του Άκη Γαβριηλίδη
Περίπολοι της νικοτίνης.
Οι κάννες τόσων τσιγάρων
στραμμένες επάνω μου
Μιχάλης Γκανάς
Πρόσφατα, στην Καθημερινή δημοσιεύτηκε άρθρο σχετικά με την (μη) εφαρμογή του νόμου για τον περιορισμό του καπνίσματος στους κλειστούς χώρους στην Ελλάδα –ένα φαινόμενο αρκετά παράδοξο και ενδιαφέρον καθαυτό. Πριν πάμε εκεί, όμως, νομίζω ότι ακόμη πιο αξιοπρόσεκτος, από πολλές απόψεις, είναι ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει το άρθρο:
«Υπάρχει και το φιλότιμο. Ή, μάλλον, υπάρχει μόνο το φιλότιμο». Με τον τρόπο αυτόν εξηγούν οι ειδικοί επιστήμονες το γεγονός ότι την τελευταία πενταετία έχει μειωθεί ο αριθμός των καπνιστών στη χώρα μας σε ποσοστό τουλάχιστον 30%, η κατανάλωση τσιγάρων, αλλά και η ρύπανση στους κλειστούς δημόσιους χώρους, χωρίς –ω του θαύματος…– να έχει τεθεί ουσιαστικά σε εφαρμογή ο αντικαπνιστικός νόμος.
Στα γνωστά ιογενή δημοσιεύματα που αναπαράγονται ακατασχέτως στο διαδίκτυο, ένα από τα βασικά παραδείγματα που επιστρατεύονται για να τεκμηριώσουν τη «μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας» είναι και η λέξη φιλότιμο, η οποία υποτίθεται ότι «δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα». Το άρθρο, προσπαθώντας να μιλήσει για μία άλλη μοναδικότητα της «χώρας μας», αρχίζει από αυτήν ακριβώς την έννοια, παραθέτοντάς την όμως εντός εισαγωγικών εφόσον την αποδίδει σε μη κατονομαζόμενους «ειδικούς επιστήμονες».
Το μήνυμα αυτής της πρώτης παραγράφου είναι σαφές –όμως, ουσιαστικά, αυτή η σαφήνεια είναι η ίδια η ασάφεια, η εκκρεμότητα του νοήματος, το μυστήριο: σα να λέμε, «η επιστήμη σηκώνει τα χέρια», οι ειδικοί σπάνε το κεφάλι τους διότι η εφαρμογή των επιστημονικών τους τεχνικών δεν τους βοηθάει να λύσουν το σταυρόλεξο. Έτσι, καταφεύγουν στο «θαύμα» ως (ταυτολογικό) μηχανισμό τελευταίας καταφυγής: εξηγούν μία άγνωστη μοναδικότητα με μία άλλη (που φανταζόμαστε) γνωστή.
Θεωρώ ότι πράγματι υπάρχει μία εκκρεμότητα του νοήματος σε σχέση με το κάπνισμα στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί ένα ζήτημα ενδιαφέρον θεωρητικά και σημαντικό πολιτικά. Υπάρχει ένα χάσμα, την ύπαρξη του οποίου πληρώνουν πρακτικά οι μη καπνιστές οι οποίοι μένουν έκθετοι, όπως κάποιος που πηγαίνει να καθίσει αλλά υπάρχει ένα κενό ανάμεσα σε δυο καρέκλες και πέφτει διαρκώς κάτω. Ή όπως κάποιος που μένει να βρέχεται επειδή τα όποια στέγαστρα τα τραβάνε άλλοι προς τα εδώ και άλλοι προς τα εκεί, για να καλύψουν διάφορες ανάγκες που κρίνονται υψηλότερης προτεραιότητας. Έτσι, η δική τους ανάγκη παραμένει ασκεπής. Και άσκεπτη.
Δεν εννοώ ότι υπάρχει κάποια αποσιώπηση: αντιθέτως, η δημοσίευση άρθρων σαν και το παραπάνω στον τύπο είναι φαινόμενο τακτικό, σχεδόν τελετουργικά επαναλαμβανόμενο. Σε αυτά παρατηρείται συνήθως ένα ανάλογο μείγμα αμηχανίας αλλά και υπόρρητης υπερηφάνειας –κάπως σαν μια cultural intimacy, που λέει και ο Χέρτσφελντ- που συνοδεύει τη διαπίστωση ότι «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό»: μόνο στην Ελλάδα η κοινωνία ουσιαστικά ματαίωσε στην πράξη και κατέστησε ανενεργό τον σχετικό νόμο που είχε θεσπίσει το κράτος. Σε αντίθεση με όλα τα άλλα κράτη, όπου ανάλογοι νόμοι θεσπίστηκαν και έγιναν αποδεκτοί χωρίς να προκύπτει πουθενά κάποιο ζήτημα ή διχογνωμία.
Αυτή την ιδιαιτερότητα και αυτή την απόσταση ανάμεσα στη νομοθετημένη τάξη και την «πραγματική» πραγματικότητα τη διαπιστώνουν όλοι· καθόσον ξέρω, όμως, κάποιο εννοιολογικό σχήμα για να τη σκεφτούμε δεν διαθέτουμε. (Φυσικά δεν καταγράφω ως τέτοιο την πολλοστή επανάληψη των γνωστών ουσιοκρατικών και, ταυτόχρονα, ταυτολογικών κλισέ «η Ελλάδα είναι ανομική/ καθένας κάνει ό,τι γουστάρει/ η κοινωνία των πολιτών είναι ατροφική» κ.λπ.).
Θα ήθελα λοιπόν να διερευνήσω εδώ μήπως, και σε ποιο βαθμό, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κατά παρέκταση ένα χρήσιμο σχήμα που διαθέτουμε εδώ και κάποια χρόνια, το οποίο δεν διατυπώθηκε καθόλου σε σχέση με το κάπνισμα, αλλά σε σχέση με μία υγειονομικής τάξεως πρακτική που πλήττει τα σώματα κατά έναν άλλο τρόπο: την έκτρωση. Πρόκειται για το –τρομερά ενδιαφέρον και φιλοσοφικά- σχήμα εξήγησης που αναπτύσσει η Αλεξάνδρα Χαλκιά στο The Empty Cradle of Democracy. Sex, Abortion, and Nationalism in Modern Greece[1].
Εκ πρώτης όψεως νομίζω ότι μπορεί να εγκαθιδρυθεί μία θεμιτή αναλογία: το βιβλίο τής Χαλκιά ξεκινά από τη διαπίστωση ότι στην Ελλάδα γίνονται δυσανάλογα πολλές εκτρώσεις σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα που να εμφανίζει συγκρίσιμα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, και έχει γραφεί για να επιχειρήσει να ερμηνεύσει αυτήν ακριβώς τη δυσαναλογία.
Στην προσπάθεια αυτή, κινητοποιεί μεταξύ άλλων τρεις κομβικές έννοιες, που είναι η εμπιστοσύνη (ή η έλλειψή της), η ηρωική δοκιμασία και η σύνδεσή της με μια αντίληψη της ελληνικότητας ως ειδικής επιτέλεσης.
Η πρώτη ιδέα εκτίθεται σε χωρία όπως το εξής:
η αναντιστοιχία [discrepancy] ανάμεσα στον επίσημο λόγο του κράτους και την ημερήσια πρακτική των Ελλήνων είναι τυπικό χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, εγώ ισχυρίζομαι ότι η αναντιστοιχία αυτή δεν θα έπρεπε να εντοπισθεί με τόση ευκολία στις διαζεύξεις ανάμεσα σε ένα στέρεα οριοθετημένο κράτος και την παρομοίως διακριτή υποτίθεται ύλη της καθημερινής ζωής ή της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό αντίθετα που εγώ συνάντησα, ακόμα και στις ατομικές μου συζητήσεις με γυναίκες, ήταν μία διαφορετική ένταση: η ένταση και η αντιστρεψιμότητα της «αλήθειας», όπως αυτή παρελαύνει με ποικίλες μεταμφιέσεις μέσα από ένα ναρκοπέδιο όπου εκτείνονται με ασταθή τρόπο η εμπιστοσύνη και η δυσπιστία. Οι Έλληνες, είτε ζουν στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, ενίοτε αναφέρονται στην κουλτούρα τους ως «παρανοϊκή». Έστω και έτσι, είναι σαφές ότι η εμπιστοσύνη είναι κομβικό ζήτημα. Και ευλόγως –διότι υπάρχει μία μακρά εθνική και προσωπική ιστορία συχνά πολύ βίαιων παραβιάσεων της εμπιστοσύνης. Νομίζω ότι η διαφορά μεταξύ διαπιστωμένων γεγονότων και βιωμένης πρακτικής, ή εμπειρίας, έχει να κάνει με το φόβο.
Η καρδιά του ζητήματος που θεωρείται, επί τόπου, ως η προβληματική διάζευξη μεταξύ επίσημων λόγων και ανεπίσημης (άρα, υπονοείται, πραγματικής) πρακτικής έγκειται στην επιτυχή –ή μη- θέση και υπεράσπιση κάποιων ορίων που να γίνονται σεβαστά. Το να αποφασιστεί ποια ακριβώς όρια θα πρέπει να θέσει και να υπερασπιστεί κανείς είναι μια υπόθεση που παρουσιάζει συχνά παγίδες και διακυμάνσεις. Σε πείσμα του κυρίαρχου (και εντός της χώρας) στερεοτύπου για τους φωνακλάδες Έλληνες, η αντιπαραθετική προσέγγιση που συνήθως χρησιμοποιείται για ποικίλες διαπραγματεύσεις μπορεί επίσης να είναι παραπλανητικά ήρεμη[2].
Εν προκειμένω, η διαπραγμάτευση για το αν είναι δυνατό, και σκόπιμο, να τεθούν κάποια όρια, και ποια, ως προς το πότε, πού και πώς καπνίζουμε, διεξήχθη στο μεγαλύτερο –και κυριότερο- μέρος της με αυτόν τον δεύτερο, σιωπηλό τρόπο. Η «επίσημη» πρακτική ήταν η απολύτως άψογη τυπικά θέσπιση νόμου –ή μάλλον πολλών διαδοχικών νόμων- οι οποίοι απερίφραστα απαγορεύουν το κάπνισμα και προβλέπουν πρόστιμα για την παραβίαση της απαγόρευσης. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι νόμοι ήταν, ακριβώς, πολλοί, δείχνει ότι ο κάθε προηγούμενος είχε μείνει ανεφάρμοστος. Το κεκτημένο πλέον «δικαίωμα στο κάπνισμα» κατακτήθηκε μέσα από μια ως επί το πλείστον σιωπηλή, «μικρο-πολιτική» διαδικασία αντίστασης, χωρίς κορυφώσεις, σε μοριακό επίπεδο.
Με αδιατάρακτη λοιπόν επιμονή, σε ένα πραγματικά εντυπωσιακό δείγμα κοινωνικής ανυπακοής και αλληλεγγύης, οι Έλληνες καπνιστές και καπνίστριες κράτησαν με νύχια και με δόντια το κεκτημένο τους δικαίωμα να γράφουν στα αρχίδια τους τόσο τους νόμους, όσο και τις επιθυμίες των μη καπνιστών συμπολιτών τους· να συνεχίσουν να ενεργούν σαν αυτοί να μην υπάρχουν. Κατά τα φαινόμενα, λοιπόν, οι καπνιστές σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν, μετά όπως και πριν τους νόμους αυτούς, να ανάβουν τσιγάρα σε μπαρ, εστιατόρια, σπίτια, δημόσιες υπηρεσίες, συζητήσεις ή συνελεύσεις, σε στέκια και πανεπιστήμια, και άλλους ακόμα κλειστούς χώρους χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να ρωτήσουν για τα προσχήματα τους παρισταμένους εάν ενοχλούνται –ή μολονότι ήδη γνωρίζουν ότι αυτοί ενοχλούνται. Το βάρος πέφτει σε αυτούς τους τελευταίους να σπάσουν τη σιωπή και να το εκδηλώσουν εκ των υστέρων, αναλαμβάνοντας το κόστος να εισπράξουν πειθαρχικά βλέμματα –ή ενίοτε και λόγια- αποδοκιμασίας που τους υπενθυμίζουν πόσο εκνευριστικοί γίνονται με τις εξεζητημένες απαιτήσεις τους.
Η πολιτικο-θεωρητική θεμελίωση
Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, η επικράτηση δεν ήταν τόσο βουβή: υπήρξαν κάποιοι οι οποίοι επιχείρησαν να αναλάβουν ρητά την υπεράσπιση αυτού του εγωισμού, να εκθέσουν δημόσια λόγους που να τον δικαιολογούν και μάλιστα να τον κάνουν σημαία τους και αμφισβητησιακή διεκδίκηση.
Αυτοί συνήθως εντάσσονταν σε μία από δύο κατηγορίες: α) επιχειρηματίες (ή/ και καλλιτέχνες) της νύχτας, του θεάματος και της διασκέδασης, β) Έλληνες αριστεροί και αναρχικοί. Ενίοτε, και στις δύο. Και πάντως η επιχειρηματολογία ήταν ως επί το πλείστον κοινή, με διαφορές αποχρώσεων και λεξιλογίου.
Με πιο συστηματικό και ιδεολογικοποιημένο τρόπο φυσικά η αντίσταση αυτή προβλήθηκε από τη δεύτερη κατηγορία.
Ένα τέτοιο παράδειγμα θεωρητικοποίησης αποτελεί εκτενές κείμενο που αναρτήθηκε το 2014 σε έναν δικτυακό τόπο με το όνομα Sarajevo.
Στην αυτοπαρουσίασή του, οι υπεύθυνοι δηλώνουν: «Στο Sarajevo μας ενδιαφέρει η συστηματική έρευνα και ανάλυση, από προλεταριακές θέσεις (άρα εχθρικά προς τις καπιταλιστικές προσταγές) των όσων συμβαίνουν καθώς ξεδιπλώνεται και οξύνεται η κρίση του συστήματος. Δεν έχουμε κανένα λόγο να το κρύψουμε: οι προσεγγίσεις μας είναι πολιτικές. Υιοθετούμε και υποστηρίζουμε τις αρχές του BLOCK. Συνεπώς αναλύουμε κριτικά τα όσα συμβαίνουν από την σκοπιά της Αυτονομίας».
Η συγκεκριμένη ανάρτηση περί καπνίσματος φέρει τον τίτλο «αυτό το τσιγάρο που καίει δεν είναι το τελευταίο!». Πάνω απ’ αυτήν, ως υπέρτιτλος ή ως προμετωπίδα, εμφανίζεται με πλάγια στοιχεία το εξής κείμενο:
Ποιός θα το έλεγε λοιπόν! Bλέπεις τις «αμερικανιές» μακριά στον ορίζοντα και λες «μπααα… αποκλείεται να φτάσουν εδώ». Kι όμως φτάνουν! Kι έτσι καταλαβαίνεις από κοντά πως γίνεται και μια τόσο κοινότυπη συνήθεια σαν το τσιγάρο να μετατρέπεται σε άξονα περιστροφής μιας πολλαπλής διαστροφής. Ποιός θα το έλεγε!!!
Μέσα σε λίγες φράσεις, αυτή η εισαγωγή προλαβαίνει αμέσως αμέσως να θέσει ως πλαίσιο αναφοράς σχεδόν όλα τα κλισέ του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα. Έχουμε και λέμε: το σκανδαλισμό απέναντι στην παρακμή («πού βαδίζουμε κύριοι;»)· την εγγραφή σε έναν κώδικα λαϊκής αρρενωπότητας/ γνησιότητας/ ελληνικότητας (ως διασκέδασης-υπέρβασης των ορίων-νταλκά), μέσα από την αναφορά στο σουξέ του Τάκη Μουσαφίρη· την αντίθεση στην επίπλαστη και επιφανειακή ξενόφερτη κουλτούρα –όχι στις αμερικανιές, ναι στις ελληνιές- αλλά και, ταυτόχρονα, την επίκριση προς την «Ψωροκώσταινα» στο μέτρο που είναι όχι μόνο ξενομανής, αλλά και καθυστερημένη σε σχέση με τους ξένους. (Στην κλασική παραπονεμένη διατύπωση «στην Ελλάδα όλα έρχονται με κάποια χρόνια καθυστέρηση», το παράπονο λογικά είναι δυνατό να αφορά εξίσου το γεγονός ότι έρχονται ενώ δεν θα έπρεπε να έλθουν καθόλου, αλλά και το ότι έρχονται καθυστερημένα ενώ θα έπρεπε να έλθουν νωρίτερα. Συνήθως ισχύουν και τα δύο αθροιστικά).
Εγγεγραμμένος εξ αρχής σε αυτό το αναπόδραστο double bind, ο λόγος του ανώνυμου συντάκτη επιδίδεται σε μία απροκάλυπτη –όσο και ηλίθια- εξύμνηση του καπνίσματος ως αντίστασης. Η εξύμνηση αυτή είναι διανθισμένη με διάφορες βερμπαλιστικές, εκ των υστέρων επιστρατευμένες και τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά εκλογικεύσεις που προσπαθούν να προσαρμόσουν την επιχειρηματολογία για να τη συνδέσουν με το διακηρυγμένο ενδιαφέρον για «προλεταριακές θέσεις, καπιταλιστικές προσταγές και κρίση του συστήματος». Ωστόσο, η βασική πηγή της εμμονής στο κάπνισμα, και ο βασικός κώδικας επικοινωνίας του λόγου αυτού με τον αναγνώστη του, έρχεται από αλλού: είναι το αξίωμα της γενικευμένης υστεροβουλίας. Με άλλα λόγια, η βαθιά εδραιωμένη σοφία του ελληνικού λαού πως, σε ό,τι μας λένε, κάποιο λάκκο έχει η φάβα, κάποια πουστιά κρύβεται από πίσω· οπότε είναι καλύτερο –και μάλιστα είναι μαγκιά, είναι τίτλος τιμής- εμείς να μην πιαστούμε κορόιδα και να μην κάνουμε αυτό που μας λένε.
Στο προαναφερθέν κείμενο αυτοπαρουσίασης, το Sarajevo αναγνωρίζει ότι
απευθύνεται κατ’ αρχήν σε ένα «περιορισμένο» κοινό. Όχι τόσο εξαιτίας των απόψεων όσο λόγω της θεματολογίας του. Παρότι όλο και περισσότεροι «οσμίζονται» πως μια ορισμένη «μεταβατική παρακμή» οδηγεί τον καπιταλιστικό κόσμο σε όξυνση των διακρατικών αντιθέσεων και επανεμφάνιση πολεμικών προοπτικών που θεωρούνταν «οριστικά ξεπερασμένες», όλο και περισσότεροι οχυρώνονται μέσα σε διάφορες μορφές ιδιωτικής αυτάρκειας.
Νομίζω ότι τόση μετριοφροσύνη είναι υπερβολική. Τουλάχιστο η συγκεκριμένη εξύμνηση αυτής της μορφής ιδιωτικής αυτάρκειας που είναι το κάπνισμα, εκπροσωπεί μία απολύτως πλειοψηφική μέσα στην ελληνική κοινωνία λογική. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι
Η μειονότητα και η πλειονότητα δεν αντιδιαστέλλονται κατά τρόπο απλώς ποσοτικό. Η πλειονότητα προϋποθέτει μία σταθερά, έκφρασης ή περιεχομένου, ένα μέτρο-γνώμονα σε σχέση με το οποίο αξιολογείται. Ας υποθέσουμε ότι η σταθερά ή ο γνώμονας είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος – λευκός – αρσενικός – ενήλικος – κάτοικος των πόλεων – ομιλητής μιας τυποποιημένης ευρωπαϊκής γλώσσας – ετεροφυλόφιλος (ο Οδυσσέας του Τζόυς ή του Έζρα Πάουντ). Είναι προφανές ότι ο «άνθρωπος» έχει την πλειοψηφία, έστω και αν αριθμητικά είναι πιο ολιγάριθμος απ’ ό,τι τα κουνούπια, τα παιδιά, οι γυναίκες, οι Μαύροι, οι αγρότες, οι ομοφυλόφιλοι … κ.λπ. Και αυτό διότι εμφανίζεται δύο φορές: μία φορά στη σταθερά, μία στη μεταβλητή απ’ όπου αντλείται η σταθερά (Ντελέζ/ Γκουατταρί: Περί μειονοτήτων, γλωσσικών και άλλων).
Για το Sarajevo, αυτό που κρύβεται από πίσω είναι μια συνωμοσία που εξύφαναν οι «μπηχαβιοριστές της εξουσίας». Οι ίδιοι που προηγουμένως είχαν εξυφάνει την αντίστροφη συνωμοσία, με την οποία είχαν καταφέρει να πείσουν τα τότε κορόιδα ότι μαγκιά είναι το κάπνισμα. Μόνο και μόνο για να την αλλάξουν μετά, όταν έτσι αποφάσισαν. Και σε αυτή την αλλαγή, τα κορόιδα αδιαμαρτύρητα τους ακολούθησαν –εκτός από τους Πουαρώ που κατάλαβαν το λάκκο της νέας συνωμοσίας και αποφάσισαν ηρωικά να την παρακούσουν (συνεχίζοντας να υπακούν στην προηγούμενη). Η αποθέωση του ετεροκαθορισμού δηλαδή: πρέπει να κάνουμε πάντοτε τα αντίθετα από αυτά που μας λένε.
Αυτόνομα σεκλέτια
Εκτός από αυτή την «επιστημονική» ανάλυση του Sarajevo, (η οποία πάντως μέσα σε λίγες παραγράφους ξεπετάει σύσσωμη την ιατρική επιστήμη ως καταγέλαστη υπηρέτρια της συνωμοσίας), τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και άλλοι Έλληνες αυτόνομοι προσανατολισμένοι περισσότερο στη δράση. Αυτοί λοιπόν τύπωσαν μια αφίσα, με την υπογραφή, ακριβώς, «Αυτόνομοι» [3], στην οποία απεικονίζεται μία κόκκινη σφιγμένη και ανυψωμένη γροθιά … στην κορυφή της οποίας, ανάμεσα στον μέσο και τον δείκτη, κυματίζει υπερήφανα δίκην σημαίας ένα αναμμένο τσιγάρο. Στο δε κείμενο της αφίσας, ο πολλά βαρύς συντάκτης, αντί άλλου τίτλου, αναφωνεί: «ΕΧΟΥΜΕ ΤΑ ΣΕΚΛΕΤΙΑ ΜΑΣ, ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΤΟΥ «ΥΓΙΕΙΝΙΣΜΟΥ»!».
Στο εξίσου παραληρηματικό –όσο και κυνικό- κείμενο που ακολουθεί, ο μάγκας μας ανοίγει την ψυχή του και μας φανερώνει κάποια από τα εν λόγω σεκλέτια που την τυραννάνε:
Η εφεύρεση της ιδέας του «παθητικού καπνιστή» που, δήθεν, «αρρωσταίνει – χωρίς – να φταίει» (ενώ όλοι οι άλλοι που αρρωσταίνουν φταίνε άραγε;) έφτιαξε την μαζική υποστήριξη στην καπνοαπαγόρευση, αξιοποιώντας στο έπακρο την βλακεία, την αμάθεια και τις υγιεινιστικές φοβίες εκατομμυρίων πρωτοκοσμικών υπηκόων.
Που είναι παθητικότατοι σ’ όλες τις διανοητικές και ψυχολογικές δηλητηριάσεις του συστήματος (…).
Τα κράτη, τα αφεντικά και οι λακέδες τους, θυσιάζουν κάτι λίγο (τα κέρδη των καπνοβιομηχανιών) για να κερδίσουν κάτι υπερ-πολύτιμο: την τυφλή πειθαρχία και υπακοή στην υγιεινιστική τρομοκρατία που προκαλεί ήδη καλά σχεδιασμένα κύματα μαζικών κοινωνικών νευρώσεων.
Στο διά ταύτα, αυτή η γνησίως αριστοκρατική απαξίωση της «παθητικότητας» και της βλακείας των «πρωτοκοσμικών υπηκόων» καταλήγει στο εξής πρακτικό συμπέρασμα:
ούτε πρόκειται να καταδεχτούμε να παλιμπαιδίζουμε καπνίζοντας κρυφά στην τουαλέτα. Όλα δημόσια, και στην μούρη σας, και ναρκωτικά και τσιγάρα, και πρέζα, και σεξ, και πουστριλίκια, και φωνές, και δυνατές μουσικές και τσαμπουκάδες, και άμα γουστάρουμε, εσάς τους μεσοαστούς σας φερμάρουμε κιόλας και καίμε και το κωλομάγαζο των υποχόνδριων αντικαπνιστών.
Ξυπνήστε ρε!
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αυτή η παιδαριώδης –στα όρια του κωλοπαιδισμού- επιτέλεση μιας προκλητικής νεανικής αρρενωπότητας που «αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις», μπόρεσε να επικοινωνήσει και να βρει ανταπόκριση σε χώρους που εκ πρώτης όψεως δεν θα αναμέναμε: η ίδια αυτή αφίσα ως εικόνα, όσο και το περιεχόμενό της σε μορφή κειμένου, αναδημοσιεύτηκαν χωρίς κανένα σχόλιο σε ένα σάιτ γενικώς εθνικιστικής/ σκανδαλοθηρικής/ λίγο ό,τι να ’ναι έμπνευσης, με τη χαρακτηριστική επωνυμία «Ξυπνήστε ρε»[4]. Βέβαια, σε όλα υπάρχουν όρια: κατά τη μεταφορά του το κείμενο περικόπηκε λίγο και έτσι η πρόταση για το δημόσιο σεξ, τα πουστριλίκια και τα καψίματα απουσιάζει. Εμφανίζεται όμως πάντα αριστερά στην αφίσα, απ’ όπου δεν ήταν δυνατό να αφαιρεθεί.
Αυτή η ανταπόκριση και η επικοινωνία οφείλεται νομίζω στο ότι η αφήγηση αυτή, παρά τη διακηρυκτική επίκληση της αυτονομίας και παρά τις επιφανειακές αναφορές σε ένα ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό λεξιλόγιο, στην εκτύλιξή της συμμορφώνεται με τουλάχιστον δύο υφολογικούς τρόπους εξαιρετικά οικείους και αναγνωρίσιμους στην ακροδεξιά –ή μάλλον στην ελληνική κοινωνία συνολικά, πολύ πριν την υιοθέτηση και αξιοποίησή τους (και) από την ακροδεξιά. Τη συμπύκνωση αυτή, για να δανειστούμε έναν όρο που είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος[5], θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε αριστοκρατικό λαϊκισμό.
Η αφήγηση αυτή κατά βάση λέει:
Οι ισχυροί αυτού του κόσμου συνωμοτούν για να μας στερήσουν μία (ή: την) απόλαυση, και οι ηλίθιες μάζες δεν το καταλαβαίνουν.
[- Subtext: εμείς όμως το καταλαβαίνουμε διότι είμαστε γάτοι, και ελπίζουμε κάποτε να αφυπνισθούν και οι μάζες (ανταποκρινόμενες στην έκκληση «Ξυπνήστε ρε!») και να το καταλάβουν κι αυτές. Αλλά να μην ξυπνήσουν και πάρα πολύ· διότι τότε θα εκλείψει η άλλη μας απόλαυση, να είμαστε οι ολίγοι και εκλεκτοί που ξεχωρίζουν από την «αμάθεια των πρωτοκοσμικών υπηκόων».-]
Ας ξαναδώσουμε εδώ για λίγο το λόγο στη Χαλκιά:
Θρησκευτικοί και εθνικιστικοί λόγοι [discourses] που προκύπτουν από ιδιαίτερους τόπους της ελληνικής συλλογικής μνήμης και τους διαμορφώνουν –για παράδειγμα, η αναπαράσταση της «πτώσης» της Κωνσταντινούπολης ως κρίσιμης απώλειας για την Ελληνοορθοδοξία, η καταστροφή που υπέστησαν οι ελληνικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία, ο αλβανικός πόλεμος και η γερμανική κατοχή, η ανάμιξη των ΗΠΑ από το σχέδιο Μάρσαλ μέχρι τη χούντα του Παπαδόπουλου- συνιστούν έναν πολύπλοκο ιστό νοημάτων, μέσα στον οποίο διαμορφώνεται η ιδιότητα του προσώπου στην Ελλάδα.
(…) Εδώ επανεγγράφεται το βαθιά ριζωμένο άγχος γύρω από το τι είναι ξένο, άρα αποτελεί επικίνδυνη παρέμβαση, και η υψηλή αξία που αποδίδεται στην ίδια την πάλη. Σε αυτό το συγκείμενο, το να δοκιμάζεις την ισχύ και τη νομιμοφροσύνη του συντρόφου, καθώς και την ισχύ και την πίστη του εαυτού, εμφανίζονται ως προνομιακοί τόποι κοινωνικής συνομιλίας. Η πάλη ή βάσανος, η δοκιμασία* όπως λέγεται, γίνεται αντιληπτή ως στιγμή της κρίσης [trial], ενίοτε με ξεκάθαρα θρησκευτικούς όρους. Η εμπιστοσύνη και η προδοσία της εμπιστοσύνης γίνονται κρίσιμα και πολύ ευμετάβλητα ζητήματα (ό.π. σ. 208).
Πρωτοπόροι σε μια εκστρατεία
Οποιαδήποτε προσπάθεια να αναχθεί το δίλημμα τσιγάρο ή όχι σε μια υποτιθέμενη αντίθεση καπιταλισμού/ αντικαπιταλισμού είναι εμφανώς προσχηματική και γρήγορα προσκρούει σε λογικά αδιέξοδα. Ακόμη και αν, για τις ανάγκες της καθημερινής συνεννόησης, προσπεράσουμε τον ανθρωπομορφισμό που συνεπάγεται η χρήση του όρου «ο» καπιταλισμός (με το οριστικό άρθρο στον ενικό), δεν υπάρχει κανείς λόγος να υποθέσουμε ότι η τάση να καπνίζει κανείς είναι περισσότερο ή λιγότερο «καπιταλιστική» καθαυτήν. Αν προσπαθήσουμε να διαβάσουμε υπό το πρίσμα μιας τέτοιας αναγωγής την καθημερινή ειδησεογραφία, καταλήγουμε σε πλήρη σύγχυση και αδυναμία κατανόησης. Ας πούμε:
Οπου υπάρχει καπνός υπάρχει και Σταμάτης Κραουνάκης και Θάνος Μικρούτσικος! Οι δημοφιλείς συνθέτες, μανιώδεις καπνιστές και οι δύο, είναι πρωτοπόροι σε μια εκστρατεία κατά του μέτρου για την απαγόρευση του καπνίσματος. (…) Μαζί τους «διαδηλώνουν» και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι συγγραφείς Ζυράννα Ζατέλη και Δημήτρης Παπαχρήστος, και ο εγκληματολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου Γιάννης Πανούσης.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης βρήκε τον καλύτερο τρόπο να εκφράσει την αντίθεσή του για το μέτρο! Εγραψε ένα τραγούδι ειδικά για την περίσταση:
«Κι ας φάω πρόστιμα κι ας με δικάσουν,
εδώ καπνίζουμε κι είναι παράνομο,
κι όλο ελπίζουμε να μην μας πιάσουν».
Στην «Αθηναΐδα», το θέατρο όπου εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια ο συνθέτης με τη μουσική ομάδα Σπείρα-σπείρα, μέχρι πέρυσι υπήρχαν σταχτοδοχεία δίπλα στα καθίσματα για όσους από τους θεατές ήθελαν να τα χρησιμοποιήσουν.
Προχθές στο καφέ βιβλιοπωλείου της Αθήνας πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του συντονιστικού οργάνου των επαγγελματιών καφέ-μπαρ και εστιατορίων μια διαμαρτυρία, φυσικά με καπνό! (…)
«Σήμερα μας απαγορεύουν να καπνίζουμε, αύριο ποια άλλη απαγόρευση θα ακολουθήσει;» αναρωτήθηκαν («Κραουνάκης και Μικρούτσικος λένε «ναι» στο τσιγάρο», Espresso 16/9/2010).
Αυτό που συνενώνει εδώ αριστερούς συνθέτες, συγγραφείς και καθηγητές, μικρομεσαίους καφετζήδες, βιβλιοπώλες/ λαθρεμπόρους όπλων και θεατρώνες, δεν είναι ούτε ο αντικαπιταλισμός, ούτε ο φιλοκαπιταλισμός. Είναι, πολύ περισσότερο, ένας αμφίθυμος φόβος γύρω από την εγκαθίδρυση ορίων, ένα άγχος απέναντι στη ρευστότητα το οποίο όμως επιχειρείται να καταπολεμηθεί με μία άλλη ρευστότητα (ή με διατήρηση της ήδη υπάρχουσας). «Αν μας κόψουν σήμερα αυτό, σίγουρα αύριο θα μας κόψουν και άλλα (τα οποία δεν μας έχουν αποκαλύψει ακόμα)» λέει αυτό το άγχος του ευνουχισμού. Ο ίδιος φόβος διατυπώνεται και στα φιλοκαπνιστικά κείμενα των αναρχικών, συχνά επενδεδυμένος με αναφορές στη «βιοπολιτική» επειδή αυτές είναι σήμερα της μόδας και εντυπωσιάζουν περισσότερο το κοινό τους. Ωστόσο, ούτε αυτό βελτιώνει τα πράγματα: αν ο περιορισμός του καπνίσματος είναι «βιοπολιτικός», όποια σημασία και αν αποδίδει κανείς στον όρο, προφανώς εξίσου βιοπολιτικό είναι και το ίδιο το κάπνισμα.
Ασχέτως του λεξιλογίου, άλλωστε, ο φόβος αυτός είναι ουσιαστικά ο ίδιος με το φόβο που παγίως εκφράζουν το ΚΚΕ, η Εκκλησία της Ελλάδος και άλλες συντηρητικές δυνάμεις απέναντι σε μία άλλη «αμερικανιά που έρχεται με καθυστέρηση» και οδηγεί στην παρακμή, το γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου: ότι, αν η πρόταση αυτή περάσει, μετά σίγουρα θα ακολουθήσει η παιδοφιλία, η κτηνοβασία κ.ο.κ.
Με την πρώτη ιδέα βέβαια απαγορεύεται κάτι που ως τώρα επιτρεπόταν, ενώ με αυτήν εδώ επιτρέπεται κάτι που απαγορευόταν· ωστόσο, και αυτή εξίσου όσο η άλλη βιώνεται ως μια εξωτερική επέμβαση που τείνει να μετακινήσει τα όρια και άρα να επηρεάσει την εθνική μας απόλαυση. Γι’ αυτό πυροδοτεί το ίδιο άγχος και την ίδια επανειλημμένη διατύπωση ανασφάλειας: τι μας εγγυάται ότι, αν κάνουμε πίσω σε αυτό, δεν θα μας «πάρει η κατηφόρα» μετά και δεν θα ακολουθήσουν και άλλα ανήκουστα; Η ερώτηση συνήθως είναι ρητορική: στο βάθος λαμβάνεται ως δεδομένη η απάντηση τίποτα. Με άλλα λόγια: αν αυτό περάσει, θα έχει ανοίξει η Κερκόπορτα για την «πτώση της Κωνσταντινούπολης» που λέει και η Χαλκιά· αν δείξουμε εμπιστοσύνη στην ξένη δύναμη που μας πολιορκεί, τότε αυτή σίγουρα θα προδώσει την εμπιστοσύνη αυτή και θα φύγει παίρνοντας μαζί της περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε (The empty cradle, σ. 262). Άμα καταρρεύσει το τωρινό όριο, μετά θα είναι αδύνατο να τεθεί οποιοδήποτε άλλο, θα κατακλυσθούμε[6].
Οι λιτανείες του μάγκα
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.
Κ.Π. Καβάφη, Διακοπή
Ως αντίδοτο στο άγχος του κατακλυσμού, «σε μία πιθανώς ανεπίγνωστη αναγνώριση της αρχαίας χρήσης του όρου φάρμακον με την έννοια του δηλητηρίου» (Χαλκιά, ό.π.), προτείνεται η αγωνία της δοκιμασίας, της έκθεσης. Της έκθεσης στο φάρμακο/ δηλητήριο, και στον εθισμό σε αυτόν. Η έκθεση αυτή δεν λειτουργεί μόνο ως μια τελετουργική επίδειξη της ίδϊας δύναμης/ μαγκιάς ή ως ένα τεστ αντοχής της εθνικής κοινότητας απέναντι τις διαθέσεις των ξένων εισβολέων και τον κίνδυνο να καταχραστούν την τυχόν εμπιστοσύνη που θα τους δείξουμε. Συχνά έχει μια ευδιάκριτη θεολογική διάσταση.
Πρώτα απ’ όλα: η κατανάλωση εθιστικών ουσιών, καθώς και η διαφυγή από την ποινικοποίηση που τη συνοδεύει, υπήρξε παραδοσιακά κεντρικό θέμα –αν όχι το κεντρικό θέμα- στη λαϊκή τραγουδιστική παράδοση.
Προεκτείνοντας λοιπόν, μάλλον εν επιγνώσει, μία λιγότερο αρχαία παράδοση εξύμνησης της κατανάλωσης φαρμάκων, ο Σταμάτης Κραουνάκης ακολουθεί έναν τρόπο τον οποίο η συντάκτρια της Espresso αναγνωρίζει ως «τον καλύτερο για να εκφράσει την αντίθεσή του»: γράφει και επιτελεί επίσης ένα τραγούδι. Στο οποίο, όπως οι επίσης Κρητικοί –και δεινοί καλλιεργητές και χρήστες χασίς- κατσικοκλέφτες των Ζωνιανών τους οποίους μελέτησε ο Χέρτσφελντ, επαίρεται για την παρανομία του και αψηφά τις αρχές. Βγαίνει λοιπόν και διακηρύσσει και αυτός πως θα καπνίζει στα μούτρα μας, όχι επειδή θέλει να «κάψει τα μαγαζιά των μεσοαστών», κάθε άλλο, αλλά ακριβώς αντίθετα επειδή θέλει να τα ενισχύσει, να τα βοηθήσει να σταθούν στην αγορά και τον ανταγωνισμό.
Ιδίως όσον αφορά την εξύμνηση του χασίς στη ρεμπέτικη παράδοση, είναι πιο εύκολο να δειχθεί η θεολογική-μυστικιστική της διάσταση. Στα δείγματα που μας είναι περισσότερο οικεία σήμερα –ή/ και στον τρόπο με τον οποίο εμείς τα ακούμε- κυριαρχεί μία σκωπτική-φιλοπαίγμων διάθεση («Σαν χριστιανός κι ορθόδοξος σ’ αυτή την κοινωνία», «Θεέ μου μεγαλοδύναμε που ’σαι ψηλά κει πάνω» κ.λπ.). Ωστόσο, αν αποβλέψουμε στο λεξιλόγιο και τους αισθητικούς κώδικες της μαγκιάς, βλέπουμε ότι αυτά φέρουν εμφανή ίχνη από την μοναστική παράδοση του Ισλάμ (οι όροι τεκές, δερβίσης, ζεϊμπέκικο, και οι υπόλοιποι τεχνικοί όροι του ρεμπέτικου που είναι σχεδόν όλοι τουρκικής ή αραβικής προέλευσης, η ίδια η χρήση της μουσικής, του χορού και των ουσιών με σκοπό την έκσταση …).
Αυτό το στοιχείο σύνδεσης της κατανάλωσης εθιστικών ουσιών με μία λελογισμένη δοκιμασία υπέρβασης των ορίων και επικοινωνίας με το θείο πιστεύω ότι επιβιώνει ακόμη σήμερα, μέσα από ποικίλες μεταθέσεις, συμπυκνώσεις και επικαθορισμούς, και είναι επενδυμένο στην κατανάλωση του τσιγάρου.
Όποιος συμβαίνει να μην καπνίζει, και να ενοχλείται όταν άλλοι καπνίζουν δίπλα του, και επιχειρεί να διατυπώσει σχετική παράκληση, θα έχει προσέξει ότι η παράκληση αυτή γίνεται δεκτή όχι μόνο με δυσαρέσκεια, όπως θα ήταν κατανοητό, αλλά σχεδόν με αγανάκτηση, αν όχι και με περιφρόνηση. Με μια αντίδραση που, ακόμη και αν δεν εκφράζεται σχεδόν ποτέ με αυτά τα λόγια, νομίζω ότι θα μπορούσε να μεταφραστεί ως: πώς τολμάς και παρεμβαίνεις για να διακόψεις μία τόσο σημαντική δραστηριότητά μου; Πώς έχεις το θράσος να μου ζητάς να παραιτηθώ από κάτι υψηλό, με βάση λόγους τόσο ευτελείς και επουσιώδεις;
Η επιτίμηση αυτή θεωρώ ότι δεν πηγάζει μόνο από την εξάρτηση (με τη φαρμακολογική έννοια του όρου). Κάθε εξαρτημένος δυσκολεύεται να αποχωριστεί την εξάρτησή του, αλλά κανείς δε νιώθει ηθικά ανώτερος εξαιτίας της σε σχέση με όποιον δεν την έχει, ούτε τον αντιμετωπίζει ως κάποιον αδαή και ιερόσυλο, που «δεν καταλαβαίνει».
Η ενόχληση αυτή αφορά μάλλον το κάπνισμα ως φάρμακον με τη σύγχρονη και όχι την αρχαία έννοια του όρου, και μαρτυρεί ότι η κατανάλωση της εθιστικής ουσίας συνιστά για τον ενδιαφερόμενο μία συνήθεια συγκροτητική της υποκειμενικότητας –αλλά και της κοινότητας (ως ελληνικότητας). Αυτά που επιτελούνται «μες στις μεγάλες φλόγες και τον βαθύν καπνόν» φαίνεται ότι βιώνονται, εξίσου όσο και οι δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το ποίημα του Καβάφη, ως «έργα καλά». Θα έλεγε κανείς, ως έργα ιερά· ως μια αναμέτρηση με το θείο. Αυτή η επικοινωνία με τον θείο/ αιώνιο νόμο δίνει στον καπνιστή τη δύναμη να αψηφά τους συμβατικούς ανθρώπινους, και αυτή η οιονεί ιερότητα είναι η πηγή της αίσθησης ανωτερότητάς του: ότι αυτός, με τα σεκλέτια του, βάζει το κεφάλι του πάνω στον πάγκο του χασάπη, ενώ ο μη καπνιστής προσπαθεί να του κάνει μαθήματα ηθικής χωρίς ο ίδιος να ρισκάρει τίποτα. Και επιπλέον αποδρά από την κοινότητα και τη διασπά, γίνεται ένα είδος εθνοπροδότη. Διότι, τι να κάνουμε, «ο Έλληνας καπνίζει», είναι μεσογειακός τύπος, αφήνεται στα πάθη του, δεν είναι σαν κάτι άλλους φλώρους.
Η ανυπακοή στην απαγόρευση του καπνίσματος, λοιπόν, ακόμη και όταν προβάλλεται από Έλληνες αναρχικούς, έχει μεγαλύτερη σχέση με τον Zorba the Greek παρά με τον Μπακούνιν ή τον Ντουρούτι. Πράγμα που γίνεται προφανές και από το γεγονός ότι σε καμία άλλη χώρα του κόσμου, είτε του «τρίτου» είτε του «πρώτου», δεν βρέθηκε κανείς ομοϊδεάτης τους να ισχυριστεί ότι θα αντισταθεί στον καπιταλισμό καπνίζοντας.
Κέρασμα στο Χάρο
Αν ο μεσήλικας μουσικός υιοθετεί συμπεριφορές κοινωνικής ανυπακοής και, αντίστροφα, οι νεαροί αντιεξουσιαστές δανείζονται φράσεις και τρόπους έκφρασης από την παράδοση του λαϊκού τραγουδιού, αυτό γίνεται στην κοινή βάση μιας
… δυναμικής του παιγνίου που εμπεριέχει μία συνιστώσα δοκιμής· δηλαδή δοκιμάζουμε την τύχη μας απέναντι σε κάποια άλλη δύναμη. Ακόμη και στο Θεό. Και ο τζόγος*, ή στοιχηματισμός [gambling], είτε αφορά το χρηματιστήριο, το καζίνο, τις ιπποδρομίες, τα διάφορα παιχνίδια προγνωστικών ποδοσφαίρου (Προ-Πο), ή τη χαρτοπαιξία, είναι εξέχον χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας (Halkias, σ. 264).
… και επίσης του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, θα πρόσθετα εγώ –αρχίζοντας από το προπολεμικό Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο και φτάνοντας μέχρι το Καζίνο του Άκη Πάνου λίγο πριν το τέλος του 20ού αιώνα. Για να μην παραλείψουμε και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η οποία επίσης έγραψε για το χαρτοπαίγνιο με μία άλλη έννοια: όχι σχετικά με αυτό, αλλά προκειμένου να κερδίσει χρήματα και να ποντάρει σε αυτό[7].
Επίσης, ο μεγάλος λαϊκός στιχουργός Κώστας Βίρβος, δημιουργός μεταξύ άλλων τραγουδιών με τίτλους όπως Κορόιδα της τράπουλας, Στάσου στο 14 κ.ά. παρόμοια, τη δεκαετία του 80 διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού Κρατικών Λαχείων.
Το χαρτοπαίγνιο μπορεί να είναι επίσης εθιστικό, αλλά θεματοποιείται ως κάτι πολύ σημαντικότερο από ένα απλό «χόμπυ» ή μία διασκέδαση: είναι κάτι που συνδέεται με τη μοίρα, και επενδύεται με προφητικές ιδιότητες: «ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά/ και πες μου την αλήθεια …» (Βαμβακάρης). Ο δε προαναφερθείς Άκης Πάνου, ο οποίος έγραψε επίσης, μεταξύ άλλων, το τραγούδι Μολόγα τα με πεδίο αναφοράς τον ιππόδρομο (ως αλληγορία για την ενδεχομενικότητα και το απρόβλεπτο της ζωής συνολικά) και στα τελευταία χρόνια της ζωής του δούλευε στο προπατζήδικο της γυναίκας του, είναι φυσικά ο δημιουργός και του περίφημου Η ζωή μου όλη (… είναι ένα τσιγάρο).
Πιο πρόσφατα, ο «ομοϊδεάτης» του Κραουνάκη σε θέματα καπνιστικής πολιτικής Θάνος Μικρούτσικος, ένας συνθέτης που δεν προέρχεται από τη ρεμπέτικη παράδοση αλλά κατά καιρούς πειραματίζεται μαζί της, είχε γράψει και αυτός ένα ζεϊμπέκικο, το οποίο τραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος –ο ίδιος που είχε τραγουδήσει προ ετών το στίχο του Μουσαφίρη τον οποίο παραθέτουν οι Sarajevo στην αρχή του πονήματός τους-, σε στίχους του Άλκη Αλκαίου εμπνευσμένους από το φόνο του Σολωμού Σολωμού στην πράσινη γραμμή της Λευκωσίας το 1996. Το ρεφραίν αυτού του τραγουδιού, (στο οποίο το κάπνισμα ακόμα μια φορά γειτνιάζει άμεσα με τον Χάρο, όπως και σε εκείνο του Πάνου), έχει ως εξής:
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι,
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πιο περιεκτική συμπύκνωση των θεμάτων που προέκυψαν εδώ: η εξύμνηση της παράτολμης νεανικής αρρενωπότητας που αψηφά τους κινδύνους και καταλήγει στην ηρωική θυσία υπέρ του έθνους, η εξαπάτηση/ κατάχρηση της εμπιστοσύνης –cheating, as in playing cards- της οποίας πέφτει θύμα και μάλιστα κατά τρόπο διαρκή («πάντα γελασμένοι»), και, φυσικά, το τσιγάρο στα χείλη που δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτό το πορτραίτο του ιερομάρτυρα.
Can the non-smoker speak?
Είναι μία πάλη, και γι’ αυτό το λόγο δεν διαθέτει ποτέ επαρκή σαφήνεια. Πώς μπορούμε να κατασκευάσουμε ΣχΟ [Σώματα χωρίς Όργανα] χωρίς να πρόκειται για το καρκινικό ΣχΟ ενός φασίστα μέσα μας, ή για το άδειο ΣχΟ ενός ναρκομανούς, ενός παρανοϊκού, ενός υποχόνδριου;
Gilles Deleuze – Félix Guattari, Mille Plateaux, éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 202
Αυτή η μοιρολατρία τού πάντα, η μόνιμη προεξόφληση της προδοσίας και το διαρκές έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο μάλιστα αναδεικνύεται σε θετικό, αξιέπαινο χαρακτηριστικό που συγκροτεί την κοινότητα, προσλαμβάνει μερικές φορές ασφυκτικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) χαρακτήρα.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αναμέτρηση του (Έλληνα) ανθρώπου με το θεό και με τα όριά του, έχει, όπως κάθε αναμέτρηση, αυστηρά δυιστικό χαρακτήρα. Σε αυτό το στοίχημα, οι φιλοκαπνιστές, είτε αυτοί είναι φιλοκαπιταλιστές είτε αντικαπιταλιστές, δεν ποντάρουν –και άρα δεν θέτουν υπό διακινδύνευση- μόνο τη δική τους ζωή/ υγεία/ ηρεμία, αλλά και την ηρεμία άλλων, τους οποίους δεν ρώτησαν.
Στην αυστηρά δυαδική σκηνοθεσία του «αντιαπαγορευτικού» λόγου υπάρχει μόνο το ιδιωτικό υποκείμενο με το συμφέρον/ επιθυμία του, που είναι να καπνίζει, από τη μια, και από την άλλη απέναντί του το απειλητικό κράτος, του οποίου ο λόγος ύπαρξης είναι να ματαιώσει αυτή την επιθυμία. Ενίοτε, για τη ματαίωση αυτή, αντί για το κράτος ή δίπλα σε αυτό ενοχοποιούνται «οι ξένοι», ο «ιμπεριαλισμός». Αυτό όμως δεν μας βγάζει από τον αστερισμό τού δύο, διότι το ελληνικό κράτος πάντοτε λογίζεται ότι υποτάσσεται σε αυτούς τους ξένους ή τους μιμείται. Πουθενά δεν υπάρχει χώρος για το τρία, το τέσσερα, το πολλαπλό· η ύπαρξη άλλων υποκειμένων τα οποία να μην επιθυμούν (πάντα/ παντού) να καπνίσουν, ή/ και να καπνιστούν, είναι αδιανόητη στο σχήμα αυτό, και μάλιστα ενοχλητική: παρεμβάλλει αχρείαστα προσκόμματα σε μία ιερουργία.
Αυτό είναι ακόμα πιο έντονο στην θεωρητικοποιημένη, «αντιεξουσιαστική» εκδοχή αυτού του λόγου. Οι μαγαζάτορες, πιο εξοικειωμένοι με παζαρέματα και διαπραγματεύσεις, έστω για τα προσχήματα φροντίζουν να πουν τουλάχιστο μια κουβέντα που να δείχνει ότι λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη και τις ανάγκες τέτοιων ανθρώπων. Αντίθετα, για το Sarajevo και τους «Αυτόνομους» της αφίσας, οι οποίοι προσεγγίζουν (και) αυτό το θέμα με τη γνωστή απολυτότητα και τον μιλιταριστικό καταναγκασμό να βρίσκουμε παντού δύο στρατόπεδα, η ύπαρξη αυτή θεματοποιείται μόνο ως αξιοθρήνητος «υγιεινισμός», μικροαστική παθητικότητα. Αν κάποιος είναι αντίθετος προς το κάπνισμα, αυτό δεν είναι δυνατό να αποτελεί αυτοτελή επιθυμία του της οποίας να δικαιούται να αξιώσει το σεβασμό, αλλά μόνο να εντάσσεται στα «καλά σχεδιασμένα κύματα μαζικών κοινωνικών νευρώσεων» που προκαλούν οι «κυρίαρχοι» για να εγκλωβίσουν τις μάζες. Στην καλύτερη περίπτωση. Διότι πάντοτε επικρέμαται εις βάρος του και η υποψία ότι είναι άνανδρος χαφιές, μη γνήσιος Έλληνας, «φλώρος».
Αυτόνομος μικροφασισμός
Πώς θα μπορούσαμε να εννοιολογήσουμε αυτόν το συνδυασμό ελιτισμού, εθνικισμού και ανορθολογισμού που χαρακτηρίζει αυτά τα δείγματα λόγου, αυτή τη χαιρεκακία και το μισανθρωπισμό για τους αδύναμους που τους αξίζει να αρρωστήσουν αφού είναι «παθητικότατοι στις διανοητικές και ψυχολογικές δηλητηριάσεις του συστήματος»;
Νομίζω ότι ένας κατάλληλος χαρακτηρισμός θα ήταν ο μικροφασισμός.
Γνωρίζω ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός του όρου «φασισμός», ο οποίος μοιραία οδηγεί στην υποτίμηση της αξίας του: έχουμε καταλήξει να αποκαλούμε γενικευμένα «φασίστα» όποιον είναι υπερβολικά αυταρχικός, ή όποιον απλώς δεν μας αρέσει[8]. Γι’ αυτό μέχρι τώρα έχω αποφύγει προσεκτικά να τον χρησιμοποιώ. Αν αποφάσισα να κάνω εδώ μια εξαίρεση, είναι διότι πιστεύω ότι μπορεί να είναι γόνιμη, να μην πέφτει πάνω στα ήδη εξαντλημένα νοήματα αλλά να παράγει ένα καινούριο. Και αυτό στο βαθμό που είναι ταυτόχρονα στενότερη όσο και, από μία άλλη οπτική, ευρύτερη από τη συνήθη χρήση.
Είναι στενότερη διότι απηχεί την ιδιαίτερη έννοια με την οποία χρησιμοποίησαν τον όρο «μικροφασισμός» οι Ντελέζ/ Γκουατταρί στο Mille Plateaux. Εκεί, ο μικροφασισμός δεν είναι ένας φασισμός μικρότερος (σε μέγεθος ή σε σημασία), αλλά είναι ένας μοριακός φασισμός, ένας φασισμός στο μικροεπίπεδο.
Μια ισχύς μοριακή ή μικρο-πολιτική είναι αυτό που κάνει το φασισμό επικίνδυνο, διότι ο φασισμός είναι ένα μαζικό κίνημα: ένα καρκινικό σώμα παρά ένας ολοκληρωτικός οργανισμός. Το αμερικανικό σινεμά έχει συχνά δείξει αυτές τις μοριακές εστίες· φασισμός της παρέας, της συμμορίας, της σέκτας, της οικογένειας, του χωριού, της γειτονιάς, που δεν αφήνει κανέναν αλώβητο. Μόνο ο μικρο-φασισμός μπορεί να δώσει μια απάντηση στο καθολικό ερώτημα: γιατί η επιθυμία επιθυμεί την ίδια την καταστολή της, πώς μπορεί να επιθυμεί την ίδια την καταστολή της; Ασφαλώς, οι μάζες δεν υπομένουν παθητικά την εξουσία· ούτε «θέλουν» να κατασταλούν μέσα σε μια μαζοχιστικού τύπου υστερία· ούτε ξεγελιούνται με κάποιο ιδεολογικό δόλωμα. Αλλά η επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να διαχωριστεί από σύνθετα αρμολογήματα που αναγκαστικά περνούν από το μοριακό επίπεδο, από μικρο-σχηματισμούς που ήδη διαμορφώνουν τις στάσεις του σώματος, τις συμπεριφορές, τις αντιλήψεις, τις προσδοκίες, τις σημειολογίες κ.λπ. Η επιθυμία ποτέ δεν είναι μια αδιαφοροποίητη ενορμητική ενέργεια, αλλά η ίδια προκύπτει από μια επεξεργασμένη συναρμολόγηση, από ένα engineering υψηλών διαδράσεων: μια ολόκληρη εύπλαστη τμηματικότητα που επεξεργάζεται μοριακά ποσά ενέργειας και ενδεχομένως δίνει ήδη στην επιθυμία έναν φασιστικό καθορισμό. Οι αριστερές οργανώσεις δεν είναι οι τελευταίες που εκκρίνουν τους μικρο-φασισμούς τους. Είναι υπερβολικά εύκολο να είσαι αντιφασίστας στο γραμμομοριακό επίπεδο, χωρίς ακόμα να βλέπεις τον φασίστα που είσαι εσύ ο ίδιος, που στηρίζεις και τρέφεις, που τιμάς εσύ ο ίδιος, με μόρια, προσωπικά και συλλογικά (Gilles Deleuze – Félix Guattari, Mille Plateaux, éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 262).
Αλλά η χρήση αυτή είναι και ευρύτερη από την συνήθη, καθόσον η τελευταία έχει συνηθίσει να βλέπει το φασισμό μόνο όπου παρατηρείται «πάρα πολλή εξουσία»· μόνο όπου κάποιος «εκ των άνω» καταπιέζει, παρεμποδίζει, περιστέλλει κάποιο άτομο ή/ και την απόλαυσή του, την «φυσική» τάση που κατά τα άλλα έχει να «αναπτύσσει την προσωπικότητά του». Αλλά, όπως ακριβώς είδαμε και παραπάνω, ο φασισμός δεν είναι η εκ των έξω καταστολή μιας ήδη συνεστημένης και πάντα ταυτόσημης με τον εαυτό της «πρωτογενούς» επιθυμίας, (τέτοια επιθυμία δεν υπάρχει), αλλά ένας ειδικός τύπος εσωτερικής οργάνωσης της επιθυμίας[9].
Νομίζω ότι αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ένα ευρύτερο τμήμα του αντιεξουσιαστικού και του αριστερού χώρου στην Ελλάδα, ακόμη και όταν δεν ακολουθεί αυτές τις γραφικές εκδοχές που εκτέθηκαν παραπάνω, ωστόσο είναι επίσης αμήχανο ή και ανοιχτά εχθρικό απέναντι σε οποιαδήποτε ιδέα περιορισμού του καπνίσματος, ιδίως αν αυτή πρόκειται να θεσπιστεί (και) διά νόμου: ότι ακολουθούν μία απολύτως αρνητική σύλληψη της ελευθερίας. Γι’ αυτούς η «εξουσία» είναι κάτι που «έρχεται» εκεί που προηγουμένως δεν υπήρχε, και η έλευσή της γίνεται αισθητή προ παντός με την έκδοση νόμων που απαγορεύουν –πράγμα που αρκεί για να μας κάνει αδυσώπητους εχθρούς του περιεχομένου αυτών των νόμων. Παραβλέποντας ότι, αν δεν εφαρμοστεί αυτός ο νόμος, αυτό που θα ισχύσει στη θέση του δεν θα είναι η «αυθορμησία», η φυσική κατάσταση, αλλά ένας άλλος, ήδη εδραιωμένος προηγουμένως συσχετισμός δυνάμεων. Ο οποίος, εν προκειμένω, είναι ο νόμος του πλειονοτικού [τετελεσμένου] γεγονότος (fait majoritaire), και όχι βεβαίως το devenir minoritaire: είναι μία κατάσταση ανισωτική και ιεραρχική, στην οποία κάποια σώματα έχουν το ελεύθερο να στοιχηματίζουν με το θάνατο, ενώ τα υπόλοιπα ακολουθούν εκόντα άκοντα–και συνήθως αυτά ανήκουν σε παιδιά, έγκυες γυναίκες, αρρώστους, ηλικιωμένους … Σε αυτούς δεν πέφτει λόγος. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι λογοκρίνονται: δεν έχουμε εδώ ελέγχους, αποκλεισμό, ιεράρχηση και διάκριση, αλλά αρμολογήματα επιθυμιών, μια μικρο-μηχανική διασύνδεση μεταξύ σωμάτων –ή μάλλον μεταξύ οργάνων. Ένα μεγα-σάιμποργκ, το οποίο παράγει μια οιονεί «γυμνή ζωή» όχι μέσω εξαίρεσης, αλλά μέσω συγχώνευσης· δεν αναδεικνύεται σε κυρίαρχο υπεράνω της κοινωνίας, αλλά σε μαύρη τρύπα που τους ρουφάει όλους μέσα του.
Η αξιοπρέπεια ως γραμμή φυγής
Στο σημείο αυτό, ας ξαναγυρίσουμε στο «φιλότιμο» και στην επίκλησή του από τους «επιστήμονες».
Το φιλότιμο, δηλ. η επιθυμία της τιμής, η επιδίωξη της αποδοχής από τους άλλους και της αυτοεκτίμησης, είναι αυτό που φέρεται ότι οδήγησε στη μείωση «των καπνιστών στη χώρα μας» και της ρύπανσης, παρότι δεν «έχει τεθεί ουσιαστικά σε εφαρμογή ο αντικαπνιστικός νόμος».
Εάν το στατιστικό εύρημα ευσταθεί, τότε μας δείχνει ότι, ελλείψει άλλης διεξόδου, η αξιοπρέπεια μπορεί να λειτουργήσει ως μία γραμμή φυγής απέναντι στη δυιστική ακινησία. Ή, με όρους κινεζικής τέχνης του πολέμου, ως μία δίοδος υποχώρησης η οποία αποφορτίζει μία κατάσταση ολικής περικύκλωσης[10]. Αυτό όμως συμβαίνει επειδή ήδη προηγουμένως η αξιοπρέπεια είχε λειτουργήσει ως στοιχείο που συντείνει σε αυτή την αίσθηση περικύκλωσης.
Η ελληνική κοινωνία, όταν αισθάνθηκε «περικυκλωμένη» από τους ξενόφερτους/ ιερόσυλους νόμους, σύσσωμη αντέδρασε στη θέσπισή τους, ή τουλάχιστον αντέδρασαν οι καπνιστές εντός αυτής, μερικοί απ’ αυτούς διακηρύσσοντας «φωνακλάδικα» (yelling – Halkias, ό.π.): επ’ ουδενί λόγω, πάνω απ’ το πτώμα μου κ.τ.τ. Έτσι, απέτρεψαν αρχικά την εφαρμογή τους. Ο νόμος δεν εφαρμόστηκε «ουσιαστικά», μας λέει το δημοσίευμα. Αλλά αυτό το «ουσιαστικά» εδώ είναι ουσιαστικά συνώνυμο με το τυπικά αντίθετό του, δηλαδή το «τυπικά». Ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ούτε και τυπικά –διότι αυτή είναι η μόνη «ουσία» μιας εφαρμογής, ιδίως όταν πρόκειται για ένα νόμο. Δεν διαπιστώθηκαν παραβάσεις, δεν εκδικάστηκαν ούτε επιβλήθηκαν ποινές γι’ αυτές. Ο νόμος περιέπεσε σε αχρησία –«έμεινε στα χαρτιά» όπως λέμε συνήθως.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Η θέσπιση του νόμου είχε αποτελέσματα, αλλά αυτό καθόσον αποτέλεσε ένα στοιχείο στην πορεία τής (αδήλωτης κοινωνικής) διαπραγμάτευσης και όχι τον τερματισμό της. Με μία αιτιότητα δηλαδή μετωνυμική, όχι εκφραστική ή μεταβατική. Μπορεί να μην επέφερε αυτός (ευθέως, μέσω της υπακοής σε αυτόν) τη μείωση των καπνιστών και του καπνίσματος· ωστόσο, έθεσε το θέμα στον δημόσιο χώρο, ή στα διάκενα του ασταθούς διαχωρισμού δημόσιου/ ιδιωτικού χώρου, και έτσι πυροδότησε μια διαδικασία επανεξέτασης αυτού που ως τότε θεωρούνταν αυτονόητο –του δικαιώματος του καπνιστή στον καπνό του και της υποχρέωσης του μη καπνιστή να τον ανέχεται αγόγγυστα. Αν δεν είχαν υπάρξει οι –έστω ανεφάρμοστοι- νόμοι, θα είχε συνεχίσει αδιατάρακτη αυτή η προηγούμενη κατάσταση, που είχε πλέον φυσικοποιηθεί.
Στο ίδιο απόσπασμα από αυτά που ήδη παρατέθηκαν, το οποίο μιλούσε για την θορυβώδη ή/ και αδήλωτη διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης στην ελληνική κοινωνία, η Χαλκιά μιλούσε για ένα είδος αντιπαράθεσης στην οποία οι μετέχοντες μεριμνούν κυρίως «να αποφύγουν να προκαλέσουν τις απώλειες που υπέστησαν στο παρελθόν και, πάνω απ’ όλα, να κρατήσουν ψηλά το κεφάλι [preserving face, κατά λέξη: να διατηρήσουν το πρόσωπό τους]» (ό.π. σ. 92). Και αυτή η παρατήρηση νομίζω ότι ταιριάζει γάντι εδώ: εάν οι καπνιστές είχαν παραιτηθεί της συνήθειάς τους υπακούοντας σε έναν εξωτερικό νόμο, αυτό θα ήταν ταπεινωτική υποχώρηση, συμμόρφωση στις υποδείξεις ενός άλλου, και άρα δεν θα «διατηρούσαν το πρόσωπό τους». Αντίθετα ισχύουν για την περίπτωση που αυτό γίνεται ανεπαίσθητα, ετεροχρονισμένα· τότε μπορεί να βιωθεί ως προσωπική απόφαση.
Eάν ευσταθεί η συσχέτιση αυτή, νομίζω ότι μπορεί να εμπλουτίσει κάποιες επεξεργασίες που διατυπώνονται τελευταία σε σχέση με την πολιτική λειτουργία της αξιοπρέπειας[11] και να μας διδάξει αρκετά πράγματα για το πώς μπορεί να ασκηθεί μια μετασχηματιστική κοινωνική δράση.
[1] Duke UP, 2004 – ελλ. μετ.: Το άδειο λίκνο της δημοκρατίας: σεξ, έκτρωση και εθνικισμός στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια 2007.
[2] Σ. 92 της αγγλικής έκδοσης. Η μετάφραση είναι δική μου επειδή δεν έχω πρόχειρη την ελληνική.
[3] Δεν προτίθεμαι να μπω εδώ στη μεταφυσική συζήτηση για το αν ήταν «γνήσιοι» αυτόνομοι, παραπλανημένοι, πράκτορες που παρίσταναν τους αυτόνομους κ.λπ. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι λόγοι τέτοιου τύπου διατυπώνονται, κυκλοφορούν και γίνονται αποδεκτοί ως –καταρχήν- θεμιτές εκφράσεις του αντιεξουσιαστικού χώρου. Άλλωστε, την αφίσα αυτή τη χρησιμοποίησε απολύτως σοβαρά ως εναντίον μου επιχείρημα σε διαδικτυακή συζήτηση πριν από λίγο καιρό άτομο που αυτοτοποθετείται στον αντιεξουσιαστικό χώρο. (Έτσι έλαβα και εγώ γνώση της ύπαρξής της).
[4] Τελείως ενδεικτικά, από τη δεξιά στήλη του σάιτ όπως έχει σήμερα αντιγράφω τους τίτλους των δύο πιο δημοφιλών αναρτήσεων: 1) «Γιατί δεν λένε την αλήθεια για τον θάνατο του Μένη Κουμανταρέα. Μήπως επειδή θα σοκάρει;», 2) «ΤΟΥΜΠΑΝΟ: Η εμφάνιση της ‘Τασούλας’ χωρίς σουτιέν… Το περιμένατε;».
[5] Η ρωμιοσύνη στον παράδεισο (Έρασμος, Αθήνα 1983), σ. 33 και passim.
* Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία.
[6] Βλ. σχετικά ένα παλιότερο κείμενό μου με τίτλο Η αποδόμηση των φύλων και το άγχος του μεταμοντερνισμού.
* Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία.
[7] Υπενθυμίζω παρεμπιπτόντως ότι ο Κραουνάκης έχει μελοποιήσει στίχους της Παπαγιαννοπούλου μετά θάνατον.
[8] Βλ. μερικές σχετικές παρατηρήσεις και στο άρθρο του Κωνσταντίνου Πουλή Χούντα και «χούντα».
[9] Στη διαπίστωση αυτή μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν απόηχο του διδάγματος του Λακάν, παρά τους εξάψαλμους που κατά τα άλλα επιφυλάσσουν οι δύο συγγραφείς στην ψυχαναλυτική θεωρία.
[10] Πρβλ.: «Φέρτε τους στρατιώτες σας σε θέση απ’ όπου δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής και θα προτιμήσουν το θάνατο από τη φυγή» (Sun Zu, Η τέχνη του πολέμου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 68).
[11] Bλ. για το ζήτημα αυτό: Μιχάλη Μπαρτσίδη και Φωτεινής Τσιμπιρίδου, «Οι περιπέτειες της ‘αξιοπρέπειας’ ως πολιτειακής αρετής. Από τα παγκόσμια κινήματα στους ‘Αγανακτισμένους’», Αυγή 22 Δεκεμβρίου 2012, και εκτενέστερα, των ίδιων, «Για την επιστροφή της ‘πολιτικής ηθικής’. Παγκοσμιοτοπικά κινήματα ‘αξιοπρέπειας’», Θέσεις τ. 126 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2014).
Λείπεις, Άκη Γαβριηλίδη από τον ελληνικό δημόσιο λόγο.
Ή δύναμη και η καθαρότητα της σκέψης σου, η ενάργεια του λόγου σου, σε καθιστούν τον μοναδικό ίσως ριζοσπάστη στοχαστή που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας νέας γεννιλάς διανόησης στην Ελλάδα.
Σε περιμένουμε πίσω, να ηγηθείς μιας νέας κριτικής θεωρίας.
To σχόλιο αυτό το εκλαμβάνω ως ένδειξη ότι αυτά που έγραψα «είπαν» κάτι σε κάποιον, και με αυτή την έννοια ευχαριστώ γι’ αυτό.
Ωστόσο, αυτές οι προτροπές να «ηγηθώ» δεν χρειάζονταν.
Τι θα σήμαινε «να ηγηθώ»; Να κάνω τι δηλαδή;
Η σκέψη γίνεται πάντα από κοινού.
Ούτως ή άλλως, δεν λείπω. Δεν χρειάζεται να είμαι σωματικά παρών σε κάποια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Ο λόγος μου (όποτε έχω κάτι να πω) είναι εδώ. Δεν θα έλεγα περισσότερα αν ήμουν πιο συχνά στην Ελλάδα.
Εξάλλου, όπως εγώ ο ίδιος κάνω σαφές στο παραπάνω και σε άλλα κείμενα, ο λόγος αυτός επικοινωνεί με λόγους άλλων, και τροφοδοτείται από αυτούς. Εάν μπορεί να στηρίξει με τη σειρά του άλλους στο να σκεφτούν κάτι, τόσο το καλύτερο. Αλλά δεν μου πολυαρέσουν οι υποθετικοί συλλογισμοί «ξέρεις τι θα γινόταν αν …».
Σεβαστό αυτό που αφορά το μπλογκ. Ανήκω σε αυτούς που θέλουν να θεωρούν την πολιτική διάσταση των πραγμάτων παντού και όχι μόνο όσο αφορά στην στενή έννοια της πολιτικής. Από αυτή την ἀποψη η δημόσιες θέσεις των συγκεκριμένων τίθονται εκ των πραγμάτων σε δημόσια κριτική και αμφισβήτηση. Δικαιούμαστε να προσβάλλουμε θέσεις που μας προσβάλλουν. Πάντως, το κείμενο το βρίσκω ενδιαφέρον («Can the non-smoker speak?» , «Οι λιτανείες του μάγκα», «Αυτόνομος μικροφασισμός», «Η αξιοπρέπεια ως γραμμή φυγής») για την κοινωνιολογική -ψυχολογική ερμηνεία μιας κοινωνικής συμπεριφοράς που δείχνει σημάδια αντικοινωνικοποίησης. Δεν θα πω ότι συμφωνώ γιατί δεν είμαι κοινωνιολόγος ή ψυχολόγος κλπ και θα το θεωρούσα υπεροψία από μέρους μου, αλλά θα πω ότι έχω τις ίδιες απόψεις ακόμα και ως καπνιστής που δεν ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το «καπνιστικό» θέμα ( για αυτό, και όταν δεν συμφωνώ με κάποια θέση, για τους ίδιους λόγους δεν μπορώ να τους αντικρούσω, μπορώ μόνο να τους ελέγξω για τα λογικά χάσματα αν υπάρξουν ποτέ στην ανάπτυξη του θέματος), και ιδιοποιούμαι την επιχειρηματολογία και ταυτόχρονα επενδύω την θεωρητική γύμνια των απόψεών μου σε θέματα που με ενδιαφέρουν και με απασχολούν, όπως για τον δημοκρατικό φασισμό(sic) που διακρίνω σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, όπως περί ελληνικότητας στην συμπεριφορά, το παρεξηγημένο φιλότιμο, τον κρυφοφασισμό που δεν έχει να κάνει με τον μεγάλο Φασισμό, τις στερεότυπες συμπεριφορές, για την ανοχή και τον εκ προοιμίου σεβασμό στο «λαΐκό» ασυνείδητο και παράδοση ως θέσφατα που μερικές φορές «νομιμοποιούν» την παραβατικότητα κλπ κλπ. Δηλαδή, δεν μένω, και για αυτό δεν σχολιάζω την καταγγελτική διάθεση στο κείμενο, όσο μένω στην παρουσίαση του φαινομένου καθ’ αυτού ως χαρακτηριστικὀ της ελληνικής κοινωνίας, γιατί δεν είμαι παρά ένας ειλικρινής κλέφτης απόψεων και όχι ένας ηθικός ή ακαδημαϊκός κριτής τους.
Ίσως ένα ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του ψευδοαναρχισμού είναι η πεποίθηση, αυθαίρετη βέβαια, της αυθεντίας ή σε αυτό το πλαίσιο της αντισυστημικότητας. Πού ανάγεται όμως αυτό; πουθενά. Ακριβώς αυτό όμως είναι κατά τη γνώμη μου το βασικό στοιχείο του φασισμού. Το μη-αναγώγιμο, το αυτοδημιούργητο που χαρακτηρίζει και το μοντέρνο αλλά και το μεταμοντέρνο. Πχ όπως έγραψα σε κειμενάκι, αναφερόμενος στον Καντ ο Cassirer βλέπει στο καντιανό υποκείμενο μία αντιαισθητητηριακή ικανότητα αυτοπεριεχομενική στην αυτοτέλειά της. Ή έχουμε τον Χάιντεγγερ με την Mannesaesthetik. Επομένως, εύκολα εκτιμώ πως μπορούμε να το παραλληλίσουμε με τη μουσολινική ιδεολογία που εξυψώνει τον Υπεράνθρωπο που ξέρει μόνο από Επανάσταση. Από την άλλη, θεωρώ πώς και το μεταμοντέρνο ενέχει αυτό το φασιστικό στοιχείο αλλά χωρίς υποκείμενο. Η ex nihilo δημιουργία χωρίς υποκείμενο δεν αναιρεί το μοντέρνο μύθο απλώς του αφαιρεί την προσωποποίηση. Πχ μιας και ανέφερες τους Ντ-Γκ, αν και τους θεωρώ από τους πιο αντιουσιοκράτες, παρόλ’αυτά η απελευθερωτική επιθυμία παρουσιάζεται ουσιοκρατικά, ως κάτι σταθερό που δεν επηρεάζεται από τον αντίθετο (κακό) πόλο. Η μεταμοντέρνα σκέψη κρίνω πως οδήγησε στο «όλα είναι … πχ καπιταλισμός» έτσι ώστε να δικαιολογείται και η ωμή βία. Αφού όλα είναι καπιταλισμός άρα μπορούμε να τα κάνουμε όλα πουτάνα ανεξαιρέτως. Σε αυτό το ρεύμα αυτού του είδους οι αναρχικοί υπερκαλύπτουν ταξικά, υποτίθεται, το οτιδήποτε αλλά με τη βεβαιότητα του αυτοδημιούργητου αυτοπεριεχομενικού χαρακτήρα του επαναστάτη που δεν επηρεάζεται από εξωτερικές καταστάσεις προκειμένου να μην αλλοιωθεί. Και το μη- κάπνισμα είναι αφορμή να καταδικασθεί ως ταξικό θέμα και να πρέπει κάποιοι να το καταστρέψουν με ωμή βία. Σα να έχουμε το φετιχισμό της μπατσομαχίας με άλλον εχθρό.
Η «μεταμοντέρνα σκέψη» δεν οδήγησε πουθενά.
Δεν υπάρχει μεταμοντέρνα σκέψη. Είναι ένας μύθος που δημιούργησαν οι Έλληνες αριστεροί για να έχουν έναν μπαμπούλα και να δικαιολογούν τον συντηρητισμό και τη διανοητική τεμπελιά τους.
Συμφωνώ και επαυξάνω.
Επιπλέον… συνιστώ σε κάθε…. τεμπέλη που βαριέται να διαβάσει το άρθρο σου…
(αν μη τι άλλο) να δοκιμάσει ηλεκτρικό τσιγάρο (ΧΑΧΑΧΑ) 🙂
Είπα «κρίνω πως οδήγησε στο…», άποψή μου φυσικά.
Αλλά δε νομίζω ούτε και το δεύτερο που λες. Πχ ο Bouverresse στο Le Philosophe chez les autophages, 1984, υποστήριξε πως ο Rorty εκπροσωπεί μιαν αστική μεταμοντέρνα σκέψη, ενώ ο Lyotard, μιαν αριστερίστικη μεταμοντέρνα σκέψη.
Συμφωνώ απόλυτα Ακη, κι εδώ ίσως βρίσκεται το πιο σημαντικό μήνυμα του άρθρου, από ΠΡΑΚΤΙΚΗ άποψη…
Πράγματι, αντί να ανάγουμε το φιλότιμο σε «εθνικό χαρακτηριστικό», πρέπει να το ανάγουμε σε πανανθρώπινες παραμέτρους αξιοπρέπειας και στρατηγικής για κοινωνική δράση… ακόμη κι αν δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη σε κάποιες άλλες γλώσσες (που συζητιέται)
Οκ, ο Άκης Γαβριηλίδης θέλει να απολαμβάνει τις διακοπές του στην Ελλάδα χωρίς «καπνίλα» και θέλει και το ελληνικό Κράτος σύμμαχο γι’ αυτό. Οι υπόλοιποι είναι μικροφασίστες. Απ’ την κριτική του νεωτερικού υγιεινισμού στην ενσωμάτωση στον hipster νομαδικό μικροαστισμό της σωματικής επιμέλειας και της ενδυματολογικής ευωδίας.
Εγώ ξέρω ότι σ’ έναν χώρο που δεν είσαι υποχρεωμένος να πας, αν δεν σ’ αρέσει δεν πας. Το να απαιτείς απ’ τους άλλους να αλλάξουν τις συνήθειές τους για να τους αντέξεις είναι, όπως θα ‘λεγε ο Γαβριηλίδης, «μικροφασισμός». Αλλά προς ενημέρωση: υπάρχουν ήδη πολλά μαγαζιά σε Θεσ/νίκη και Αθήνα όπου δεν επιτρέπουν το κάπνισμα. Γιατί δεν πάτε εκεί Γαβριηλίδη;
Δεν θέλουμε ηλεκτρονικό τσιγάρο μωρέ Omadeon. Θέλουμε να πάψεις να είσαι αντιπαθητικός αντικαπνιστής ή να πας σε μέρη όπου το κάπνισμα απαγορεύεται [υπάρχουν πολλά τέτοια μέρη].
Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη επιβεβαίωση του επιχειρήματός μου από αυτή την απολογία του καπνίσματος: οι βάσεις της υπεράσπισης είναι α) ο εθνικισμός (εδώ είναι Ελλάδα, έτσι το ‘χουμε, έξω οι ξένοι, άμα δεν σας αρέσει να πάτε σε άλλο κράτος), β) ο νεοφιλελευθερισμός και η ελεύθερη αγορά (το μόνο που μπαίνει υπό συζήτηση είναι τα «μαγαζιά» στα οποία πηγαίνει ο πελάτης εάν το επιλέξει με την ελεύθερή του βούληση για να βελτιστοποιήσει την ωφέλεια, σαν να μην υπάρχουν πανεπιστήμια, δημόσιες υπηρεσίες, χώροι εργασίας κ.λπ. στα οποία οι άνθρωποι είναι νομικά ή εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να πάνε).
α) Ίσα, ίσα, αν αυτό είναι το ζήτημα -να κατηγορηθώ για εθνικισμό και ότι θέλω καπνιστικούς νόμους μόνο στο Ελλάντα- από πλευράς μου εύχομαι αυτές οι υγιεινίστικες πρακτικές να καταργηθούν στις χώρες όπου έχουν περάσει αντίστοιχα «αντικαπνιστικά» μέτρα. Καπνιστικός διεθνισμός λοιπόν αλλά όχι με κρατική επιχορήγηση. Μάλλον, αντίθετα, αντεστραμμένος εθνικισμός είναι η άποψη ότι στην Ελλάδα επικρατεί η «ανομία» και ο Έλληνας «δεν σέβεται τους νόμους», έτσι δεν είναι;
β) δεν ξέρω πόσο καιρό έχετε να επισκεφτείτε δημόσια υπηρεσία ή γενικότερα χώρο που «κάποιος είναι υποχρεωμένος να πάει» εδώ στην Ελλάδα αλλά σας διαβεβαιώ ότι δεν έχω δει σε κανένα νοσοκομείο να καπνίζουν οι πολίτες εντός των χώρων, ούτε σε εφορία, ούτε σε τράπεζα, ούτε στις ουρές του ΟΑΕΔ, ούτε στα ΚΕΠ, ούτε στη ΔΕΗ, ούτε στην ΕΥΔΑΠ, ούτε στα σχολεία, ούτε κατά γενική ομολογία στη συντριπτική πλειοψηφία των εργασιακών χώρων που υπάρχει συνδιαλλαγή με πολίτες (εμπορικά κέντρα, μαγαζιά ρουχισμού και αξεσουάρ, ταξιδιωτικά γραφεία, ψιλικατζίδικα, σούπερ-μάρκετ, βιβλιοπωλεία, βιβλιοθήκες, μανάβικα, γραφεία τριτογενούς τομέα κ.ο.κ.). Εξαίρεση από τους «χώρους που είναι κάποιος υποχρεωμένος να πάει» αυτή τη στιγμή αποτελούν ίσως τα κυλικεία των πανεπιστημίων (άντε και να μου διαφεύγουν ορισμένα ακόμα μέρη).
Άρα ως προς την υποχρέωση με ελάχιστες εξαιρέσεις ο νόμος έχει εφαρμοστεί και αυτό προς τιμήν όλων μας, γιατί όντως όπως φαίνεται οι «μικροφασίστες» καπνιστές κατανοούν τους «αντιφασίστες» αντικαπνιστές σ’ αυτό το σημείο. Άρα, ναι, αυτό που εσείς ζητάτε είναι να εφαρμοστεί ο νόμος εκεί που πραγματικά δεν εφαρμόζεται -εκτός αν δεν έχετε λόγω απόστασης εικόνα περί τίνος πρόκειται και νομίζετε ότι έξω απ’ τα επείγοντα ενός νοσοκομείου θα δεις καμιά διμοιρία με ναργιλέδες-, δηλαδή σε κέντρα ψυχαγωγίας και καφεστίασης, δηλαδή σε μέρη που κάποιος δεν είναι «νομικά» υποχρεωμένος να πάει και ακόμα κι αν είναι «εκ των πραγμάτων» [διότι η κοινωνιακότητα είναι μια «εκ τω πραγμάτων» υποχρέωση των κοινωνικών όντων που λέγονται άνθρωποι] πάντα του δίνεται η δυνατότητα να πάει σε κάμποσα μαγαζιά μη καπνιστών που υπάρχουν.
Αυτή είναι η πραγματικότητα του αντικαπνιστικού νόμου. Πήγε να περάσει εδώ και περίπου μια δεκαετία με διάφορες παραλλαγές ήπιας κλίμακας (απ’ το να έχουν τα μαγαζιά χώρους μη-καπνιζόντων, μέχρι το να είναι στην ευχέρεια του καταστηματάρχη ή του να είναι πάνω από συγκεκριμένα τ.μ. ένας χώρος ψυχαγωγίας), μέχρι που φτάσαμε στο καθαρότατα αυταρχικό μέτρο του «πουθενά και για κανέναν», για το οποίο παρ’ όλα αυτά κάποιοι διαμαρτύρονται ότι «δεν εφαρμόζεται» αντί επιτέλους να καταλάβουν ότι δεν είναι όλοι οι νόμοι για όλους και ότι δεν γίνεται να γίνεται νόμος η παραξενιά του καθενός μόνο και μόνο επειδή ο υγιεινισμός είναι το νέο trend στις ανεπτυγμένες κοινωνίες που τόσο θέλουμε να μοιάσουμε για να επιβεβαιώσουμε ότι είμαστε οι πρόγονοί τους.
Ούτε νεοφιλελευθερισμός λοιπόν, ούτε εθνικισμός. Το κάπνισμα θα υποστηρίξω να επιτρέπεται σε χώρους ψυχαγωγίας και μέσα στη γενική συνέλευση της ένωσης κολλεκτιβοποιημένων ταβερνείων. Μην προσπαθείτε να ταξινομήσετε τους πάντες μόνο και μόνο για να ιδεολογικοποιήσετε και να δώσετε πολιτική χροιά σε κάτι που προσωπικά δεν σας αρέσει. Αν μη τι άλλο χάνει το βάρος της η κριτική ικανότητα και η θεωρία με τέτοιες απόπειρες: νεοφιλελεύθεροι, εθνικιστές, μικροφασίστες και τάγματα εφόδου όσοι θέλουν να απολαύσουν ένα τσιγάρο με τη μπύρα τους.
α) Ο καθένας μπορεί να εύχεται ό,τι θέλει. Αλλά το να «εύχεσαι» να ακολουθηθεί για κάποιους άλλους αυτό που γουστάρεις εσύ για πάρτη σου χωρίς να τους ρωτάς, δεν είναι διεθνισμός. Είναι επεκτατισμός και καπέλωμα.
Εξ όσων γνωρίζω, σε καμία χώρα δεν υπάρχει κάποιο κίνημα που να διεκδικεί περισσότερο κάπνισμα. Αυτό το είχα ήδη γράψει στο κείμενο, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι ήταν μεγάλο και κάποιος μπορεί να βαρέθηκε να το διαβάσει όλο.
β) Σήμερα το πρωί -και αρκετές άλλες φορές- επισκέφθηκα οικείο μου πρόσωπο που είναι υπάλληλος σε υπουργείο. Εργάζεται στο ίδιο γραφείο με άλλα 4 άτομα. Και τα τέσσερα αυτά άτομα καπνίζουν μέσα στο χώρο εργασίας, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της συναδέλφου τους.
Αν θέλετε να κάνουμε διαγωνισμό περιπτωσιολογίας για το ποιος είδε τι και πότε, μπορούμε να γράφουμε μέχρι αύριο. Το βασικό πρόβλημα όμως που θέτω στο παραπάνω κείμενο, όπως θα ανέμενα να έχει αντιληφθεί όποιος το διάβασε και θέλει να το σχολιάσει, δεν είναι τόσο το ποσοτικό ζήτημα, όσο το ποιοτικό. Δεν εστιάζω στο αν στην Ελλάδα από στατιστική άποψη καπνίζουν περισσότερο από αλλού, (πράγμα που είναι πάντως αναμφισβήτητο καθαυτό), αλλά τι είδους επιχειρήματα επιστρατεύονται για να υποστηριχθεί αυτό, τι είδους επιτελέσεις και τι είδους νοήματα συνδέονται με την πρακτική του καπνίσματος.
Εντάξει είναι παραλογισμός να μιλάει για επεκτατισμό και καπέλωμα κάποιος που ζητάει την αρωγή του Κράτους για να εφαρμοστεί ένας νόμος, κυρίως για αισθητικούς λόγους (θα μυρίζουν τα ρούχα μου κ.λπ.). Ο Φουκώ και ο Ντελέζ πάνε περίπατο σ’ αυτή την περίπτωση και μάλιστα με τον χειρότερο δυνατό τρόπο: μέσω της χρήσης της ορολογίας τους για να αναδείξουμε κάποιον επιτελεστικό μικροφασισμό.
Όπως «ακραιοκεντρισμός» (σύμφωνα με παλαιότερες διατυπώσεις του Άκη Γαβριηλίδη) είναι να ταυτίζεις τη σφαίρα με το γιαούρτωμα ή τη μούντζα και, ομοίως, το τσιγάρο με την κάννη του όπλου ή τον καπνό του τσιγάρου με κάποιου είδους παθητικό κάπνισμα που θα στείλει κόσμο πριν της ώρας του στον τάφο. Αλλά τότε ήταν οι εποχές που ο Άκης Γαβριηλίδης έγραφε εύστοχα κείμενα και τώρα πέφτει στον λάκκο που έσκαψε για κάποιους άλλους.
Αν κάποιος θεωρεί ότι μπορεί να συναγάγει ένα επιχείρημα υπέρ του καπνίσματος, και της επιβολής του πάνω σε όσους δεν το επιθυμούν, από τον Φουκώ και τον Ντελέζ, είμαστε όλοι αυτιά. Πάντως ο Ντελέζ κανέναν περίπατο δεν πήγε. Αντιθέτως βρίσκεται (μαζί με τον Γκουατταρί) στο κέντρο του παραπάνω κειμένου και το στηρίζουν. Όποιος το διάβασε, δεν μπορεί να μην έχει προσέξει τα δύο εκτενέστατα παραθέματα.
Και βρίσκονται στο κέντρο του επειδή, μεταξύ άλλων, μας έδειξαν ότι ο φασισμός δεν βρίσκεται μόνο στο κράτος.
Στο παραπάνω κείμενο δεν υπάρχει καμία έκκληση για «συνδρομή του κράτους», όπως πολύ θα βόλευε όλους τους μικροφασίστες. Υπάρχει δημόσια διατύπωση της επιθυμίας για μη κάπνισμα.
Εάν οι Έλληνες καπνιστές μπορούν να κατανοήσουν και να αποδεχθούν ότι η επιθυμία αυτή είναι εξίσου σεβαστή με τη δική τους και να εξασφαλίσουν το σεβασμό της χωρίς νόμους και χωρίς κράτος, τότε δεν θα είναι πλέον άξιοι του χαρακτηρισμού «μικροφασίστες». Μέχρι τότε όμως, δεν έχουν το ηθικό δικαίωμα να βαφτίζουν «αντικρατισμό» τη γαϊδουριά τους και την αυτοαναγόρευσή τους σε κράτος. Όποιος φέρεται σαν άτακτο παιδάκι, δεν μπορεί να διαμαρτύρεται αν και οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν έτσι.
Επιτρέψτε μου να πω ενα ποσοτικό παράδειγμα που είναι και φουλ ποιοτικό. Το κατά κόρον κάπνισμα στα σχολεία που ακολουθείται με ειρωνικά σχολιάκια προς τον ακαπνο συνάδελφο. Μην πω και για το ότι είναι σχολείο, εκπαιδευτικός χώρος, υπάρχουν παιδιά κλπ