του Άκη Γαβριηλίδη
Σύμφωνα με μία ερμηνεία που αποτελεί κοινό κτήμα, οι ονομασίες «αριστερά» και «δεξιά» άρχισαν να χρησιμοποιούνται από την εποχή περίπου της Γαλλικής Επανάστασης και μετά, ως προσδιορισμοί των δύο βασικότερων –και αντίπαλων- πολιτικών τάσεων που υπάρχουν σε μια κοινωνία, της κατά τεκμήριο πιο προοδευτικής και της πιο συντηρητικής αντίστοιχα. Οι ονομασίες αυτές προέκυψαν λίγο-πολύ ενδεχομενικά: οφείλονταν στο ότι απλώς σε κάποια συνεδρίαση οι μεν έτυχε να καθίσουν από δω και οι δε από κει.
Έναν αιώνα περίπου αργότερα, οι προσδιορισμοί αυτοί άρχισαν να αποκτούν περιεχόμενο σε αναφορά με ένα πιο ουσιαστικό πολιτικό κριτήριο: το πρόταγμα του σοσιαλισμού και την συνακόλουθη ιδέα της επανάστασης. Αριστερός ήταν όποιος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμεριζόταν ένα σχέδιο, επιθυμούσε και αγωνιζόταν για μία νέα κοινωνία, η οποία θα καταργούσε την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Ιδίως με βάση αυτόν τον ορισμό, καλό είναι να παρατηρήσουμε, καταρχάς, ότι οι δύο όροι είναι ασύμμετροι: στην μεν ιδιότητα του αριστερού αποδίδεται απολύτως θετική και τιμητική έννοια, τουλάχιστον από όσους την επικαλούνται –και, ακριβώς, όσοι είναι την επικαλούνται κιόλας, και μάλιστα την διεκδικούν, εφόσον αποτελεί στοιχείο υπερηφάνειας και αυτοεκτίμησης γι’ αυτούς. Έκφραση αυτού ακριβώς του φαινομένου είναι και το ότι ανέκαθεν προέκυπταν διαμάχες για το ποιος είναι περισσότερο αριστερός. Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να ισχυρίστηκε ότι είναι αριστερός χωρίς να βρεθεί κάποιος άλλος που να το αμφισβήτησε. Αντίθετα, η ιδιότητα του δεξιού συνήθως είναι «εξώνυμο»· ελάχιστοι την διεκδικούν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Και μια τέτοια διεκδίκηση θα μπορούσε να είναι ένα αρκετά ασφαλές κριτήριο για να διακρίνουμε ποιοι είναι ακροδεξιοί.
Ο νεότερος αυτός καθορισμός διήρκεσε επίσης περίπου έναν αιώνα. Ίσχυσε φυσικά και στην Ελλάδα, όπου παρήγαγε συλλογικές ταυτότητες και μάλιστα ιδιαίτερα ισχυρές. Είναι όμως ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η παραγωγή αυτών των υποκειμενικοτήτων δεν αρθρώθηκε τόσο γύρω από το ζήτημα της εργασίας και της εκμετάλλευσης, αλλά περισσότερο συνδέθηκε με ζητήματα «πολιτισμικής οικειότητας» –για να υιοθετήσω έναν όρο του ανθρωπολόγου Μάικλ Χέρτσφελντ[1]. Όπως το είχα διατυπώσει πρόσφατα με άλλη ευκαιρία, «μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας καθόρισε και καθορίζει ακόμα σήμερα τις πολιτικές του προτιμήσεις και εντάξεις όχι με βάση το δίπολο ‘δημοκρατία/ δικτατορία’ ή ‘αστισμός/ εργατική τάξη’, αλλά με κριτήριο στοιχεία που είχαν να κάνουν με την εδαφικότητα και τη μετακίνηση (ή μη) των πληθυσμών»[2]. Συχνά ξεσπούν παθιασμένες –και πολιτικοποιημένες- διαμάχες για ζητήματα που αφορούν τη γλώσσα (ας θυμηθούμε ότι οι πρώτες διαδηλώσεις με νεκρούς στην Αθήνα έγιναν με αφορμή μία ενδογλωσσική μετάφραση), ή ακόμα και τη μουσική[3].
Με άλλα λόγια, η ένταξη των ανθρώπων στις πολιτικές αυτές «οικογένειες», (όπως είθισται να αποκαλούνται με έναν εξαιρετικά δηλωτικό όρο σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες), εξακολουθεί να είναι ενδεχομενική: βασίζεται σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς απόλαυσης· στο ότι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, ακριβώς, έτυχε να «καθίσουν» εδώ και όχι εκεί, ότι είχαν αυτούς τους συγγενείς και όχι άλλους, ή απέκτησαν αυτούς τους φίλους και όχι άλλους[4].
Η παρατήρηση βέβαια ότι οι πολιτικές, και άλλες, ταυτότητες είναι ευμετάβλητες και αλλάζουν νόημα ανά τόπο και χρόνο, δεν μας λέει από μόνη της κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο ή χρήσιμο. Αυτό που θα είχε αξία θα ήταν να εξετάσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα όπου συγκεκριμενοποιείται αυτή η γενικής ισχύος διαπίστωση. Ένα τέτοιο παράδειγμα εξετάζω στα ακόλουθα.
Ήταν «προοδευτικός» ο βενιζελισμός;
Μετά από μία περίοδο αρκετών δεκαετιών κατά την οποία το ενδιαφέρον όσον αφορά την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα, τόσο την ιστορία των ιστορικών όσο και –ιδίως- την δημόσια ιστορία, και όλες τις ενδιάμεσες μορφές, μονοπωλούσε ο εμφύλιος, τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος η δεκαετία του 10.
Αυτό το έδαφος δεν είναι μόνο ποσοτικό. Πέρα από τον αριθμό των μελετών και των εκλαϊκευτικών έργων που εκδίδονται σχετικά, νομίζω ότι παρατηρείται επίσης μία εννοιολογική χειραφέτηση των μελετών αυτών. Ο διχασμός και οι περί αυτόν εξελίξεις μελετώνται αυτοτελώς, γι’ αυτό που είναι, χωρίς να διαβάζονται υπό το πρίσμα ή ως προετοιμασία μεταγενέστερων εξελίξεων που υποτίθεται τελεολογικά ότι θα συνιστούσαν την «αλήθεια» και την «κατάληξή» τους. Ούτε, πολύ λιγότερο, ως μία ξεχασμένη ιστορία η οποία έχασε τη σημασία της με την ανάδυση της εντονότερης και σοβαρότερης διαίρεσης του εμφυλίου.
Αυτό, σε ένα βαθμό, συνάπτεται με κάποιες γενικότερες κοινωνικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις. Και ειδικότερα δύο, που είναι άλλωστε συγγενείς: την τάση να θεωρείται ότι επήλθε το «τέλος της μεταπολίτευσης», αν όχι και το τέλος της ιστορίας, και ότι ως εκ τούτου «το δίπολο αριστεράς/ δεξιάς έχει χάσει πλέον τη σημασία του», και την ανάδυση της έννοιας (;) του «λαϊκισμού», η οποία επιχειρείται πλέον να χρησιμοποιηθεί αυτή ως γενικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση των κοινωνιών, στην αντιδιαστολή της με τον «εξευρωπαϊσμό» που είναι ο good guy της ιστορίας, στο πλαίσιο μιας προσέγγισης του «όχι ακόμα»[5] που διαβάζει την ιστορία του ελληνικού κράτους ως μία διαρκή –και διαρκώς ημιτελή- προσπάθεια να «γίνει ευρωπαϊκό». Η τελευταία αυτή πεποίθηση π.χ. εκφράζεται απροκάλυπτα στον ετεροχρονισμένο φιλοβενιζελισμό των Μαυρογορδάτου-Βερέμη.
Παρόμοιοι ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί με έντονη αντίθεση και καχυποψία από όσους αυτοτοποθετούνταν στην αριστερά, ιδίως καθόσον ο «λαϊκισμός» (όπως και ο «ολοκληρωτισμός») είναι ένα βολικό δοχείο όπου μπορούμε να τσουβαλιάσουμε τις «εκατέρωθεν ακρότητες», φερ’ ειπείν τον «κανονικό» φασισμό μαζί με τον «αριστερόστροφο»[6].
Οι ενστάσεις αυτές μπορεί να είναι δικαιολογημένες, (άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε αυτόνομη εξέταση του Διχασμού εγγράφεται απαραίτητα σε κάποιο κακόπιστο σχέδιο συγκάλυψης. Η ιδέα να προσεγγίζουμε κάθε ιστορικό φαινόμενο με τρόπο μη τελεολογικό και χωρίς αναγωγισμό σε κάποιο άλλο «καθολικότερο», σε κάποια «καθοριστική αντίφαση» που το υπερβαίνει, είναι καθαυτή θεμιτή και χρήσιμη· μπορούμε –ίσως οφείλουμε- κι εμείς από τη μεριά μας να την ακολουθήσουμε. Kάτι τέτοιο όχι μόνο δεν υπάρχει κίνδυνος να μας οδηγήσει στις αγκάλες του εκσυγχρονιστικού αφηγήματος, αλλά, εάν ακολουθηθεί με συνέπεια, αποτελεί την καλύτερη ασπίδα απέναντι και σε αυτό. Διότι, πράγματι, το να προβάλλουμε τον Βενιζέλο ως χαρισματικό ηγέτη που θα οδηγούσε τη χώρα στα ευρωπαϊκά της πεπρωμένα αλλά τον εμπόδισαν οι ιδιοτελείς και δημαγωγοί αντίπαλοί του, και ο αμόρφωτος λαός που τους ακολούθησε, είναι μια προσέγγιση εξίσου, αν όχι περισσότερο δέσμια της εσχατολογίας της προόδου, και επιπλέον ευρωκεντρική-αυτοαποικιακή. Απλώς αντικαθιστά μία εσχατολογία –εκείνη του σοσιαλισμού- με μία άλλη. Τόσο όμως με τη μία, όσο και με την άλλη, καταλήγουμε να βλέπουμε τον βενιζελισμό ως την «προοδευτική», την σχετικά «πιο αριστερή» τάση, ή έστω τον «προθάλαμο» γι’ αυτήν, τον δε κωνσταντινισμό ως «(ακρο)δεξιά», ως οπισθοδρόμηση.
Το ζητούμενο αντίθετα θα ήταν να σκεφτούμε τις πράξεις και τους αγώνες των ανθρώπων όχι ως ατελείς πραγματώσεις ενός εξωτερικού προς αυτούς ιδανικού, αλλά ως υλικές δυνάμεις –έστω και αν καμιά φορά φαίνεται να εκδηλώνονται ως αδυναμία, ως φυγή και υποχώρηση.
Μία Μεγάλη Ιδέα ή δύο (μεσαίες);
Αυτό ισχύει και προκειμένου για το φαινόμενο της λεγόμενης «Μεγάλης Ιδέας». Μιας ιδέας που είχε καταλάβει το πολιτικό (και όχι μόνο το πολιτικό) φαντασιακό επί πολλές δεκαετίες από τα τέλη του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, και που επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού. Η προσπάθεια υλοποίησης θεωρείται γενικώς ότι ηττήθηκε τελειωτικά το 1922, αλλά η φαντασιακή της ισχύς δεν είναι σίγουρο ότι έχει τελείως εκλείψει ακόμα και σήμερα.
Τι ήταν η Μεγάλη Ιδέα από πολιτική άποψη με βάση το ανωτέρω σχήμα; Αριστερή μάλλον δεν ήτανε –μολονότι δεν αποκλείεται να το ακούσουμε σε λίγο και αυτό. Π.χ. σε κύκλους των «νεοποντιστών»[7], και όχι μόνο[8], επιχειρείται εδώ και χρόνια να επινοηθεί αναδρομικά μία αριστερίζουσα γενεαλογία για την Μεγάλη Ιδέα, ή πάντως για την –κατ’ αυτούς ευκταία- ιδέα μίας στρατιωτικής επέμβασης του ελληνικού κράτους, ή/ και άλλων δυνάμεων, στον Πόντο, με σκοπό τη διάλυση της Τουρκίας.
Για κάποιους άλλωστε –μεταξύ των οποίων και η 17 Νοέμβρη[9]– η ευχή αυτή δεν αφορά μόνο το παρελθόν.
Για τους υπολοίπους, όμως, είναι χρήσιμο να αναρωτηθούμε: ήτανε άραγε δεξιά, και μάλιστα ακροδεξιά, η Μεγάλη Ιδέα; Και αν ναι, ποια Μεγάλη Ιδέα και γιατί; Διότι φαίνεται ότι υπήρξαν περισσότερες από μία.
Επειδή, στο χώρο αυτού του άρθρου, δεν υπάρχουν περιθώρια για εξαντλητική επισκόπηση βιβλιογραφίας, θα περιοριστώ στην εξέταση δύο πρόσφατων –και συμμετρικών- παραδειγμάτων.
Ήταν ο Ίων Δραγούμης ακροδεξιός;
Τη χρονιά που πέρασε κυκλοφόρησε ένα μέχρι τώρα ανέκδοτο μέρος των ημερολογίων του Ίωνος Δραγούμη[10], ενός διπλωμάτη και διανοουμένου που ρητά διακήρυσσε την πίστη του στην Μεγάλη Ιδέα. Η έκδοση φέρει Πρόλογο, υπογεγραμμένο και αυτόν από έναν Δραγούμη, και εκτενή εισαγωγή και σχόλια του επιμελητή Νώντα Τσίγκα.
Αυτό που κάνει εντύπωση στην όλη έκδοση είναι ότι έχει πολύ σαφώς απολογητικό και πολεμικό χαρακτήρα. Δεν γίνεται για σκοπούς αρχειακής τεκμηρίωσης, αλλά με δηλωμένο στόχο να αποκαταστήσει τη μνήμη του Ίωνος, η οποία υποστηρίζεται ότι έχει αδικαιολόγητα παραμορφωθεί. Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης, ο λόγος της έκδοσης φτάνει στο σημείο να αντιδικεί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά και με την … Πηνελόπη Δέλτα, όσον αφορά γνώμες που εξέφρασαν για τον Δραγούμη σε μία συζήτησή τους του 1917, σαν να πρόκειται για ζωντανούς ανθρώπους και για ζητήματα σημερινά. Και αυτό ενώ οι κρίσεις που εκφράζονται για τον Δραγούμη δεν είναι αρνητικές. Ο Τσίγκας όμως ενοχλείται από τη χρήση τού –αμφίσημου- χαρακτηρισμού «ο κακομοίρης», τον οποίο εκλαμβάνει ως σαρκαστικό.
Το κρίσιμο όμως στον διάλογο αυτόν δεν είναι η υστεροφημία του ενός ή του άλλου και οι προσωπικοί μικροκαυγάδες, αλλά το γεγονός ότι σε αυτόν αναδεικνύεται –από τον Βενιζέλο- με εξαιρετική διαύγεια και ακρίβεια μία σύγκρουση μεταξύ δύο πολιτικών. Η οποία συγκαλύπτεται με εξίσου μεγάλη επιμονή από την Δέλτα.
Ο Βενιζέλος την διαβεβαιώνει ότι θα ήθελε τον Ίωνα συνεργάτη του, αλλά εκείνος δε θέλει. Και συνεχίζει: «Κι έχει δίκαιο, ο κακομοίρης, να με αντιπαθεί. Πάτησα στη δουλειά του για να κάνω ό,τι έκανα».
Η Δέλτα, με ταραχή, ρωτά: «Σε ποια δουλειά του»; Για να λάβει την απάντηση: «Στην οργάνωση των εθνοτήτων που έκαμε αυτός στην Πόλη όταν ήταν. Νομίζετε ότι θα γίνουνταν ποτέ, το 1912, η συνεννόηση με τους Βουλγάρους και Σέρβους, αν δεν είχε ετοιμάσει το έδαφος αυτός; Βρήκα τη δουλειά έτοιμη και πάτησα πάνω για να κάμω τη συμμαχία».
H Δέλτα όμως, εγκαινιάζοντας μία γραμμή συγκάλυψης η οποία για πολύ καιρό, και για πολύ κόσμο, αναδείχθηκε σε επίσημη κρατική αλήθεια, δεν θέλει να ακούσει αυτή την «ασυμφωνία» (mésentente, που θα έλεγε ο Ρανσιέρ), και συμπεραίνει: «Ώστε πέτυχε το σκοπό του…».
Ο Βενιζέλος, όμως, που είναι πολιτικός, δεν μασάει τα λόγια του και απαντά με ένα ξερό «Όχι».
Γιατί όχι; Διότι «Εκείνος ήθελε συγκυριαρχία με τους Τούρκους σε όλη την Ανατολή. Εγώ κάνω πόλεμο του Τούρκου. Η άποψή του έχει βαρύτητα. Μα ήλθαν αλλιώς τα πράματα».
Ψυχοπαθολογίες
Η ετεροδοξία της δραγουμικής εκδοχής της Μεγάλης Ιδέας προκάλεσε αμηχανία, μπροστά στην οποία επιστρατεύτηκαν δύο τρόποι αντίδρασης. Η Δέλτα, ήδη τη στιγμή που ακόμα «καίνε» τα πράγματα, επέλεξε τη γραμμή της συγκάλυψης των αντιθέσεων στη βάση της εθνικής ενότητας και του «όλοι τα ίδια θέλουμε κατά βάθος». Ακόμα και μετά την –ακριβέστατη- έκθεση της διαφωνίας από τον κατά τα άλλα λατρεμένο της «εθνάρχη», εξακολούθησε για λίγο ακόμα ο διάλογος (κουφών –ή μάλλον μίας κουφής με έναν ακούοντα):
Δ: Εκείνος ήθελε την ένωση της φυλής. Ήταν ζήτημα χρόνου, ίσως … περισσότερου χρόνου. Εσείς πήγατε πιο γρήγορα.
Β: Του χάλασα όμως το έργο του. Πώς να μη μνησικακεί;
Δ: Ήθελε την ένωση της φυλής. Είτε εκείνος την έκανε, είτε εσείς, τι σημαίνει; (…) Αρκεί που γίνεται η δουλειά.
Στην πληθωρική παρουσία του όρου δουλειά (ή έργο) σε αυτό τον διάλογο, ίσως αναφερθώ κάποια άλλη φορά. Εδώ αρκεί να κρατήσουμε ότι οι σημερινοί βενιζελιστές, όπως και ο Ελευθέριος, καταγράφουν χωρίς πρόβλημα τη διαφορά, αλλά, σε αντίθεση με εκείνον, ειρωνεύονται και λοιδορούν τον Δραγούμη για την «ανεδαφικότητα» των απόψεών του. Ο Μαυρογορδάτος τον επιπλήττει επειδή, το 1912 με ένα άρθρο του σε εφημερίδα, «διατάραξε την εντυπωσιακή εθνική ομοψυχία και έξαρση (…) για λόγους καθαρά προσωπικούς, αν όχι ψυχοπαθολογικούς»[11]. Ο δε Βερέμης εκφράζει επί της ουσίας την ίδια προτίμηση, με ύφος όχι τόσο επιθετικό όσο σαρκαστικό. Η δική του συμπόνια είναι μάλλον ρητορική και όχι κυριολεκτική:
Καημένε Ίωνα, με τις προβλέψεις σου, σε ποια χώρα βρίσκονται σήμερα η Δράμα, οι Σέρρες, η Καβάλα και χάρη σε ποιον πολιτικό ηγέτη;[12]
Ο Δραγούμης ως άτομο μπορεί να ήταν «κακομοίρης» ή «ψυχοπαθής». Το θέμα όμως είναι ότι, σε αυτούς τους εκ πρώτης όψεως επιφανειακούς καυγάδες, υπάρχει μία βαθύτερη ασυνεννοησία, μία μη μεταφρασιμότητα. Εάν ο «καημένος Ίων» ζούσε και άκουγε αυτή την –όχι τόσο- ρητορική ερώτηση, δεν είναι σίγουρο ότι θα την εκλάμβανε ως τελειωτική απόδειξη της διάψευσής του και της δικαίωσης του Βενιζέλου. Διότι, ακριβώς, δεν θέλανε όλοι τα ίδια. Ο πολιτικός ηγέτης τον οποίο υπαινίσσεται η ερώτηση πέτυχε (ένα μέρος από) τους σκοπούς του· η διαφωνία όμως δεν αφορούσε τα μέσα ή τον τρόπο επίτευξης, παρά τους ίδιους τους σκοπούς. Δεν μπορώ, ούτε χρειάζεται, να διατυπώσω καλύτερα τη διαφωνία απ’ όσο το έκανε ήδη στον καιρό του ο ίδιος ο «μεγάλος ηγέτης»: η μία γραμμή ήθελε –και έκανε- πόλεμο με «τον Τούρκο», ενώ η άλλη δεν ήθελε.
Βεβαίως, τόσο οι μεν, όσο και οι δε διατύπωναν το σχέδιό τους με όρους «ένωσης της φυλής». Αυτό όμως αποτελεί προσαρμογή στην αδήριτη αναγκαιότητα της εποχής. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε άλλο λεξιλόγιο για όποιον ήθελε να διαχειριστεί τις τύχες του έθνους. Η φραστική σύμπτωση αποκρύπτει την ουσιαστική αντίθεση ανάμεσα στην επιθυμία του (έθνους) κράτους και την επιθυμία (διατήρησης) της αυτοκρατορίας, ή/ και (δηλαδή) την επιθυμία του μη κράτους. Αυτήν εκφράζει ο Δραγούμης, έστω κωδικοποιημένη, μεταφρασμένη σε όποιο λεξιλόγιο βρήκε πρόχειρο, και έτσι γίνεται αντιληπτή η πολιτική του πρόταση από τους συγχρόνους (και αντιπάλους) του.
Ήταν «ανεδαφική» και «ουτοπική» η άποψη του Ίωνα; Για τον ίδιο τον Βενιζέλο ήταν αν μη τι άλλο «σοβαρή». Για τους σημερινούς βενιζελιστές, ναι, ήταν. Σε σύγκριση με τι ακριβώς, όμως, και με βάση ποια κριτήρια σύγκρισης; Αν «ρεαλισμός» και «εδαφικότητα» είναι οι σφαγές, οι εθνοκαθάρσεις και η κατ’ ευφημισμόν «εθελούσια» ανταλλαγή πληθυσμών, τότε ίσως κάποιες ουτοπίες αξίζουν να κριθούν λιγότερο αυστηρά. Και πάντως να μην κριθούν ακροδεξιές.
[1] Michael Herzfeld, Cultural Intimacy: Social Poetics in the Nation-State, Routledge, Νέα Υόρκη & Λονδίνο 2004.
[2] Άκη Γαβριηλίδη, Ο Ασιάτης Σεφέρης, Ασίνη, Αθήνα 2021, σ. 471.
[3] Πράγμα που εισφέρει μία απρόσμενη και προτερόχρονη υποστήριξη στη συνηγορία που επιχείρησε αργότερα η Τζούντιθ Μπάτλερ υπέρ του «Απλώς πολιτισμικού» που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τα «νέα κοινωνικά κινήματα» σε αντιδιαστολή με το «παραδοσιακό εργατικό», στο ομότιτλο άρθρο της.
[4] Επ’ αυτού έχω να εισφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από προσωπική –όχι όμως ιδιωτική- πείρα. Πριν από κάποια χρόνια, στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης, ο συγγραφέας και μεταφραστής Φώτης Τερζάκης «έχωσε» σε ένα άρθρο του με τελείως άσχετο θέμα –δυστυχώς στο κατά τα άλλα αξιόλογο περιοδικό Σημειώσεις– μία υποσημείωση που προοριζόταν να έχει μειωτικό εις βάρος μου περιεχόμενο, βασισμένο ακριβώς στο πνεύμα «άρνησης της αριστεροσύνης» του αντιπάλου. Αυτό λοιπόν που βρήκε να μου καταμαρτυρήσει συναφώς ήταν ότι … «αρμέγω την αγελάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι αυτό μου προκαλεί «μικρόνοια». Πράγμα που δείχνει ότι, τουλάχιστον για κάποιους, στην κρίσιμη στιγμή, στη στιγμή όπου πιέζονται να βρουν και να διατυπώσουν το καθοριστικό στοιχείο που ξεχωρίζει τον εχθρό από τον φίλο, η πιο πρόχειρη λύση είναι να καταγγείλουν όσους είναι «ξενόφερτοι» ή «ξενόδουλοι», δεν μετέχουν στην «δική μας» πολιτιστική οικειότητα, ακόμη και αν αυτό τους οδηγεί να υιοθετήσουν επί της ουσίας τις δύο πιο εμβληματικές διαστάσεις της σύγχρονης δεξιάς ιδεολογίας: τον εθνικισμό και το νεοφιλελευθερισμό. Αν και η απροκάλυπτη συνηγορία υπέρ των δύστυχων εργοδοτών που τους «αρμέγουν» οι μισθωτοί τους εργαζόμενοι είναι κάτι αρκετά τολμηρό ακόμα και για νεοφιλελεύθερους.
[5] «Not yet» (Dipesh Chakrabarty, Provincializing Europe: Postcolonial Thought and Historical Difference, Princeton University Press, Πρίνστον 2000, σ. 249 κ.ε).
[6] Ο οποίος, όπως μας διαβεβαίωσε και ο Μίκης Θεοδωράκης μιλώντας σε ένα κοινό δεξιόστροφων φασιστών, είναι «η πιο πονηρή, απατηλή και επικίνδυνη μορφή φασισμού». Βλ.: «Η συγκλονιστική, ιστορική ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη», TA NEA 4 Φεβρουαρίου 2018.
[7] Βλ. Βλάσης Αγτζίδης, «Αυτό που διέβλεπαν ο Σκληρός και η Ρόζα Λούξεμπουργκ για την Τουρκία», https://kars1918.wordpress.com/2019/12/04/skliros-luxemburg/.
[8] Πρβλ.: «η «Μεγάλη Ιδέα» -δηλαδή η εθνικοαπελευθερωτική περίοδος …» (Γιώργος Καραμπελιάς, 1204 – 1922. Η Διαμόρφωση Του Νεώτερου Ελληνισμού II, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2015, οπισθόφυλλο).
[9] Βλ. Άκη Γαβριηλίδη, «O Koυφοντίνας είναι ο σοβαρός Κατσίφας», https://wp.me/p1eY1R-1Wq.
[10] Ίων Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια. Οκτώβριος 1912-Αύγουστος 1913, Πατάκη, Αθήνα 2021.
[11] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια. Η ελληνική περίπτωση, Πατάκης 2020, σ. 155-6.
[12] Θάνος Βερέμης, «Ελευθέριος Βενιζέλος – Ίων Δραγούμης», Καθημερινή 01.08.2021.
Πρώτη δημοσίευση στην έκδοση Τα Αιρετικά, αρ. 17 με γενικό τίτλο «Τα χίλια πρόσωπα του φασισμού στην Ελλάδα», που διανεμήθηκε την Κυριακή 28 Νοεμβρίου μαζί με την εφημερίδα Documento