Ανάλυση λόγου,Ηθική,Μουσική

Ο Ευαγγελισμός της Μαγδαληνής (the real reclaim)

του Άκη Γαβριηλίδη

Τα πρόσωπα και οι ιστορίες της Καινής Διαθήκης όλους αυτούς τους αιώνες έχουν αποτελέσει πηγή για πραγματικά αμέτρητα πεζογραφήματα, ποιήματα, τραγούδια, ορατόρια, όπερες, πίνακες, κινηματογραφικές ταινίες και άλλες ακόμα μορφές μυθοπλαστικής αφήγησης. Άλλα έμεναν στο στοιχείο της πίστης και της ευσέβειας, άλλα επιχειρούσαν να αναδείξουν την ανθρώπινη/ σωματική διάσταση (κάποιων εκ) των πρωταγωνιστών, τις αμφιβολίες τους, παρουσίαζαν τον Ιησού ως κοινωνικό επαναστάτη, ως χίππυ, άλλα έφταναν στα όρια της απομυθοποίησης ή/ και της βλασφημίας, και όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς.

Μετά τον Ιησού και την Μαρία, η Μαρία από τα Μάγδαλα είναι από τα πιο «ευνοημένα» τέτοια πρόσωπα.

Μένει λοιπόν άραγε κάτι να πούμε γι’ αυτήν που να μην έχει ήδη ειπωθεί; Αυτό μπορεί να αναρωτηθεί κανείς βλέποντας να ρίχνεται στο στίβο της ηλεκτρονικής κυκλοφορίας το βιντεάκι από ένα τραγούδι με τίτλο απλώς Μαγδαληνή.

Το τραγούδι αυτό συνέθεσε ο πρωτοεμφανιζόμενος συνθέτης Γιάννης Γιάρος. Ο ίδιος έγραψε και τους στίχους, πλην όμως καλό είναι να αναφερθεί εδώ ότι το τραγούδι είναι μέρος ενός γενικότερου πρότζεκτ με τίτλο «Τα αναστάσιμα» του οποίου η γενική σύλληψη ανήκει στον Ε. Ζάχο-Παπαζαχαρίου.

Επ’ αυτού, ο ίδιος ο συνθέτης, (ο οποίος παρεμπιπτόντως τυγχάνει και ανεψιός του Ζάχου), στο σημείωμά του από το ενθετάκι του CD όπως κυκλοφόρησε πριν από ένα-δυο χρόνια, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ξαναδούλεψα μαζί του κάποια απ’ τα λόγια, έγραψα και δικά μου, αλλά τη δική του ιδέα προσπάθησα να υπηρετήσω όσο καλύτερα μπορούσα».

Αυτό το «Ε» θυμίζω ότι αναλύεται άλλοτε σε «Εμμανουήλ» –μία από τις επωνυμίες του Ιησού- και άλλοτε σε «Ευάγγελος» –ο άνθρωπος της καλής είδησης.

Ποια είναι λοιπόν εν προκειμένω η δική του ιδέα, η ιδέα του Εμμανουήλ/Ευάγγελου, περί Μαγδαληνής;

Τα νέα της Μαγδαληνής

Είναι η Μαγδαληνή ως παραλήπτρια του καλού νέου, της απελευθερωτικής αναγγελίας: μπορούμε, και οφείλουμε, να μην υποχωρήσουμε και να μην παραιτηθούμε από την επιθυμία μας· μπορούμε να δείξουμε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, όσο κι αν αναπόφευκτα, και δικαιολογημένα, αμφιβάλλουμε και επιφυλασσόμαστε απέναντί τους, όσο κι αν εκείνοι συχνά είναι έτοιμοι να μας κουνήσουν το δάχτυλο, να μας επιπλήξουν και να μας υποδείξουν να επανέλθουμε στον ορθό δρόμο.

Ποιοι το κάνουν αυτό; Το κάνουν ιδίως όσοι «προσπαθούν να κάνουν τους άλλους τόσο δυστυχισμένους όσο είναι οι ίδιοι», που έλεγε ο Σπινόζα· Φαρισαίοι και διαβόλοι παραφυλάνε και μας κρίνουν όλοι.

«Εμάς», τους ανθρώπους γενικά, αλλά ιδίως, όπως δείχνει η επιλογή της συγκεκριμένης ηρωίδας, τις γυναίκες.

Οι μέχρι τώρα μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις της Μαγδαληνής έτειναν να αξιοποιούν ιδιαίτερα την υπόθεση, ή την υποψία, κάποιας ερωτικής σχέσης της με τον Ιησού, με βάση την πληροφορία των Ευαγγελίων ότι εκείνος «την αγαπούσε ιδιαίτερα». Οι καθώς πρέπει θεολόγοι φυσικά αντιδρούν και ενίστανται σε τέτοιου είδους υπονοούμενα, καθώς και στην «εσφαλμένη» κατ’ αυτούς ταύτιση της Μαρίας Μ. με άλλα «επιλήψιμα» πρόσωπα του θείου δράματος[1].

Για να πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στο Jesus Christ Superstar των Webber και Rice, υπάρχει η Μαγδαληνή που λέει I don’t know how to love him. Το τραγούδι είναι μία σλόου-ροκ μπαλλάντα, γραμμένη με έμπνευση, ευαισθησία και σεβασμό, στη βάση της οποίας βρίσκεται η σύγκρουση ανάμεσα στην σωματική και μη σωματική εκδοχή της αγάπης, η αμηχανία μπροστά σε μία έλξη η οποία είναι ψυχική και δεν ζητά να είναι τίποτε άλλο.

Παράδοση σημαίνει να παραδίνεσαι

Η εκδοχή των Παπαζαχαρίου/ Γιάρου ακολουθεί τον αντίστροφο δρόμο, κάνοντας, θα λέγαμε, μια διπλή μπλόφα.

Ακούγοντας κανείς το τραγούδι χωρίς να γνωρίζει τον τίτλο, (ή τουλάχιστον τμήματα του τραγουδιού), θα μπορούσε να πιστέψει ότι είναι ένα συνηθισμένο καψουροτράγουδο. Καταρχάς, μουσικά το τραγούδι είναι γραμμένο, όπως όλα του δίσκου, με βασικό όργανο το μπουζούκι και ακολουθεί παραδοσιακούς ρυθμούς –στη συγκεκριμένη περίπτωση, έναν ρυθμό εννεάσημο αλλά όχι ζεϊμπέκικο, ούτε καρσιλαμά, ένα είδος ας πούμε συγκαθιστού. Έχει δε στίχους που λένε:

ψυχή – κορμί, μια φυλακή

ώσπου στο τέλος ήρθες εσύ.

Και …

πάρ’ τα μου όλα, όλα δικά σου,

ως το τέρμα και χάρισμά σου.

Στο καμίνι πέφτω για σένα.

Τι είναι αλήθεια, τι είναι ψέμα;

Ο πρώτος στίχος, βέβαια, είναι ριζικά αντι-πλατωνικός: δεν είναι το σώμα φυλακή της ψυχής, αλλά τόσο το ένα όσο και η άλλη είναι φυλακή, ή μάλλον ήταν όσο το υποκείμενο ήταν παγιδευμένο στην αμφιβολία. Όσο για τον τελευταίο στίχο, αυτός ακόμα πιο ξεκάθαρα μπορεί να λειτουργήσει ως «διπλός πράκτορας», ως μεντεσές για το πέρασμα από τον έναν λόγο στον άλλο: σε αυτόν τίθεται ένα ερώτημα που θα μπορούσε να θέτει στον εαυτό του ένα υποκείμενο εντυπωσιασμένο και θαμπωμένο από το γεγονός ότι ερωτεύτηκε (ανάλογα με το «έπαθα πλάκα», «μήπως ονειρεύομαι;» κ.ο.κ.)· από την άλλη, όμως, πρόκειται για το ίδιο ερώτημα που έθεσε ο Πιλάτος στον Ιησού (Κατά Ιωάννην, 18, 38), για το οποίο ο Φρίντριχ Νίτσε γνωμάτευσε ότι είναι «η μόνη φράση της Αγίας Γραφής που έχει κάποια αξία». Ο Πιλάτος, παρενθετικά, αξιώθηκε και αυτός ένα τραγούδι αφιερωμένο σ’ αυτόν στα «Αναστάσιμα», στο οποίο ίσως επανέλθω μια άλλη φορά.

Ο Νυμφίος είμαστε εμείς

Η καψούρα της Μαγδαληνής δεν αφορά κάποιον άνθρωπο. Ούτε κάποιον θεό. Ούτε κάποιον θεάνθρωπο.

Αυτός που «ήρθε» προσδιορίζεται με το εσύ, αλλά η αντωνυμία αυτή δεν ξέρουμε ποιον αφορά. Στους στίχους δεν ακούγεται ούτε μια φορά το όνομα «Ιησούς», ή οποιοδήποτε άλλο όνομα. Στο βιντεάκι, βλέπουμε μία κοπέλα αμίλητη στην αρχή να την τρώει η αγωνία, στο τέλος δε να ανοίγει διάπλατα την πόρτα, και την αγκαλιά της, και να αγκαλιάζει … άγνωστο ποιον. Δεν βλέπουμε να εμφανίζεται κάποιο πρόσωπο· άλλος ηθοποιός δεν υπάρχει. Η πρωταγωνίστρια αγκαλιάζει την κάμερα –δηλαδή τον θεατή/ την θεάτρια, τον εκάστοτε, όποιον στέκεται απέναντι στην εικόνα, όπως στις Μενίνας του Βελάσκεθ. Θα λέγαμε ότι αγκαλιάζει το κοινό –με την έννοια του audience, αλλά και με την έννοια του common.

Η Μαγδαληνή των Παπαζαχαρίου/ Γιάρου είναι ασίκισσα. Ο έρωτάς της είναι amor dei intellectualis. Είναι ερωτευμένη, όχι με κάποιο πρόσωπο, αλλά με τη ζωή· με το Είναι, με όσα υπάρχουν, στα οποία αισθάνεται ότι επιτέλους μπορεί να δείξει εμπιστοσύνη. Και επίσης, με τη μουσική. She does finally know how to love –ή μάλλον, ξέρει ότι δεν υπάρχει κάτι να «ξέρει» προκειμένου να αγαπήσει: αρκεί να κάνει ένα βήμα μπρος και να βάλει τέρμα στους δισταγμούς. Όσο κι αν φτάνουν στιγμές που το βήμα αυτό φαντάζει τεράστιο.

Τι είναι η λευτεριά;

 Το τραγούδι αυτό μιλάει για την επιθυμία της απελευθέρωσης –ή την απελευθέρωση της επιθυμίας. Είναι ένα τραγούδι για την γυναικεία απελευθέρωση. Ή μάλλον, πρώτα απ’ όλα, είναι ένα τραγούδι που επιτελεί την γυναικεία απελευθέρωση χωρίς να μιλά γι’ αυτήν, σπάζοντας έμπρακτα τον αποκλειστικά –ή έστω κατά πλειοψηφία- ανδρικό χαρακτήρα του «σιναφιού» των ασίκηδων. Επιπλέον όμως, στα λόγια του τραγουδιού, όχι αυτά του ρεφραίν που παραθέσαμε αλλά στα κουπλέ, εμφανίζεται και η λέξη, όχι μόνο η πράξη: στο πρώτο, η κοπέλα που μιλάει μέσα απ’ τους στίχους, περιγράφοντας την κατάσταση σύγχυσης, κλεισίματος και φόβου στην οποία βρισκόταν πριν εμφανιστεί ο/η/το «εσύ», δηλώνει ρητά ότι έψαχνε κάπου να πιαστεί για να λευτερωθεί. Στο δε δεύτερο, μετά την αλήθεια, καταπιάνεται να θέσει υπό διερώτηση μία άλλη έννοια που απαντά σπανιότατα –αν απαντά ποτέ- τόσο στα ευαγγέλια όσο και στα καψουροτράγουδα: Τι είναι η λευτεριά;

… πάντως δεν είναι διαφωτισμός

Η απάντηση «μια πνοή βαθιά» έχει ένα πρώτο, καθημερινό επίπεδο νοήματος (μια ανάσα, ένα φύσημα καθαρού αέρα) όπως και ένα δυνάμει θεολογικό/ φιλοσοφικό βάθος (πνέω, πνεύμα, πνευματισμός …). Πάντως η λευτεριά αυτή δεν είναι διαφωτιστικού τύπου. Δεν είναι βγαλμένη από ιερά κόκκαλα των Έτσι ή των άλλων, ούτε από τη θέσπιση του κράτους ως ενσάρκωσης του απόλυτου πνεύματος. Είναι βγαλμένη μέσα από πρακτικές που, με τα συμβατικά κριτήρια οποιασδήποτε μοντερνιστικής πολιτικής θεωρίας και πρακτικής, θα κρίνονταν ανορθολογικές, οπισθοδρομικές, γυναικουλίστικες: στο βίντεο, το πρόσωπο της τραγουδίστριας Αργυρώς Καπαρού εμφανίζεται, μέσω του μοντάζ, να αναδύεται μέσα από το άδειο φλιτζάνι του (τούρκικου) καφέ, το οποίο κοιτάζει η ηθοποιός προσπαθώντας να μαντέψει το μέλλον. Η Καπαρού είναι που εκφωνεί τα λόγια της Μαγδαληνής, αλλά και αυτή είναι που κομίζει την καλή είδηση.

Η καφεμαντεία βέβαια αντιστοιχεί στη φάση του αποπροσανατολισμού, της διακύμανσης της ψυχής, και είναι ένα μέσο αντιμετώπισής της, στο οποίο καταφεύγει η πρωταγωνίστρια για να βρει κάποιον μπούσουλα. Στην πορεία, και κατά την προετοιμασία της συνάντησης-απελευθέρωσης, τη θέση του καφέ παίρνει το κρασί –ένα ποτό με παραισθησιογόνο δράση που συνοδεύει το γλέντι, ομαδικό ή/ και ατομικό, και το οποίο υμνούσαν οι ασίκηδες και λοιπές ετερόδοξες ομάδες και μοναστικά τάγματα του μωαμεθανισμού –προς φρίκη του σημερινού ισλαμιστικού πουριτανισμού.

(Δεν) Πήγα σε μάγισσες

Το πιθανότερο είναι ότι σχολιαστές που εμπνέονται από την ευρωκεντρική-εκσυγχρονιστική παράδοση θα θεωρούσαν αφελή, αν όχι σκανδαλώδη, αυτή την αναφορά στην «μαγεία», ερμηνεύοντάς την με βάση τη συνηθισμένη τους σχετλιαστική επωδό ότι στην Ελλάδα «δυστυχώς δεν περάσαμε διαφωτισμό».

Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά εξίσου αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνολικά, δεν είχαμε περάσει προηγουμένως ούτε τον σκοταδισμό στον οποίο αντέδρασε ο διαφωτισμός. Τουλάχιστον όχι με τη μορφή του διωγμού των μαγισσών και της εκτέλεσής τους στην πυρά. Όπως παρατηρεί η Σίλβια Φεντερίτσι στα «Προλεγόμενα» που έγραψε ειδικά για την ελληνική μετάφραση του βιβλίου της για τις μάγισσες,

Όσο εκμεταλλευτικό κι αν ήταν, το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που επέβαλε η οθωμανική αυτοκρατορία στον ελληνικό πληθυσμό δεν οδήγησε στο κυνήγι μαγισσών. «Δεν υπάρχει άλλωστε κυριολεκτικά καμία θεσμική ή νομική ρύθμιση, ούτε γραπτά τεκμήρια σχετικά με δίκες μαγισσών στα Βαλκάνια» επί οθωμανικής κυριαρχίας[2].

Δεν χρειάζεται λοιπόν να επινοήσουμε εμείς σήμερα έναν «σκοταδισμό» που να προσιδιάζει στην «παράδοση» ώστε να τον ρίψουμε στην πυρά αναδρομικά, για να αποκαταστήσουμε μια αδικία που ποτέ δεν συνέβη.

Μαγδαληνή, η αντι-«Αλεξάνδρα»

Όπως έγραψα πρόσφατα σε άλλο σημείωμα, λίγο νωρίτερα από το κλιπ για τα (καλά) νέα της Μαγδαληνής, είχε κυκλοφορήσει στον κυβερνοχώρο ένα άλλο κλιπ για τα (αρχικώς κακά, αλλά διορθωμένα/ αναδιεκδικημένα) νέα της Αλεξάνδρας.

Μια σειρά από εξωτερικές συμπτώσεις φέρνουν κοντά τα δύο αυτά εγχειρήματα. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο ταινίες μικρού μήκους που συνοδεύουν αντίστοιχα τραγούδια, τα οποία έφτιαξαν άντρες. Οι ταινίες αυτές είναι γυρισμένες μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον, σε διαμερίσματα (και σε μπαλκόνια) πολυκατοικιών, και στην καθεμιά εμφανίζονται –αποκλειστικά ή κυρίως- δύο γυναίκες.

Αυτές οι ομοιότητες ίσως κάνουν να αναδυθούν πιο ανάγλυφα οι διαφορές που έχουν κατά τα λοιπά –δηλαδή κατά τα πιο ουσιώδη- οι αντίστοιχες προσεγγίσεις.

H μία στρέφεται προς κάτι που ονομάζει γενικευτικά «παράδοση» και «ρεμπέτικο τραγούδι» και θέλει να αναδείξει, να απομονώσει και να καταγγείλει σε αυτό κάποια στοιχεία που θεωρεί ενοχλητικά και επιζήμια καθότι απολογητικά μιας γυναικοκτονίας –χωρίς να καταφέρνει καν να πείσει ότι οι κατηγορίες αυτές ευσταθούν.

Η άλλη προσέγγιση αντλεί, όχι ειδικά από το ρεμπέτικο, αλλά γενικότερα από τις μουσικές και ποιητικές – καθώς και φιλοσοφικές- παραδόσεις των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και της Μαύρης Θάλασσας, και προσπαθεί μέσα απ’ αυτές να βρει στοιχεία για να διαμορφώσει έναν σημερινό λόγο που να μιλά για την κοινωνικότητα, την εμπιστοσύνη, τη συνάντηση μεταξύ των ανθρώπων. Δεν καταγγέλλει κάτι ή κάποιον (εκτός από τους «Φαρισαίους»), δεν χωρίζει στρατόπεδα και δεν ζητά να πάρει κανενός το αίμα πίσω· διενεργεί αποδοχή και όχι απόρριψη. Μιλάει για την αγάπη, αλλά επίσης μιλάει με αγάπη και όχι με εριστικότητα.

Λαϊκές πρακτικές που (φανταζόμαστε ότι) προλέγουν το μέλλον και ελέγχουν την αβεβαιότητα που αυτό προκαλεί, ιδίως με το να πριμοδοτούν την ελπίδα και να εξουδετερώνουν το φόβο, δεν αποκλείεται εκ προοιμίου να περιλαμβάνονται και αυτές σε μια προσπάθεια να οικοδομηθεί αυτή η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη. Στο κάτω κάτω, στην απελευθέρωση καταλήγει κανείς (και) μέσω της φαντασίας, των θετικών παθών, όχι μόνο μέσω του Λόγου.

Αυτή είναι ίσως η πραγματική αναδιεκδίκηση της παράδοσης: να την κάνεις να μιλήσει για το σήμερα, να βγάλεις μέσα από τη γλώσσα της κάτι απελευθερωτικό. Το να απορρίπτεις απλώς από την παράδοση κάποια στοιχεία που κρίνεις εξοβελιστέα, αντικαθιστώντας τα με ένα δικό σου κήρυγμα, δεν είναι αναδιεκδίκηση. Είναι απλώς εκδίκηση. Η εκδίκηση όμως ελαύνεται από μνησικακία, άρα δεν μπορεί να είναι απελευθερωτική ούτε να γεννά εμπιστοσύνη.

dox1

[1] Αυτό ας πούμε το κάνει σε σχεδόν κωμικό βαθμό το σχετικό λήμμα της Βικιπαίδειας, το οποίο αφιερώνει μόλις τρεις σειρές για να εξηγήσει ποια ήταν η Μαγδαληνή και σχεδόν ολόκληρο το υπόλοιπο καταγίνεται να αποδείξει ότι κακώς συγχέεται με την πόρνη που έπλυνε τα πόδια του Ιησού ή/ και με άλλες «αμαρτωλές» γυναίκες. Λες και ο Ιησούς δεν είπε ρητά ότι ήρθε για τους αμαρτωλούς.

[2] O Κάλιμπαν και η μάγισσα, εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 14. Η φράση μέσα σε εισαγωγικά είναι παράθεμα από το: Golden, Richard M., επιμ. (2006). Encyclopedia of Witchcraft, The Western Tradition, τόμ. Α΄, Οξφόρδη: Abc-Clio Inc.

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ο Ευαγγελισμός της Μαγδαληνής (the real reclaim)

  1. Ο/Η nk λέει:

    για μένα,το τραγούδι είναι εξόφθαλμα ερωτικό. αρχικά , αναζητεί κάπου να πιαστεί αλλά στη συνέχεια αφήνεται να πέσει στην αγκαλιά του ερχόμενου, εκτελεί μια ελευθερη πτώση στον έρωτα. ελευθερία σημαίνει όχι να πιάνεσαι από κάπου αλλά να αφήνεσαι. οι ερωτευμένοι είναι υψιπετείς αλλά και υψιπέτεις

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.