Ιστορία,Πολιτική,Τέχνη,νομαδισμός

O μύθος των απολίτιστων Μογγόλων

του Μόρρις Ροσάμπι

Τις μέρες εκείνες, όταν, με το θέλημα του Θεού, όλες οι γωνιές της γης είναι υπό τον έλεγχό μας και τον έλεγχο του Τζένγκις Χαν και της ένδοξης οικογένειάς του, και όταν φιλόσοφοι, αστρονόμοι, λόγιοι και ιστορικοί όλων των θρησκειών και των εθνών –Κατάι, Μα Τσιν [βόρεια και νότια Κίνα], Ινδία, Κασμίρ, Θιβετιανοί, Ουιγούροι, και από άλλα έθνη των Τούρκων, Αράβων και Φράγκων- μαζεύονται σαν κοπάδια στην ξακουστή αυλή μας, ο καθένας απ’ αυτούς κατέχει αντίγραφα από τις ιστορίες, τους θρύλους και την πίστη του δικού τους λαού.

Ρασίντ αλ Ντιν, Επιτομή Xρονικών

Η ευρέως διαδεδομένη εικόνα περί των Μογγόλων ως βάρβαρων καταστροφέων που καταγίνονταν μόνο με λεηλασίες και σφαγές βασίζεται κυρίως σε κινεζικές, περσικές και ρωσικές καταγραφές του 13ου και του 14ου αιώνα. Oι περιγραφές αυτές των συγχρόνων τους τονίζουν πόσο ραγδαία και ανελέητα οι Μογγόλοι, υπό την ηγεσία του φοβερού και τρομερού αρχηγού τους Τεμιουτζίν (γνωστού ως Τζένγκις Χαν, περίπου 1162-1227), διαμόρφωσαν τη μεγαλύτερη εδαφικώς συνεχή αυτοκρατορία στην παγκόσμια ιστορία. Ωστόσο, ελάχιστα προσέχθηκε η σημαντική συμβολή που είχαν αυτοί οι λαοί της στέππας ως προστάτες των τεχνών κατά τη διάρκεια του 13ου και του 14ου αιώνα. Μολονότι η βιαιότητα των στρατιωτικών τους εκστρατειών δεν μπορεί να αγνοηθεί, αντίστοιχα δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την επίδραση που άσκησαν στην ευρασιατική κουλτούρα.

Οι Μογγόλοι στήριξαν μια τεράστια ποικιλία πολιτιστικών εκφάνσεων. Το κινεζικό θέατρο, υπό την προστασία του εγγονού τού Τεμιουτζίν, Xoυμπιλάι Χαν, και των απογόνων του υπό τη δυναστεία Γιουάν (1271 – 1368), γνώρισε τη χρυσή του εποχή. Οι Μογγόλοι ιθύνοντες προσέλαβαν κονφουκιανούς λογίους και βουδιστές μοναχούς, ενθαρρύνοντας την κατασκευή ναών και μοναστηριών. Στο Ιράν, κατά την εποχή των Μογγόλων σημειώθηκε τεράστια παραγωγή ιστορικών γραπτών, μερικά από τα οποία αφορούσαν τους ίδιους τους λαούς της στέππας. Οι Μογγόλοι χάνοι χρηματοδότησαν την ιατρική και την αστρονομία σε όλη την επικράτειά τους και ενθάρρυναν κατασκευαστικά έργα που προήγαγαν την επιστήμη και τη μηχανική. Μεταξύ αυτών και η ανέγερση νέας πρωτεύουσας στο Νταντού (στα μογγολικά Νταϊντού, το σημερινό Πεκίνο), θερινών ανακτόρων στο Σανγκντού (το οποίο καθιερώθηκε στα αγγλικά ως “Xanadu”) και στο Ταχτ-ι-Σουλαϊμάν και παρατηρητηρίων στη Μαράγα και στην Ταυρίδα· η επέκταση του Μεγάλου Καναλιού της Κίνας· και η ανάπτυξη ενός ευμεγέθους δικτύου οδών και ταχυδρομικών σταθμών.

Όλες αυτές οι εξελίξεις προήλθαν από τάσεις οι οποίες χαρακτήριζαν τους Μογγόλους πολύ πριν καταλάβουν τεράστιες εκτάσεις στην Ασία. Η πολιτική στήριξης του εμπορίου και των τεχνών, για παράδειγμα, αντανακλούσε τις αξίες και τις ανάγκες ενός κατά βάση ποιμενικού νομαδικού τρόπου ζωής.

Οι μογγολικές κατακτήσεις

Πριν από τις κατακτήσεις τους, οι Μογγόλοι σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνταν για την επιβίωσή τους από αιγοπρόβατα, γιακ, καμήλες και άλογα και μετακινούνταν αρκετές φορές το χρόνο για να αναζητήσουν νερό και χορτάρι για τα ζώα. H κύρια μονάδα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των Μογγόλων ήταν η φυλή [tribe] –μία σχετικά μικρή ομάδωση του βέλτιστου μεγέθους για μια αγελαία οικονομία όπως η δική τους. Αν υπήρχαν μεγαλύτερες ομάδες με περισσότερα κοπάδια, αυτό θα οδηγούσε σε ταχύτερη αποψίλωση των βοσκοτόπων και τότε θα χρειάζονταν ακόμη συχνότερες μετακινήσεις. Αν και το σύστημα οργάνωσης κατά φυλές ευνοούσε τις διαιρέσεις και λειτουργούσε κατά του σχηματισμού κοινής ταυτότητας, οι φυλές μοιράζονταν ορισμένα χαρακτηριστικά που τις κρατούσαν συνδεδεμένες. Ένα ήταν η μογγολική γλώσσα, μέλος της ουραλο-αλταϊκής ομάδας (η οποία περιλαμβάνει πολλές από τις γλώσσες που μιλιούνται στην κεντρική και βόρεια Ασία, μεταξύ αυτών και τις τουρκογενείς). Ένα άλλο ήταν η σαμανιστική θρησκεία, που βασιζόταν στην πίστη ότι ο σαμάνος μεσολαβεί ανάμεσα στους ανθρώπους και τον κόσμο των πνευμάτων.

Η κακοτράχαλη, περίκλειστη χώρα όπου κατοικούσαν οι Μογγόλοι περιλάμβανε πολλά είδη εδάφους. Τα όρη Αλτάι στη δύση και τα όρη Χεντέι στην ανατολή έφραζαν προς το βορρά περιοχές με λίμνες και δάση. Η κεντρική στέππα έτρεφε το μεγαλύτερο μέρος του μάλλον μικρού και διασκορπισμένου πληθυσμού. Το νότιο τμήμα το αποτελούσε η αφιλόξενη έρημος Γκόμπι, όπου μικροί μόνο αριθμοί νομάδων κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα, νιώθοντας πάντα ευάλωτοι απέναντι στα στοιχεία της φύσης. Πέρα από αυτό το αντίξοο τοπίο, προς το νότο εκτεινόταν η Κίνα, με τον τεράστιο πληθυσμό και τα πολύτιμα αγαθά της. Προς τη δύση είχε ερήμους και βουνά, τα οποία διέσχιζαν οι δρόμοι του μεταξιού που οδηγούσαν προς την κεντρική και δυτική Ασία.

Οι Κινέζοι αγρότες μπορούσαν να αποθηκεύουν το πλεόνασμα μιας αποδοτικής σοδειάς ως απόθεμα για κάποια μεταγενέστερη καταστροφή, αλλά οι Μογγόλοι ποιμένες, παρά κάποια αραιή θηρευτική και γεωργική δραστηριότητα, είχαν ελάχιστο έλεγχο επί των συνθηκών ζωής τους. Καθώς εξαρτώνταν από τις ανταλλαγές με την Κίνα για την επιβίωσή τους σε καιρούς φυσικών καταστροφών, γνώριζαν την αξία του εμπορίου. Επειδή η Κίνα είχε ανάγκη λίγα μόνο μογγολικά προϊόντα, ο οικονομικός συσχετισμός έγερνε προς το μέρος της. Ωστόσο, η Κίνα ήταν διασπασμένη σε ζώνες τις οποίες έλεγχαν τρεις διαφορετικές δυναστείες· οι Μογγόλοι, με την κινητικότητά τους, το ισχυρό ιππικό τους και τα βέλη και τα τόξα τους που ήταν ακριβή από μεγάλη απόσταση, είχαν σαφές στρατιωτικό πλεονέκτημα, το οποίο οδήγησε τις δυναστείες του βορρά να δέχονται να εμπορευθούν μαζί τους.

Ένας συνδυασμός παραγόντων οδήγησε στην ανάδυση των Μογγόλων ως πολεμικής δύναμης το 13ο αιώνα. Μία πτώση της μέσης θερμοκρασίας κατά τα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα ώθησε πολλούς Μογγόλους να φύγουν από τη Μογγολία για να ξεφύγουν από τους δριμείς χειμώνες και να βρουν τροφή. Οι συνθήκες επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο όταν οι δυναστείες των Τζιν και των Ξία έθεσαν περιορισμούς στο εμπόριό τους με τους Μογγόλους.

Επιπλέον, ο Τεμιουτζίν ήταν άνθρωπος με ισχυρή φιλοδοξία. Προβάλλοντας ότι επιζητά κατακτήσεις προς δόξαν του ουράνιου θεού, αποδείχθηκε εξαιρετικά ικανός να συνενώσει τις πολύμορφες και διεσπαρμένες μογγολικές φυλές υπό την ηγεσία του, προετοιμάζοντας το έδαφος για στρατιωτικές εκστρατείες. Μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα, η βασική του δραστηριότητα ήταν να κάνει συμβολικές αδελφοποιήσεις για να εκμαιεύσει την προσωπική εμπιστοσύνη των φυλάρχων, ή να καθυποτάσσει και να κατανικά εχθρικούς ηγεμόνες. Η βαθμιαία ενοποίηση όλων των φυλών και των συνομοσπονδιών σε ένα έδαφος τριπλάσιο από τη σημερινή Γαλλία ήταν το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Το 1206, από μία συνάθροιση των Μογγόλων ευγενών του απονεμήθηκε ο τίτλος του Τσιγγίς Χαν, που σημαίνει «Ωκεάνιος Ηγέτης» ή «Σκληρός Ηγέτης» και συνήθως στα αγγλικά [και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες] γράφεται «Τζένγκις». Ο αυστηρά πειθαρχημένος στρατός του, που τον βοήθησε να αναδειχθεί σε ηγέτη όλων των Μογγόλων, απέκτησε τότε έναν νέο σκοπό. Μέχρι το 1215, μια δεκαετία μετά την ανάληψη του νέου του τίτλου, ο Τζένγκις Χαν και οι δυνάμεις του είχαν κατανικήσει τη δυναστεία Ξία, καταλαμβάνοντας την περιοχή γύρω από το σημερινό Μπέιτζίνγκ (Πεκίνο). Με μια εκστρατεία που διήρκεσε από το 1219 μέχρι το 1225, οι Μογγόλοι κατέκτησαν και ήλεγχαν μια περιοχή που έφτανε μέχρι τη Σαμαρκάνδη και τη Βουχάρα, στο βόρειο Ιράν, ενώ τμήματα του στρατού τους είχαν φτάσει μέχρι την Κασπία.

Μετά το θάνατό του, το 1227, ο γιος και διάδοχός του Αιγκαιντέι έστειλε στρατεύματα τα οποία επέβαλαν τον μογγολικό έλεγχο στην Κορέα, τη βόρεια Κίνα, τη Γεωργία, την Αρμενία, τμήματα της δυτικής Ασίας και στη Ρωσία, επικρατώντας με εντυπωσιακή ταχύτητα. To 1241 έγιναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις μέχρι στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Ο εγγονός του Χουμπιλάι Χαν ίδρυσε τη δυναστεία Γιουάν και έθεσε υπό τον έλεγχό του το σύνολο της Κίνας. Στο δυτικό άκρο, ο Χιουλεγκιού, αδελφός τού Χουμπιλάι, καθυπέταξε τη δυναστεία των Αββασιδών, που είχε έδρα τη Βαγδάτη και σε κάποια στιγμή ήλεγχε μια επικράτεια που ξεκινούσε από την Ισπανία, περιλάμβανε τη βόρεια Αφρική, τη δυτική Ασία και το Ιράν. Καθυπέταξε επίσης τους πανίσχυρους Ισμαηλίτες, ή τάγμα των Ασσασίνων, ένα μυστικό τάγμα Σιιτών με βάση την ορεινή ζώνη νοτίως της Κασπίας. Μετά απ’ αυτές τις νίκες ο Χιουλεγκιού ίδρυσε τη δυναστεία των Ιλχανιδών στο Ιράν.

Οι απίστευτες στρατιωτικές επιτυχίες των Μογγόλων βασίζονταν εν μέρει σε στρατιωτική ικανότητα, που περιλάμβανε σφιχτή πειθαρχία, λαμπρό ιππικό, άψογη οργάνωση, καινοτόμες πολεμικές τακτικές (για παράδειγμα, πλασματική υποχώρηση, η οποία εν συνεχεία παρέσυρε τον αντίπαλο σε παγίδα), και εν μέρει στην ικανότητά τους να εντάσσουν ηττημένους Τουρκογενείς, Κινέζους και Πέρσες αξιωματούχους και στρατιώτες στα στρατεύματά τους.

Οι θεαματικές επιτυχίες ενός στρατεύματος λίγων εκατοντάδων χιλιάδων επί προωθημένων πολιτισμών με εκατομμύρια κατοίκους, χρωστούσαν επίσης πολλά στην πολιτική αποδιοργάνωση που επικρατούσε σε μεγάλο μέρος της Ασίας και την πολυδιάσπαση των αυτοκρατοριών, ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας.

Η διακυβέρνηση των Μογγόλων στην Κίνα

Σε αντίθεση με προηγούμενους εισβολείς από τις στέππες –όπως τους Ούννους και αρκετούς πρώιμους τουρκογενείς λαούς- οι Μογγόλοι ήθελαν κάτι περισσότερο από το να λεηλατήσουν τις χώρες που κατακτούσαν. Αναμφίβολα, εποφθαλμιούσαν τα περίλαμπρα μετάξια, κοσμήματα, ανάγλυφα και άλλα προϊόντα που βρήκαν στην Κίνα, στο Ιράν και τη Ρωσία. Aλλά όταν ήρθανε στην εξουσία οι γιοι και οι εγγονοί του Τζένγκις Χαν, η μέρμινά τους εν μέρει ήτανε να εξασφαλίσουν σταθερή προμήθεια αυτών των αγαθών, και αναγνώρισαν ότι το ρήμαγμα των τοπικών οικονομιών θα ήταν αντιπαραγωγικό μακροπρόθεσμα. Αντί λοιπόν να σπείρουν αστάθεια και χάος μέσα από συστηματικό πλιάτσικο, επέλεξαν να εγκαθιδρύσουν και πάλι βιώσιμες κυβερνήσεις στις χώρες που είχαν κατακτήσει. Και πάνω απ’ όλες στην Κίνα και στο Ιράν.

Ο θείος του Χιουλεγκιού, ο Αιγκαιντέι (βασίλεψε το διάστημα 1229-41) και ο μεγαλύτερος αδελφός του Μαίνγκκε (1251-59) είχαν ξεκινήσει τη διαδικασία επινόησης θεσμών για διακυβέρνηση στην Κίνα, αλλά ο εγγονός τού Τζένγκις Χαν Χουμπιλάι, που βασίλεψε από το 1260 μέχρι το θάνατό του, το 1294, ήταν εκείνος που πραγματικά υλοποίησε τη μετάβαση από τη νομαδική κατάκτηση στην εδραία διοίκηση. Όλη η Κίνα ενοποιήθηκε υπό την κυριαρχία του.

Η μητέρα του είχε φροντίσει ώστε να ζήσει την παιδική και νεανική του ηλικία στη βόρεια Κίνα, όπου είχε ως δασκάλους κινέζους Κονφουκιανούς λογίους και Βουδιστές μοναχούς. O Χουμπιλάι ανέπτυξε αισθήματα ταύτισης με τους κινέζους υπηκόους του, παράλληλα με τις παραδοσιακές μογγολικές στάσεις και αξίες που αποτελούσαν μέρος της ανατροφής του. Επιδίωξε να εισαγάγει αυτές τις αξίες στην Κίνα και προσπάθησε να επιτύχει μία ισορροπία μεταξύ μογγολικής και κινεζικής κουλτούρας· αυτή η προσπάθεια έμελλε να έχει ουσιώδη επίπτωση στην κινεζική τέχνη και τη διάδοσή της στα μογγολικά εδάφη. Πριν επιβληθεί ως Μεγάλος Χαν, όμως, έπρεπε να ξεπεράσει μια μείζονα απειλή για την εξουσία του από τον νεότερο αδελφό του, Αρίγκ Μπαίκε, που εκπροσωπούσε τους Μογγόλους παραδοσιολάτρες οι οποίοι ήταν αντίθετοι προς κάθε ανάμιξη και συμβιβασμό με την κινεζική κουλτούρα. Περί το 1264, ο Αρίγκ είχε ηττηθεί, αφήνοντας τον Χουμπιλάι ελεύθερο να εφαρμόσει τις δικές του πολιτικές.

Πρώτα, επιδίωξε να προσεταιριστεί τους κινέζους υπηκόους του, αποκαθιστώντας οικείες πρακτικές και θεσμούς. Επανεισήγαγε τις παραδοσιακές κονφουκιανές τελετουργίες στην βασιλική αυλή, και μεταξύ αυτών τη μουσική και το χορό· ανήγειρε βωμούς για τους θεούς του Εδάφους και των Σπόρων, στους οποίους αξιωματούχοι διοργάνωναν τελετές που να φέρνουν καλή σοδειά. Ακόμα πιο χαρακτηριστική των προθέσεών του ήταν η ανέγερση ενός μεγάλου ναού, που σηματοδοτούσε την εκ μέρους του αποδοχή της κινεζικής πεποίθησης στη δύναμη των προγόνων να παρεμβαίνουν στις ανθρώπινες υποθέσεις και στην ανάγκη να τους συμβουλευόμαστε για ζητήματα μεγάλης σπουδαιότητας.

Ο κονφουκιανισμός δίδασκε ότι ένας αυτοκράτορας που άρχει με βάση τις παραδοσιακές του αξίες έχει εντολή από τους ουρανούς να διοικεί την Κίνα. Επιδιώκοντας να νομιμοποιηθεί ως ηγέτης της Κίνας, ο Χουμπιλάι έχτισε έναν βωμό για τον Κονφούκιο στην αυλή του και έκανε άλλες ενέργειες προκειμένου να κερδίσει τη στήριξη κονφουκιανών αξιωματούχων και ακαδημαϊκών. Ενθάρρυνε τη συγγραφή δυναστικών ιστοριών, μια δραστηριότητα την οποία τιμούσαν οι ιθύνοντες της Κίνας από τον καιρό της δυναστείας των Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.). Για τους κινέζους αξιωματούχους, η εξέταση ιστορικών συμβάντων και ο εντοπισμός παραλληλισμών με σύγχρονα γεγονότα συχνά επηρέαζε τη χάραξη πολιτικής, πράγμα που προσέδιδε μεγάλη σημασία στην ιστορία. Ο Χουμπιλάι διέταξε να συλλεχθούν αρχεία και καταγραφές των δυναστικών καθεστώτων που είχαν υποτάξει οι Μογγόλοι, ως προετοιμασία για τη συγγραφή ιστορίας. Επανίδρυσε την Ακαδημία Χανλίν (μια ακαδημία γραμμάτων στην οποία συντάσσονταν σχέδια διαταγμάτων για τον αυτοκράτορα) και την Εθνική Ακαδημία Ιστορίας (που την απάρτιζαν συλλέκτες και επιμελητές εγγράφων και άλλοι λόγιοι) ώστε να συντονίσει το όλο έργο. Ταυτόχρονα, εντυπωσίασε τους κονφουκιανούς λογίους παραγγέλλοντας τη μετάφραση ορισμένων κλασικών έργων του κονφουκιανισμού στα μογγολικά.

Ο Χουμπιλάι είχε προσλάβει από πολύ νωρίς κονφουκιανούς συμβούλους, οι οποίοι τον βοήθησαν να συντάξει τους νόμους και το διοικητικό σύστημα που απαιτούνταν για να κυβερνήσει. Άλλοι δίδαξαν τον Χουμπιλάι και τα μέλη της μογγολικής ελίτ βασικά στοιχεία της κινεζικής κουλτούρας, και τα μαθήματα αυτά ήταν πολύ ελκυστικά διότι έδιναν έμφαση στην πρακτική γνώση την οποία οι φύλαρχοι της στέππας μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να διοικήσουν την Κίνα. Διάλεξε κονφουκιανούς δασκάλους για τον πρώτο γιο του, τον Ζεντζίν («αληθινό χρυσάφι» στα κινεζικά) και υιοθέτησε για τη δυναστεία του ένα κινέζικο όνομα, το «Γιουάν», που συνδέεται με ένα μείζον κείμενο της κινεζικής παράδοσης. Άλλη μια απόδειξη για την προσπάθεια του Χουμπιλάι να ικανοποιήσει τους Κινέζους ήταν η επιδίωξή του να καθιερωθεί ένα ακριβές ημερολόγιο –μια βασική υποχρέωση για έναν παραδοσιακό αυτοκράτορα. Προσέλαβε λοιπόν τον Πέρση αστρονόμο Τζαμάλ αλ-Ντιν και τον Κινέζο Σουτζίνγκ και τους ανέθεσε να καταρτίσουν ένα ακριβέστερο ημερολόγιο.

Οι κυβερνητικοί θεσμοί που καθιέρωσαν οι Μογγόλοι διέφεραν από τα παραδοσιακά κινεζικά τους πρότυπα σε δύο ουσιώδη σημεία. Πρώτον, οι νέοι κυβερνήτες δεν επανέφεραν τις εξετάσεις για τους διοικητικούς υπαλλήλους, οι οποίες επί μακρόν ήταν η μόνη μέθοδος πρόσληψης αξιωματούχων. Αν οι Μογγόλοι βασίζονταν σε αυτές, αυτό θα ήταν σαν να παραδίδουν την εξουσία στους Κινέζους, που προφανώς ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι για να περάσουν τα κονφουκιανής έμπνευσης τεστ. Η αναστολή των εξετάσεων κατέστησε δυνατή τη δεύτερη παρέκκλιση από την παραδοσιακή πρακτική: την πρόσληψη μη Κινέζων σε κυβερνητικές θέσεις. Οι Μογγόλοι χάνοι προσέλαβαν μουσουλμάνους από την κεντρική Ασία και το Ιράν για υπεύθυνους φορολογίας, Θιβετιανούς για την επίβλεψη των μονών και έναν Νεπαλέζο ως διοικητή όλων των τεχνιτών της Κίνας.

Οικονομική, κοινωνική και καλλιτεχνική πολιτική

Στις οικονομικές και κοινωνικές τους πολιτικές, όμως, οι Μογγόλοι παρεξέκλιναν από την κινεζική πρακτική. Οι νέες τους πολιτικές που στήριζαν το εμπόριο και άλλες συναλλαγές με ξένους είχαν δραματικές επιπτώσεις στις τέχνες και τα επαγγέλματα και οδήγησαν στη διάδοση κινεζικών μοτίβων και τεχνικών προς δυσμάς. Στην Κίνα επικρατούσε μία επίμονη αμφιθυμία ως προς τις σχέσεις με ξένους από την εποχή της δυναστείας Χαν, χίλια χρόνια νωρίτερα. Οι περισσότεροι κινέζοι αξιωματούχοι ήταν αντίθετοι σε κάθε κίνηση υπέρ της μεγαλύτερης εμπλοκής με ξένες χώρες, ενώ έμποροι, πανδοχείς και άλλοι που ωφελούνταν από το εμπόριο δεν ήταν τόσο εχθρικοί προς την ιδέα. Οι Μογγόλοι, από την άλλη, είχαν ενεργά καλλιεργήσει σχέσεις με τους ξένους. Σαν ποιμενικοί νομάδες, βασίζονταν στο εμπόριο, και τώρα που είχαν αναλάβει τη διοίκηση μεγάλων εδραίων πολιτισμών συνέχιζαν να ευνοούν τις συναλλαγές. Στην Κίνα, ενθάρρυναν τη χρήση χαρτονομισμάτων, κατασκεύασαν δρόμους και ταχυδρομικούς σταθμούς για να διευκολύνουν τις μεταφορές, επεξέτειναν το Μεγάλο Κανάλι σχεδόν μέχρι τη νέα πρωτεύουσα και προήγαγαν την ανάπτυξη ορτόγκ (εμπορικών συνεταιρισμών). Στα ορτόγκ παρέχονταν χαμηλότοκα κρατικά δάνεια, τα οποία, καθώς χρησιμοποιούνταν συχνά για να χρηματοδοτήσουν τα ριψοκίνδυνα καραβάνια μεγάλων αποστάσεων που μετέφεραν εμπορεύματα στην κεντρική και δυτική Ασία, μείωναν το οικονομικό βάρος για κάθε μεμονωμένο μεταφορέα.

Οι Μογγόλοι μείωσαν επίσης κάποιους περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως στην Κίνα για τις μετακινήσεις και για τη διεξαγωγή του εμπορίου και μείωσαν τον υπέρογκο φόρο επί των συναλλαγών σε ένα απλό 3 1/3. Σε αντίθεση προς τους Κινέζους, ούτε περιόρισαν το ύψος του κέρδους που επιτρεπόταν να αντλήσουν οι έμποροι, ούτε θέσπισαν νόμους κατά της πολυτέλειας ώστε να ρυθμίσουν το ύφος ζωής τους. Ίσως εξίσου σημαντικό ήταν ότι οι Μογγόλοι χάνοι απέδωσαν στους εμπόρους υψηλότερο στάτους απ’ ό,τι είχαν μέχρι τότε. Στην επίσημη κινεζική ιδεολογία, η εμπορία ήταν στίγμα και όσοι την ασκούσαν απεικονίζονταν ως παράσιτα τα οποία δεν παρήγαγαν αλλά απλώς αντάλλασσαν αγαθά. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι θεωρούσαν τους εμπόρους ως κατώτερη τάξη στην κοινωνική ιεραρχία, και έτσι τους αντιμετώπιζαν. Όταν οι Μογγόλοι αντέστρεψαν την αρνητική αυτή εικόνα, αυτό ωφέλησε τόσο τους κινέζους όσο και τους ξένους εμπόρους.

Η αλλαγή αυτή επέφερε μία εποχή πρωτοφανούς άνθισης του εμπορίου σε όλη την Ευρασία. Η ροή των εμπορευμάτων ήταν λίγο-πολύ ελεύθερη από τη δυναστεία Γιουάν προς το μογγολικό Ιλχανάτο στο Ιράν, καθώς και την κεντρική, τη νότια και τη νοτιοανατολική Ασία. Η Κίνα δεχόταν άλογα, καμήλες και μπαχαρικά σε αντάλλαγμα προς τα χάλκινα νομίσματα, τα μετάξια και την πορσελάνη που εξήγαγε. Η έκθεση στην κινεζική τέχνη επηρέασε τη δουλειά των τεχνιτών στο Ιράν.

Kατά βάση, αυτοί οι πλανόδιοι έμποροι ήταν γενικώς ξένοι· λίγοι Κινέζοι ταξίδεψαν προς τα δυτικά. Κάποιοι απ’ αυτούς τους ξένους παρέμειναν στην Κίνα, όπου σχημάτισαν ουσιαστικά αυτο-διοικούμενες κοινότητες, με ηγέτες γνωστούς ως Σεΐχ αλ-Ισλάμ (στα κινεζικά, χουιχούι ταΐσι) ή καδήδες, δηλ. ερμηνευτές του Ισλάμ (χουιτζιαότου φαγκουάν).

Η Κουανζού στη νοτιοανατολική Κίνα ήταν ένα σημαντικό κέντρο για αυτούς τους ξένους εμπόρους. Η κοινότητά τους στην πόλη αυτή είχε τα δικά της παζάρια και νοσοκομεία και, περί τα μέσα του 14ο αιώνα, έξι ή επτά τζαμιά. Ανασκαφές έφεραν στο φως τις πύλες, τα μιχράμπ και κάποιες παρακείμενες λίθινες επιγραφές, που δείχνουν ότι πολλά απ’ αυτά τα τζαμιά κατασκευάστηκαν ή επισκευάστηκαν κατά τη δυναστεία Γιουάν. Ένα νεκροταφείο της περιόδου Γιουάν απέφερε περισσότερες πληροφορίες για τις επαφές Περσών και Κινέζων. Ονόματα και τίτλοι στις ταφικές επιγραφές δείχνουν ότι πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, από τους θαμμένους ήταν Πέρσες. Αν και τα σύντομα επιγράμματα είναι γραμμένα σε ένα μείγμα από αραβικά, περσικά και κινεζικά, σχεδόν όλοι οι τόποι καταγωγής των νεκρών βρίσκονται στο Ιράν. Τουλάχιστον ένας υπήρξε χατζής (προσκυνητής στη Μέκκα).

Όλα αυτά ευνόησαν τις καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις. Οι Κινέζοι εξήγαγαν πορσελάνες, μετάξια και, πιθανώς, παπύρους, που ήταν ελαφρά αντικείμενα και μεταφέρονταν εύκολα. Οι Πέρσες τεχνίτες ήταν ικανοί να θαυμάσουν τα προϊόντα αυτά, να τα μελετήσουν και να δανειστούν τα σχέδιά τους. Είναι γνωστό ότι κινεζικά βιβλία περί γεωργίας και ιατρικής και τουλάχιστον ένα μείζον μογγολικό έργο, ένα ιστορικό χρονικό γνωστό ως Αλτάν Ντεμπτέρ (το Χρυσό Βιβλίο), έφτασαν στο Ιράν μέσω του εμπορίου.

Η γενικώς ευνοϊκή στάση των Μογγόλων απέναντι στις ξένες θρησκείες επίσης διευκόλυνε τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα εδάφη εντός της πρόσφατα κατακτημένης επικράτειάς τους. Παρά τις δικές τους σαμανιστικές πίστεις, οι Μογγόλοι ηγέτες από πολύ νωρίς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μία επιθετική επιβολή της πατροπαράδοτης θρησκείας τους στους νέους τους υπηκόους θα τους δυσκόλευε να κυβερνήσουν. Οπότε, προτίμησαν να τιμήσουν και να προσεταιριστούν εξέχοντες κατά τόπους κληρικούς, οι οποίοι στη συνέχεια αποδέχθηκαν πιο πρόθυμα την εξουσία των Μογγόλων. Ο ίδιος ο Τζένγκις Χαν καλλιέργησε τις σχέσεις του με Ταοϊστές και Βουδιστές μοναχούς και τους αντάμειβε γενναιόδωρα κυρίως με φοροαπαλλαγές.

Την ίδια πολιτική ακολούθησαν οι γιοι και οι εγγονοί του. Ο Χουμπιλάι ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος προστάτης των θρησκειών στην Κίνα. Η σύζυγός του με τη μεγαλύτερη επιρροή, η Τσάμπι, ήταν υπέρ του Βουδισμού, ενώ αυτός στήριζε επίσης τη θρησκεία της μητέρας του, το νεστοριανισμό, μια χριστιανική αίρεση. Ο Μάρκο Πόλο, που βρισκόταν στην Κίνα από το 1275 μέχρι το 1292, αποδίδει στον Χουμπιλάι τα εξής λόγια: «Υπάρχουν τέσσερις προφήτες που λατρεύονται και στους οποίους ο καθένας οφείλει σεβασμό. Οι Χριστιανοί δέχονται ως θεό τους τον Ιησού Χριστό· οι Σαρακηνοί, τον Μωάμεθ· οι Εβραίοι τον Μωυσή· και οι ειδωλολάτρες τον Σαγκαμόνι Μπουρκάν [τον Βούδα], που ήταν ο πρώτος θεός των ειδώλων· εγώ τιμώ και σέβομαι και τους τέσσερις, δηλαδή όποιον είναι ο μέγιστος και αληθέστερος στους ουρανούς, και σε αυτόν προσεύχομαι να με βοηθήσει».

Πολλοί Πέρσες και άλλοι μουσουλμάνοι, κάποιοι από τους οποίους βρίσκονταν ήδη στην Κίνα, χρησιμοποιήθηκαν από την δυναστεία Γιουάν ως στρατιωτικοί και πολιτικοί διοικητές. Αλλά επίσης, εισέφεραν επιστημονική και πολιτισμική εμπειρογνωμοσύνη. Η συμβολή των Περσών αστρονόμων οδήγησε την βασιλική αυλή να ιδρύσει το 1271 το Ινστιτούτο Μουσουλμανικής Αστρονομίας, το οποίο στη συνέχεια επόπτευε τις δραστηριότητες και τις έρευνες της κυβέρνησης Γιουάν σχετικά με το κλίμα και τους ουρανούς.

Μέσα από τις στενές επαφές τους με το Ισλάμ, οι Μογγόλοι κυβερνήτες έμαθαν επίσης για την αποτελεσματικότητα της περσικής ιατρικής. Καθώς τους μάστιζαν οι ασθένειες, ίσως εν μέρει λόγω αυξημένου ποσοστού αλκοολισμού μετά τις επιτυχείς κατακτήσεις τους, οι Μογγόλοι ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν τις πιο προωθημένες θεραπείες. Εισήγαγαν τριάντα έξι τόμους περσικών ιατρικών συγγραμμάτων και ίδρυσαν φαρμακευτικά γραφεία, τα οποία τελικά υπήχθησαν στην Υπηρεσία Μουσουλμανικής Ιατρικής. Τα διάφορα αυτά γραφεία παρείχαν φάρμακα στην αυτοκρατορική οικογένεια και τους φρουρούς της, καθώς και στους φτωχούς κατοίκους των πόλεων. Μαζί με την ιατρική τεχνογνωσία, εισήχθησαν και συνταγές μαγειρικής περσικής προέλευσης. Ακόμα και ένα πιάτο τόσο τυπικά κινεζικό όσο τα τζιαοζί (τηγανίτες) φαίνεται ότι ήρθε στην Κίνα από τη δυτική Ασία κατά τη μογγολική περίοδο.

Η διερεύνηση όλων αυτών των αναγκών απαιτούσε γνώση των γλωσσών της δυτικής Ασίας. Έτσι, το 1289 η αυλή των Γιουάν ίδρυσε το Εθνικό Μουσουλμανικό Εκπαιδευτήριο με Λογίους για τη Διδαχή της Αραβικής Γραφής, στο οποίο αξιωματούχοι διδάσκονταν να μεταφράζουν και να διερμηνεύουν από τα περσικά. Μια ειδική ομάδα υπαλλήλων, διορισμένοι Μουσουλμάνοι γραφείς και αντιγραφείς, αποτελούσαν μέρος της της υπο-γραφειοκρατίας σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Χάρη στα μέτρα αυτά, οπουδήποτε στη μογγολική επικράτεια υπήρχε ένας αριθμός γραφειοκρατών ικανών να επικοινωνήσουν στα περσικά.

Ο Τζένγκις είχε αντιληφθεί ότι η σχεδόν διαρκής μετακίνηση του λαού του όταν ήταν νομάδες είχε εμποδίσει το σχηματισμό μιας ευμεγέθους τάξης τεχνιτών. Γι’ αυτό, βάλθηκε να αξιοποιήσει προς όφελός του τα ταλέντα ξένων μαστόρων. Ακόμα και στις πολεμικές εκστρατείες, αντιμετώπιζε ξεχωριστά τους τεχνίτες: μετά την κατάκτηση της Σαμαρκάνδης, χάρισε τη ζωή σε τριάντα χιλιάδες μάστορες, που τους διαμοίρασε ανάμεσα στους γιους και το υπόλοιπο σόι του. Συχνά επίσης τους απάλλασσε από αγγαρείες και φόρους.

Την ίδια τακτική ακολούθησε ο γιος του Αιγκαιντέι, ιδίως όταν άρχισε να χτίζει την πρώτη μογγολική πρωτεύουσα στο Χαρά Χορούμ. Προσέλαβε πολυάριθμους ξένους τεχνίτες, είτε κινέζους είτε μουσουλμάνους. Τα ανάκτορά του, οι αποθήκες, αλλά και τα σπίτια για απλή στέγαση ­–που συχνά είχαν θέρμανση με κανάλια ατμού κάτω από το πάτωμα- μαρτυρούν την επιτυχία του. Ένας από αυτούς τους ξένους τεχνίτες, ένας γάλλος αργυροχόος ονόματι Γκυγιώμ Μπουσέ που είχαν αιχμαλωτίσει οι Μογγόλοι στην ανατολική Ευρώπη, κατασκεύασε μια αξιοπρόσεκτη κρήνη από την οποία έρρεαν διάφορων ειδών ποτά.  Η πόλη περιλάμβανε και μία ζώνη άγριας ζωής που επιφυλασσόταν ειδικά για το κυνήγι, μια παραδοσιακή μογγολική συνήθεια. Όπως οι νομάδες πρόγονοί του, ο Αιγκαιντέι αγαπούσε την κινητικότητα, και έτσι έχτισε και πολλές εποχικές αυτοκρατορικές κατοικίες, πράγμα που απαιτούσε την εργασία πολλών τεχνιτών. Το ίδιο ίσχυε για τα τζαμιά και τα βουδιστικά μοναστήρια της πόλης, όπως και της ακόμη πιο φιλόδοξης πρωτεύουσας Νταντού, στην Κίνα.

Με τον καιρό, οι Μογγόλοι βρέθηκαν με έναν εντυπωσιακό αριθμό κρατικών υπηρεσιών για την επίβλεψη των τεχνουργημάτων. Μερικές απ’ αυτές προϋπήρχαν, άλλες δημιουργήθηκαν τώρα. Μόνο για τον τομέα των υφασμάτων, υπήρχε η Γενική Διεύθυνση Σπανίων Υφασμάτων, στην οποία υπάγονταν Γραφεία Ύφανσης και Βαφής, Γάζας, Μεταξωτών, Σπανίων Κεντημάτων, ενώ στο Υπουργείο Εργασίας λειτουργούσαν και άλλες Διευθύνσεις σχετικές με το αντικείμενο αυτό. Περίπου οι μισές από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας ασχολούνταν με την παραγωγή και τη συλλογή υφασμάτων. Άλλες με τα μέταλλα, με χωριστά γραφεία για χρυσό, άργυρο και χάλυβα, με την πορσελάνη, το ελεφαντόδοντο κ.ο.κ. Και εδώ, οι αυτοκράτορες φρόντιζαν να συγκεντρώσουν τεχνίτες από όλη την επικράτειά τους ώστε να δουλέψουν γι’ αυτούς.

Πολλοί από αυτούς δεν ήταν τεχνίτες, αλλά τεχνίτρες. Γυναίκες ύφαιναν τα υφάσματα, και ιδίως τα χρυσοκεντημένα που ήταν περιζήτητα για την βασιλική αυλή. Στις γυναίκες αυτές, και τα νοικοκυριά τους, χορηγούνταν τα ίδια προνόμια και απαλλαγές με τους άντρες τεχνίτες. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτές τις τεχνίτρες διότι οι κινέζοι λόγιοι-αξιωματούχοι που έγραψαν τις ιστορικές αφηγήσεις δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στις γυναίκες, οι οποίες δεν ετύγχαναν μεγάλης προσοχής στην παραδοσιακή κινεζική κοινωνία.

Η μογγολική κοινωνία έθετε λιγότερους περιορισμούς στις γυναίκες, και υπάρχουν αρκετές σημαντικές γυναικείες προσωπικότητες στη μογγολική Κίνα, την κεντρική Ασία και το Ιράν. Επειδή οι γυναίκες έπαιζαν ζωτικό ρόλο στην ποιμενική οικονομία των Μογγόλων, αρμέγοντας και φροντίζοντας τα κοπάδια και φτιάχνοντας ρούχα, είχαν υψηλό κοινωνικό κύρος και κάποιον βαθμό εξουσίας. Εκτός από τις συνηθισμένες δουλειές τους, αναλάμβαναν τα καθήκοντα των αντρών κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών εκστρατειών, μια υποχρέωση που έχει τυποποιηθεί και στους νομικούς κώδικες. Έτσι οι Μογγόλες έχαιραν μεγαλύτερης εκτίμησης από τις άλλες Ανατολικοασιάτισσες, όσο κι αν δεν είχαν επιτύχει ισότητα με τους άντρες.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι αρκετές γυναίκες από τη μογγολική ελίτ απέκτησαν σημαντικό γόητρο και εξουσία. Η μητέρα του Τζένγκις, που είχε χηρέψει μετά τη δολοφονία του άντρα της, επαινείται στις ιστορίες για το ότι διατήρησε την ενότητα της οικογένειας μέσα στις δυσκολίες. Αλλά η γυναίκα με τη μεγαλύτερη επιρροή και φήμη ήταν η Σοργαγτάνι Μπέκι, η νύφη του Τζένγκις και μητέρα του Χουμπιλάι. Ο Πέρσης ιστορικός Ρασίντ αλ-Ντιν (1247-1318) έγραψε ότι ήταν «ιδιαιτέρως ευφυής και ικανή και υπερείχε ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες του κόσμου». Ο σύγχρονός της Σύρος ιατρός Μπαρ ο Εβραίος αποδίδει σε κάποιον άλλο τα παρακάτω λόγια: «Αν, μέσα στη φάρα των γυναικών, έβλεπα άλλη μία γυναίκα σαν κι αυτήν, θα έλεγα ότι η φάρα των γυναικών είναι πολύ ανώτερη από εκείνη των ανδρών». H Mπέκι ανέθρεψε και τους τέσσερις γιους της ώστε να γίνουν άρχοντες και επέμεινε να μάθουν γράμματα και η εκπαίδευσή τους να εποπτεύεται από έναν διεθνή κύκλο συμβούλων, όπως και να υιοθετήσουν μια πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας στα εδάφη που κυβερνούσαν. Η ίδια κυβέρνησε τα δικά της εδάφη στη βόρεια Κίνα, όπου δεν εκμεταλλεύτηκε αλλά στήριξε την τοπική αγροτική παραγωγή και έδωσε το καλό παράδειγμα στους γιους της.

Οι διασημότερες Μογγόλες της επόμενης γενιάς ήταν η Τσάμπι και η Ντοχούζ Χατούν. Η πρώτη, σύζυγος του Χουμπιλάι, που ήταν ευσεβής Θιβετιανή Βουδίστρια, φρόντισε ο σύζυγός της να στηρίξει τη θρησκεία της χρηματοδοτώντας μονές και προσλαμβάνοντας μοναχούς σε κυβερνητικές θέσεις. Επίσης, τον έπεισε να φερθεί με τον καλύτερο τρόπο στις δύο αιχμάλωτες αυτοκρατόρισσες της ηττημένης δυναστείας Σονγκ και να αντιταχθεί στην παρόρμηση των Μογγόλων να απαλλοτριώσουν τις κινεζικές αγροτικές γαίες και να τις μετατρέψουν σε βοσκοτόπια. Στο Ιράν, η Ντοχούζ Χατούν, σύζυγος του Χιουλεγκιού, η οποία ήταν Νεστοριανή, προώθησε τα συμφέροντα των ομοδόξων της στην αυλή των Ιλχανιδών φροντίζοντας να αναδειχθούν πολλοί Νεστοριανοί σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις. Πιθανότατα έπαιξε ρόλο στο προξενιό για το γάμο ανάμεσα στον Αμπάχα, γιο του Χιουλεγκιού, και την Μαρία, νόθα κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ του 8ου.

Χάρη στο υψηλό τους κύρος και στους σημαντικούς ρόλους που κατά καιρούς διαδραμάτισαν, οι γυναίκες της μογγολικής ελίτ επηρέασαν τις καλλιτεχνικές εξελίξεις. Οι γυναίκες στήριζαν τις τέχνες· η δισεγγονή του Χουμπιλάι, η Σένγκε, απέκτησε φήμη ως εξέχουσα συλλέκτρια κινεζικής ζωγραφικής και προστάτιδα των ζωγράφων. Το ξεχωριστό της γούστο φαίνεται από την ανορθόδοξη συλλογή από απεικονίσεις πουλιών και φυτών που δημιούργησε. Άλλες Μογγόλες βοήθησαν τις τέχνες κάνοντας ειδικές παραγγελίες για έργα από ίασπη, μετάξι και πορσελάνη για τις ίδιες ή για το νοικοκυριό τους.

Untitled

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση αποσπασμάτων από το βιβλίο The Legacy of Genghis Khan: Courtly Art and Culture in Western Asia, 1256–1353, επιμ. Linda Komaroff Stefano Carboni, MetPublications, Νέα Υόρκη 2002, και ειδικότερα από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο The Mongols and their legacy [Oι Μογγόλοι και η κληρονομιά τους], σ. 12-36. Μετάφραση: Α.Γ.

O Morris Rossabi είναι αμερικανός ιστορικός, γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.