του Άκη Γαβριηλίδη
Η παρακολούθηση του βίντεο με την περφόρμανς των μαθητριών στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας, ήταν για μένα μία από τις πιο αναζωογονητικές και ελπιδοφόρες εμπειρίες τα τελευταία χρόνια. Δεύτερη, αμέσως μετά, έρχεται η εμπειρία της ανάγνωσης των αντιδράσεων της «καθώς πρέπει κοινωνίας» στο βίντεο αυτό. Ή μάλλον, της απουσίας αντιδράσεων, της αμηχανίας: τις περισσότερες φορές, οι αγανακτισμένοι (συνήθως, αν και όχι αποκλειστικά, ήταν άντρες) με το θέαμα αυτό, έμοιαζαν να τα έχουν πραγματικά χαμένα, να μην είναι σίγουροι τι ακριβώς είδαν, να αμφιβάλλουν εάν όντως το είδαν ή αν είναι γνήσιο, και πάντως σίγουρα να μην ξέρουν πού να το εντάξουν: είναι αναρχική πρόκληση; είναι απλώς μια απόδειξη για την «παρακμή της παιδείας και της κοινωνίας μας;». Είναι αποτέλεσμα αποπροσανατολισμού και κατάπτωσης των ηθικών αξιών στη σημερινή νεολαία;
Το γεγονός ότι δεν κατάλαβαν από πού τους ήρθε, ότι ήταν κάτι τόσο απρόσμενο γι’ αυτούς που δεν ξέρουν ούτε καν πώς να το μιλήσουν, δίνει το μέτρο της επιτυχίας αυτής της κίνησης. Της αισθητικής, αλλά και πολιτικής επιτυχίας της.
Γνώρισμα κάθε πετυχημένης επιτέλεσης είναι ότι μας έρχεται από κει που δεν το περιμένουμε, ότι ανοίγει μία ρωγμή, έναν χώρο, μας κάνει να δούμε για πρώτη φορά δυνάμεις που πριν δεν ξέραμε ότι υπήρχαν. Με άλλα λόγια, ότι επιφέρει μία διακοπή, με την έννοια που είχαμε αναλύσει παλιότερα εδώ· αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ανήκει στο χώρο τού μη αποφασίσιμου. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ: οι θεματο(χωρο)φύλακες της τάξης εξανίστανται για την «έλλειψη σεβασμού απέναντι στις εθνικές αξίες». Εξίσου λογικό, όμως, αν όχι περισσότερο, θα ήταν να πει κανείς γι’ αυτήν, με κάθε σοβαρότητα, τα ακριβώς αντίθετα: η επιτέλεση αυτή δείχνει ότι η ελληνική παιδεία και οι εθνικές αξίες χαίρουν άκρας υγείας, και τιμώνται με απόλυτο σεβασμό από τη σημερινή νεολαία. Τα ίδια αυτά σχολεία που αναμένουν από τα παιδιά να παρελαύνουν σαν στρατιωτάκια, τους (μας) μαθαίνουν ότι στην Ελλάδα γεννήθηκε η δημοκρατία και το θέατρο. Τι άλλο είναι η δημοκρατία, παρά η τόλμη να πας κόντρα στην εδραιωμένη γνώμη και συνήθεια, η παρρησία να υπάρξεις στον δημόσιο χώρο ακολουθώντας μια διαδρομή και μια στάση διαφορετική από αυτήν που επιτάσσει η αυθόρμητη –ή όχι και τόσο αυθόρμητη- αστυνομία των σωμάτων και του βλέμματος; Πώς αλλιώς γεννήθηκε το θέατρο, παρά με το θράσος ενός κωμωδιογράφου να ανεβάσει, σε περίοδο πολέμου, ένα έργο όπου ένας Αθηναίος πολίτης συνάπτει ατομική ειρήνη με τον μισητό εχθρό;
Η 28η Οκτωβρίου, όπως μας λένε από τότε που γεννιόμαστε, είναι η επέτειος του ΟΧΙ. Ακόμα και όσοι δεν ξέρουν πότε έγινε, ποιος το είπε σε ποιον, ξέρουν ότι πάντως με αυτήν τιμάμε το όχι. Ποιος καλύτερος τρόπος λοιπόν να τιμήσεις το όχι, από το να πεις απλώς εσύ η ίδια έμπρακτα, επιτελεστικά, όχι, απλώς εφαρμόζοντας τη διδαχή και στρέφοντας το περιεχόμενό της ενάντια σε όσους σου την διδάσκουν; Τόσο μάλλον που, όπως είχε επίσης γράψει στο ίδιο κείμενο η φίλη μου η Ιβάνα, σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς να έχει καθόλου υπόψη της τις ελληνικές εθνικές εορτές, η διακοπή έχει μία προνομιακή σύνδεση με την άρνηση, και ακόμα περισσότερο την άρνηση του φασισμού:
Ακόμη και αν οι λέξεις της διακοπής είναι: «ΑΛΛΑ», «ΩΣΤΟΣΟ», «ΚΑΙ ΟΜΩΣ», «ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ», «ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ …», «ΜΟΝΟ ΠΟΥ», «ΠΑΡΟΛΑ ΑΥΤΑ», «ΜΟΛΟΝΟΤΙ» …, το σύνθημά τους και το πεδίο λειτουργίας τους είναι το «NO PASARÁN» ή απλώς το «ΝΟ».
Η αριστουργηματική αυτή επιτέλεση πρέπει να μας κάνει πραγματικά υπερήφανους ως έθνος. Εάν είχαμε θεσμούς που να λειτουργούν κατά τρόπο άξιο του ονόματός τους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε να καλέσει τις μαθήτριες αυτές και να τις τιμήσει στο προεδρικό μέγαρο, όπως καλεί τους αθλητές που παίρνουν μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Μία προσθήκη εκ των υστέρων.
Στο διαδίκτυο, βρήκα ουσιαστικά ανυπόγραφο το παρακάτω κείμενο, το οποίο αντιγράφω εδώ συμπληρωματικά. Δεν γνώριζα καθόλου όσα αναφέρει, τα οποία κάνουν ακόμα πιο συγκλονιστική την πράξη των κοριτσιών αυτών. – Α.Γ.
Ο περίεργος βηματισμός των Μοντυ Πάιθον στο Silly walk, δεν ήταν απλά ένα αστείο σκετς, αλλά μια υπενθύμιση όλων εκείνων των στρατιωτών του Α Παγκοσμίου πολέμου που έπασχαν από Shell shock.
Κατά την διάρκεια του Α Παγκοσμίου πολέμου, ο στατικός πόλεμος των χαρακωμάτων με βομβαρδισμούς, επιθέσεις με αέρια κ. λπ. οδήγησε πολλούς στρατιώτες να πάθουν νευρικό κλονισμό. Είτε κοιτούσαν το κενό χωρίς να επικοινωνούν με το περιβάλλον, είτε είχαν ένα νευρικό περίεργο περπάτημα το οποίο μοιάζει με αυτό των Μόντι Πάιθον.
Γιατί όμως Ministry of Silly walks?
Πολλοί από αυτούς που έπασχαν από αυτό το σύνδρομο, πέρασαν στρατοδικείο και εκτελέστηκαν διότι δεν ακολουθούσαν τις διαταγές. Μόνο όταν τα περιστατικά αυξήθηκαν αρκετά, η διοίκηση κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά.
Αλλά και τότε απλά θεώρησαν ότι «τρελάθηκαν» και τους αντιμετώπιζαν σαν «ανόητους» (silly). Ήταν μη «πατριωτικό» να παραδεχτούν ότι ο πόλεμος είχε τσακίσει την ψυχολογία των ανδρών αυτών.
Όσοι από αυτούς κατάφεραν να γυρίσουν από την κόλαση του δυτικού μετώπου, έπρεπε να καταφέρουν να επιβιώσουν μόνοι τους (δεν υπήρχε ουσιαστικά κοινωνικό κράτος). Για αρκετά χρόνια, οι κυβερνώντες αρνούνταν να παραδεχτούν ότι υπήρχε τέτοιο σύνδρομο –άρα και ότι όφειλαν αποζημιώσεις στους στρατιώτες αυτούς.
Το νόημα αυτού του σκετς είναι ότι ο Πόλεμος είναι Κόλαση και δεν υπάρχει τίποτα «όμορφο» να θυμάσαι για αυτό. Κρατάμε μια χλιαρή μνήμη του πολέμου και όχι αυτών που αγωνίστηκαν, σκοτώθηκαν και επιβίωσαν τσακισμένοι από τον πόλεμο.
Θαυμάζω αυτά τα παιδιά για το θάρρος τους. Είναι πηγή αισιοδοξίας το ότι υπάρχει αυτό το νεανικό κομμάτι της κοινωνίας μας που αντιστέκεται. Οφείλουμε να σταθούμε δίπλα τους με κάθε μέσο.