του Άκη Γαβριηλίδη
Σε πρόσφατη συζήτηση, ένας φίλος μού επισήμανε ότι η κατάρτιση καταλόγων μπορεί να είναι καμιά φορά μια ενδιαφέρουσα άσκηση, ή ένα χρήσιμο εργαλείο. Κατόπιν τούτου, αποφάσισα κι εγώ να μπω σε αυτό το παιχνίδι φτιάχνοντας τη λίστα με το περιεχόμενο που περιγράφεται επαρκώς στον τίτλο.
Δεν θα επαναλάβω τους γνωστούς και βάσιμους προβληματισμούς για το ότι τέτοιες λίστες δεν είναι «αντικειμενικές». Φυσικά δεν είναι, αυτό το ξέρουμε εξ αρχής. Είναι λίγο πολύ αυθαίρετες, ακόμη και όταν τις καταρτίζουν πολλοί· άλλοι άνθρωποι, ή και οι ίδιοι άνθρωποι ένα χρόνο νωρίτερα ή ένα χρόνο αργότερα, μπορεί να έκαναν άλλες επιλογές.
Μεθοδολογικά: λήφθηκαν υπόψη πρωτότυπες συνθέσεις, όχι ηχογραφήματα που συνιστούν έστω εν μέρει διασκευές ή επανεκτελέσεις ήδη υφιστάμενων, και το έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησαν, ασχέτως εάν τυχόν είχαν γραφεί νωρίτερα.
Το έτος 2000 δεν υπολογίζεται.
Κατά τα λοιπά, η λίστα είναι ως επί το πλείστον αυθόρμητη, καταρτίσθηκε μέσα σε μια-δυο μέρες, οπότε είναι πιθανό να ξέχασα κάποια. Δεν έκανα πολύ μεγάλη έρευνα, κυρίως προσπάθησα να επαληθεύσω το ακριβές έτος έκδοσης κάποιων οριακών περιπτώσεων.
Οι οριακές αυτές περιπτώσεις δεν ήταν λίγες: πράγματι, τα περισσότερα τραγούδια έχουν εκδοθεί τα πρώτα χρόνια του αιώνα. Επιπλέον, διαβάζοντας τη λίστα, διαπιστώνω ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι φτιαγμένα από ανθρώπους που βρίσκονται στην καλλιτεχνική πιάτσα από την τελευταία ή την προτελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα –μερικοί/-ές από ακόμα παλιότερα. Τουλάχιστον δύο, αν δεν μου διαφεύγει κάτι, από τους συντελεστές αυτούς δεν ζουν πλέον.
Αυτό μπορεί να σημαίνει απλώς ότι γερνάω και δεν βρίσκω κάτι ενδιαφέρον στα καινούρια πράγματα που βγαίνουν. Μπορεί όμως και να σημαίνει ότι δεν βγαίνουν ενδιαφέροντα καινούρια πράγματα.
Παραθέτω πρώτα τη λίστα –η σειρά είναι τυχαία, όχι αξιολογική. Eάν υπάρξει ενδιαφέρον/ περιέργεια, ίσως επανέλθω με επεξηγήσεις ως «αιτιολόγηση ψήφου», μέσω νέας ανάρτησης ή τροποποίησης αυτής εδώ.
- Πάω να πιάσω ουρανό – στ, μ Σταμάτης Κραουνάκης, τρ Ελευθερία Αρβανιτάκη
- Δεν βλέπει πια να μου τηλεφωνήσει/ Νύχτα που φέρνεις πρόσωπο – 2 ποιήματα του Διονύση Καψάλη, μ Δημήτρης Παπαδημητρίου, τρ Γιώργος Φλωράκης
- Ο Δεκέμβρης του 1903 – ποίημα Κ.Π. Καβάφης, μ Δημήτρης Παπαδημητρίου, τρ Αλκίνοος Ιωαννίδης
- Η νοσταλγία – ποίημα Ιωάννης Καρασούτσας, μ Νίκος Μαμαγκάκης, τρ Παναγιώτης Παπαϊωάννου
- Πέρασα – ποίημα Κική Δημουλά, μ Κυριάκος Σφέτσας, εκτέλεση: Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Δήμου Πατρέων (Διεύθυνση Θανάσης Τσιπινάκης), απαγγελία Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου
- H όμορφη πόρτα – στ, μ, τρ Φοίβος Δεληβοριάς
- Το κομμωτριάκι – στ, μ Θανάσης Παπακωνσταντίνου, τρ Μάρθα Φριντζήλα
- Στο Μεταξουργείο – στ Στράτος Φραγκιαδάκης, μ Alexander Spitzing, τρ Μίλτος Πασχαλίδης
- Η άφωνη στάχτη – στ ανώνυμο αρχαιοελληνικό ταφικό επίγραμμα, μ & τρ Λουδοβίκος των Ανωγείων
- Μαράθηκα – ποίημα Γιώργου Χρονά, μ Λένα Πλάτωνος, τρ Παντελής Θεοχαρίδης
- Θήβα 88 – στ, μ, τρ Λάκης Παπαδόπουλος
- Παντοτινοί Φυγάδες – στ & μ Γιώργος Σταυριανός, τρ Παναγιώτης Καλαβόκας
- Οι ιππόται πότε πότε – στ Σταμάτης Δαγδελένης, μ Νίκος Κυπουργός, τρ Δώρος Δημοσθένους
- Στον καινούριο ουρανό – στ Αλκίνοος Ιωαννίδης, μ Μανόλης Πάππος, τρ Σοφία Παπάζογλου
- Χωρίς κανένα λόγο – στ & μ Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, τρ Σοφία Παπάζογλου
- Τι ήταν τότε – στ & τρ Μανόλης Ρασούλης, μ Χρήστος Νικολόπουλος
- Στη λίμνη Αχρίδα – στ Ζάχος Παπαζαχαρίου, μ Ζάχος Παπαζαχαρίου & Χειμερινοί Κολυμβητές, τρ Αργύρης Μπακιρτζής
- Θα πάω όταν γουστάρω – στ, μ, τρ Ορέστης Ντάντος
- Η πεταλούδα – στ Δημήτρης Μητσοτάκης, μ & τρ Ενδελέχεια
- Πρόσθεσις – ποίημα Κ.Π. Καβάφης, μ Χάρης Παπαδόπουλος, τρ Βασίλης Λέκκας
- Το χασάπικο του λούμπεν – στ Γιάννης Τσατσόπουλος, μ Δημήτρης Μαρκατόπουλος, τρ Παντελής Θεοχαρίδης
Αιτιολόγηση ψήφου (μεταγενέστερες βαθμιαίες προσθήκες)
Για το 1:
Ένα δείγμα -από όχι πάρα πολλά- για το ότι είναι ακόμα δυνατό να γράφονται ωραία ζεϊμπέκικα. Ο Κραουνάκης αξιοποιεί κάποια στοιχεία που κουβαλάει αυτή η μορφή από το παρελθόν, και ειδικότερα με την παράδοση των ετερόδοξων μουσουλμανικών μοναστικών ταγμάτων, και βρίσκοντας εύστοχα μια σημερινή αντιστοιχία με την σουφική διάσταση της ρεμπέτικης παράδοσης, αλλά και παράγοντας μία θηλυκή παραλλαγή ενός θεωρούμενου ως ανδρικού χορού.
Για το 2:
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 80. Από τότε έκανε πολλά και σημαντικά πράγματα. Δεν είναι μικρό πράγμα να βγάζεις τον καλύτερο δίσκο σου -και τον καλύτερο ελληνικό δίσκο του 21ου αιώνα, μέχρι στιγμής- μετά από 40 χρόνια παρουσία. Έναν δίσκο του οποίου τα τραγούδια εκφράζουν συναισθήματα, (έστω με τρόπο ενίοτε αποστασιοποιημένο, ακόμα και αυτοσαρκαστικό), αλλά, ακριβώς, τα συναισθήματα αυτά προσιδιάζουν σε έναν άντρα γύρω στα 50-60. Το γεγονός αυτό όμως, παραδόξως, κάνει τα τραγούδια αυτά πρωτότυπα και ενδιαφέροντα, διότι το 90% των τραγουδιών αναφέρονται σε ερωτικές ή άλλες περιπέτειες που αντιστοιχούν σε εικοσάρηδες· κανείς όμως δεν είχε σκεφτεί να γράψει ένα τραγούδι για μια ηλικιωμένη μητέρα που ζει μακριά από το γιο της.
Όλα αυτά βέβαια μικρή σημασία θα είχαν αν δεν επρόκειτο για συνθέσεις ιδιαίτερης ευαισθησίας και καλλιτεχνικής αρτιότητας, οι οποίες -όπως άλλωστε και ο ίδιος ο τίτλος του δίσκου- παραπέμπουν στην χατζιδακική παράδοση, χωρίς όμως να χάνουν γι’ αυτό την πρωτοτυπία τους.
Για το 3:
Όταν μεσουρανούσε το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», τη δεκαετία του 70, ο Καβάφης είχε μείνει ουσιαστικά έξω από το χορό των μελοποιήσεων. Αν εξαιρέσουμε μία αξιοπρόσεκτη προσπάθεια του Γιάννη Γλέζου, μόνο σποραδικά είχε μελοποιηθεί. Η κατάσταση ανατράπηκε με το γύρισμα του αιώνα· τα αμελοποίητα ποιήματα πλέον δεν αποκλείεται να είναι και λιγότερα από τα μελοποιημένα. Αρκετά έχουν μελοποιηθεί περισσότερες από μία φορές.
Αυτό συμβαίνει και με το συγκεκριμένο, για το οποίο υπήρχαν ήδη τουλάχιστον δύο εκδοχές, του Μικρούτσικου και του Μάλαμα, που είχε η κάθε μια τους δικούς της λόγους ύπαρξης. Αυτό δεν απέτρεψε τον Παπαδημητρίου από το να δώσει και τη δική του, και ευτυχώς. Ένα τραγούδι πολύ υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας, αλλά ταυτόχρονα γαλήνιο και προσιτό, με μία αξιοποίηση της συμφωνικής ορχήστρας πολύ φιλική προς τον χρήστη και καθόλου εντυπωσιοθηρική.
Για το 4:
Ο μεγάλος Νίκος Μαμαγκάκης πέθανε το 2013. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξέδιδε σε καταιγιστικούς ρυθμούς διάφορα έργα του, άλλα πρωτότυπα και άλλα σε επανεκτελέσεις με νέους κυρίως ερμηνευτές. Δεν ήταν βέβαια όλα αριστουργήματα. Μερικά όμως ήταν. Ένα από αυτά ήταν και αυτό το διαμαντάκι, που περιεχόταν σε ένα κατά τα λοιπά μάλλον αδιάφορο και κάπως μεγαλόστομο έργο με τίτλο «…για τις χαμένες πατρίδες / Λαϊκό έπος».
Ο Ιωάννης Καρασούτσας, μέχρι τώρα άγνωστος σε μένα, ήταν ένας ήσσων ποιητής του 19ου αιώνα, γεννημένος στη Σμύρνη. Έγραψε τόσο στη δημοτική όσο και στην καθαρεύουσα. O Μαμαγκάκης ξέθαψε αυτό το απίθανο, άκαμπτο και μεγαλόστομο στιχούργημα και του εμφύσησε νέα πνοή, παρουσιάζοντάς το ως ένα αργό μελαγχολικό βαλς, του οποίου το πιο γοητευτικό σημείο είναι το παραξένισμα που προκαλεί, η αίσθηση του αταίριαστου, σχεδόν ακατανόητου.
Σε ένα σημείο, ο ερμηνευτής Παναγιώτης Παπαϊωάννου κάνει ένα πολύ συμπαθητικό λάθος: εκεί που ο στίχος λέει (προφανώς –διότι έτσι λέμε στην καθαρεύουσα και διότι αλλιώς δεν βγαίνει το μέτρο) «εις την γλυκείαν μορφήν της», αυτός προφέρει «γλυκιάν». Δείγμα του πόσο έχει απομακρυνθεί το γλωσσικό μας αισθητήριο, ιδίως το προφορικό, από αυτούς τους τύπους. Η απομάκρυνση όμως αυτή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να κάνει αυτή τη γλώσσα περισσότερο και όχι λιγότερο δραστική καλλιτεχνικά.
Για το 5:
Yπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, ο συνδυασμός «ποιήματα της Κικής Δημουλά + απαγγελία + μαντολινάτα και χορωδία» θα ήταν για μένα ο ορισμός της πλήξης και της αδιαφορίας. Υπάρχει μία μόνο συνθήκη ικανή να με κάνει όχι μόνο να ενδιαφερθώ για έναν τέτοιο συνδυασμό, αλλά και να θεωρήσω ότι έδωσε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 21ου αιώνα. Η συνθήκη αυτή έχει –ή μάλλον, είναι- ένα όνομα: Κυριάκος Σφέτσας.
Διαβάζω ότι ο Κυριάκος Σφέτσας, όπως και οι ορχήστρες νυκτών εγχόρδων, ανήκουν στην μουσική παράδοση του Ιονίου και την προεκτείνουν. Αυτό εμένα δεν μου φαίνεται από μόνο του ούτε καλό, ούτε κακό. Στην τέχνη –όπως και γενικότερα- η διακοπή είναι πάντοτε πιο γόνιμη από τη συνέχιση. Δεν γνωρίζω καθόλου την παράδοση του Ιονίου. Γνωρίζω ότι αυτό που ακούω σε αυτόν τον δίσκο είναι συναρπαστικό, εξίσου όσο συναρπαστική ήταν για μένα η πρώτη μου επαφή με τη μουσική του Σφέτσα, το μακρινό 1978, όταν είδα στις αίθουσες την «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου και περίμενα με αγωνία να τελειώσει η ταινία για να δω ποιος έχει γράψει αυτή την πρωτάκουστη μουσική. Η συνάντησή μου με αυτό το άγνωστο για μένα τότε όνομα, ακόμα διαρκεί και παράγει αποτελέσματα.
Ο δίσκος αυτός μοιάζει και δε μοιάζει με το «Στο δρόμο». Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε απαγγελία ποιημάτων μίας γυναίκας ποιήτριας (εκεί από την ίδια, εδώ από μία ηθοποιό). Ενορχηστρωτικά, τα μέσα διαφέρουν, αλλά ο χειρισμός τους είναι παρόμοιος: εκεί, μία ορχήστρα ηλεκτρικής τζαζ με προσθήκες δημοτικών οργάνων από την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας που την διέκοπταν κάθε τόσο· εδώ, μία ορχήστρα από ακουστικά νυκτά έγχορδα, με διάφορες επίκαιρες, όσο και αιφνιδιαστικές παρεμβάσεις από πνευστά, κυρίως τρομπέτες, που διακόπτουν κάθε τόσο τη ροή εισβάλλοντας σε αυτή, προκαλώντας επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις του τέμπο, που κάνουν τη μουσική να μοιάζει με μια θάλασσα ή, καλύτερα, με ένα ποτάμι που κυλάει, ξεσπά στις όχθες, ξαναηρεμεί, χωρίς όμως να αδρανεί τελείως, σε σημεία ένας μινιμαλισμός που όμως σου δημιουργεί την αίσθηση ότι προετοιμάζει το επόμενο ξέσπασμα και την αναμονή γι’ αυτό …
Έχω διαβάσει επί δεκαετίες πολλές συνεντεύξεις μουσικών ή άρθρα και σχόλια παροικούντων την μουσική και δισκογραφική Ιερουσαλήμ. Όποτε γινόταν λόγος για τους «σημαντικούς μας συνθέτες», δεν θυμάμαι ούτε μία φορά ένας να ανέφερε τον Κυριάκο Σφέτσα. Δεν ξέρω γιατί. Ξέρω ότι δεν έχουμε πολλούς σαν κι αυτόν. Τι λέω; Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν που να είναι σαν κι αυτόν.
Για το 6:
Η παραγωγή έργων γραμμένων σε ένδειξη σεβασμού και αναγνώρισης προς τις εργάτριες του σεξ και την κατάστασή τους, έχει μακρά παράδοση στο χώρο της τέχνης γενικά. Οι προθέσεις είναι σχεδόν πάντα καλές, το έδαφος όμως ολισθηρό και το αποτέλεσμα αμφιλεγόμενο: καιροφυλακτεί ο κίνδυνος του μελό ή/ και του εξωραϊσμού.
Ο Φοίβος Δεληβοριάς κάνει εδώ την δική του προσπάθεια. Το τραγούδι δεν το επέλεξα επειδή η αναφορά του στη συνθήκη της πόρνης είναι καλύτερη ή ακριβέστερη από άλλες, (προς το τέλος μάλιστα μου φαίνεται κάπως αφηγηματικά ασαφής και αμήχανη), αλλά σχεδόν αποκλειστικά για το επτάστιχο όπου κάνει το flash-forward και περιγράφει την σημερινή κατάσταση της τότε αγοροπαρέας, όπως την «μαθαίνει συχνά πυκνά» ο αφηγητής. Το επτάστιχο αυτό είναι ένα τεχνικά εντυπωσιακό -αλλά και συναισθηματικά γοητευτικό- επίτευγμα, καθώς καταφέρνει να τονίσει λέξεις των τεσσάρων, των πέντε, ακόμα και τον έξι συλλαβών στον περίεργο ρυθμό αυτού του εσωστρεφούς τσάμικου με ακουστική κιθάρα. Ταυτόχρονα, εγκαθιδρύει μία πολύπλοκη χρονικότητα, καθώς δηλώνει ότι αυτός ο λόγος περί παρελθόντος ανήκει και αυτός σε ένα άλλο παρελθόν, απλώς πιο πρόσφατο (τότε που υπήρχαν ακόμα βιντεοκασέτες και έπρεπε να επιστραφούν εγκαίρως).
Για το 7:
Για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου από πολύ νωρίς, σε ανύποπτο για πολλούς χρόνο, είχα εκφράσει την εκτίμησή μου ότι αποτελεί ίσως την πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση στην κατηγορία ας πούμε της «νεο-παραδοσιακής» μουσικής, καθότι χρησιμοποιεί καλλιτεχνικά μέσα από τη λαϊκή και δημοτική παράδοση -όπως και από άλλες, φυσικά- όχι ως συντήρηση αυτού που υπάρχει ή ανάμνηση αυτού που υπήρξε, αλλά ως εργαλείο για να μιλήσει για πράγματα απολύτως σύγχρονα: την τεχνολογία, την εργασιακή επισφάλεια, τους χώρους αστικής κοινωνικότητας … Και όλα αυτά σε ένα πνεύμα επαρχιακό, αλλά όχι επαρχιώτικο, και χωρίς να παραβλέπεται η παιγνιώδης διάσταση και η επιταγή της απόλαυσης.
Για το 8:
Το ότι ένας Γερμανός μπορεί να γράφει ένα εξαιρετικό χασάπικο, δεν θα πρέπει σήμερα να προξενεί κάποια τρομερή έκπληξη. Ιδίως όταν πρόκειται για τον Αλέξανδρο, ο οποίος εδώ και δεκαετίες ζει στην Ελλάδα και ασχολείται με τις μουσικές της, για λόγους τόσο καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος όσο και βιοποριστικούς, ήδη από την εποχή που ήταν μέλος της «Ομάδας Κόραξ».
Το τραγούδι αυτό είναι από ένα CD που έβγαλε πριν λίγα χρόνια, το μόνο που αντλεί από την παράδοση του ρεμπέτικου -τα άλλα είναι ας πούμε «νεοπαραδοσιακά» αλλά προσπαθούν να βρουν και συνδέσεις με την δυτική προ-κλασική μουσική (και βρίσκουν, διότι τέτοιες όντως συνδέσεις υπάρχουν). Οι στίχοι, του άγνωστού μου Στράτου Φραγκιαδάκη, πιάνουν εξαιρετικά ένα κλίμα αστεακής ανησυχίας και αστάθειας, αναδίδουν μία αίσθηση κοινωνικής επισφάλειας δυσφορίας και ακινησίας χωρίς να δαχτυλοδείχνουν τίποτε ή να εντοπίζουν κάποια έσχατη αιτία για όλα αυτά. Αφήνουν όμως και έναν χώρο για τα όνειρα στο τέλος.
Για το 9:
Στο ΝΒΑ νομίζω ότι έχουν ένα βραβείο «του πιο βελτιωμένου παίκτη». Αν είχε τέτοιο στην ελληνική δισκογραφία, ένα θα δικαιούνταν σίγουρα και ο Λουλουδονίκος. Προσωπικά, όταν είχε πρωτοβγεί δεν τον είχα πάρει πολύ στα σοβαρά, είχα πει «ε, εντάξει, άλλος ένας εκφραστής του κρητικού φολκλόρ, σε μια βερσιόν πιο νεοκυματική-χατζιδακική». Σιγά σιγά, όμως, χωρίς να το καταλάβουμε, ο καλλιτέχνης με το περίεργο όνομα ανοίχτηκε σε πιο βαθιά νερά, συνεργάστηκε με άλλο κόσμο (ιδίως από τη σχολή της Θεσσαλονίκης), και παρήγαγε πράγματα πιο φιλόδοξα και δουλεμένα. Στο τραγούδι αυτό επανέρχεται στον επιτάφιο θρήνο, χρησιμοποιώντας το αρχαιοελληνικό επίγραμμα στο πρωτότυπο και σε νεοελληνική απόδοση. Πραγματικά ανατριχιαστικό το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται με τον ήχο του πνευστού, αλλά και σχεδόν εξίσου αυτό που εισφέρουν οι σιωπές και οι παύσεις.
Για το 10:
Με πολλή χαρά είδα την Λένα Πλάτωνος να επανακάμπτει μετά από σιωπή πολλών χρόνων σε εξαιρετική φόρμα. Το τραγούδι αυτό είναι ένα εξαιρετικά ώριμο δημιούργημα, συνδυάζει την αναζήτηση και την «αποδόμηση» της ηλεκτρονικής της περιόδου με τη συγκίνηση και την προσιτότητα της ακουστικής/ ηλεκτρικής της νεανικής φάσης.
Για το ποίημα αυτό του Χρονά επίσης υπήρχε ήδη μία μελοποίηση, κατά σύμπτωση ακριβώς από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, στην πρώτη του απόπειρα να γράψει τραγούδια με (ελληνικούς) στίχους. Και εκείνην την είχε τραγουδήσει ο Φλωράκης. Με όλη την εκτίμηση για τον Παπαδημητρίου, αυτή εδώ είναι πιο πετυχημένη.
Η επιλογή επίσης του Παντελή Θεοχαρίδη, ενός τραγουδιστή που ως τώρα είχε δοκιμαστεί κυρίως σε λαϊκά και λαϊκοφανή κομμάτια, δείχνει ένα άνοιγμα και μια επικοινωνία. Εκ πρώτης όψεως ίσως να ξένισε μερικούς, αλλά το αποτέλεσμα την δικαιώνει.
Για το 11:
O Λάκης τις περισσότερες φορές γράφει ο ίδιος τους στίχους στα τραγούδια του. Σε μια στιγμή αυτοκριτικής, ή αυτοσαρκασμού, είχε παραδεχθεί κάποτε ότι με αυτόν τον τρόπο «τα καταστρέφει».
Η αλήθεια είναι ότι οι στίχοι του συχνά ηχούν ασύνδετοι, αδέξιοι, αφηγηματικά ασαφείς. Ωστόσο, αυτή η αστάθεια και η αβεβαιότητα υπάρχουν φορές που μετατρέπεται σε πλεονέκτημα. Και κατεξοχήν εδώ. Προτάσεις σχεδόν χωρίς ρήμα, θραυσματικές, που το νόημά τους μοιάζει να καταρρέει πριν καν σχηματιστεί … Αλλά αυτό το νόημα/ μη νόημα, σε συνδυασμό με την χαμηλόφωνη ερμηνεία και τα ελάχιστα όργανα, πετυχαίνει να επιτελέσει εμπράκτως, και όχι αφηγηματικά, το θέμα του τραγουδιού, δηλαδή την αίσθηση παρακμής και ματαίωσης σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όχι μακριά απ’ την πρωτεύουσα. Το τραγούδι όμως απογειώνεται από αυτή την παρακμή αρχικά με την χαυνωτική παρέμβαση της τρομπέτας, και τελικά με την, φαινομενικά αδικαιολόγητη, αλλά απερίφραστη διακήρυξη αισιοδοξίας στους τελευταίους στίχους.
Για το 12:
Κατά περίεργο τρόπο, ανάλογα ισχύουν για τον Γιώργο Σταυριανό (ο οποίος πάντως δεν τραγουδάει τα τραγούδια του). Κατά καιρούς συνεργάζεται με επαγγελματίες στιχουργούς, αλλά τις περισσότερες φορές γράφει ο ίδιος τους στίχους του. Όχι πάντα με επιτυχία· συχνά οι στίχοι αυτοί είναι σε ένα κλίμα φλου αρτιστίκ, μιλάνε κάπως αόριστα για πουλιά, για ουρανούς, για το χρόνο που φεύγει και άλλα ρομαντικά θέματα. Σε αυτό εδώ το εξαιρετικό μελαγχολικό βαλσάκι, έχουμε επίσης κάποια τέτοια δείγματα. Ωστόσο, το τετράστιχο που έδωσε τον τίτλο του τραγουδιού πραγματικά το απογειώνει, και μόνο γι’ αυτό θα άξιζε να μπει στην ομάδα αυτή των τραγουδιών. «Ο βοριάς μπαίνει απ’ τις χαραμάδες/ και τα μάτια του κόσμου είναι κλειστά./ Είμαστε παντοτινοί φυγάδες/ που δεν βρίσκουν πατρίδα πουθενά» …
Για το 13:
Ο Σταμάτης Δαγδελένης είναι ένας εξαιρετικά ολιγογράφος στιχουργός -απ’ ό,τι ξέρω βιοπορίζεται από τη διαφήμιση. Δεν είναι περίεργο ότι οι στίχοι του διέπονται από ένα σπινθηροβόλο πνεύμα και παίζουν με τις λέξεις, και με τη γλώσσα γενικότερα, όπως τα παιδιά παίζουν με την πλαστελίνη. Στο ενεργητικό του καταγράφεται το θεοσκότεινο «Έρμαιον Έρμα» με το συγκρότημα «Σπείρα», ένα σχεδόν απίστευτο επίτευγμα στιχουργικής δεξιοτεχνίας. Οι «Ιππόται» που έδωσε εδώ στον Νίκο Κυπουργό, ένα μικρό κομψοτέχνημα ούτε δύο λεπτών, είναι αντίθετα πρόσχαρο και ανάλαφρο, πάντα βασισμένο στις ομοιότητες των σημαινόντων και στις διαφορές των σημαινομένων.
Για το 14:
Ο Μανόλης Πάππος είναι ένας από τους καλύτερος μπουζουκτσήδες της γενιάς του. Με αυτό το δεδομένο, η ανακοίνωση ότι ετοίμαζε μια δουλειά ως συνθέτης με τραγουδίστρια την Παπάζογλου είχε δημιουργήσει προσδοκίες για έναν δίσκο σε λαϊκό-νεορεμπέτικο ύφος. Τελικά αυτό που προέκυψε ήταν μια σειρά τραγουδιών που θύμιζαν τζαζ σονγκ, προκλασική ή κλασική μουσική, οτιδήποτε άλλο εκτός από ρεμπέτικο, που είχαν στην ενορχήστρωση κουαρτέτα εγχόρδων, πιάνο, κορνέτα, και σχεδόν καθόλου μπουζούκι.
Αυτό, απ’ ό,τι κατάλαβα, απογοήτευσε πολλούς. Εμένα όχι. Αντιθέτως, με γοήτευσε. Το «Όσα σου μοιάζουν» περιέχει τουλάχιστον τρία τραγούδια πρώτης γραμμής, ένα εκ των οποίων είναι κι αυτό.
Για το 15:
O Παναγιώτης Καλαντζόπουλος δεν είναι μπουζουκτσής. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να γράψει ένα πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο, αντισταθμίζοντας την όποια έλλειψη υπήρχε σχετικά στο ρεπερτόριο της Σοφίας Παπάζογλου.
Για το 16:
Πάντοτε έλεγα ότι ο Ρασούλης έχει πολύ ενδιαφέρουσα φωνή και ίσως θα έπρεπε να τραγουδά περισσότερο. Εδώ πάντως το έκανε. Μία από τις τελευταίες ηχογραφήσεις που έκανε όσο ζούσε, αυτός ο διακειμενικός στίχος του που συνομιλεί με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και μέσω αυτής με την ιστορία της Ελλάδας, της πολεοδομίας και γενικά της κοινωνίας της, που έκανε τραγούδι -και εδώ ζεϊμπέκικο- ο Νικολόπουλος με τον οποίο ξανασυνεργάστηκε μετά από δεκαετίες.
Για το 17:
Ένα τραγούδι στο οποίο συναντώνται ο Zαχος, οι Χειμερινοί Κολυμβητές, αλλά και η Μακεδονία, δεν θα μπορούσε να λείπει από τον κατάλογο. Για μια εκτενή ανάλυση του πολύ σημαντικού αυτού κομματιού παραπέμπω στο βιβλίο μου Στον κόσμο των αυθεντικών είμαστε όλοι ξένοι.
Για το 18:
Για τον καλλιτέχνη αυτόν δεν γνώριζα τίποτα -ούτε και τώρα γνωρίζω. Το τραγούδι το πέτυχα σε ένα sampler της εταιρίας, και το βρήκα εξαιρετικό. Ρυθμικό, με μια στοιχειωδώς πρωτότυπη μελωδική ιδέα, τεχνικά άρτιοι στίχοι με αρχή, μέση και τέλος, σωστές και ενίοτε ευρηματικές ομοιοκαταληξίες … πράγματα που σπανίως συναντάμε μαζεμένα στο χώρο της ελληνόφωνης ηλεκτρικής σκηνής εδώ και χρόνια.
Κοίταξα λίγο να δω τι άλλο έχει κάνει ο Ντάντος αλλά δεν βρήκα κάτι εξίσου ενδιαφέρον.
Για το 19:
Τους διαλυμένους πλέον «Ενδελέχεια» τους ήξερα βέβαια από την πρώτη τους εμφάνιση. Ανέκαθεν θεωρούσα ότι ήταν το πιο ενδιαφέρον γκρουπ του λεγόμενου «ελληνικού ροκ». Eδώ ένα δείγμα, από πολλά δυνατά.
Για το 20:
Ένα δεύτερο δείγμα μελοποιημένου Καβάφη. Μια πολύ διαφορετική, αλλά επίσης γοητευτική για τους δικούς της λόγους εκδοχή του Κατερινιώτη πιανίστα, μπουζουκτσή (μεταξύ άλλων των Χειμερινών Κολυμβητών) και συνθέτη Χάρη Παπαδόπουλου πάνω σε ένα από τα λιγότερο διάσημα ποιήματα του Αλεξανδρινού.
Για το 21:
Ένα δείγμα αυτού που οι μουσικοκριτικοί αποκαλούν «σχολή της Θεσσαλονίκης»: απόηχοι του Γιώργου Ιωάννου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μια αδιόρατη μελαγχολία, (ομο)ερωτικό ανικανοποίητο, ένα βλέμμα συμπάθειας προς τα λαϊκής καταγωγής αγόρια και τις μουσικές τους, στρατιωτική θητεία … Όλα αυτά βέβαια από μόνα τους μικρή σημασία θα είχαν, εάν δεν επρόκειτο για ένα άρτιο καλλιτεχνικά αποτέλεσμα σε όλα τα επίπεδα. Τα τραγούδια αυτά γράφτηκαν αρκετά νωρίτερα, αλλά ο δίσκος βγήκε -στον «Σείριο» του Μάνου Χατζιδάκι- το 2001, και έτσι περιλήφθηκε και αυτό το τραγούδι στη λίστα.
Για το bonus track:
Δεν είναι μικρό πράγμα να είσαι -συν πλην- πενήντα χρόνια στο τραγούδι και να βγάζεις το ωραιότερό σου τραγούδι το πεντηκοστό πρώτο έτος.
Ιδίως μάλιστα αν πρόκειται για έναν καλλιτέχνη ο οποίος, στην καριέρα του, έχει συνεργαστεί με μουσικούς όπως ο Μάνος Χατζιδάκις (στη σύνθεση) ή ο Βαγγέλης Παπαθανασίου (στην ενορχήστρωση) και τώρα βγάζει ένα κομμάτι 100% δικής του χειροποίητης κατασκευής -στίχοι, μουσική, ερμηνεία, όλα τα όργανα Γιώργος Ρωμανός.
Καλημέρα Άκη! Επειδή εσυ μάλλον βαριέσαι ή δεν προλαβαίνεις, τα εβαλα σε playlist
για νον-στοπ απόλαυση. Ξέφυγε μόνο η Νοσταλγία, που δεν τη βρίσκω πουθενά – αν εχεις καποιο mp3 ευχαρίστως να το ανεβάσω στο γιουτουμπ και να ολοκληρώσω το playlist.
https://www.youtube.com/playlist?list=PLHfGM5AovWd2ngKHMa-mELT-BDI7Ar-LF [unlisted]
Ευχαριστώ πολύ!
Πράγματι, η «Νοσταλγία» δεν υπάρχει στο Youtube! Εγώ το έχω σε cd, αλλά το cd αυτό δεν το έχω μαζί μου αυτή τη στιγμή, είναι κάπου αλλού. Όταν μπορέσω θα σου το στείλω.