της Λωριάν Μαρτινέζ-Σεβ[i]
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: ένας όρος που δημιουργήθηκε στην Ιουδαία τον 2ο αιώνα π.Χ. και σήμαινε την υιοθέτηση ελληνικής γλώσσας και συμπεριφοράς και ελληνικών εθίμων από ορισμένους Ιουδαίους. Κατ’ επέκταση έφτασε να σημαίνει την ελληνική κουλτούρα και όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν έναν Έλληνα να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως τέτοιο. Καθώς δεν υπήρχε κάποιο ενιαίο ελληνικό κράτος, η πολιτισμική τους συγγένεια ήταν αυτή που έκανε τους Έλληνες να αυτοαναγνωρίζονται ως μέλη μίας και της αυτής κοινότητας (κοινή[1]). Ένα από τα ισχυρά σημεία της ελληνικής κουλτούρας ήταν η ευκολία με την οποία εξαπλωνόταν μεταξύ των εθνών που έρχονταν σε επαφή μαζί της και η γοητεία που τους ασκούσε. Σε αυτούς τους παράγοντες οφείλεται η μακροχρόνια επιρροή της, ακόμα και μετά την εξαφάνιση του τελευταίου ελληνικού κράτους, ειδικά στην Ανατολή, μια από τις κύριες κατευθύνσεις της εξάπλωσης. Ωστόσο, η πολιτισμική ανταλλαγή δεν ήταν με κανένα τρόπο μονόπλευρη· μέσω της επαφής με την ανατολική και την ιρανική κουλτούρα, ο ελληνισμός επίσης μετασχηματίσθηκε. Αυτές οι σχέσεις οδήγησαν έτσι σε αμοιβαίο πολιτισμικό εμπλουτισμό και εξηγούν την μακροβιότητα του ελληνισμού μέσω των αιώνων.
Το Αιγαίο δεν ήταν εμπόδιο, αλλά ένας χώρος κυκλοφορίας· οι πληθυσμοί που ζούσαν στις ακτές του ήταν συνέχεια σε επικοινωνία· και τεράστιος αριθμός από δεξιότητες, πρακτικές και τεχνικές εξαπλώνονταν από την μια ακτή στην άλλη. Οι επαφές μεταξύ Ελλήνων και Ανατολιτών έγιναν εγγύτερες από τις αρχές της 2ης χιλιετίας (μυκηναϊκή περίοδος) και ξανά στην αρχή της πρώτης χιλιετίας, όταν Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Μικρά Ασία σε μόνιμη βάση. Όταν όμως οι Έλληνες ενσωματώθηκαν στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, τότε ήταν που η ελληνική κουλτούρα άρχισε να εξαπλώνεται μέσα στον κόσμο της Ανατολής και ανάμεσα σε ιρανικούς πληθυσμούς.
Η Αχαιμενική περίοδος
Το 540 π.Χ. o Κύρος κατέκτησε το βασίλειο της Λυδίας, που κυβερνούσε ο Κροίσος, και απέκτησε την κυριαρχία των πλούσιων ελληνικών πόλεων που εκείνος ήλεγχε. Μετά την περσική κατάκτηση, ο ελληνισμός αναπτύχθηκε στην αυτοκρατορία κατά δύο τρόπους: έναν στο κέντρο της, στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέα, και έναν στη Μικρά Ασία. Οι Μεγάλοι Βασιλείς, ειδικά ο Δαρείος ο Α΄, δημιούργησαν μια αυτοκρατορική τέχνη, προορισμένη να τους δοξολογεί, η οποία αντικατοπτρίζει την ποικιλομορφία της αυτοκρατορίας. Καλλιτέχνες από όλες τις επαρχίες προσκλήθηκαν να εργαστούν ο καθένας στην τέχνη που είχε ειδικευθεί. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, που ήταν καλοί στη λιθοξοΐα, εισήγαγαν στο Ιράν τις τεχνικές κοπής και τα εργαλεία τους, όπως επίσης και συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά είδη, όπως την μαζική χρήση κιόνων. Ο τρόπος λάξευσης των πτυχώσεων των ενδυμάτων και η τάση προς ρεαλιστική αναπαράσταση είναι υφολογικά στοιχεία της επίδρασης από την ελληνική τέχνη, σε όλη την άνθησή της. Οι τεχνίτες αυτοί αναφέρονται στον «Χάρτη θεμελίωσης του ανακτόρου» στα Σούσα, όπου ο Δαρείος τοποθέτησε έναν κατάλογο των ανθρώπων που μετείχαν στις εργασίες. Δύο εξ αυτών, ο Νίκων και ο Πύθαρχος, επίσης χάραξαν τα ονόματά τους στα λατομεία της Περσέπολης.
Οι αυτοκρατορικές πρωτεύουσες στις οποίες διέμεναν συνήθως οι Μεγάλοι Βασιλείς, και ειδικά τα Σούσα, τα οποία έγιναν η κυριότερη πόλη από την βασιλεία του Αρταξέρξη του Β΄, επίσης προσέλκυσαν ανθρώπους από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας και πέραν αυτής. Αναμεσά τους Έλληνες όπως κάποιος Νικοκλής από τη Σινώπη, που πέθανε εκεί. Κάποιοι Έλληνες ήταν μέρος της συνοδείας των Μεγάλων Βασιλέων, μεταξύ των οποίων ο Κτησίας από την Κνίδο που έγινε ο γιατρός του Αρταξέρξη του Β΄ μετά την αιχμαλωσία του. Πολλοί Έλληνες πολέμαρχοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους και ηγήθηκαν μισθοφορικών στρατευμάτων, όπως για παράδειγμα ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, επικεφαλής της εκστρατείας των Μυρίων· άλλοι διοικούσαν τμήματα των ένοπλων δυνάμεων του Μεγάλου Βασιλέα, όπως ο Αθηναίος Κόνων και ο Ρόδιος Μέμνων, επικεφαλής των στρατευμάτων του Αρταξέρξη του Β΄ και του Δαρείου του Γ΄. Οι Μεγάλοι Βασιλείς αξιοποίησαν καταλλήλως τις ικανότητες αυτών των Ελλήνων. Για παράδειγμα, ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς εξερεύνησε τις θαλάσσιες οδούς μεταξύ Ινδού και περσικού κόλπου και λέγεται ότι ταξίδεψε σε όλη την Αραβία υπό τις εντολές του Δαρείου (Ηρόδοτος, 4.44). Τέλος, πολλοί Έλληνες εξόριστοι ηγέτες βρήκαν άσυλο στους Μεγάλους Βασιλείς και τους υπηρέτησαν ως σύμβουλοι, ανάμεσά τους ο Σπαρτιάτης Δημάρατος και ο Αθηναίος Θεμιστοκλής. Παρά το παράδειγμα του Μέμνονος, ο οποίος συνδέθηκε στενά με την οικογένεια του Αρταβάζου, σατράπη του Δασκυλείου και γαμβρού του, δεν πρέπει να υπερβάλλουμε ως προς το ρόλο και τη σπουδαιότητα αυτών των Ελλήνων, τους οποίους οι Μεγάλοι Βασιλείς χρησιμοποιούσαν για δικό τους όφελος. Οι Μεγάλοι Βασιλείς δεν υιοθετούσαν τα έθιμα των πληθυσμών που κατακτούσαν· μαζί με τις περσικές ελίτ στο περίγυρό τους, αποτελούσαν μια ιθύνουσα ομάδα προσκολλημένη στις περσικές παραδόσεις.
Η κατάσταση ήταν διαφορετική στην Μικρά Ασία, η οποία ήταν ήδη εξελληνισμένη. Η επιθυμία των Μεγάλων Βασιλέων να παίξουν έναν ρόλο στο παιχνίδι της διπλωματίας στο Αιγαίο οδήγησε στην ανάπτυξη επαφών μεταξύ των ελληνικών πόλεων και των σατραπειών. Πολλοί Πέρσες αριστοκράτες συνήψαν φιλικές σχέσεις με Έλληνες στους οποίους μπορούσαν να ζητήσουν άσυλο. Π.χ. ο γιός του Φαρναβάζου, σατράπη του Δασκυλείου, από μικρή ηλικία ήταν φιλοξενούμενος του Αγησιλάου, βασιλιά της Σπάρτης. Ο τελευταίος κατάφερε να του εξασφαλίσει την άδεια να αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες μαζί με έναν Σπαρτιάτη (εκπαιδευμένο πολίτη- στρατιώτη) με τον οποίο ο νεαρός Πέρσης ήταν ερωτευμένος. Η περίπτωση του γιου τού Φαρναβάζου –που φερόταν σαν νεαρός Σπαρτιάτης, καθώς ασκούνταν στο γυμνάσιο και είχε ομοφυλοφιλικές σχέσεις- είναι κάπως ασυνήθιστη αλλά επιβεβαιώνει ότι η βασιλική αυλή του Δασκυλείου είχε εξελληνισθεί.
Μεγάλος αριθμός Ιρανών ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Μικρά Ασία, στις πρωτεύουσες των σατραπειών όπως και στην ύπαιθρο χώρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στενές σχέσεις μεταξύ των Περσών και των ντόπιων ελληνικών ή μη πληθυσμών, όπως φαίνεται από τις ονομασίες, και αυτή η εξέλιξη οδήγησε στην εξάπλωση περσικών πολιτισμικών μοντέλων. Στη Λυδία και στις Σάρδεις, για παράδειγμα, περσικές επιρροές μπορούν να παρατηρηθούν στην κεραμική, την μεταλλοτεχνία, και επίσης στην ταφική αρχιτεκτονική. Η περσική υπεροχή είναι φανερή στην διάδοση ενός αυτοκρατορικού εικονογραφικού ρεπερτορίου παρόμοιο με εκείνο που διακοσμούσε τα παλάτια των μεγάλων πρωτευουσών. Η Μικρά Ασία αποτελούσε έτσι ένα πολύ γόνιμο κέντρο ανταλλαγών ανάμεσα σε τοπικές ανατολίτικες, ελληνικές και περσικές κουλτούρες. Σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκε η λεγόμενη «ελληνο-περσική» τέχνη. Οι Πέρσες σατράπες και αριστοκράτες, όπως και οι τοπικές ελίτ, απευθύνονταν σε καλλιτέχνες που μπορούσαν να συνδυάσουν τις διαφορετικές καλλιτεχνικές παραδόσεις. Στον τάφο με τις Άρπυιες στον Ξάνθο, χτισμένο γύρω στο 480-470, o τοπικός δυνάστης έχει απεικονιστεί ως Δαρείος ο Α΄ και Ξέρξης ο Α΄ να παραχωρεί ακρόαση, αλλά σύμφωνα με τους ελληνικούς κανόνες απεικόνισης. Η ελληνο-περσική τέχνη εξαπλώθηκε στην Φρυγία και ειδικά στο Δασκύλειο. Αυτές οι καλλιτεχνικές τάσεις ισότιμα εμφανίστηκαν στην μικροτεχνία και τη γλυπτική. Ελληνο-περσικές σφραγίδες βρέθηκαν στις ανατολικές περιοχές, για παράδειγμα στη Μεσοποταμία, όπου αυτό το στυλ ήταν ευρέως διαδεδομένο.
Οι Πέρσες ήρθαν επίσης σε επαφή με την ελληνική θρησκεία. Τιμούσαν την Άρτεμη, ειδικά το ναό της στην Έφεσο· μια επιγραφή μάς λέει για μια οικογενειακή λατρεία την οποία κάποιος Δροαφέρνης αφιέρωσε στο Δία τού Βαραδάτη[2]. Καμιά φορά είναι δύσκολο να διακριθεί η πραγματικότητα της αντίστοιχης λατρείας κάτω από αυτά τα ονόματα, εάν δηλαδή εάν είναι ελληνικά ονόματα για περσικές θεότητες, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Άρτεμης, ή για τοπικές θεότητες της Μικράς Ασίας ή άλλες σύνθετες θεότητες. Δεν ήταν πάντως αδιανόητο για τους Πέρσες να αποδίδουν λατρεία σε μια θεότητα που είχε ελληνική μορφή και όνομα. Από την άλλη, ο ιερέας του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο έφερε τίτλο περσικής προέλευσης (Ξενοφών, Aνάβ. 5.3.6), πράγμα που μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι υπήρχαν ανταλλαγές προς και τις δύο κατευθύνσεις. Οι ελληνικές διάλεκτοι υπέστησαν αλλαγές μέσω της επαφής τους με τις τοπικές γλώσσες της Λυδίας και της Καρίας. Πολλοί Έλληνες συγγραφείς αναφέρουν την υιοθέτηση περσικών εθίμων από Έλληνες, ειδικά από τους Εφέσιους (Πλούταρχος, Λύσανδρος 3.3; Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 525c-e).
Δεν πρέπει να υπερτιμάμε την επίδραση της ελληνικής κουλτούρας και καλλιτεχνικής παράδοσης στους Πέρσες, περιλαμβανομένων και όσων ζούσαν στην Μικρά Ασία. Παρά την εξοικείωση με τον ελληνικό κόσμο, λίγοι ήταν αυτοί που μιλούσαν ελληνικά. Ανάμεσα στους βασιλείς, μόνο ο Δαρείος ο Γ΄ λέγεται ότι μιλούσε (Quintus Curtius 5.11.4). Μάλιστα, οι περισσότεροι από τους σατράπες της Μικράς Ασίας δεν μιλούσαν. Ο Τισσαφέρνης χρειαζόταν μεταφραστή για να μιλήσει με τους Έλληνες μισθοφόρους του στρατού των Μυρίων (Ξενοφών, Aνάβ. 2.3.17), παρόλο που κυβερνούσε στις αιγαιακές περιοχές της Μικράς Ασίας. Επίσης η ελληνο-περσική τέχνη είναι μάλλον αποτέλεσμα περσικών επιρροών στην εξελληνισμένη δυτική Μικρά Ασία, παρά εισαγωγή ελληνικών επιρροών στο περσικό περιβάλλον.
Στην ίδια την Ελλάδα η περσική επιρροή άρχισε να αναπτύσσεται όταν εντατικοποιήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και των ελληνικών πόλεων. Ορισμένα σχήματα αττικών αγγείων και ορισμένες διακοσμήσεις επιφάνειας εμπνέονται άμεσα από την περσική μεταλλοτεχνία. Η αυτοκρατορική αχαιμενιδική εικονογραφία επίσης επηρέασε κάποιους αττικούς ζωγράφους, όπως αυτόν που απεικόνισε τον βασιλέα Μίδα ένθρονο ως Μεγάλο Βασιλέα σε μια στάμνο (δοχείο κρασιού) που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (Ε447). Στο πεδίο της αρχιτεκτονικής οι Έλληνες πιθανόν να άντλησαν από τους Πέρσες τις υπόστυλες αίθουσές τους, όπως το Τελεστήριο της Ελευσίνας ή το Ωδείο του Περικλή, χτισμένο με πρότυπο το αντίσκηνο του Ξέρξη. Μια προτίμηση για περσικά ενδύματα, όπως η κάνδυς, αναπτύχθηκε μεταξύ των Αθηναίων ανδρών και γυναικών το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα.
Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου και η περίοδος των Σελευκιδών
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Αχαιμενιδική αυτοκρατορία μεταξύ 334 και 324 π.Χ. και η υπαγωγή της Ανατολής υπό ελληνικό πολιτικό έλεγχο άλλαξε την κατάσταση και έδωσε στον ελληνισμό πολύ μεγαλύτερη σημασία. Η ελληνική κουλτούρα ήταν πλέον κουλτούρα των κυβερνώντων, ενώ πριν ήταν η κουλτούρα όσων ήταν υπόδουλοι στους Πέρσες. Για να παγιώσουν αυτή την κατάκτηση, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι Σελευκίδες βασιλείς που τον διαδέχτηκαν ίδρυσαν αποικιακές εγκαταστάσεις με σκοπό να διαιρέσουν και να ελέγξουν την περιοχή. Κάποιες ήταν απλά στρατιωτικές εγκαταστάσεις κατειλημμένες από φρουρές. Οι πιο σημαντικές ήταν πραγματικοί οικισμοί. Κάποιοι από αυτούς είχαν καθεστώς ελληνικών πόλεων, με παραδοσιακούς θεσμούς και ικανότητα να αυτοδιοικούνται. Αλλά όλοι κατοικούνταν από Ελληνο-Μακεδόνες, που εξακολουθούσαν να ζουν ως Έλληνες και διατηρούσαν επαφές με τους τοπικούς πληθυσμούς. Ο σκοπός του Αλέξανδρου και των Σελευκιδών δεν ήταν να εξελληνίσουν αυτούς τους πληθυσμούς ώστε να τους εντάξουν στον ελληνικό κόσμο. Αυτό που ήθελαν ήταν να κάνουν την πολιτική κατάκτηση αποτελεσματική και να την παγιώσουν. Αλλά η διάδοση του ελληνισμού ήταν αναπόφευκτη. Από την άλλη, οι Έλληνες ελάχιστα εξανατολίστηκαν. Η περίπτωση του Πευκέστα παραμένει εξαίρεση· αυτός, ως στρατηγός του Αλεξάνδρου είχε γίνει σατράπης της Περσίας, έμαθε τη γλώσσα των υπηκόων του, μυήθηκε στα έθιμά τους και υιοθέτησε το ντύσιμό τους. Αν εξαιρέσουμε αυτή την περίπτωση, το να γίνει κανείς μέλος της ελίτ σήμαινε να μοιράζεται έναν τρόπο ζωής σημαδεμένο από ελληνικά έθιμα. Οι τοπικοί πληθυσμοί που προσπαθούσαν να συνεργασθούν και να γίνουν μέλη αυτής της ελίτ έπρεπε να εξελληνιστούν.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη κατά την Αχαιμενιδική περίοδο, η εξάπλωση της ελληνικής κουλτούρας δεν σταμάτησε στις δυτικές παρυφές της Μικράς Ασίας. Οι Σελευκίδες βασιλείς ίδρυσαν αποικίες σε όλη την επικράτειά τους· κάθε περιφέρεια ελεγχόταν από μια πρωτεύουσα στην κεφαλή ενός δικτύου οικισμών. Έτσι, ο Σέλευκος ο Α’ ίδρυσε την Σελεύκεια επί του Τίγρη στη Μεσοποταμία και έκανε τα Βάκτρα κατοικία του στην κεντρική Ασία. Αυτές οι δύο πόλεις, και ειδικά η Σελεύκεια, έγιναν σημαντικά κέντρα εξάπλωσης της ελληνικής κουλτούρας. Το δίκτυο των εγκαταστάσεων που χτίστηκαν στο ιρανικό υψίπεδο ήταν λιγότερο πυκνό. Καμιά πόλη δεν έπαιξε τον ίδιο ρόλο με τα Βάκτρα ή τη Σελεύκεια επί του Τίγρη. Τα Εκβάτανα, που ήταν στρατηγικά εγκατεστημένα πάνω σ’ έναν από τους δρόμους που οδηγούν από την Μεσοποταμία στην κεντρική Ασία, ήταν ένα πολύ σημαντικό βασιλικό νομισματοκοπείο· παρά τις ανασκαφές όμως που πραγματοποιήθηκαν εκεί, ελάχιστα πράγματα είναι ακόμα γνωστά για την πόλη. Αυτή η εντύπωση των αραιών οικισμών εν μέρει οφείλεται στις ελάχιστες πληροφορίες, αλλά φαίνεται ότι η ελληνική παρουσία ήταν λιγότερο έντονη στο Ιράν. Ωστόσο κάποιοι οικισμοί είναι γνωστοί. Υπήρχαν στρατιωτικές βάσεις με φρουρές, όπως αυτές στην είσοδο της Μηδίας Ατροπατηνής, στο σπήλαιο Καραφτό και στο Αβρομάν. Επιπροσθέτως, επιγραφές καταμαρτυρούν ίχνη από τουλάχιστον δύο ελληνικές πόλεις. Η πρώτη είναι η Λαοδίκεια κοντά στο Νεχαβάντ, τα ερείπια της οποίας έχουν βρεθεί αλλά όχι ανασκαφθεί. Κάποια μπρούτζινα αντικείμενα, ένας λίθινος βωμός και τρείς ελληνικές επιγραφές πιστοποιούν την παρουσία ελληνικής κοινότητας. Η κοινότητα αυτή έλαβε επιστολή από τον σατράπη Μενέδημο, που διαβίβαζε την απόφαση του βασιλιά Αντιόχου του Γ΄ για τη θέσπιση λατρείας προς τιμήν της συζύγου του Λαοδικείας. Ο Μενέδημος έγραψε για το ίδιο θέμα στον υπεύθυνο της στρατιωτικής περιφέρειας του Κερμανσάχ. Η δεύτερη ελληνική πόλη είναι η Αντιόχεια της Περσίας, εγκατεστημένη κοντά στο σημερινό Μπουσέχρ, γνωστή από μια επιγραφή που βρέθηκε στην Τουρκία στη Μαγνησία του Μαιάνδρου από τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Η πόλη, που ιδρύθηκε από τον Αντίοχο τον Α΄, κατοικήθηκε εν μέρει από αποίκους από τη Μαγνησία. Με την προοπτική να οργανώσει μια πανελλήνια θρησκευτική εορτή, κάλεσε τις πόλεις του ελληνικού κόσμου να την αναγνωρίσουν. Ανάμεσα σε αυτές τις πόλεις ήταν η Αντιόχεια, με την οποία η Μαγνησία είχε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις λόγω του κοινού τους παρελθόντος. Αυτή η μαρτυρία δείχνει πως μια πόλη, ακόμα και αν ήταν εγκατεστημένη στο Ιράν, δεν είχε καμιά διαφορά από μια παλιά ελληνική πόλη. Οι θεσμοί της ήταν ίδιοι με αυτούς της Αθήνας και λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο. Οι Αντιοχείς μετείχαν στην πολιτιστική ζωή του ελληνικού κόσμου στέλνοντας αντιπροσωπείες στους πανελλήνιους εορτασμούς, όπως αυτοί των Δελφών. Αυτός ήταν ο τρόπος για να δείξουν ότι ανήκουν στην ελληνική κοινή. Πληροφορίες υπάρχουν και για τα Σούσα. Από την βασιλεία του Σέλευκου του Α΄, δηλαδή κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, είχε το όνομα Σελεύκεια του Ευλαίου. Οι άνθρωποι ελληνικής καταγωγής στα Σούσα ζούσαν σε ένα ελληνικό περιβάλλον. Η αναφορά σε κάποιον αξιωματούχο υπεύθυνο για το γυμνάσιο καθιστά την παρουσία του γυμνασίου όλο και πιο πιθανή, δεδομένου ότι το τελευταίο έγινε το βασικό κέντρο για τη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας. Υπήρχε επίσης στάδιο. Άρα, αυτές οι ελληνικές κοινότητες στο Ιράν δεν εγκατέλειψαν τον παραδοσιακό ελληνικό τρόπο ζωής.
Στην κεντρική Ασία στο Άι Χανούμ [Āy Ḵānom], συναντάμε τον πιο γνωστό ελληνικό οικισμό. Πιθανόν ιδρύθηκε από τον Σέλευκο τον Α΄, γύρω στα 220 χιλ. ανατολικά των Βάκτρων, καταστράφηκε μεταξύ 150 και 120 π.Χ. από επιθέσεις νομάδων, και εν συνεχεία δεν κατοικήθηκε πολύ, πράγμα που κάνει την διερεύνησή του ευκολότερη. Ήλεγχε την είσοδο στη Βακτριανή κατά μήκος του βορειοανατολικού διαδρόμου εισβολής έτσι ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Μια κανονική πόλη αναπτύχθηκε εκεί, ειδικά όταν ο ελληνο-βακτριανός βασιλέας Ευκρατίδης την έκανε πρωτεύουσά του με το όνομα Ευκρατίδεια λίγο πριν την καταστροφή της. Τα κτίρια ήταν φτιαγμένα από άψητα τούβλα, σύμφωνα με τα τοπικά αρχιτεκτονικά πρότυπα, αλλά η πόλη είχε τις συνηθισμένες υποδομές μιας ελληνικής πόλης –ένα θέατρο, ένα γυμνάσιο και μια κρήνη. Το παλάτι, χτισμένο με ανατολίτικο σχέδιο, περιλάμβανε περίστυλα αίθρια ελληνικού τύπου. Επίσης ελληνικά ήταν η δωρική ή κορινθιακή αρχιτεκτονική διακόσμηση και τα βοτσαλωτά μωσαϊκά που κάλυπταν τα πατώματα κάποιων δωματίων. Πολλά αγάλματα λίθινα ή κεραμικά ολοκλήρωναν το ελληνικό περιβάλλον. Οι κάτοικοι ομιλούσαν την κοινή ελληνική και μια από τις επιγραφές είναι λόγια του φιλόσοφου Κλεάρχου του Σολέως που πέρασε από εκεί. Περιέχει «Δελφικά παραγγέλματα» που ορίζουν το ιδανικό των Ελλήνων ανδρών. Στο θησαυροφυλάκιο έχουν βρεθεί επίσης ένα απόσπασμα φιλοσοφικού διαλόγου και δύο αποσπάσματα θεατρικών έργων.
Έτσι ο ελληνισμός ρίζωσε στην Ανατολή και μάλιστα εξακολούθησε να επιβιώνει μέχρι πολύ μετά την εξαφάνιση των ελληνικών κρατών. Είναι δύσκολο να μετρηθεί η αντίδραση των ιρανικών πληθυσμών στην εισβολή μιας ξένης κουλτούρας και την επίδρασή της στους τοπικούς τρόπους ζωής. Η διαθέσιμη τεκμηρίωση είναι ανεπαρκής και αποσπασματική και σπάνια αναφέρεται σε ατομικότητες. Ο μόνος τρόπος να εισχωρήσεις στην ελίτ ήταν να υιοθετήσεις την κουλτούρα και τον τρόπο ζωής της, τουλάχιστον εξωτερικά. Μπορεί να υποτεθεί ότι συγκεκριμένος αριθμός Ιρανών εξελληνίστηκαν. Ήταν κυρίως στα μέρη όπου ήταν συγκεντρωμένος ελληνικός πληθυσμός και υπήρχαν στενές επαφές, δηλαδή στο αστικό περιβάλλον. Το ιρανικό υψίπεδο δεν φαίνεται να είχε σημαντικά αστικοποιηθεί, αλλά είναι απίθανο ο αγροτικός πληθυσμός να έμεινε τελείως αποκομμένος από ελληνικές επιρροές. Η ένταξη Ιρανών στρατιωτών στο στρατό των Σελευκιδών και η ανάγκη των Ελλήνων να βρουν συζύγους από τους τοπικούς πληθυσμούς θα πρέπει να οδήγησε σε επαφές. Τα Σούσα μάς παρέχουν περαιτέρω πληροφορίες Ανάμεσα στα κύρια ονόματα που εμφανίζονται στις ελληνικές επιγραφές, δεν υπάρχει κανένα ιρανικής προέλευσης. Αυτό μπορεί να είναι ένδειξη πως η ελίτ ήταν κλειστή και ο τοπικός πληθυσμός δεν ήταν μέρος της. Αλλά η συνήθεια το ίδιο άτομο να έχει ένα ελληνικό και ένα τοπικό όνομα, που ήταν πολύ γνωστή στην Αίγυπτο, μαρτυρείται και στο βασίλειο των Σελευκιδών, έτσι ελληνικά ονόματα μπορεί να κρύβουν Ανατολίτες. Το παράδειγμα των κοροπλαστών στα Σούσα δίνει περισσότερα στοιχεία για ανάλυση. Οι περισσότεροι από αυτούς τους τεχνίτες ήταν Ανατολίτες, αλλά ήταν ικανοί να αφομοιώσουν νέες τεχνικές τις οποίες εισήγαγαν στην Εγγύς Ανατολή Έλληνες τεχνίτες. Ήταν επίσης ικανοί να παράγουν πολυάριθμους εικονογραφικούς τύπους ελληνικής προέλευσης, κάνοντας ελάχιστες λανθασμένες ερμηνείες. Μπορούσαν λοιπόν να δουλέψουν «α λα ελληνικά». Αλλά αυτοί οι νεωτερισμοί δεν είχαν καμιά επιρροή στην λειτουργία των εργαστηρίων ή στην οργάνωση της παραγωγής, και τα κύρια χαρακτηριστικά της κοροπλαστικής της αρχαίας Εγγύς Ανατολής είναι ακόμη ορατά σε αυτά. Οι τεχνίτες έτσι εξακολούθησαν να επηρεάζονται βαθιά από τις υφολογικές συλλήψεις της Εγγύς Ανατολής.
Ανάμιξη ή συνύπαρξη των πολιτισμών;
Υπάρχει συχνά μια τάση να βλέπουμε αυτές οι επαφές από δύο διαφορετικές πλευρές. Ο G. Droysen συνάγει πως ένας νέος πολιτισμός γεννήθηκε από την ανάμιξη ελληνικών και ανατολίτικων πληθυσμών. Αυτή η άποψη έχει υποστεί σοβαρή κριτική, έχει υποστηριχθεί ότι, αντιθέτως, οι ελληνικές και οι ανατολικές κουλτούρες συνυπήρξαν χωρίς να συναντηθούν μεταξύ τους. Η κατάσταση στην πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη. Η πολιτιστική ενσωμάτωση προϋποθέτει διαφορετικούς βαθμούς αντίδρασης από τους πληθυσμούς που αντιμετωπίζουν την εισβολή ενός ξένου πολιτισμού. Θα πρέπει κανείς να μιλά για κάθε συγκεκριμένο άτομο, διότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που ξεκινά από την απόλυτη αποδοχή της ελληνικής κουλτούρας και φτάνει μέχρι την απόλυτη απόρριψή της, με ένα μεγάλο αριθμό ενδιάμεσων περιπτώσεων. Το παράδειγμα των κοροπλαστών στα Σούσα δείχνει ότι κάποιος μπορεί να ήταν ικανός να υιοθετήσει ξένες συνήθειες, παραμένοντας την ίδια στιγμή βαθιά πιστός στις δικές του πολιτισμικές παραδόσεις. Η κατάσταση επίσης είναι διαφορετική όταν δεν την παρατηρούμε πλέον σε ατομικό επίπεδο αλλά σε κοινωνικό. Η συνύπαρξη πληθυσμών διαφορετικής προέλευσης μέσα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο έχει ως αποτέλεσμα υποχρεωτικές επαφές που βρίσκονται στην βάση της δημιουργίας νέων κοινωνιών. Αυτές χαρακτηρίζονται από την παραθετική συνύπαρξη των διαφορετικής προέλευσης και κουλτούρας πολιτισμών, οι οποίοι δεν αναμειγνύονται πάντα, παρεκτός στο επίπεδο των ελίτ, και από την εμφάνιση κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών που γεννιούνται από τη συνάντηση ανάμεσα στις κουλτούρες τους. Γι’ αυτό το λόγο, η σύλληψη του Ντρόυζεν είναι αμφιλεγόμενη επειδή είναι υπερβολικά συστηματική. Μπορούμε π.χ. να διαχωρίζουμε μια κουλτούρα της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, μια της Βακτριανής ή μια της κάτω Μεσοποταμίας. Καθεμιά από αυτές τις πολιτισμικές οντότητες έχει το δικό της καλλιτεχνικό ρεπερτόριο. Στην κάτω Μεσοποταμία, υπάρχουν πολυάριθμες αναπαραστάσεις με φιγούρες σε στατική και αυστηρά μετωπική στάση, μεταξύ τους και κάποιες που δείχνουν ελληνικές. Επίσης, το εικονογραφικό ρεπερτόριο απαντά μόνο στην περιοχή αυτή και περιλαμβάνει μοτίβα που δεν ανευρίσκονται ούτε εκεί παλιότερα, ούτε στην Ελλάδα. Αντίστοιχα φαινόμενα ίσως να συνέβαιναν και στο ιρανικό υψίπεδο, αλλά δεν έχουμε πολλά τεκμήρια γι’ αυτό. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι αυτή η περιοχή, και ειδικά η Περσία, ήταν κέντρο αντίστασης κατά του ελληνισμού, όπως έχει ειπωθεί κατά καιρούς. Υπήρξαν κάποια αντιστασιακά κινήματα την περίοδο της κατάκτησης του Αλέξανδρου· αλλά μετά την ευφυή διοίκηση του Πευκέστα, την οποία διαδέχτηκε εκείνη των Σελευκιδών, η ελληνική κυριαρχία δεν αμφισβητήθηκε πια. Η άνοδος της δυναστείας των φραταράκα (βλ. λ.) στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα δεν αποδυνάμωσε την δυναστεία των Σελευκιδών, παρόλο που εκείνοι ήταν Ζωροαστριστές και ισχυρίζονταν ότι ανήκουν στους Αχαιμενίδες. Πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ελληνισμός ευημερούσε στην Ανατολή, και, αν άλλαξε συνεπεία της επαφής του με τοπκές παραδόσεις, αυτό συνέβη αθέλητα και χωρίς κάποια συνειδητή πολιτική εκμέρους των Σελευκιδών. Οι τελευταίοι εγκαινίασαν και συνέχισαν την εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολή· υποστήριξαν γενναία την καλλιτεχνική και διανοητική δημιουργία· αλλά η μοίρα των κοινοτήτων που σχηματίστηκαν εκεί, και η μοίρα του ελληνισμού, ήταν ανεξάρτητες από τις πράξεις τους. Οι ελληνικές αυτές κοινότητες άντεξαν στο χρόνο, και ο ελληνισμός συνέχισε να αναπτύσσεται και να αλλάζει ακόμη και μετά την κατάρρευση των Σελευκιδών. Αυτό δείχνει πόσο δυναμισμό είχαν οι νέες κοινωνίες και κουλτούρες που προέκυψαν από τη συνάντηση μεταξύ ελληνικών και ανατολικών πολιτισμών.
[1] Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία.
[2] Σήμερα το όνομα απαντάται στον Άγιο Βαραδάτο από την Συρία.
[i] Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση του πρώτου μέρους του λήμματος Laurianne Martinez-Sève, «HELLENISM», Encyclopædia Iranica, XII/2, pp. 156-164. Απόδοση-επιμέλεια: Μαρία Σαρρή, Άκης Γαβριηλίδης.
Πειριμένουμε το β΄ μέρος.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ο Ελληνισμός ξεκίνησε επίσημα κατά τους Περσικούς Πολέμους. Ως ιδέα προϋπήρχε ήδη απ’ τον Τρωικό Πόλεμο. Οι προσεγγίσεις τύπου λαϊκής, όπου πωλούνται λάχανα, λεμόνια, ιστορία, σκέψη και χουρμάδες μας αφήνουν αδιάφορους….
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
α) Ποιοι είστε εσείς που «σας αφήνουν αδιάφορους»; Οι Xr;
Πόσοι είναι αυτοί;
β) Όχι, δεν σας αφήνουν αδιάφορους. Λέτε ψέματα.
Αν σας άφηναν αδιάφορους, απλώς δεν θα τις διαβάζατε. Δεν θα μπαίνατε στον κόπο να γράψετε σχόλιο για να τις απαξιώσετε.
Άρα λοιπόν δεν σε/ σας αφήνουν αδιάφορο(υς). Σε ενοχλούν και θέλεις να τις καταπολεμήσεις.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν κατάλαβα. Αποδέχεστε λοιπόν ότι είναι προσεγγίσεις της λαϊκής, να συμπεράνω.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Και γιατί θέλετε να καταλάβετε; Αφού δεν σας ενδιαφέρει.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Θέλω να διαπιστώσω αν αυτό που κατάλαβα, ότι δηλαδή πρόκειται για τελείως επιφανειακή και στρεβλή προσέγγιση, που ξεκινά με λογικά κι ιστορικά άλματα, είναι ενσυνείδητο, ώστε να μ’ αφήσει στ’ αλήθεια αδιάφορο, εμένα κι όσους τέλος πάντων ενδιαφέρονται κατά κάποιο τρόπο, για ιστορικά θέματα. Σ΄ αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσα να συμβάλω να βελτιωθεί η οπτική σας για το θέμα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Η οπτική τίνος;
Ούτως ή άλλως, η κυρία η οποία έγραψε το παραπάνω λήμμα δεν πρόκειται να διαβάσει την όποια συμβολή σας, και πιθανότατα δεν γνωρίζει (νέα) ελληνικά.
Το αν ένα γραπτό είναι «ενσυνείδητο» ή όχι είναι ένα ερώτημα παντελώς αδιάφορο. Κάθε κείμενο έχει στοιχεία τα οποία είναι συνειδητά σε εκείνη που το γράφει και άλλα που δεν είναι. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια είναι ποια, και ούτε θα μας βοηθούσε σε κάτι.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!