του Άκη Γαβριηλίδη
Εκατό περίπου χρόνια μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπάρχει μία γωνιά στον κόσμο όπου το πνεύμα της παραμένει ακόμα ζωντανό:
η Κύπρος.
Η Κύπρος, ακόμα σήμερα, επισήμως είναι ένα κράτος στο οποίο συνυπάρχουν πληθυσμιακές ομάδες με διαφορετική εθνοτική καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία, χωρίς καμία απ’ αυτές να θεωρείται «πλειονότητα». Η Κύπρος δεν έχει πλέον αυτοκρατορία, έχει όμως ακόμα μιλλέτ.
Σε όλες τις περιοχές των Βαλκανίων, από αρκετά νωρίς στον 20ό αιώνα στήθηκαν μαγαζάκια εθνικής καθαρότητας, τα οποία έκαναν συντεταγμένα και νοικοκυρεμένα τις σφαγές τους, τις εθνοκαθάρσεις τους, τις «εθελοντικές» και υποχρεωτικές ανταλλαγές πληθυσμών τους, δημιούργησαν το εθνικό τους αφήγημα που αποκλείει όλους τους άλλους και αποδεικνύει ότι εδώ «είμασταν πάντα εμείς» …
Στην Κύπρο τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Όχι ότι δεν επιχειρήθηκε, βέβαια· αλλά ποτέ δεν επικράτησε τελείως. Πάντοτε έμενε ένα υπόλοιπο, κάτι που δεν άφηνε το καπάκι να κλείσει.
Το υπόλοιπο αυτό είναι το «κυπριακό πρόβλημα».
Δηλαδή είμαστε εμείς. Όλοι εμείς που δεν γουστάρουμε εθνικές καθαρότητες, που δεν θεωρούμε αυτονόητο μονόδρομο για τη συνύπαρξη των ανθρώπων το αξίωμα «ένας λαός, ένα έδαφος, μία γλώσσα, μία θρησκεία και γύρω γύρω συρματόπλεγμα». Εμείς είμαστε αυτοί που δεν αφήνουμε το καπάκι να κλείσει.
Το ότι υπάρχει «κυπριακό πρόβλημα» είναι μία νίκη μας.
Φυσικά η νίκη αυτή προέκυψε ενδεχομενικά, κατά μία έννοια τυχαία· οφείλεται σε μια συσσώρευση ιστορικών συγκυριών, χάρη στις οποίες καμία από τις αντικρουόμενες στρατηγικές δεν κατάφερε να επικρατήσει τελείως και να εκτοπίσει την άλλη. Κατά τα άλλα, και δολοφονίες αμάχων γίνανε, (ενίοτε αρκετά μαζικές), και μία βαθμιαία και ντε φάκτο «Λωζάννη» υπήρξε: αρχικά με τους «θύλακες» και μετά με την προσφυγοποίηση που ακολούθησε τη διπλή επέμβαση των «μητέρων πατρίδων» του 74. Μέχρι και η οιονεί νομιμοποίηση αυτής της ανταλλαγής προέκυψε, με τη λιγότερο διάσημη συμφωνία της Βιέννης του 77 –η οποία υπήρξε μία «Λωζάννη εσωτερικού χώρου»: παρήγαγε δύο –σχετικά- «καθαρές» εθνοτικά περιοχές, αλλά αυτές είναι υποδιαιρέσεις ενός τυπικά ενιαίου κράτους. Δεν υπήρξε όμως μία κυπριακή Σρεμπρένιτσα, ούτε ένα κυπριακό Ντέιτον.
Εν πάση περιπτώσει, η αποτυχία των στρατηγικών εθνικής καθαρότητας ιστορικά προέκυψε από την αμοιβαία τους εξουδετέρωση και τη σχετική τους αδυναμία/ ισοδυναμία. Δεν είναι δηλαδή ότι κάποιοι άλλοι έθεσαν ως στόχο αυτό το αποτέλεσμα, οργανώθηκαν, αγωνίστηκαν γι’ αυτό και το επέβαλαν.
Το ότι όμως εμείς οι αεθνιστές δεν είχαμε εξαρχής κάποιο σχέδιο, κάποιο «πρόταγμα» όπως λένε σήμερα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι σήμερα είμαστε οι μόνοι που έχουμε. Και αυτό είναι το πλεονέκτημά μας.
Οι οπαδοί των (εθνικώς) «καθαρών λύσεων», το μόνο που έχουν είναι ο συνδυασμός μίας μαξιμαλιστικής ρητορείας και ενός αμυντικού αρνητισμού που κατατείνει απλώς στην αναπαραγωγή του υπάρχοντος (υποτίθεται «μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες» που να είναι «πιο ευνοϊκές για την υλοποίηση των σχεδίων τους». Αυτές οι μέρες όμως επί σαράντα και πλέον χρόνια τώρα δεν έρχονται, και δεν είναι πιθανό να έλθουν τα επόμενα σαράντα). Στο μεταξύ όμως, δεν έχουν προσέξει ότι οι βερμπαλισμοί του τύπου «σύνορα στην Κερύνεια» αρχίζουν να μην ηχούν τόσο πειστικοί σε σύγκριση με όσους/-ες ενεργούν ήδη τώρα με βάση την –ιστορικά και νομικά ακριβέστατη άλλωστε- παραδοχή ότι τα «σύνορα» (ή πάντως το ακρότατο βόρειο σημείο) της Κυπριακής Δημοκρατίας, πράγματι βρίσκονται στην Κερύνεια. Ήταν πάντα, και δεν έπαψαν ποτέ να βρίσκονται.
Δηλαδή π.χ. σε σύγκριση με τους φίλους και συντρόφους μας οι οποίοι, σε μία πράξη ύψιστου πατριωτισμού, κατεβάσανε τις σημαίες ξένων δυνάμεων –αυτών που φέρανε στην Κύπρο το διχασμό και το θάνατο- και αναρτήσανε στη θέση τους ένα λάβαρο εμπνευσμένο από μια επιθυμία. Δηλαδή από ένα θετικό πάθος. Όχι από φόβο, μίσος, αλαζονεία, καχυποψία, επιφυλακτικότητα· από την τάση που κάνει τους ανθρώπους να ζουν μαζί.
Για πρώτη φορά στην Κύπρο, εμείς οι αεθνιστές νομίζω ότι έχουμε ένα πολιτικό –όχι απλώς ηθικό- πλεονέκτημα. Δεν ξέρω αν έχουμε την πλειοψηφία. Έχουμε όμως μια θετική πρόταση· ίσως τη μόνη θετική πρόταση απέναντι στην απραξία, την κωλυσιεργία, την παραίτηση και την περιχαράκωση.