Έθνος κράτος,Γλώσσα,Ιστορία,Κινηματογράφος,Μουσική

Ποιος έκαψε το Τσιάμπασιν;

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Στον Ελευθέριο Βενιζέλο του Παντελή Βούλγαρη υπάρχει μια σκηνή από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη το 1912, στην οποία εμφανίζεται ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και λοιποί αξιωματικοί να μπαίνουν στην πόλη, και εκεί μεταξύ άλλων να βρίσκουν «απλούς ανθρώπους του λαού» που έχουν στήσει γλέντι για να πανηγυρίσουν τη νίκη. Στους πανηγυρισμούς τους λοιπόν αυτούς, τραγουδούν … το γνωστό ποντιακό σουξέ «Εκάεν και το Τσιάμπασιν».

Η επιλογή αυτή αποτελεί χονδροειδή ιστορική ανακρίβεια. Δεν υπάρχει περίπτωση να συνέβη πραγματικά κάτι τέτοιο.

Το 1912, στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν Πόντιοι. Η μαζική τους εγκατάσταση στην –τότε όχι ακόμα- «πρωτεύουσα των προσφύγων», άρχισε αρκετά χρόνια αργότερα. Είναι αλήθεια ότι σε κάποια μέρη οι διωγμοί είχαν αρχίσει αρκετά νωρίς, πράγμα που οδήγησε κάποιους Ρωμιούς σε λιγότερο ή περισσότερο συντεταγμένη αναχώρηση ή/ και στην προσφυγιά. Ωστόσο, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι κάποιοι απ’ αυτούς είχαν καταλήξει στη Θεσσαλονίκη, αυτοί θα ήταν τόσο λίγοι, και τόσο πρόσφατα εγκατεστημένοι, ώστε είναι απολύτως απίθανο να είχαν προλάβει να εμπεδώσουν τη μουσική τους ως τυπική μορφή διασκέδασης μεταξύ του –ούτως ή άλλως μειοψηφικού στη Θεσσαλονίκη- ελληνικού πληθυσμού. Ώστε κατ’ ουδένα τρόπο δεν δικαιολογείται η εμφάνιση του τραγουδιού αυτού ως του τύπου μουσικής, ως της αυτονόητα πρώτης επιλογής στην οποία αυθόρμητα θα προσέτρεχαν οι  ελληνόφωνοι πληθυσμοί της πόλης για να εορτάσουν έναν εθνικό θρίαμβο.

Η επιλογή αυτή προφανώς απεικονίζει αυτό που –ίσως- θα συνέβαινε εάν η λεγόμενη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης συνέβαινε σήμερα –ή, ορθότερα, την εποχή που γυρίστηκε η ταινία (1980). Ένας τέτοιος αναχρονισμός όμως είναι ασυγχώρητος και αδικαιολόγητος για μια ταινία η οποία κατά λοιπά προσπαθεί –και ως επί το πλείστον επιτυγχάνει- να αναπαραστήσει με πιστότητα και με σεβασμό την εποχή. Υποθέτω ότι ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Λουκιανός Κηλαηδόνης, υπεύθυνος για τη μουσική της ταινίας, «δεν το είχε» ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, καθότι γέννημα θρέμμα της Κυψέλης· έτσι, βρήκε –είτε αυτός είτε γενικώς οι υπεύθυνοι της ταινίας- κάποιον «από κει» και του είπαν «ποιον έχετε στον τόπο σας; φέρε μας ένα παραδοσιακό συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη να μας παίξει κάτι παλιό και πανηγυρτζίδικο». Επειδή τοπικό φολκλόρ δεν υπάρχει, (η περιοχή ήταν αστικοποιημένη ήδη πολλούς αιώνες πριν το 1912, ενώ λίγο παραέξω η παραδοσιακή μουσική ήταν κυρίως ντόπια, μακεδόνικη, άρα απορριπτέα ως «βουλγαρική/ κομιταζήδικη»), η μόνη λύση που βρέθηκε πρόχειρη θα ήταν κάποιο ποντιακό συγκρότημα, το οποίο μεταμφιέσανε με κοστούμια εποχής και το κινηματογραφήσανε να παίζει υπό τα σιωπηλά αλλά επιδοκιμαστικά βλέμματα του στρατηλάτη διαδόχου[1].

 

Η απροσεξία όμως και η άγνοια αποτελούν μία μόνο, την πιο αθώα, ερμηνεία για τον αναχρονισμό αυτό. Η άλλη, την οποία ήδη εν μέρει υπαινίχθηκα, είναι η συνειδητή προσπάθεια αναδρομικής διόρθωσης της ιστορίας –περιλαμβανομένης και της «δημοτικής παράδοσης».

Η υποψία αυτή ενισχύεται από ένα επιπλέον στοιχείο που έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη εκδοχή του τραγουδιού που επιλέχθηκε να παρουσιαστεί. Διότι σε αυτήν υπάρχει ένας αναχρονισμός μέσα στον αναχρονισμό.

Σε ένα στίχο τού –ας πούμε- ρεφραίν, η αγνώστων στοιχείων τραγουδίστρια ακούγεται να λέει:

 

άιντε, άιντε, το κορτσόπον

σην Καλαμαριάν

θα σε πάρω και θα φύγω

μα την Παναγιά.

 

Την εκδοχή αυτή ομολογώ ότι δεν την είχα ακούσει πουθενά αλλού, μολονότι έχω υπόψη μου αρκετές εκτελέσεις του τραγουδιού, τόσο πριν όσο και μετά το 80.

Καταρχάς, η αναφορά στην Καλαμαριά καθιστά ακόμη πιο προφανές γιατί αποκλείεται ένα τέτοιο τραγούδι να τραγουδιέται εν έτει 1912: την περίοδο εκείνη, η περιοχή που αποκαλούμε σήμερα Καλαμαριά ήταν ακατοίκητη· είχε μόνο χωράφια και βάλτους (και ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο της γαλλικής αεροπορίας). Η ιδιαίτερη σύνδεση της περιοχής αυτής με τους Ποντίους προέκυψε τουλάχιστον μία δεκαετία αργότερα· αφού λοιπόν προέκυψε, κάποια στιγμή κάποιος κεμεντζετζής θα είχε την έμπνευση να τροποποιήσει τους στίχους ώστε να προσθέσει μία αναφορά στη νέα πατρίδα.

Η τροποποίηση όμως αυτή επέρχεται σε μία άλλη προηγούμενη τροποποίηση. (Όσοι είναι έστω λίγο εξοικειωμένοι με τα παραδοσιακά τραγούδια, θα γνωρίζουν ότι αυτά διαμορφώνονται ιστορικά ως ένα είδος παλίμψηστου).

Στην αρχική του μορφή, το τραγούδι (όπως γίνεται αντιληπτό από τον τίτλο του) θρηνεί για ένα πραγματικό συμβάν, μια πυρκαγιά που κατέστρεψε τον εν λόγω θερινό οικισμό στα υψίπεδα –τα παρχάρε– κοντά στην πόλη Ορντού. Οι στίχοι με τα παινέματα σε κορτσόπα προφανώς αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη και προέρχονται από άλλο, άσχετο τραγούδι.

Δεν έγκειται όμως προφανώς εκεί η εθνοκάθαρση του παρελθόντος.

Η παρεμβολή άλλου θέματος με ερωτικό περιεχόμενο στα ρεφραίν, δεν γίνεται εδώ για πρώτη φορά. Μεταξύ των πολλών, όπως ανέφερα, εκτελέσεων του τραγουδιού αυτού, υπάρχει τουλάχιστον μία ακόμη που ακούγεται σε κινηματογραφική ταινία. Όχι όποια κι όποια ταινία, αλλά στο «ποντιακό έπος» Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου του Απόστολου Τεγόπουλου. Εκεί, ο μεγάλος Πόντιος περφόρμερ Νίκος Ξανθόπουλος, πρωταγωνιστής της ταινίας, ευρισκόμενος στον Πόντο, συναντά κάποιους Τούρκους («κρυπτοχριστιανούς» βέβαια, όπως παρουσιάζονται στην ταινία) Ποντίους, και σε ένα τζάμινγκ με το τοπικό μουσικοχορευτικό συγκρότημα ερμηνεύει επίσης το Τσιάμπασιν/ Çaybaşı, σε μια εκδοχή που δίνει ακόμη μεγαλύτερη έκταση στην ερωτική ιστορία.

Untitled

Στο αντίστοιχο σημείο, η εκδοχή αυτή δεν λέει φυσικά τίποτε περί Καλαμαριάς, αλλά περιλαμβάνει ένα δίστιχο στα τουρκικά. Λέει δηλαδή:

 

haydi haydi gidelim

bizim odaya

[δηλ.: εμπρός, πάμε στο δωμάτιό μου]

θα σε πάρω και θα φύγω

μα την Παναγιά.

 

Η τουρκική φράση λοιπόν ομοιοκαταληκτεί με την Παναγιά, και μάλιστα η ομοιοκαταληξία αυτή είναι τεχνικά πιο άρτια και πετυχημένη απ’ όσο ο στίχος που κατέληγε στο Καλαμαριά.

Έτσι, το τραγούδι αυτό ακολουθεί την περίφημη συνήθεια των τροβαδούρων της Εγγύς Ανατολής και του Καυκάσου να χρησιμοποιούν περισσότερες από μία γλώσσες στα τραγούδια τους, την οποία έχει αναλύσει ο Ζάχος Παπαζαχαρίου στα βιβλία που έχει γράψει ως εθνομουσικολόγος (αλλά και έχει εφαρμόσει ο ίδιος στα τραγούδια που έχει γράψει ως στιχουργός).

Αυτός ο ηθελημένα σύμμικτος και υβριδικός χαρακτήρας των τραγουδιών, και του προφορικού πολιτισμού γενικά, πριν από την έλευση του έθνους κράτους, πέφτει θύμα αποσιώπησης –για να μην πούμε διάκλεισης [forclusion]- στην ταινία του Βούλγαρη. Η οποία έτσι εγγράφεται στην μακρά παράδοση των κρατικών διανοουμένων –όπως ο Νικόλαος Πολίτης από τον 19ο αιώνα, ή όπως η Μέλπω Μερλιέ τον 20ό, η οποία κάνει και ένα πέρασμα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο του Βούλγαρη, και η οποία είχε πείσει τον ιστορικά υπαρκτό Βενιζέλο να τραγουδήσει δύο ριζίτικα της Κρήτης ώστε να τον ηχογραφήσει- οι οποίοι εργάστηκαν συστηματικά για να κατασκευάσουν την έννοια και το κόρπους των «δημοτικών τραγουδιών», να επιτύχουν την πειθάρχηση του άναρχου στοιχείου που χαρακτήριζε την ανώνυμη μουσική και χορευτική παραγωγή πριν από το έθνος κράτος, και μάλιστα να αιχμαλωτίσουν και να εδαφικοποιήσουν τις γραμμές φυγής που αυτή διαρκώς χάραζε, εμφανίζοντάς τες προκαταβολικά ως τμήματα μίας αδιατάρακτης και μοναχικής τρισχιλιετούς (αλλά ουσιαστικά άχρονης) πορείας του ελληνισμού προς την «ολοκλήρωσή» του.

Θα θεωρούνταν ιεροσυλία να συγκρίνουμε τον Απόστολο Τεγόπουλο με τον Παντελή Βούλγαρη ως σκηνοθέτες, αλλά στο συγκεκριμένο ζήτημα του σεβασμού προς το τραγούδι και την ιστορική του διαδρομή ο πρώτος μάλλον παίρνει καλύτερο βαθμό.

[1] Πάντως στους τίτλους της ταινίας δεν βρήκα κάποια ένδειξη που να μας πληροφορεί ποιοι είναι αυτοί που παίζουν, τραγουδάνε ή χορεύουν στη σκηνή αυτή.

Κλασσικό

18 σκέψεις σχετικά με το “Ποιος έκαψε το Τσιάμπασιν;

  1. Ο/Η cortlinux λέει:

    Ενω θα συμφωνησω με το ολο κειμενο. Μαλιστα ως Ποντιος νοιωθω να με προσβαλλουν τετοιες σκηνοθετικες αυθαιρεσιες. Αλλα γενικα εισπραττω ως αναγνώστης, μπορει να κανω και λαθος, οτι θεωρει ο μελετητης οτι αυτες οι μεθοδοι αυτοπροσδιορισμού ενος εθνους ακουθηθηκαν ή ακολουθουνται μονο απο το ελληνικο κρατος. Τα αλλα κρατη ηταν δηλαδη εθνικα καθαρα ή δεν ακολουθησαν αντιστοιχες μεθοδους; Και πώς μπορει κανεις να αντιδρασει;

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Χαίρομαι που συμφωνείτε.
      Όσο τώρα για την εντύπωση ότι «μόνο από το ελληνικό κράτος» ακολουθούνται αυτές οι μέθοδοι, γιατί άραγε το «εισπράττετε» αυτό;
      Μόνο από τις αναρτήσεις σε αυτό εδώ το μπλογκ, ήδη από τους τίτλους τους μπορεί να βρει κανείς ενδείξεις που διαψεύδουν αυτή την εντύπωση.
      Κανένα απολύτως κράτος στην ιστορία δεν είναι εθνικά καθαρό. Η «καθαρότητα» είναι αδύνατο να επιτευχθεί στην πράξη· αποτελεί μία ιδεατή αφήγηση ή/ και έναν κανονιστικό στόχο για τα κράτη. (Ούτε καν όλα· υπάρχουν μερικά κράτη που το παραδέχονται και ρητά, ότι δεν είναι και ούτε θέλουν να είναι).

      Μου αρέσει!

      • Ο/Η cortlinux λέει:

        Έχει γίνει μάλλον ασυναίσθητα πιθανόν διότι συνήθως η κριτική σας γίνεται για τα πεπραγμένα του ελληνικού κράτους όπως και είναι λογικό. Θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη που σας παρεξήγησα. Κάποιες φορές υπερισχύει το θυμικό έναντι της λογικής και οδηγούμαστε σε λανθασμένα συμπεράσματα.

        Μου αρέσει!

  2. Ο/Η Ιάκωβος λέει:

    Ένα έργο τέχνης, όπως η ταινία του Π. Βούλγαρη, δεν είναι ιστορικό ντοκουμέντο. Κρίνεται, κυρίως, για το αισθητικό της και δευτερευόντως για το σεναριακό της αποτέλεσμα, για το οποίο λέτε πως: «ταινία η οποία κατά λοιπά προσπαθεί -και ως επί το πλείστον επιτυγχάνει- να αναπαραστήσει με πιστότητα και με σεβασμό την εποχή.» Μου φαίνεται ως μάλλον υπερβολική η κρίση πως η ταινία «είναι η συνειδητή προσπάθεια αναδρομικής διόρθωσης της ιστορίας –περιλαμβανομένης και της «δημοτικής παράδοσης»» διότι όλη σας η κριτική εξαντλείται σε ένα τραγούδι και όχι στο αν τα γεγονότα που παρουσιάζονται στην ταινία έχουν κάποια υπερβολή ή ιστορική ανακρίβεια. Τέτοια λάθη υπάρχουν σε όλες τις ταινίες που είτε αφηγούνται ιστορικά γεγονότα είτε εικονοποιούν λογοτεχνικά κείμενα.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Οι διακρίσεις που κάνετε είναι άκυρες.
      Το σεναριακό αποτέλεσμα είναι μέρος του αισθητικού, δεν είναι κάτι διακριτό απ’ αυτό.
      Το τραγούδι δεν είναι κάτι διακριτό από τα «γεγονότα που παρουσιάζονται στην ταινία». Είναι ένα από αυτά. Η κριτική μου εξαντλείται σε αυτό το τραγούδι και αποδεικνύει ότι η απεικόνιση του τραγουδιού αποτελεί ξεκάθαρα ιστορική ανακρίβεια.
      Εάν εσείς θεωρείτε ότι δεν αποτελεί ανακρίβεια, πείτε μας κάποιο επιχείρημα. «Μου φαίνεται ως μάλλον υπερβολική» δεν είναι επιχείρημα.

      Μου αρέσει!

      • Ο/Η Ιάκωβος λέει:

        Μην με αναγκάζετε να λέω το αυτονόητο, η τελευταία πρότασή μου είναι σαφής. Την ερμηνεία που προβάλετε ως λόγο εμφάνισης του συγκεκριμένου τραγουδιού στην συγκεκριμένη ταινία αμφισβητώ: «συνειδητή προσπάθεια αναδρομικής διόρθωσης της ιστορίας –περιλαμβανομένης και της «δημοτικής παράδοσης»• είναι υπερβολή.
        Οι διακρίσεις του αισθητικού με το σεναριακό δεν είναι «άκυρες», πιθανόν να έχει παραλείψει κάποια γεγονότα της ζωής του Βενιζέλου ο Βούλγαρης, το τελικό αποτέλεσμα όμως της ταινίας και εσείς το βρίσκετε ως επί το πλείστον πετυχημένο.

        Μου αρέσει!

  3. Ο/Η Α.Γ. λέει:

    Δεν σας αναγκάζω να λέτε τίποτε. Σας αφήνω να πείτε αυτά που θέλετε, και απαντώ ότι είναι πράγματι σαφή, πλην όμως άκυρα.
    Ο καθένας δικαιούται να αμφισβητεί ό,τι θέλει. Καλό είναι όμως να προβάλλει και κάποιο επιχείρημα. Μέχρι στιγμής εσείς δεν έχετε προβάλει ούτε ένα για να μας εξηγήσετε ποιο περίπου πρόβλημα βλέπετε σε αυτή την ερμηνεία.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Ιάκωβος λέει:

      Είναι υπερβολή κύριε, υπερβολή. Τι δεν καταλαβαίνετε; Δεν χρειάζεται κάποιο επιχείρημα αφού ούτε εσείς το αποδεικνύετε. Το συμπεραίνετε αναλύοντας τους στίχους που ακούτε, δεν σας το είπε ούτε ο Βούλγαρης ούτε ο Κηλαηδόνης, ούτε ο Παπαδόπουλος ή έστω κάποιος έλλος συντελεστής της ταινίας. Υπερβολή συνομωσιακής λογικής. Και στο κάτω-κάτω, τέχνη έκανε ο Βούλγαρης, ούτε ιστορία ούτε λαογραφία.
      Άκυρη λοιπόν η ερμηνεία που δίνετε και αυθαίρετη. (Και μιλάμε για μία ταινία 37 ετών, όχι χθεσινή ούτε περσινή, που ποτέ ίσως και κανένας μέχρι τώρα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε ένα ασήμαντο για την δραματική πλοκή τραγούδι).

      Μου αρέσει!

      • Ο/Η Α.Γ. λέει:

        κύριε Ιάκωβε,
        Οι εκνευρισμοί και το bullying δεν είναι ευπρόσδεκτοι εδώ.
        Αυτός που δεν καταλαβαίνετε κάτι είστε εσείς.
        Δεν καταλαβαίνετε το εξής απλό:
        το 1912 δεν υπήρχαν Πόντιοι στη Θεσσαλονίκη.
        Το να εμφανίζεις σε μία ταινία ότι υπήρχαν, συνιστά αναδρομική εθνικιστική διόρθωση της ιστορίας.
        Ιδού λοιπόν που το απέδειξα, απλώς εσείς δεν το διαβάσατε.
        Εσείς έχετε γράψει τρεις φορές, και λέτε και τις τρεις τα ίδια -που ήδη είναι το μηδέν. Αυτό είναι στα όρια του σπαμ.
        Εάν θέλετε να μας πείτε κάτι ουσιαστικό, σας ακούμε. Μην ξαναγράψτε όμως για να ξαναπείτε για τέταρτη φορά τις ίδιες κενότητες.

        Μου αρέσει!

  4. Ο/Η Ιάκωβος λέει:

    Στον «Νονό» του Κόπολα, παρόλο που η ταινία αναφέρεται και αναπαριστά τη δεκαετία του ’50, κατά το τέλος της ιστορίας, όταν ο Michael (Al Pacino) φθάνει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο Las Vegas για να συναντήσει τον Fredo (John Cazale), δύο άνδρες ντυμένοι με τη μόδα του ’70 βγαίνουν από το λόμπι. Στο «Τιτανικό», ανάμεσα στα έργα τέχνης που έχει η Rose, ο Jack θαυμάζει μια ελαιογραφία από τις πιο διάσημες συλλογές του Monet, τα «Νούφαρα», τα οποία ο ζωγράφος ξεκίνησε να δουλεύει το 1914, δυο χρόνια μετά το ναυάγιο του Τιτανικού. Στο «Braveheart» οι σκωτσέζοι φορούν κιλτ 200 χρόνια νωρίτερα από την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Στον «Ρομπέν των Δασών» του Κόστνερ υπάρχει η χρήση μονοκυαλιού 4 αιώνες πριν από την εφεύρεσή του.
    Στις ανωτέρω (και όχι μόνο) ταινίες υπάρχει «συνειδητή προσπάθεια αναδρομικής διόρθωσης της ιστορίας» και μάλιστα της ιστορίας της τέχνης, της παραδοσιακής (και μη) ενδυμασίας και της επιστήμης; Ας γελάσω….
    Αν πάντως μελετάτε την ιστορία μόνο μέσω του κινηματογράφου έχετε δίκιο που διαμαρτύρεστε.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Μάλιστα. Οπότε λοιπόν δεν αμφισβητείτε ότι η σκηνή αυτή είναι ιστορικά ανακριβής, αλλά ισχυρίζεστε ότι αυτή η ανακρίβεια δεν έχει μεγάλη σημασία διότι … γιατί άραγε; Διότι ο Βούλγαρης δικαιούται να πει και καμιά μαλακία να περνά η ώρα;
      Μία ακόμη προσπάθεια με το τσιγκέλι και ίσως φτάσουμε σε κάτι που να αρχίσει να μοιάζει με συζήτηση.
      Οι συγκρίσεις με τις ανωτέρω ταινίες είναι προφανώς εξίσου άκυρες.
      Οι ταινίες αυτές είναι δεδηλωμένα ταινίες μυθοπλασίας. Καμία απ’ αυτές τις αναφερόμενες ανακρίβειες δεν έχει κρίσιμη ιδεολογική σημασία.
      Ο «Ελευθέριος Βενιζέλος» αναφέρεται στη δράση ενός υπαρκτού προσώπου, και μάλιστα ενός ανθρώπου που θεωρείται από πολλούς, εντός και εκτός Ελλάδος, ως ο σημαντικότερος Έλληνας πολιτικός, η δράση του οποίου καθόρισε τις τύχες του ελληνικού κράτους. Επίσης, εμφανίζεται με δεδηλωμένο σκοπό να αναπαράξει πιστά την εποχή και να απεικονίσει την ιστορία. Δεν έχει το παραμικρό στοιχείο μυθοπλασίας. Όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα που απεικονίζονται είναι επίσης ιστορικά υπαρκτά.
      Η εμφάνιση Ποντίων να τραγουδάνε το Τσιάμπασιν στη Θεσσαλονίκη του 1912, ναι, είναι αναδρομική διόρθωση της ιστορίας. Και αυτό διότι, από αυτή την «λεπτομέρεια», παράγονται κρίσιμα ιδεολογικά αποτελέσματα και ενισχύεται η (πλασματική) εντύπωση ότι η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία ήταν «προαιώνια ελληνική». Η ανακρίβεια αυτή δεν δικαιολογείται από κανέναν άλλο λόγο. Δεν διευκολύνει τη μυθοπλασία, δεν επιβάλλεται από καμία αισθητική ανάγκη. Οι άνθρωποι που τραγουδούν και χορεύουν δεν εμφανίζονται σε καμία απολύτως άλλη σκηνή της ταινίας, πριν ή μετά.
      Καμία από αυτές τις αναφερόμενες ανακρίβειες στον «Νονό», στον «Τιτανικό» και στον «Ρομπέν των Δασών» δεν έχει ανάλογη ιδεολογική σημασία.
      Κρατώ μία επιφύλαξη για το κιλτ, διότι ειλικρινά δεν γνωρίζω ποιον ακριβώς ρόλο παίζει στη συγκρότηση της σκωτικής εθνοτικής ταυτότητας. Εάν παίζει κάποιον τέτοιο ρόλο, τότε ναι, πιθανόν και εκεί να υπάρχει κάποιο στοιχείο διόρθωσης της ιστορίας.
      Εάν δεν καταλαβαίνετε κάτι άλλο, ρωτήστε και ευχαρίστως σας το εξηγήσω.

      Μου αρέσει!

      • Ο/Η Ιάκωβος λέει:

        Η ανακρίβεια δεν έχει μεγάλη σημασία διότι ο Βούλγαρης δικαιούται να κάνει και λάθη.
        Και την συγκεκριμένη ανακρίβεια την βρήκατε μόνο εσείς, μετά από 37 χρόνια. Και δεν την βρήκατε μόνο, αποκαλύψατε και τον κρυφό σκοπό της.
        I rest my case.

        Μου αρέσει!

  5. Ο/Η Α.Γ. λέει:

    No, you don’t rest your case, because you never had any case in the first place.
    Ο σκοπός δεν είναι καθόλου κρυφός. Είναι φανερός και δεδηλωμένος, και έχουν ξοδευτεί γι’ αυτόν εκατομμύρια φανερά και μυστικά κονδύλια του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών και άλλων υπηρεσιών. Έχουν οργανωθεί συλλαλητήρια, έχουν εκδοθεί αμέτρητα βιβλία, λευκώματα, κόμικς, έχουν γυριστεί ταινίες, διαφημιστικά σποτάκια, έχουν οργανωθεί κηρύγματα θρησκευτικά και κοσμικά, έχουν γραφτεί τραγούδια … που «αποδεικνύουν» ότι η Μακεδονία είναι ελληνική και πάντα ήταν. Ο «Ε.Β.» είναι απλώς ένα ακόμα παράδειγμα από τα πολλά.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Ιάκωβος λέει:

      Με την ίδια λογική λοιπόν θα πρέπει να έχει κάποιον πολιτικό σκοπό ο Βούλγαρης που βάζει τον Γεώργιο τον Α’ να μιλά σε άπταιστα ελληνικά. Εκτός και αν όντως μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά.

      Μου αρέσει!

      • Ο/Η Α.Γ. λέει:

        Άνθρωπέ μου, κοίταξε να σου πω. Αν εσύ είσαι τόσο ξεροκέφαλος, μπορώ να γίνω κι εγώ το ίδιο και ακόμη περισσότερο. Αν επιμένεις να γράφεις ανοησίες, δεν έχω κανένα πρόβλημα να σου αποδεικνύω κάθε φορά ότι είναι ανοησίες.
        Λοιπόν, όχι, δεν είναι «η ίδια λογική» αυτή που οδηγεί σε αυτό το υποθετικό συμπέρασμα.
        Από το αν ο Γεώργιος μιλούσε ελληνικά ή όχι, δεν εξαρτάται το παραμικρό πολιτικό διακύβευμα για σήμερα (ούτε για το 1980).
        Από το αν η Μακεδονία είναι μία και ανέκαθεν ελληνική, εξαρτάται όλο το οικοδόμημα της ιδεολογίας του νεοελληνικού κράτους.
        Απλό δεν είναι;
        Άντε, ρίξε την επόμενη ανοησία να σου την καταρρίψω και αυτή, αφού γουστάρεις τόσο να παίζεις τον άτακτο μαθητή και να σου τραβάνε το αυτί.

        Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Η παρατήρηση είναι ακριβής! Πράγματι, το γαλλικό στρατιωτικό αεροδρόμιο έγινε προφανώς κατά τη διάρκεια του Α΄ Π.Π., και όχι βέβαια υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Απλώς εκφράστηκα λίγο συμπυκνωμένα επειδή το κυρίως θέμα μου δεν ήταν αυτό: εννοούσα «πριν το 1922, οπότε άρχισαν να εγκαθίστανται οι Πόντιοι», και όχι ειδικά το 12.

      Μου αρέσει!

  6. Ο/Η Αντώνης Λαχανόπουλος λέει:

    Πιθανό να εμφιλοχωρησε κι άλλη αβλεψία. Το μεταφέρω με επιφύλαξη, αφού δεν το έχω διασταυρώσει. Από φίλους των παππούδων μου της πατρικής γραμμής που κατάγονταν από το Ορντού (Κοτύωρα) άκουγα για μια μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε τα εξοχικά τους στα παρχαρεα του Ορντού, το 1913 ή 1914. Λέγαν ότι βγήκε τραγούδι για αυτή τη συμφορά. Δεν θυμάμαι αν ήταν το συγκεκριμένο που τραγουδούσαν ή άλλο – έχουν περάσει κοντά 40 χρόνια- αλλά η ανάμνηση της καταστροφής ήταν έντονη. Τη χρονιά την προσδιόριζαν με βάση τη μετοικεσία τους στη Ρωσία που έγινε 2 χρόνια μετά την πυρκαγιά και 1-2 χρόνια πριν την ρωσική επανάσταση.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.