, έγχρωμοι και γυναίκες είχαν βγει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον φυλετικό διαχωρισμό, τη φτώχεια και τα άνισα δικαιώματα. Εικόνες της στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας να ξυλοκοπά διαδηλωτές έκαναν τον γύρο των ΜΜΕ και οι δυνάμεων καταστολής βρέθηκαν αντιμέτωπες με κατηγορίες για υπερβολική βία. Πολλές αστυνομικές διευθύνσεις, βλέποντας το κοινωνικό τους κεφάλαιο να εξανεμίζεται, υποσχέθηκαν να μεταρρυθμιστούν και να ασπαστούν «κοινοτικές» προσεγγίσεις «επίλυσης προβλημάτων» στην αστυνόμευση. Ούτε καν αυτό ήταν αρκετό: στην κουλτούρα διαμαρτυρίας της αριστεράς, η αστυνομία ήταν στη ρίζα της ένας «φασιστικός» βραχίονας του κράτους. Από αυτό το περιβάλλον εμφανίστηκε το λεγόμενο κίνημα των «κακοποιημένων γυναικών» τη δεκαετία του 1970.
Αρχικά, οι φεμινίστριες σε αυτό το κίνημα ήταν βαθιά αντιεξουσιαστικές. Όσες οργάνωναν καταφύγια κακοποιημένων γυναικών, έβλεπαν αυτά τα καταφύγια ως μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος εναλλακτικών κοινωνιών ισότητας μόνο για γυναίκες, απαλλαγμένων από την πατριαρχία και το αυταρχικό κράτος. Δεν ήθελαν χρηματοδότηση από κρατικές γραφειοκρατίες που ήταν, με τα λόγια μιας ακτιβίστριας, «ενσάρκωση της ιεραρχικής, ιμπεριαλιστικής, πολεμοκάπηλης κοινωνίας που λειτουργεί απ’ τα πάνω». Αν το σύστημα του κοινωνικού κράτους ήταν κακό, το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης ήταν ακόμα χειρότερο. Οι φεμινίστριες στο κίνημα για τα κοινωνικά δικαιώματα, καθώς και μαύρες φεμινίστριες όπως η Johnnie Tillmon, συχνά χαρακτήριζαν τον ξυλοδαρμό ως ζήτημα οικονομικής επισφάλειας και λευκής υπεροχής, ενώ τους αστυνομικούς έτειναν να τους θεωρούν ως εκφραστές ενός ρατσιστικού και πολεμοκάπηλου κράτους.
Πέρα από τις φεμινίστριες, ερευνητές της οικογενειακής βίας όπως ο Richard Gelles και ο Murray Straus και ψυχολόγοι όπως ο Morton Bard συνέδεαν επίσης την κακοποίηση με κοινωνικούς στρεσογόνους παράγοντες και απέρριπταν κι αυτοί μια προσέγγιση επιβολής του νόμου. Είχαν κατατεθεί ποικίλες προτάσεις για την αντιμετώπιση της κακοποίησης, που περιλάμβαναν μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνικές υπηρεσίες, αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, θεραπευτικές παρεμβάσεις και οικονομικά προγράμματα όπως καταλύματα στο χώρο εργασίας και μισθό της νοικοκυράς. Δεν είχαν καμία σχέση με το ποινικό δίκαιο.
Ωστόσο, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι φεμινίστριες υιοθέτησαν την προσέγγιση του «μοντέλου επιβολής του νόμου» στην οικιακή βία. Δύο σημαντικές παράμετροι έπαιξαν ρόλο σε αυτή τη σημαντική αλλαγή. Πρώτον, φεμινίστριες με ισχύ, όπως συνταγματολόγοι, δικάστριες, συγγραφείς και διευθύνουσες της NOW (Εθνική Οργάνωση για τις Γυναίκες, που ιδρύθηκε το 1966) έτειναν να συνδέουν την κακοποίηση με πατριαρχικούς κανόνες για την κοινωνία και το γάμο και απέρριπταν τον ισχυρισμό των ακτιβιστών κατά της φτώχειας και των μαύρων φεμινιστριών ότι η οικονομική ανασφάλεια και η φυλετική ανισότητα συνέβαλαν στη βία. Δεύτερον, έχοντας αποφασίσει ότι την κακοποίηση την προκαλούν κάποιοι κακοί άνδρες ως άτομα, όχι ευρύτερες κοινωνικές δομές, οι γυναίκες αυτές επιδίωξαν επιθετικά την αστυνόμευση και τη δίωξη για να πετύχουν τη σύλληψη και τη φυλάκιση αυτών των ανδρών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη στροφή αυτή υπήρξε η σύγκρουση μεταξύ της Marta Segovia-Ashley, μιας Λατινοαμερικάνας υπεύθυνης καταφυγίου στο Σαν Φρανσίσκο) και της Lisa Richette (μιας εξέχουσας δικάστριας στη Φιλαδέλφεια) το 1978, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Επιτροπής Πολιτικών Δικαιωμάτων των ΗΠΑ για τον «συζυγικό ξυλοδαρμό». Οι συνεδριάσεις αυτές άνοιξαν το δρόμο για διάφορες πολιτειακές και ομοσπονδιακές πρωτοβουλίες κατά των κακοποιήσεων. Η παρέμβαση της Σεγκόβια-Άσλεϊ άρχιζε ως εξής: «Το έδαφος αυτής της σκληρότητας, των ακρωτηριασμών και των δολοφονιών είναι ο ρατσισμός της Μεγάλης Λευκής Κοινωνίας». Συνέχισε περιγράφοντας με δυσβάστακτες λεπτομέρειες πώς, στα 16 της, η Σεγκόβια-Άσλεϊ μυήθηκε στη φρίκη της οικιακής βίας όταν ο πατριός της δολοφόνησε βάναυσα την αγαπημένη της μητέρα Σεφερίνα.
Το ακροατήριο της Επιτροπής Πολιτικών Δικαιωμάτων όμως θα εκπλαγεί από την αξιολόγηση της Σεγκόβια-Άσλεϊ για τον χαρακτήρα του δολοφόνου: «Ήταν πολύ γλυκός και ευγενικός… Είχε υποσχεθεί στη μητέρα μου τον ουρανό με τ’ άστρα και, από μέσα του, το εννοούσε». Και θα εκπλαγεί ακόμα περισσότερο από τη διάγνωσή της για το τι οδήγησε τον πατριό της στη συζυγοκτονία: «Ο λευκός κόσμος κατέβαλε αργά και ύπουλα τον πατριό μου… Ο ρατσισμός και η απελπισία τον σημάδεψαν τόσο βαθιά που, μέσα σε δύο χρόνια, ένας άνδρας που απλώς του άρεσε να πίνει ένα ποτήρι κρασί με το φαγητό, κατέληξε αλκοολικός». Η Σεγκόβια-Άσλεϋ κατανοούσε τη δολοφονία ως «την τελική πράξη μιας ρατσιστικής κοινωνίας που ώθησε δύο ανθρώπους να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον».
Η τοποθέτησή της ολοκληρώθηκε με μια έκκληση:
Χρειαζόμαστε χρήματα για να διδάξουμε τα παιδιά που στεγάζονται στο καταφύγιο, σε δύο γλώσσες και δύο πολιτισμούς. Χρειαζόμαστε χρήματα για την καθημερινή λειτουργία των καταφυγίων, νοίκι, τρόφιμα, έπιπλα, ρούχα, συντήρηση, προσωπικό … Πότε στο διάολο θα κάνετε κάτι γι’ αυτό; Ή μήπως θα περιμένετε μέχρι να πεθάνουμε, όπως η Σεφερίνα;
Η Ρισέτ, υψηλόβαθμη δικάστρια και εξέχουσα φυσιογνωμία στη διανόηση της Φιλαντέλφια, ήρθε σε οξεία αντίθεση με όσα είπε η Σεγκόβια- Άσλεϋ. «Διαφωνώ πλήρως … ότι είναι ένα πρόβλημα της λευκής κοινωνίας», είπε. «Είναι ένα πρόβλημα της ανθρώπινης κοινωνίας». Τονίζοντας ότι το ζήτημα αφορούσε το φύλο και μόνο το φύλο, η Ρισέτ απέρριψε τη χρηματοδότηση σε καταφύγια ως «ένα απλό άλλοθι για τη συνείδηση μιας κοινωνίας που ανέχεται την καταπίεση των γυναικών». Η Ρισέτ συνηγόρησε, αντιθέτως, υπέρ μιας «ισότιμης κοινωνίας στην οποία τα έμφυλα στερεότυπα θα καταδικάζονται εξίσου αταλάντευτα όσο καταδικάζεται σήμερα ο ρατσισμός». Αυτές οι διακηρύξεις ότι «είναι το φύλο και όχι η φυλή ή η φτώχεια» έκαναν το κοινό να σηκωθεί όρθιο και να καταχειροκροτήσει.
Η ακτιβίστρια Ντελ Μάρτιν, απηχώντας την Ρισέτ, κατέθεσε:
Η πρακτική του συζυγικού ξυλοδαρμού διαπερνά όλα τα όρια μεταξύ οικονομικών τάξεων, φυλών, εθνικών καταγωγών ή μορφωτικών υποβάθρων. Παρατηρείται στα γκέτο, στις εργατικές γειτονιές, στα σπίτια της μεσαίας τάξης και στα πιο πλούσια προάστια της χώρας μας.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα αφήγημα της «κάθε γυναίκας», με το οποίο οι φεμινίστριες άρχισαν να περιγράφουν την κακοποίηση ως κάτι στο οποίο «κάθε γυναίκα» είναι ευάλωτη. Μετά, η εικόνα αυτής της «κάθε γυναίκας» φιλοτεχνείται ως μια λευκή γυναίκα της μεσαίας τάξης. Το αφήγημα ώθησε τη μεταρρύθμιση της οικιακής βίας προς μια ακραία κατεύθυνση: τη σύλληψη του δράστη και την απομάκρυνσή του από το θύμα.
Αν φανταστούμε το τυπικό θύμα ως μια ευκατάστατη λευκή γυναίκα κρυμμένη πίσω από τεράστια γυαλιά ηλίου, αυτό προδιαγράφει συγκεκριμένες λύσεις. Αν το φανταστούμε ως μια φτωχή τρόφιμο επιδομάτων προδιαγράφει τελείως άλλες. Ένας εμπειρογνώμονας στις ακροάσεις της Επιτροπής κατέθεσε, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ότι η μεταρρύθμιση της πρόνοιας δεν θα βοηθούσε τα εύπορα θύματα να εγκαταλείψουν τους κακοποιητές τους διότι «δεν θέλουν να ρίξουν το βιοτικό τους επίπεδο» και διότι το «στίγμα της κοινωνικής πρόνοιας» θα τα εμπόδιζε «να σκεφτούν τα επιδόματα εξαρτώμενου τέκνου ως πιθανή λύση». Τα χρήματα λοιπόν δεν σπάζουν τον κύκλο της κακοποίησης της «κάθε γυναίκας», και έτσι μένει μόνο ο χωρισμός μέσω σύλληψης ως το πιο σίγουρο «ξυπνητήρι» για τη γυναίκα και τον άνδρα.
Από εκεί και μετά, οι φεμινίστριες άρχισαν όλο και περισσότερο να περιγράφουν την οικιακή βία ως συνάρτηση ατομικής εγκληματικότητας και όχι κοινωνικών συνθηκών. Κάποιες πολέμησαν ανοιχτά τις αναλύσεις που συνέδεαν την κακοποίηση με δομικές ανισότητες ή υλικές συνθήκες. Σημειώνοντας ότι «σύζυγοι όλων των οικονομικών επιπέδων δέρνουν τακτικά τις γυναίκες τους», η φεμινίστρια νομικός Λώρι Γουντς το 1979 επέμεινε ότι η βελτίωση «οικονομικών και εργασιακών συνθηκών» ή η παροχή «συμβουλευτικής» δεν ήταν οι κατάλληλες απαντήσεις, διότι η οικιακή βία δεν οφείλεται σε «εργασιακό στρες» ή σε «ψυχολογικές ανωμαλίες».
Καθώς το «κίνημα των κακοποιημένων γυναικών» άρχισε να επικεντρώνεται σε νομικούς μηχανισμούς για να τιμωρεί ατομικούς κακοποιητές και να τους αποτρέπει ώστε να μην μπορούν να ξαναβλάψουν, η επισήμανση ότι οι έγχρωμες γυναίκες δεν βλέπουν την αστυνόμευση με τον ίδιο τρόπο όπως οι λευκές γυναίκες, την οποία διατύπωναν μειονοτικές φεμινίστριες όπως η Σεγκόβια-Άσλεϋ, πέρασε απαρατήρητη. «Οι λευκές μιλούσαν σαν τα δικαστήρια να ανήκουν σε εμάς, σε όλες τις γυναίκες, και άρα θα έπρεπε να δουλεύουν για εμάς, ενώ εμείς [οι έγχρωμες γυναίκες] θεωρούσαμε πάντα ότι ανήκουν σε κάποιον άλλο και μας απασχολούσε περισσότερο το πώς δεν θα μας κάνουν κακό», όπως το είχε θέσει τότε μία ακτιβίστρια.
Η Γουντς και άλλες φεμινίστριες δικηγόροι άσκησαν ομαδικές αγωγές υψηλού προφίλ με στόχο να υποχρεώνονται οι αστυνομικοί που δέχονται καταγγελίες για οικιακή βία να κάνουν συλλήψεις, όχι μεσολάβηση. Οι αγωγές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα πολλές αστυνομικές διευθύνσεις να εκδώσουν εγκυκλίους που ευνοούσαν ή και επέβαλλαν τη σύλληψη. Στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, μια τέτοια αγωγή σήμανε το τέλος του πειράματος της αστυνομίας με τη λογική της «επίλυσης προβλημάτων», η οποία οδηγούσε τους αστυνομικούς να επιχειρούν να μεσολαβήσουν πριν από τη σύλληψη. Σήμερα, ηχούν πολύ μακρινά τα λόγια που είχε πει ο εκπαιδευτής αξιωματικός Γκλενν Σπαρκς το 1980: «Προφανώς, αν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα χωρίς να βάλουμε κάποιον στη φυλακή, αυτό ακριβώς θέλουμε να κάνουμε στις περισσότερες περιπτώσεις». Πολύ σύντομα, οι αστυνομικοί άρχισαν να καλοδέχονται τις εντολές υποχρεωτικής σύλληψης, οι οποίες θεωρούσαν ότι «τους απάλλασσαν από την αγγαρεία να κάνουν τους κοινωνικούς λειτουργούς». Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, αστυνομικές διευθύνσεις και νομοθετικά σώματα πολιτειών και δήμων έσπευσαν το ένα μετά το άλλο να υιοθετήσουν πολιτικές υποχρεωτικής σύλληψης για οικιακή βία, και οι πολιτικές αυτές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σε ισχύ μέχρι σήμερα.
Ήδη από τη δεκαετία του 1990, αρκετές έρευνες μεγάλης κλίμακας για το θέμα της αστυνόμευσης έδειξαν ότι η επιλογή «σύλληψη αντί για μεσολάβηση, προσωρινός χωρισμός αντί για προσφορά υπηρεσιών» είναι δυνάμει εγκληματογόνος: μάλλον κλιμακώνει την οικιακή βία, ειδικά σε φτωχές μειονοτικές κοινότητες με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Όπως αποδείχθηκε, οι πολιτικές υποχρεωτικής σύλληψης δεν επηρέασαν εξίσου όλες τις γυναίκες. Ήταν πολύ καλύτερη λύση για λευκές γυναίκες της μεσαίας τάξης με μισθωτούς συζύγους παρά για φτωχές έγχρωμες γυναίκες με άνεργους συζύγους.
Οι πολιτικές αυτές έβλαψαν τις κακοποιημένες γυναίκες όχι μόνο επειδή έκαναν πολλούς κακοποιητές να γίνουν πιο βίαιοι, αλλά και επειδή οδήγησαν επίσης στη σύλληψη γυναικών. Το 2007, η πολιτεία της Καλιφόρνια δημοσίευσε μια έκθεση που συνέκρινε δεδομένα συλλήψεων οικιακής βίας από το 1988 (πριν από τις πολιτικές υποχρεωτικής σύλληψης) με δεδομένα από το 1998 (μετά). Οι συλλήψεις για οικιακή βία είχαν αυξηθεί γενικά, αλλά η αύξηση ήταν πολύ πιο έντονη για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες. Έτσι, ενώ οι συλλήψεις ανδρών για οικιακή βία μειώθηκαν αναλογικά κατά τη διάρκεια αυτής της 10ετίας, οι συλλήψεις γυναικών υπερτετραπλασιάστηκαν. Η κατάργηση της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών να αποφύγουν τη σύλληψη, τους απάλλαξε από την όποια κλίση τους να μεσολαβούν αντί να συλλαμβάνουν άνδρες, αλλά επίσης τους απάλλαξε από το έμφυλο ένστικτο να μην συλλαμβάνουν γυναίκες. Και όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η νέα προθυμία για σύλληψη γυναικών επηρέασε δυσανάλογα τις μαύρες γυναίκες, τις οποίες η αστυνομία ήταν πιο πιθανό να θεωρήσει «αντιμαχόμενους σε μια συμπλοκή» παρά θύματα που υπερασπίζονται τον εαυτό τους.
Ωστόσο, οι φεμινίστριες ακτιβίστριες παρέμειναν ασυγκίνητες μπροστά στα ξεκάθαρα στοιχεία ότι η περισσότερη αστυνόμευση βλάπτει τα θύματα, ιδίως τις φτωχές έγχρωμες γυναίκες. Η μεταρρύθμιση της αστυνόμευσης της οικιακής βίας ήταν ένα από τα σημαντικά επιτεύγματα του κινήματος κακοποιημένων γυναικών, αν όχι του δεύτερου κύματος φεμινισμού συνολικά. Οι Αμερικανίδες φεμινίστριες ερμήνευσαν τις σχετικές έρευνες ως απόδειξη ότι το πρόγραμμα αστυνόμευσης της οικιακής βίας δεν ήταν αρκετά αυστηρό. Η ακτιβίστρια Τζόαν Ζόρζα το 1992 υποστήριξε ότι, για να αποτραπούν οι άνεργοι μαύροι –οι «αποτυχίες της κοινωνίας»-, χρειάζεται περισσότερη, όχι λιγότερη ή καθόλου αστυνόμευση. Συνέχισε προβάλλοντας ένα επιχείρημα του τύπου «οι μαύροι έχουν ανοσία στην τιμωρία», αντάξιο του 19ου αιώνα: ότι η προσωρινή κράτηση δεν θα λειτουργούσε για τους μαύρους επειδή «σε ορισμένες υποκουλτούρες γκετοποιημένων ανθρώπων, όπου η φυλάκιση είναι κάτι σύνηθες, λίγες ώρες στη φυλακή μπορεί να θεωρηθoύν ως παρωνυχίδα, ή ακόμα και ως τελετή μύησης».
Αυτή η προϊστορία αναδεικνύει τον κίνδυνο τα σύγχρονα φεμινιστικά προγράμματα ποινικού δικαίου να επεκτείνουν το βίαιο, φαλλοκρατικό και ρατσιστικό σωφρονιστικό σύστημα χωρίς να το μεταρρυθμίσουν. Οι υποστηρίκτριες της αντι-βίας δεν υπάγονται σε κάποια μαγική εξαίρεση με την οποία να μπορούν να επιτύχουν φεμινιστικούς στόχους χωρίς να ενισχύσουν ένα ρατσιστικό και ταξικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που έχει δημιουργήσει μια επαίσχυντη κατάσταση μαζικής φυλάκισης, ενάντια στην οποία έχουν στραφεί ακόμη και ορισμένοι συντηρητικοί. Για πάρα πολύ καιρό, ο φεμινισμός είναι προσδεμένος στο σωφρονιστικό κράτος. Η σύλληψη και η φυλάκιση κυρίως περιθωριοποιημένων ανδρών αποτελούν ένα πενιχρό έπαθλο για το τεράστιο φεμινιστικό κεφάλαιο που ξοδεύτηκε για να γίνει πιο άκαμπτο και αυστηρό το ποινικό δίκαιο. Ήρθε ο καιρός οι φεμινίστριες να αντισταθούν στην σωφρονιστική ενόρμηση και να σταματήσουν να ζητούν καινούριους και αυστηρότερους νόμους, πιο διαδεδομένη αστυνόμευση και μεγαλύτερες ποινές για την έμφυλη εγκληματικότητα. Υπάρχουν πολλά ελπιδοφόρα μη ποινικά προγράμματα ενάντια στην έμφυλη βία που παρέχουν πιο δίκαιη και διαρκή προστασία για γυναίκες κάθε κατηγορίας. Μια εισροή νέων ιδεών και ακτιβισμού στο φεμινιστικό κίνημα κατά της βίας μπορεί να το βοηθήσει να απαλλαγεί από την σωφρονιστική κληρονομιά των προκατόχων του.
Πρώτη δημοσίευση: Against Carceral Feminism. Μετάφραση: Α.Γ.
Η Aya Gruber είναι καθηγήτρια στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.