της Σοράγια Λουνάρντι και του Δημήτρη Δημούλη
Οι δημοσιογράφοι που σχολιάζουν τον επικείμενο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία επισημαίνουν τον φασιστικό κίνδυνο, τον ανερχόμενο «νεοφασισμό», τον κίνδυνο δικτατορίας και άλλα ανάλογα. Επικρατέστερος υποψήφιος είναι ο Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρο (sic για το Μεσσίας). Πρόκειται για απόστρατο, στην ουσία απότακτο, λοχαγό του βραζιλιανού στρατού, ο οποίος από το 1988 κάνει πολιτική καριέρα. Πέρασε από εννέα κόμματα και υποστήριζε πάντα την εκάστοτε κυβέρνηση, αρεσκόμενος σε εμπρηστικά λογίδρια και σε φράσεις καφενείου.
Η προεκλογική του εκστρατεία το 2018 βασίστηκε στο τρίπτυχο Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, με έμφαση:
- στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας (αύξηση των ποινών, περαιτέρω νομιμοποίηση της σοβούσας αστυνομικής βίας, γενικό δικαίωμα οπλοφορίας),
-
στο μίσος για τους gay και τους «τεμπέληδες» ινδιάνους,
-
σε αναφορές στο φυσικό ρόλο των γυναικών και σε ύβρεις για τις «καριόλες» (cadelas, κατά λέξη: σκύλες) που είναι υπέρ των εκτρώσεων και του φεμινισμού και δεν ασχολούνται με τα οικιακά,
-
σε ύβρεις εναντίον αριστερών, ναρκομανών και καλλιτεχνών (κατά την άποψη του Λοχαγού, αυτές οι κατηγορίες ταυτίζονται),
-
σε ύμνους για τη στρατιωτική δικτατορία (1964-1985) που έσωσε τη χώρα από τον κομμουνισμό και καταδίωξε τους «τρομοκράτες».
Συνιστούν τα ανωτέρω φασισμό; Δεν το νομίζουμε. Από ιδεολογική άποψη πρόκειται για μια σαφώς ακροδεξιά πολιτική. Δεδομένου ότι στη Βραζιλία δεν υπάρχει ζήτημα μετανάστευσης, θεωρούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι εσωτερικές μειονότητες και γίνεται βέβαια άμεση επίθεση στην αριστερά. Αξιοσημείωτο και το ότι ο Μπολσονάρο θεωρεί πρότυπα έθνη τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα.
Ο Μπολσονάρο δρα με τη βοήθεια των παιδιών του, επίσης πολιτικών, και ενός στενού κύκλου εμπίστων. Ούτε μεγάλα μήντια ούτε χρηματοδοτήσεις ούτε μηχανισμοί μια και η υποψηφιότητά του δεν στηρίχθηκε από κανένα σημαντικό πολιτικό ή συνδικαλιστικό σχηματισμό. Δεδομένοι ότι η νομοθεσία επιβάλλει οι υποψήφιοι Πρόεδροι να είναι μέλη κόμματος, ο Μπολσονάρο διαπραγματεύθηκε με διάφορα μικρά κόμματα και τελικά προσχώρησε στο PSL (Partido Social Liberal) που εξέλεξε έναν μόνο βουλευτή στις εκλογές του 2014 και ουσιαστικά δεν έχει μέλη.
Η εκστρατεία του Μπολσονάρο βασίζεται σε σύντομα βίντεο και σε μηνύματα σε κινητά, μέσω της πολύ διαδεδομένης στη Βραζιλία εφαρμογής whatsapp. Οι οπαδοί του στέλνουν διαρκώς σε ομάδες «φίλων» καρικατούρες και απλουστευτικές ρήσεις. Είμαστε πολύ μακριά από τις αντιλήψεις και από τους τρόπους δράσης των φασιστικών οργανώσεων. Εκτός και εάν χρησιμοποιούμε τη λέξη φασισμός ως βρισιά για τους αντιπάλους μας.
Ένα ιδιαίτερο (και πρωτόγνωρο για τη Βραζιλία των τελευταίων τριάντα ετών) στοιχείο είναι η σαφής σύνδεση του Μπολσονάρο με το στρατό. Υποψήφιος αντιπρόεδρος είναι ο στρατηγός Αμίουτον Μοουράο, γνωστός για τις ακροδεξιές θέσεις του και αποστρατευθείς επειδή υποστήριξε στρατιωτική επέμβαση εναντίον της κυβέρνησης Τζίουμα Ρουσέφ. Πολλά στελέχη του Μπολσονάρο που εξελέγησαν βουλευτές είναι στρατιωτικοί ή αστυνομικοί. Η δε σκιώδης κυβέρνηση έχει απόστρατους ως υπουργούς στην Άμυνα και στις Υποδομές. Όλα αυτά δείχνουν την άμεση σύνδεση του Μπολσονάρο με το «βαθύ κράτος» και με τις εθνικοπατριωτικές ιδέες. Αλλά δεν νομίζουμε ότι επιτρέπουν να μιλάμε για φασισμό.
Ακροδεξιά και ακροφιλελευθερισμός
Εξίσου βασικό είναι κάτι που αποσιωπείται από το διεθνή τύπο και τους ανά τον κόσμο βραζιλιολόγους (brazilianists). Το ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα. Ο Μπολσονάρο, γνωστός ως «Λοχαγός» ή «Μύθος», δηλώνει ότι δεν έχει ιδέα από οικονομία και εμπιστεύεται απόλυτα τον Δρ. Πάολο Γκέντες, τον οποίο προορίζει για υπερυπουργό οικονομίας. Διδάκτορας οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγου και καθηγητής μακροοικομίας στη Λατινική Αμερική, ο Γκέντες πλούτισε ως διευθυντικό στέλεχος τραπεζών και χρηματιστηριακών εταιρειών. Μιλά ασταμάτητα στη τηλεόραση σε ένα είδος παραληρήματος, στο οποίο εξυμνεί τον Τοκβίλ και αποδίδει όλα τα κακά του κόσμου στη γαλλική επανάσταση, και ιδίως στο Ροβεσπιέρο που έφερε τον κρατικισμό στον κόσμο και προκάλεσε πληθωρισμό, με αποτέλεσμα οι φτωχοί Γάλλοι να μην μπορούν να αγοράζουν ψωμί και να ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος.
Ανάμεσα σε αυτές τις ανοησίες, ξεχωρίζουν τα εξής στοιχεία της μελλοντικής οικονομικής πολιτικής Γκέντες.[1]
Πρώτον, τάχιστη ιδιωτικοποίηση όλων των κρατικών επιχειρήσεων με σημαντικότερο τον κολοσσό Πετρομπράς. Από αυτές τις πωλήσεις αναμένει να εισπράξει ένα τρις δολάρια που θα χρησιμοποιήσει για να μειώσει το κρατικό χρέος (σήμερα περίπου 80% του ΑΕΠ). Ακολούθως διατείνεται ότι θα πουλήσει τα κρατικά ακίνητα, αναμένοντας να συλλέξει δύο τρις δολάρια. Σκοπός του είναι να μηδενιστεί το κρατικό χρέος. Στο εξής, το Δημόσιο δεν θα δανείζεται και ενόσω υπάρχουν ελειμματικοί προϋπολογισμοί, θα χρησιμοποιούνται τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων για να εξισορροπούνται οι δημόσιοι λογαριασμοί.
Δεύτερον, θα μειωθούν οι συντάξεις, θα αυξηθεί το όριο ηλικίας και θα δημιουργηθεί ένα νέο είδος συμβολαίων εργασίας χωρίς εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας. Όποιος θέλει να εργάζεται ως μισθωτός μπορεί να ακολουθεί το παραδοσιακό νομικό καθεστώς με τα προβλεπόμενα εργατικά δικαιώματα. ‘Οποιος όμως «δεν θέλει» αυτά τα δικαιώματα, θα ακολουθεί το νέο καθεστώς, στο οποίο ο εργαζόμενος θα διέπεται αποκλειστικά από το συμβόλαιο εργασίας, χωρίς νομική στήριξη.
Τρίτον, θα μειωθούν οι φόροι των επιχειρήσεων (επ’ αυτού δεν υπάρχει μεγάλη σαφήνεια).
Τέταρτον, το εκπαιδευτικό σύστημα θα βασιστεί στην ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα (το κράτος θα δίνει «κουπόνια» με τα οποία οι γονείς θα πληρώνουν το ιδιωτικό σχολείο) και στην εκπαίδευση από απόσταση. Θα δοθεί έμφαση στη βασική εκπαίδευση, κάτι που σημαίνει ότι θα μειωθεί η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων (φωλιές κομμουνιστών κατά τους μπολσοναρικούς).
Είναι εφικτά τα παραπάνω; Αρκετοί παρατηρητές επισημαίνουν ότι τόσο ριζικές αλλαγές δεν μπορεί να υλοποιηθούν στη Βραζιλία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει ανάγκη τη συναίνεση του Κοινοβουλίου, το οποίο αποτελείται πλέον από τριάντα κόμματα στη Βουλή των Αντιπροσώπων (για 513 έδρες) και από 21 κόμματα στη Γερουσία (για 81 έδρες). Πρόκειται για κατακερματισμό χωρίς προηγούμενο στη Βραζιλία. Οι περισσότεροι πολιτευόμενοι εκλέγονται με κόμματα χωρίς σαφή ιδεολογία και γραμμή και ενδιαφέρονται μόνον για θέσεις στελεχών σε κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις και για (νόμιμες ή παράνομες) κρατικές ενισχύσεις.
Οι προηγούμενοι Πρόεδροι χρησιμοποιούσαν αυτό το κίνητρο για να κυβερνούν με βάση μια ετερόκλητη πολιτικά πλειοψηφία που αποκλήθηκε «προεδρικό σύστημα ευρέων συμμαχιών» (presidencialismo de coalizão). Από τη στιγμή που η Τζίουμα Ρουσέφ από το 2015, πιεζόμενη από τη δικαστική διερεύνηση σκανδάλων και από την οικονομική κρίση, δεν κατάφερε να διατηρήσει αυτή την ετερόκλητη συμμαχία διανέμοντας χρήματα και αξιώματα, οι πρώην κυβερνητικοί εταίροι αποστασιοποιήθηκαν και την καθαίρεσαν το 2016 με φαιδρά προσχήματα.
Θα μπορέσει ο Μπολσονάρο να πείσει τους νομοθέτες να καταργήσουν μέσω ιδιωτικοποίησης τη βασική πηγή εσόδων και γοήτρου για τους ίδιους; Δεν φαίνεται πολύ πιθανό. Ίσως αυτό αποτρέψει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και ίσως ο «Μύθος» περιοριστεί στη μείωση μισθών και συντάξεων και στην ακροδεξιά στροφή σε κοινωνικά ζητήματα. Ο χρόνος θα το δείξει.
Είναι ενδεικτικό επ’αυτού ότι ο Μπολσονάρο κάνει αντιφατικές δηλώσεις. Ενώ λέει ότι εμπιστεύεται πλήρως τον Γκέντες (ή πάντως κατά «90%»), δηλώνει και ότι από τις 150 κρατικές επιχειρήσεις θα ιδιωτικοποιήσει μόνον τις 100 (θαυμάστε επιστημονική ακρίβεια!) και πάντως όχι τις σημαντικότερες. Αν όμως η Πετρομπράς, η ενεργειακή Φούρνας και οι δύο κρατικές τράπεζες παραμείνουν στο κράτος, τίποτε σημαντικό δεν αλλάζει.
Αυτές οι αντιφατικότητες είναι ευεξήγητες σε μια προεκλογική εκστρατεία για πλειοψηφική εκλογή, όπου ο υποψήφιος προσπαθεί να εμφανισθεί πολυσυλλεκτικός. Το σίγουρο είναι πάντως ότι ο Μπολσονάρο εγκαταλείπει τη θεώρηση του κράτους ως μοχλού της οικονομίας και της «ανάπτυξης» που αποτέλεσε κεντρικό πολιτικοοικονομικό στοιχείο της Βραζιλίας από το 1930 ως σήμερα, με ιδιαίτερα έντονους κρατικιστές τους δικτάτορες που ο Μπολσονάρο τόσο επαινεί.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η πολιτική παρέμβαση και υπόσχεση του Μπολσονάρο και η αποδοχή τους από τους βραζιλιάνους καπιταλιστές δεν μπορεί γίνουν κατανοητές χωρίς να λάβουμε υπόψη την ακροφιλελεύθερη διάστασή τους.
«Λιγότερο Marx και περισσότερο Mises», ζητούν οι μπολοσοναρικοί σε συνέδρια και διαδηλώσεις. Είναι ακροδεξιοί και ακροφιλελεύθεροι.
[1] Συνεντεύξη Γκέντες σε δημοσιογράφους τον Αύγουστο του 2018. Eδώ το εκλογικό πρόγραμμα του κόμματος Μπολσονάρο.
Η συγγραφέας και ο συγγραφέας ζούν στο Σάο Πάολο και διδάσκουν συνταγματικό δίκαιο.