του Άκη Γαβριηλίδη
Η επιτυχής απόπειρα λογοκρισίας του θεατρικού έργου «Η ισορροπία του Νας» που είχε προγραμματιστεί από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, υπήρξε η πρώτη νίκη του ακραίου κέντρου σε μία κεντρική πολιτική μάχη μετά από μία διαρκή σειρά ηττών.
Μόνο που η νίκη αυτή έρχεται με ένα κόστος.
Το κόστος είναι ότι ο χώρος αυτός, που αρέσκεται να αυτοαποκαλείται φιλελεύθερος, πέτυχε σε έναν στόχο κατεξοχήν αντιφιλελεύθερο, και έτσι ό,τι φαίνεται να κερδίζει βραχυπρόθεσμα σε επίπεδο αποτελεσματικότητας, το χάνει μακροπρόθεσμα –και ίσως στο πολλαπλάσιο- σε επίπεδο αξιοπιστίας.
Εάν κανείς διαβάσει τα επιχειρήματα με τα οποία έδωσαν τη μάχη κατά της παράστασης οι self-styled ευρωπαϊστές, μπαίνει πραγματικά στον πειρασμό να καταφύγει σε ένα δικό τους αγαπημένο κλισέ: ότι «στην Ελλάδα όλα τα ρεύματα έρχονται καθυστερημένα και παραμορφωμένα».
Αντί όμως να καταφύγω στην ειρωνεία, βρίσκω προτιμότερο να μιλήσω κυριολεκτικά: καταρχάς, το ίδιο το ύφος των σχετικών λόγων είναι κατεξοχήν αντι-φιλελεύθερο. Πρόκειται για λόγους όχι απλώς πολεμικούς, πράγμα που θα ήταν θεμιτό, αλλά εριστικούς: ρηχούς, διχαστικούς, γεμάτους επιχειρήματα ad hominem. Το πολύ πολύ, ο εν λόγω homο να είναι μία ειδική κατηγορία: γενικά «ο αριστερός», «ο ΣΥΡΙΖΑίος που κατά βάθος συμπαθεί την τρομοκρατία», ο «αμόρφωτος εθνολαϊκιστής» κ.λπ. Έτσι όμως, ο λόγος αυτός εγκλωβίζεται σε έναν ετεροκαθορισμό και χάνει στον αντίστοιχο βαθμό το δικαίωμα να εμφανιστεί ως ηγεμονικός και να ισχυρίζεται ότι μιλάει βάσει αρχών.
Το πρόβλημα λοιπόν αφορά και το ίδιο το περιεχόμενο των επιχειρημάτων, όχι μόνο το ύφος. Το περιεχόμενο αυτό ακολουθεί μία λογική τελείως προσωποπαγή, η οποία –τουλάχιστο σύμφωνα με τη θεμελιακή εξελικτική αφήγηση του φιλελευθερισμού- προσιδιάζει σε ανελεύθερα, φεουδαρχικά καθεστώτα. Στην αστική κοινωνία, υποτίθεται ότι μπορούμε και πρέπει να διακρίνουμε τη ζωή από το δίκαιο (δικαίωμα), αφενός, και από την τέχνη αφετέρου. Ένα αφηρημένο δικαίωμα, όπως και μία λεκτική (ιδίως καλλιτεχνική) επιτέλεση, δεν ανάγεται και δεν εξαντλείται στο πρόσωπο του εκάστοτε ατόμου με το οποίο συνδέεται, αλλά χαρακτηρίζεται από μία αυτονομία και μία απόσταση από τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Η απόσταση όμως αυτή έχει ήδη διαγραφεί στο γνωστό tweet της πρεσβείας των ΗΠΑ που σάλπισε το σύνθημα για την επικοινωνιακή επίθεση. Το μήνυμα αυτό, αφού προτάξει το disclaimer ότι ναι μεν «art should not be censored», περνάει αμέσως μετά στο αλλά: το έργο αυτό είναι «art of a terrorist». (Με άλλα λόγια: εγώ είμαι κατά του ρατσισμού, αλλά κι αυτοί είναι αράπηδες).
Το άλμα αυτό δεν οφείλεται στην αναγκαστική συντομία που επιβάλλει το μέσο. Ακολουθείται με συνέπεια και σε εκτενέστερες αναπτύξεις αυτής της θέσης που ανέλαβαν εν συνεχεία να την εκλαϊκεύσουν. Ακολουθείται για παράδειγμα σε ένα εξαιρετικά εμπαθές –όσο και ανόητο- σημείωμα σε έναν ιστότοπο που ως δεδηλωμένο αντικείμενο έχει το βιβλίο, αλλά ως πραγματικό αρκετά άλλα πράγματα, γραμμένο μάλιστα από δικηγόρο, το οποίο έφτασε στο σημείο να γράψει:
Χάθηκαν οι καλλιτέχνες και έπρεπε να γεννηθούν νέοι μέσα από τη φυλακή και μάλιστα να προβληθούν στη λαμπρότερη θεατρική σκηνή της πόλης μας; Τι ωφελεί μια παράσταση που θα δείχνει την οπτική του Σάββα Ξηρού;
Το απόσπασμα αυτό –όπως και σχεδόν το σύνολο του σημειώματος- καταφέρνει να κάνει περισσότερα λάθη και ακυρολεξίες απ’ όσες προτάσεις περιέχει. Αυτά όμως ο αναγνώστης μπορεί να τα βρει μόνος του. Αυτό που με ενδιαφέρει εδώ, είναι να αναδείξω το διπλό λογικό άλμα: α) ο Σάββας Ξηρός δεν είναι ο «καλλιτέχνης» της παράστασης· δεν συνέγραψε αυτός το θεατρικό έργο, απλώς οι υπεύθυνοι της παράστασης χρησιμοποίησαν αποσπάσματα από κείμενά του (τα οποία δεν είχαν γραφεί με καλλιτεχνική πρόθεση) και τα ενσωμάτωσαν στο έργο. β) Ακόμη και αν ήταν ο συγγραφέας του θεατρικού έργου, αυτό δεν θα σήμαινε (απαραίτητα) ότι η παράσταση «δείχνει την οπτική του» (με την έννοια ότι διαδίδει τις ιδεολογικές και πολιτικές ιδέες του). Κάθε χρόνο ανεβάζονται σε χιλιάδες σκηνές ανά τον κόσμο διάφορα θεατρικά έργα, και διεξάγονται ατέρμονες συζητήσεις για το αν το ανέβασμα ήταν πιστό στο πνεύμα του συγγραφέα. Αυτό δηλαδή δεν είναι δεδομένο, αλλά ζητούμενο. Και πάλι, πρόκειται για το αισθητικό και όχι το πολιτικο-ιδεολογικό πνεύμα. Όποτε ανεβαίνουν έργα του Μπρεχτ, κανείς δεν θεωρεί ότι το αντίστοιχο θέατρο, και ακόμα λιγότερο η ίδια η κυβέρνηση της χώρας, διαδίδει τον κομμουνισμό.
Μεσολαβεί λοιπόν αναγκαία μία απόσταση ανάμεσα στο γραμμένο έργο και το εκάστοτε ανέβασμα. Μερικές φορές αυτή η «προδοσία» (η υπονόμευση, η παρωδία κ.ο.κ.) προκύπτει εκ προθέσεως· άλλοτε εκ του αποτελέσματος. Όμως, οι γιαλαντζί φιλελεύθεροι δεν μπορούν να σκεφτούν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Στο δικό τους μυαλό υπάρχει μόνο η αυστηρή κυριολεξία, η ασφυκτική ταύτιση έργου-συγγραφέα-ζωής, και η σκανδαλώδης αδυναμία κατανόησης μιας σειράς στοιχειωδών διακρίσεων που βρίσκονται στον πυρήνα του φιλελευθερισμού –τουλάχιστον του νομικο-πολιτικού φιλελευθερισμού.
Ένα άλλο στοιχείο όμως που δείχνει πόσο ψευδεπίγραφη είναι η επίκληση του ρεύματος αυτού εκ μέρους των λογοκριτών, είναι εμφανές ήδη στον τίτλο του προαναφερθέντος σημειώματος. Ο οποίος είναι: «Ένα μεγάλο μπράβο στους συγγενείς θυμάτων της τρομοκρατίας».
Η επίκληση συγγενικών δεσμών σε μια διαμάχη περί δημόσιων δικαιωμάτων, συνιστά αθέμιτη εισαγωγή ενός χαρακτηριστικά προ-νεωτερικού στοιχείου στο δημόσιο χώρο. Τόσο μάλλον που, όπως ο καθένας γνωρίζει, οι εν λόγω «συγγενείς» δεν είναι ούτε τα τέκνα του Μάλλιου, ούτε τα εγγόνια του Μπάμπαλη. Είναι κυρίως η χήρα του Μπακογιάννη, και το γινάτι της που κρατάει δεκαετίες τώρα.
Αν είναι έτσι, τότε η λογοκριτική επιθυμία, η οποία φραστικά επικαλείται τις έννοιες του κράτους δικαίου και της κοινωνίας των πολιτών, είναι απλώς μία μεταμφιεσμένη κρητική βεντέτα· μία κόντρα μεταξύ σογιών. Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες. Δεν είναι όμως και τόσο φιλελεύθερο ο δημόσιος χώρος να παραμένει για τόσον καιρό όμηρος μιας ιδιωτικής μνησικακίας.
Για αυτούς τους λόγους, λοιπόν, θεωρώ ότι η νίκη των ακροκεντρώων υπήρξε πύρρειος. Αυτό που επέτυχαν ήταν χαρακτηριστικά αντι-φιλελεύθερο, κατά δύο τουλάχιστον τρόπους: πρώτον, ήταν παρεμπόδιση, περιστολή, σταμάτημα, και όχι ανάπτυξη, laissez faire, απορύθμιση, διευκόλυνση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, κυκλοφορίας και ανταλλαγής. Και δεύτερον, δεν προωθούσε και δεν εμπνεόταν από την καθολικότητα των κανόνων, αλλά από μικρότητα, μερικότητα και ιδιοτέλεια.
Μια επιπλέον (φορμαλιστική) παρατήρηση με την αφορμή του ωραίου σχολιασμού σας. Υποψιάζομαι πως μια από τις κρυφές αιτίες που τα κάθε λογής επιχειρήματα σχετικά με την ελευθερία του λόγου πέφτουν στο κενό μπροστά στις αταβιστικές κραυγές των λογοκριτών των παραστατικών τεχνών είναι πως, απλώς, η κοινή γνώμη δεν αντιλαμβάνεται καν το θέατρο ως πεδίο άρθρωσης ΛΟΓΟΥ αλλά ως χώρο ΘΕΑΜΑΤΟΣ και, άρα, ως εξ ορισμού, τόπο που δια μαγείας προικίζει τον εμφανιζόμενο σ’ αυτό με μια επιβλητική αύρα, μια ΛΑΜΨΗ (παράβαλε τη βλακώδη, όσο και αποκαλυπτική, διατύπωση του Books’ Journal περί «λαμπρότερης θεατρικής σκηνής της πόλης»). Ως χώρο, δηλαδή (κατά την υπόρρητη ουσία του συλλογισμού), ΑΘΕΜΙΤΑ ΠΡΟΝΕΩΤΕΡΙΚΟ, προικισμένο με μια κάποια μυστηριώδη δύναμη παράκαμψης της διαλεκτικής και αυτόματου καθαγιασμού των περιεχομένων του.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πραγματικά! Αυτό για την «λαμπρότερη σκηνή» ήταν ένα από τα λάθη στα οποία αναφερόμουν χωρίς να τα αναφέρω αναλυτικά. Ένας κούφιος βερμπαλισμός που δεν βοηθά σε τίποτα το επιχείρημα του κειμένου -αντιθέτως δημιουργεί την υποψία ότι ο ίδιος ο συντάκτης το αισθάνεται ως ανεπαρκές και αισθάνεται την ανάγκη να το «παραφουσκώσει».
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Έξυπνη και απολαυστική η κριτική σου, αλλά κάπως απροσδόκητη από έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος των γραπτών του σε μια κριτική της ουσιοκρατίας (εντός της αριστεράς αλλά και γενικώς).
Σε τελική ανάλυση επικρίνεις τους Έλληνες «γιαλαντζί¨φιλελεύθερους ότι δεν είναι πραγματικά φιλελεύθεροι γιατί «αυτό που επέτυχαν ήταν χαρακτηριστικά αντι-φιλελεύθερο… ήταν παρεμπόδιση, περιστολή, σταμάτημα, και όχι ανάπτυξη, laissez faire, απορύθμιση, διευκόλυνση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, κυκλοφορίας και ανταλλαγής» και «δεν προωθούσε και δεν εμπνεόταν από την καθολικότητα των κανόνων, αλλά από μικρότητα, μερικότητα και ιδιοτέλεια».
Δεν θα σταθώ καν στο ερώτημα από ποια σκοπιά ο γράφων κρίνει ότι οι συγκεκριμένοι φιλελεύθεροι είναι «γιαλαντζί» (από τη σκοπιά του «αυθεντικού» φιλελεύθερου ίσως;), αλλά θα μπω κατευθείαν στο ψητό: δεν θα έπρεπε όλοι να γνωρίζουμε ότι η παρεμπόδιση, περιστολή και το σταμάτημα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, κυκλοφορίας και ανταλλαγής και η μικρότητα, μερικότητα και ιδιοτέλεια πίσω από την καθόλικότητα των κανόνων αποτελούν, ακριβώς, την πεμπτουσία του φιλελευθερισμού (στην Ελλάδα και οπουδήποτε αλλού);
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Η σκοπιά είναι:
α) οι αναλύσεις του όψιμου Φουκώ στο College de France για τη «γέννηση του φιλελευθερισμού»
β) Η συγκεκριμένες πρακτικές, η ιστορία και οι διακηρύξεις του συγκεκριμένου ρεύματος (περιλαμβανομένων και των αυτόκλητων εκπροσώπων του στην Ελλάδα σε άλλες περιπτώσεις).
Αυτά δεν συνιστούν μία ουσία, αλλά μία ενδεχομενικότητα και μία γλωσσική πρακτική.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Έστω, αλλά αφού έχουμε να κάνουμε με «μια ενδεχομενικότητα και μια γλωσσική πρακτική», πώς ακριβώς προκύπτει ότι η «νίκη» των φιλελεύθερων έρχεται με ένα «κόστος», διότι πέτυχε σε έναν στόχο «κατεξοχήν αντιφιλελεύθερο»?
Η «νίκη» των φιλελεύθερων (που είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με το «κόστος» που κατέβαλαν για να την πετύχουν) είναι ότι κατάφεραν να λογοκρίνουν ένα έργο που οι ίδιοι έκριναν ως αντιφιλελεύθερο (διότι «προωθεί την τρομοκρατία», η οποία τρομοκρατία υποτίθεται ότι δεν είναι φιλελεύθερη πρακτική, είναι κάτι το εντελώς αντιφιλελεύθερο).
Από πού και ως πού όμως τίθεται ως δεδομένο ότι η λογοκρίσία (όποιου πράγματος οι φιλελεύθεροι κρίνουν ως αντιφιλελεύθερο) είναι μια αντιφιλελεύθερη πρακτική (άρα «κόστος»), όταν οι ίδιοι οι φορείς και οι εκπρόσωποι αυτής της ιδεολογίας σου λένε ότι έκαναν ό,τι ακριβώς ήθελαν και πέτυχαν ό,τι ακριβώς στόχευαν, δηλαδή να λογοκρίνουν, και αυτό όχι εκ παραδρομής, αλλά ως τελικό στόχο και αντικείμενο της πολιτικής τους παρέμβασης: τη λογοκρισία.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Το ότι η νίκη των φιλελεύθερων έρχεται με ένα κόστος, προκύπτει ενδεχομενικά και γλωσσικά.
Η απόδειξη αυτού του κόστους είναι ότι, μόλις δύο μέρες μετά την επίτευξη της νίκης, η καθαρότητα αυτής της νίκης μετριάστηκε: υπήρξε υποχώρηση της λογοκρισίας και η τελευταία παράσταση πραγματοποιήθηκε.
Το ότι η λογοκρισία είναι μια αντιφιλελεύθερη πρακτική, προκύπτει από το νόημα των λέξεων. Το οποίο ως γνωστόν είναι η χρήση.
Οι ίδιοι οι φορείς και οι εκπρόσωποι αυτής της ιδεολογίας δεν λένε ότι έκαναν ό,τι ακριβώς ήθελαν. Για τον απλούστατο λόγο ότι, όπως σε κάθε ιδεολογία, δεν υπάρχει ένα ενιαίο κέντρο που να εκφράζει αυθεντικά τους φορείς και τους εκπροσώπους της, ούτε μόνο μία αυθεντική ανάγνωση για το ποια πρακτική λύση ανταποκρίνεται στις αρχές της ιδεολογίας αυτής εν όψει κάθε συγκεκριμένου ζητήματος.
Δεν έχω υπόψη μου έστω και μία δήλωση κάποιου ανθρώπου που να λέει «εγώ είμαι φιλελεύθερος και επιχαίρω για το κατέβασμα». Αντιθέτως, έχω υπόψη μου κάποιες τοποθετήσεις ανθρώπων στα κοινωνικά μέσα, οι οποίοι λένε «η ΝΔ δεν έχει καμία σχέση με το φιλελευθερισμό αλλά τον προδίδει, εμείς είμαστε γνήσιοι φιλελεύθεροι και είμαστε κατά του κατεβάσματος».
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Παράθεμα: Yes Border, ή: οι αρχές μιας πόλης ως μπαχαλάκηδες | Nomadic universality
Παράθεμα: Yes Border, ή: οι αρχές μιας πόλης ως μπαχαλάκηδες… « απέραντο γαλάζιο
Παράθεμα: Όταν το ΚΚΕ ήταν πιο φιλελεύθερο από τον Τζήμερο | Nomadic universality
Παράθεμα: Ελιτίστικα ντέρτια και ρατσιστικές γλυκατζούρες | Nomadic universality
Παράθεμα: Ελιτίστικα ντέρτια και ρατσιστικές γλυκατζούρες… « απέραντο γαλάζιο
Παράθεμα: Oι επαναστάτες τού 21 δεν είχαν ενιαία εικόνα και ταυτότητα | Ώρα Κοινής Ανησυχίας