του Άκη Γαβριηλίδη
Όπως είναι γνωστό, από πολλούς τα τελευταία χρόνια διατυπώνονται ανησυχίες ότι η ελληνική γλώσσα υπάρχει κίνδυνος να «χαθεί» (ή «να μας την πάρουν», όπως το διατύπωσε πρόσφατα ο υφυπουργός παιδείας). Στις κινδυνολογίες πρωταγωνιστούν και άτομα που ανήκουν ή πρόσκεινται στην εκκλησία.
Μία από τις βασικότερες απειλές που φέρεται ότι προκαλούν αυτόν τον κίνδυνο είναι η χρήση των λεγόμενων «Greeklish». Με τον όρο αυτό νοείται (μάλλον ανακριβώς) η χρήση του λατινικού αλφαβήτου για τη γραφή ελληνικών λέξεων και φράσεων, η οποία χρήση υποτίθεται ότι «αποξενώνει τους νέους από το οπτικό ίνδαλμα των λέξεων». Για να αποτραπεί αυτή η αποξένωση, συνιστάται η αποκλειστική χρήση του ελληνικού αλφαβήτου.
Ποιο είναι όμως το ελληνικό αλφάβητο, και πώς το ξεχωρίζουμε από το «αγγλικό» (δηλ. το λατινικό);
Τα γράμματα a και c άραγε ανήκουν σε αυτό, ή όχι;
Με τα συμβατικά κριτήρια, τα γράμματα αυτά σαφώς δεν περιλαμβάνονται σε αυτά που έχει καθιερωθεί να αποκαλούμε «ελληνικά». Εξίσου σαφώς όμως περιλαμβάνονται σε ένα ιδιόμορφο βυζαντινοφανές αλφάβητο που χρησιμοποιεί συχνά η ορθόδοξη εκκλησία, ή παράγοντες προσκείμενοι σε αυτήν. Π.χ.:
Aυτός ο τρόπος γραφής του Α και του Σ χρησιμοποιούνταν πάγια στη βυζαντινή αγιογραφία, και γι’ αυτό θεωρείται ότι εισφέρει κύρος, αρχαιότητα και σεβασμό· έτσι, τείνει να ακολουθείται σε αναλογικά, ψηφιακά και ενίοτε χειρόγραφα κείμενα ή ανακοινώσεις εντός ή πέριξ εκκλησιών.
Ένα φαινόμενο που, όπως έχω ήδη σημειώσει στο παρελθόν, παρατηρείται και στην ίδια τη γλώσσα: συχνά οι ιεράρχες, προς εντυπωσιασμό του ποιμνίου, τείνουν να διανθίζουν τις δηλώσεις ή τα γραπτά τους με διάφορες αρχαιοπρεπείς εκφράσεις, με αποτέλεσμα ως επί το πλείστον να προκύπτει ένας γλωσσικός αχταρμάς με αρκετά λάθη, ασάφειες και σολοικισμούς.
Το γεγονός ότι κανείς εκ των γλωσσαμυντόρων που θέλουν να μας προστατέψουν από τα «Greeklish» δεν έχει ενοχληθεί από τη χρήση αυτών των δύο ψηφίων στα εκκλησιαστικά κείμενα, δείχνει πρώτα απ’ όλα ότι στη σχετική κινδυνολογία ακολουθούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά, και ότι το κριτήριο για την καμπάνια δεν είναι αμιγώς γλωσσικό αλλά κοινωνιογλωσσικό, ή και απλώς κοινωνικό: μια πρακτική που ακολουθούν οι «νέοι μας» είναι πολύ πιθανότερο να κριθεί απειλητική, παρεκκλίνουσα, άξια πειθάρχησης, απ’ ό,τι η ίδια –ή μία παραπλήσια- πρακτική που ακολουθούν οι γέροντές μας.
Πέρα από το ηθικό ζήτημα, όμως, αυτά τα διπλά στάνταρ δείχνουν κάτι βαθύτερο: πόσο αστάθμητες και ρευστές είναι συχνά οι διακρίσεις πάνω στις οποίες βασίζονται παρόμοιες εκστρατείες ηθικού πανικού, όσο κι αν τείνουμε να τις θεωρούμε δεδομένες και αυτονόητες. Διότι αν η γραφή εξάψαλμος είναι το «κανονικό» οπτικό ίνδαλμα το οποίο «μας συμφιλιώνει με την ορθογραφία της λέξης και τη σημασία της», γιατί άραγε η γραφή exapsalmos θέτει πρόβλημα ενώ το (κατά προσέγγιση) εξaψaλμοc δεν θέτει κανένα; Πού χαράσσουμε τη γραμμή; Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στην τελευταία γραφή για το α, το σ (ς), αλλά και το ξ και το ψ, ξενίζουν τον σημερινό μέσο χρήστη της ελληνικής και διαφέρουν αρκετά από τις περισσότερες τυποποιημένες γραμματοσειρές που έχει αυτός προ οφθαλμών.
Θα αντιτείνει κανείς ότι ναι μεν αυτό συμβαίνει τώρα, αλλά στο παρελθόν οι μορφές αυτές χρησιμοποιούνταν ευρύτατα στα ελληνικά. Αυτό είναι ορθό, αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει αρχίζει να γίνεται δυσδιάκριτη η ίδια η διάκριση ανάμεσα στο «ελληνικό» και το «λατινικό» (δηλ. αγγλικό) αλφάβητο. Διότι το ίδιο ακριβώς ισχύει για όλα ανεξαιρέτως τα γράμματα του αλφαβήτου που ονομάζουμε σήμερα λατινικό: και αυτά, σε διάφορους τόπους και σε ένα λιγότερο ή περισσότερο μακρινό παρελθόν, επίσης έχουν χρησιμοποιηθεί για να αποδώσουν φθόγγους ελληνικών γλωσσών.
Εάν λοιπόν λάβουμε υπόψη πόσο προβληματική είναι η χάραξη μίας ξεκάθαρης συναφούς διάκρισης, ίσως αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε ότι ο όρος Greeklish, τόσο ως σημαίνον όσο και ως σημαινόμενο, δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως ένα πρόσφατο τερατούργημα, μία ανίερη ανάμιξη ετερόκλητων στοιχείων, αλλά ως ένα υβρίδιο που έχει εξίσου μακραίωνη –και άρα, ενδεχομένως, εξίσου νόμιμη- ύπαρξη όσο και η υποτιθέμενη καθαρότητα των δύο (τριών, τεσσάρων …) στοιχείων που τον απαρτίζουν.
Συμφωνώ με το άρθρο. Και μία ερώτηση: μήπως το αναφορικό «ό,τι» στο απόσπασμα: «[…] είναι πολύ πιθανότερο να κριθεί απειλητική, παρεκκλίνουσα, άξια πειθάρχησης, απ’ ό,τι η ίδια –ή μία παραπλήσια- πρακτική που ακολουθούν οι γέροντές μας.» δεν πρέπει να αντικατασταθεί από το «ότι» (χωρίς κόμμα);
α) Χαίρομαι που συμφωνούμε.
β) Όχι, δεν θα έπρεπε. Θέλει υποδιαστολή.
Παράθεμα: GRE-EKKLISHA… « απέραντο γαλάζιο