Πολιτική

Εξουσία, δημόσια διοίκηση, πληθυσμός

Η πολιτική ορθολογικότητα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας

του Μάριου Εμμανουηλίδη

Δεν συνηθίζονται οι αφιερώσεις στα άρθρα, αλλά καθώς πρόκειται για σκέψεις που κατά ένα μέρος παράχθηκαν μέσα από την εμπειρία του επαγγελματικού πεδίου της κοινωνικής ασφάλισης το οποίο, μαζί με την παιδεία και την υγεία, είναι παραδειγματικό εργαστήριο, παραδειγματικό της ανασυγκρότησης της δημόσιας διοίκησης και τη σχέσης της με τον πληθυσμό, θα ήθελα να το αφιερώσω στις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους που από κοινού έχουμε τη διαφοροποιημένη εμπειρία, τις διαφορετικές σκέψεις και τις διαφορετικές τακτικές προσαρμογής και επιβίωσης (υποτακτικές ή αγανακτισμένες, παραγωγικές ή καθηλωμένες, ακόμη και χαμερπείς) στη χαώδη ανασυγκρότηση του ΕΦΚΑ εδώ και έξι χρόνια.

Το άρθρο θα δημοσιευθεί σε έντυπη μορφή στο τχ. 164 των Θέσεων που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του Ιουλίου.

 

  1. Η τοποθέτηση του ερωτήματος[1]

Το ερώτημα που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες είναι πώς και γιατί η Νέα Δημοκρατία πήρε τόσο μεγάλο ποσοστό και με τόση διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα δεν είναι, όπως λέει μια φίλη, ότι η ΝΔ αύξησε το ποσοστό της στις τελευταίες εκλογές μόνο κατά μία μονάδα, ή ότι την ψήφισαν σχετικά λίγοι παραπάνω σε απόλυτους αριθμούς∙ το ζήτημα είναι ότι ένα πολιτικό κόμμα που (θεωρείται ότι) κυβέρνησε τέσσερα χρόνια με τόσο κακό τρόπο πήρε το 40% των ψήφων. Πώς είναι δυνατόν μια κυβέρνηση που παρακολουθούσε τους μισούς πολιτικούς και επιχειρηματίες της χώρας, που παραβίαζε τις αρχές του κράτους δικαίου, που ασκούσε με απροκάλυπτο τρόπο πολιτική διαπλοκής με τους μεγάλους καπιταλιστικούς οίκους, που η μεταναστευτική πολιτική της συμπεριλάμβανε τη δολοφονική πρακτική των επαναπροωθήσεων, που έτεινε στον ουρμπανισμό (όπως ειπώθηκε), που απειλεί τους εργαζόμενους και την τουρκική μειονότητα αν ψηφίσουν άλλο κόμμα, που αδιαφόρησε για τις δημόσιες δομές υγείας, παιδείας και τον πολιτισμό, που ο πρωθυπουργός της πιάστηκε να λέει ψέματα τόσες φορές…, πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, ένα πολιτικό κόμμα που κυβέρνησε με τέτοιο τρόπο και τόσο έντονα, να μην μειώσει το ποσοστό της υπερψήφισής του, αλλά αντίθετα να το ανεβάσει.

Διαβάζοντας όλες αυτές τις μέρες κείμενα και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα έλεγα ότι χοντρικά, τα περισσότερα επικεντρώνονται σε μια αρνητική εξήγηση της νίκης του Μητσοτάκη. Με προκείμενη ότι ο Μητσοτάκης είναι ο άθλιος πρωθυπουργός μιας κάκιστης κυβέρνησης, πέρα από τη χειραγώγηση που προσέφεραν αφειδώς τα ΜΜΕ, το ερώτημα που εντέλει μένει να απαντηθεί είναι τι δεν έκανε ή, ορθότερα, τι δεν ήταν η Αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση των πολιτών, του λαού, του πλήθους, των μαζών, των προλεταρίων (ή όπως αλλιώς ονομάσουμε τους από κάτω ανάλογα με τη μέθοδο της αρεσκείας μας) με την κυβέρνηση και τα αριστερά κόμματα καθίσταται μια σχέση παθητική. Το μεγαλύτερο κόμμα της αριστεράς δεν έπεισε ότι είναι αριστερό και οι πολίτες του γύρισαν την πλάτη. Η δράση της κυβέρνησης συρρικνώνεται σε αυτήν της δόλιας καθοδήγησης των πολιτών και της άσκησης αυταρχικών και σκοτεινών πολιτικών βαθέως κράτους. Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα λοιπόν, παρά εκτός να διαλέγεται με το μεγάλο κεφάλαιο, να κοροϊδεύει με επιτυχία και να τρομοκρατεί τον πληθυσμό. Για παράδειγμα, στη χρήσιμη κατά τα άλλα ανάλυσή του, ο Δημήτρης Ψαρράς γράφει: «Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η παραδοσιακή συντηρητική παράταξη μετατρέπεται σε ένα σκοτεινό μεταφασιστικό πολιτικό ρεύμα, που εξακολουθεί να στηρίζεται στο μεγάλο κεφάλαιο και να διεκδικεί την απόλυτη εξουσία. Και οι πολίτες μετατρέπονται σε αφελείς κομπάρσους. […Η ολοκλήρωση του έργου του Κ. Μητσοτάκη] είναι η εγκαθίδρυση ενός υπερδεξιού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης» (Ψαρράς 2023). Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι επικρατούσα άποψη λέει: Η διαπλοκή με το μεγάλο κεφάλαιο, η προπαγάνδα, ο κρατικός αυταρχισμός, η πολιτική επένδυση στον ρατσισμό της εθνικής και ατομικής ασφάλειας ο πολιτισμικός συντηρητισμός έφτιαξαν ένα αποτελεσματικό πολιτικό μείγμα που επιβλήθηκε στην κοινωνία και μετέτρεψε τους πολίτες σε παθητικούς δέκτες που σε φάση αφασίας επέλεξαν τη συνέχιση της αφασίας τους.

Αλλά νομίζω, όσο μέρος αλήθειας κι αν έχουν όλα αυτά, δεν αρκούν. Η επιμονή στην αρνητικότητα δεν μας επιτρέπει να βρούμε ένα παραγωγικό σημείο κατανόησης για το τι συνέβη (και τι συμβαίνει). Είμαστε αναγκασμένοι να δούμε τι έκανε η ΝΔ και κέρδισε, πώς κατάφερε να κερδίσει παρότι ήταν μια κακή κυβέρνηση.[2] Γιατί κάτι έγινε ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια από το 2019 ως το 2023. Καθώς θα περιγράφω ένα μέρος αυτού που έγινε τα χρόνια της κυβέρνησης της ΝΔ, ίσως να μοιάζει ότι είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών της αποφάσεων. Όμως αυτές οι πολιτικές αποφάσεις και τα πολιτικά αποτελέσματα έγιναν δυνατά και κατανοητά εντός του πλαισίου μεταβαλλόμενων δυνάμεων, ισορροπιών και υποκειμενικοτήτων που ξεπερνούν την περίοδο 2019-2023 στην οποία επικεντρωνόμαστε.

Αυτό που έγινε και κατέστησε δυνατή την κατίσχυση της ΝΔ και την ταυτόχρονη μείωση της δύναμης της αριστεράς, βρίσκεται και σε ενδεχόμενο συντονισμό με κάποια στοιχεία των πληβειακών τάσεων που κυριάρχησαν στο κοινωνικό σώμα ως μέρος των πολλαπλών αντιστάσεων στην επιβαλλόμενη με βίαιο πολιτικά τρόπο ανασυγκρότηση του πληθυσμού στην εποχή των μνημονίων. (Από αυτή την άποψη η επικράτηση της ΝΔ δεν σημαίνει απαραίτητα και μια συντηρητική-δεξιά στροφή του κοινωνικού σώματος. Μια τέτοια κρίση συνδέει στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας με οριζόντιο τρόπο, ενώ απαιτείται μια διαγώνια και ενδεχομενική προσέγγιση.[3])

Η πρόταση αυτή είναι μάλλον ασαφής, καθώς αναφέρεται σε ένα μεθοδολογικό υπόστρωμα αυτού του κειμένου, και θα απαιτούσε μια χωριστή διαπραγμάτευση. Πρόκειται για τη θέση ότι σε κάθε συγκυρία υπάρχουν συμβάντα και στοιχεία τα οποία μπορούν να δημιουργούν ενικές σειρές οι οποίες σε μεταγενέστερο χρόνο μέσα από μια αναδρομική επανεκκίνησή τους μπορούν να επανατοποθετούνται σε άλλα σημεία του πεδίου δυνάμεων, να το καμπυλώνουν με διαφορετικό τρόπο, έτσι ώστε να αποκτούν διαφορετικές πολιτικές νοηματοδοτήσεις.[4]

Αυτό που έγινε ανάμεσα στα 2019-2023 ήταν ταυτόχρονα μια συνέχεια των αμφίλογων και αρνητικών διαθέσεων του πληθυσμού και των μαζών έναντι του κράτους, αλλά και η αιχμαλώτιση αυτών των διαθέσεων από την πολιτική εξουσία στην εγκαθίδρυση μιας άλλης σχέσης μεταξύ των τριών όρων: πολιτική εξουσία, δημόσια διοίκηση, πληθυσμός.

Αν στο διάστημα 2010-2014 η σχέση κράτους-μαζών μπορεί να περιγραφεί με όρους αποχωρισμού, απόσχισης και αμοιβαίας επίθεσης, ή έστω, κρίσης εμπιστοσύνης, με χρονική γέφυρα την αμήχανη κατάσταση των ετών 2015-2019 (με την οποία το κείμενο δεν ασχολείται[5]), από το 2019 και έπειτα εφαρμόστηκαν πολιτικές μέσω των οποίων το κράτος επιχείρησε να επανασυνδεθεί με τον πληθυσμό με άλλους όρους.[6]

Σε αντίθεση με όλα αυτά, η θέση αυτού του άρθρου είναι ότι η κυβέρνηση της ΝΔ εγκαθιδρύει μια νέα μορφή των σχέσεων κυβέρνησης-διοίκησης-πληθυσμού, η ανάλυση της οποίας μπορεί να είναι χρήσιμη για την κατανόηση του πολιτικού αποτελέσματος των εκλογών. 

       2. Η επιτάχυνση της διοίκησης Ι: Το εξατομικευμένο κράτος

«Η ιδέα του κράτους είναι τόσο αχανής και, ακόμη περισσότερο, τόσο αφηρημένη, ώστε κανείς/καμιά δεν μπορεί ποτέ να την βιώσει συγκεκριμένα και ως σύνολο∙ στην πράξη, το μόνο που βιώνει κανείς είναι οι φόροι που πρέπει να πληρωθούν, τα πρόστιμα στάθμευσης, καθώς και ένα γενικό αίσθημα κοινωνικής υποχρέωσης, καθήκοντος, των οποίων τα όρια με την ηθική, αυστηρά μιλώντας, παραμένουν αβέβαια» (Veyne 2005: 352).

Η κυβέρνηση της ΝΔ επιχείρησε να αλλάξει την εξατομικευμένη εμπειρία του κράτους. Ανέτρεψε ή πρόβαλε επιτυχημένα ότι ανατρέπει την πραγματικότητα και την εικόνα σκέψης για τον αργό χρόνο κίνησης των κρατικών υπηρεσιών: εισήγαγε το μέγεθος της επιτάχυνσης στη δημόσια διοίκηση. Η αργή ταχύτητα των κρατικών μηχανισμών, είτε για την εξασφάλιση της τυπικότητας των διαδικασιών, είτε ως έκφραση νωθρότητας, είτε λόγω μείωσης του προσωπικού, αποτελούν για τον πληθυσμό βασική μορφή έκφρασης ενός κακού κράτους: «γραφειοκρατία», ταλαιπωρία, ανικανότητα, αρνητική διαθετικότητα των υπαλλήλων του, άρνηση εξυπηρέτησης.

Το γενικό και εμφανές σημείο αλλαγής του χρόνου του κράτους με μαζική απεύθυνση ήταν η ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Αν και η χρήση τεχνολογιών πληροφορικής εισάχθηκε εδώ και δεκαετίες (για παράδειγμα μηχανογράφηση στο τ. ΙΚΑ υπήρχε από το 1979), αυτή αφορούσε κυρίως εσωτερικές διαδικασίες. Με την πίεση της απαίτησης για συνέχιση της κρατικής λειτουργίας στον καιρό της πανδημίας, εφαρμόστηκε διευρυμένα η ηλεκτρονική συναλλαγή του πληθυσμού με τις κρατικές (και μη) υπηρεσίες. Το θεωρούμενο ως επίτευγμα χρεώθηκε στην κυβέρνηση της ΝΔ. Το πράγμα όμως έχει διάφορες διακλαδώσεις, ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρουσες και πιο κρίσιμες από την εξασφαλισμένη ευκολία συναλλαγής.

(α) Η τεχνική της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης εμφανίζει το κράτος στην καθημερινή εμπειρία του πληθυσμού ως ένα διάσπαρτο σύνολο από URLs στον παγκόσμιο ιστό και web apps. Όχι μόνο οι εδαφοποιημένοι και προσωποποιημένοι μηχανισμοί καταγραφής, ταξινόμησης και ελέγχου αποσύρονται από το προσκήνιο, αλλά πολλές φορές ο έλεγχος γίνεται αυτόματα μέσω διαδικτυακών εφαρμογών από τα στοιχεία που ο ίδιος ο πολίτης ή η επιχείρηση εισάγει. Ένα πρώτο σχόλιο για αυτή τη νέα μορφή της εμπειρίας του υποκειμένου με το κράτος είναι ότι το κράτος μοιάζει να απο-θεσμοποιείται καθώς μετατρέπεται σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα. Ενώ η συνήθης αναπαράσταση του κράτους παραπέμπει στις εικόνες του σκότους, του βάθους, του δαιδαλώδους και του αδιαφανούς, τώρα το κράτος γίνεται, ή θέλει να φαίνεται ότι γίνεται, μια πλατφόρμα προσφερόμενη για οικεία χρήση από τον πληθυσμό: myaade, myproperty, myθερμανση, myefka, myoaed κ.λπ. Το κράτος, ο μέγας αρχειοθέτης, το σκοτεινό βάθος, ο Ανακριτής, μοιάζει να είναι ένας επιφανειακός τόπος∙ ακόμη χειρότερα (sic), θέλει να προφέρεται και να προσφέρεται ως my-τόπος για χρήση από τους υπηκόους (για παράδειγμα, ο/η πολίτης μπορεί να κάνει χρήση ενός app και να παρακολουθεί τα βήματα των διοικητικών ενεργειών σε μια υπόθεση που τον ενδιαφέρει). Απ’ την άλλη, η αναγνώριση του/της υπηκόου από το κράτος, η υποχρέωση απάντησης στο ερώτημα «ποιος είσαι;» δίνεται αυτοβούλως από τον/την υπήκοο στην πληκτρολόγηση του username και του password. Το ερώτημα «ποιος είσαι;» προλαμβάνεται από την οικειοθελή απάντηση «αυτός είμαι». Αλλά καθώς η απάντηση προλαμβάνει το ερώτημα, αυτή η οικειοθελής αναγνώριση ίσως να είναι μια προτρέχουσα ή προεξοφλήσιμη υπακοή του υποκειμένου.  Από τη μεριά του κράτους έχουμε τη μείωση της ποσότητας και της σφοδρότητας της έγκλησης «ε, σεις εκεί κάτω!» και από την άλλη έχουμε το υποκείμενο που ανταποκρίνεται στην αναγνώριση χωρίς το άκουσμα ενός καλέσματος (το αν αυτή η οικειοθελής πράξη αναγνώρισης προσφέρει μια ψευδ-αίσθηση αυτονομίας, αν μπορεί να συνδεθεί με το ερώτημα της σχέσης ενοχής και υποκειμενοποίησης, ή αν αντίθετα σχετίζεται με μια αραιοποίηση των απαιτούμενων διαδικασιών υποκειμενοποιησης είναι ζητήματα που δεν ενδιαφέρουν αυτό το κείμενο). Στο βαθμό που αυτά συμβαίνουν, η αδιαφάνεια του κράτους γίνεται πιο έντονη την ίδια στιγμή που αραιώνεται ως ένα διάφανο my-self State. Στο βαθμό που όλα αυτά κάτι σημαίνουν, η κριτική για παράδειγμα στο κράτος ως βαθύ κράτος (βλ. υποκλοπές) έρχεται από το παρελθόν και είναι άσφαιρη (και όχι γι’ αυτόν τον λόγο μόνο).

(β) Η επιτάχυνση της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών συνδέεται όχι μόνο με την επιχειρούμενη παρουσίαση μιας εξατομικευμένης εμπειρίας του κράτους, αλλά και με την εισαγωγή στοιχείων ενός εξατομικευμένου κράτους: πρόκειται για τη συμπερίληψη της ατομικής περίπτωσης στην κρατική λογική. Αυτή η επιχειρούμενη εξατομίκευση είναι ταξικά διαφοροποιημένη αλλά εδράζεται σε μια λογοθετική πρακτική με συνολική απεύθυνση καθώς αρθρώνεται με την αρνητική διαθετικότητα του πληθυσμού έναντι του κράτους.

Αναφέρομαι κατ’ αρχάς στην αναπάντεχη λογική που εισήγαγε ο νόμος 4646/2019 ο οποίος ψηφίστηκε λίγους μήνες μετά την εκλογή της ΝΔ το 2019, αναπροσαρμόστηκε δυο φορές, με τα κενά του να είναι παρόντα ακόμη∙ αναπροσαρμογές που έγιναν και κενά που συνεχίζουν να υπάρχουν λες και ο νομοθέτης αναρωτιέται ακόμη τι και πώς να κάνει αυτό που θέλει να κάνει. Η σκοπιμότητά του όμως είναι στέρεη και ταξικά προσανατολισμένη.

Με τον ν. 4646/2019 και τον ν. 4701/2020 για πρώτη φορά περιορίστηκε η αλληλέγγυα ευθύνη των προσώπων που ασκούν διοίκηση στα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες για την εξόφληση των οφειλών τους προς το Δημόσιο μόνο κατά το διάστημα που ασκούσαν διοίκηση. Αυτός ο περιορισμός βρίσκεται σε συντονισμό τόσο με υλικές διαδικασίες επέκτασης του πιστωτικού τομέα που παράγουν μια ελαστική ηθική του χρεωμένου υποκειμένου, όσο και με την κριτική του χρέους όπως ασκήθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης.[7] Αλλά η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε ταξικό προσανατολισμό στον ανοιχτό ηθικό κώδικα της κυβερνολογικής του χρέους. Με την Υπουργική Απόφαση 65118/6-9-2021 του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα εν λόγω πρόσωπα, δηλαδή οι διοικητές/τριες, πρόεδροι των διάφορων μεγαλόσχημων ή μικρόσχημων ΑΕ, αν αποδείξουν ότι δεν ήταν υπαίτια για τη μη απόδοση των εισφορών, απαλλάσσονται από την ευθύνη για την πληρωμή των οφειλών του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που διοικούσαν. Και η ελευθερία της ανευθυνότητας εξασφαλίζεται αν επιδείξουν δικαστική απόφαση (ή άλλα στοιχεία ισχυρά) η οποία έκρινε ότι όταν ήταν π.χ. πρόεδρος της ΑΕ δεν ήξερε για ασφαλιστικές εισφορές και χρέη, δεν υπέγραφε, είχε γενική και ειδική άγνοια για την επιχείρησή του, είχε ψυχολογικά προβλήματα, ήταν άρρωστος, είχε προβλήματα με τη μέση του και διάφορα τέτοια (και από την εμπειρία προκύπτει ότι βγαίνουν σχετικά εύκολα τέτοιες αποφάσεις). Εδώ δεν έχουμε την κλασική περίπτωση της δόλιας αποφυγής πληρωμής χρεών από τις επιχειρήσεις με τη χρήση των κενών που προσφέρει το εταιρικό, φορολογικό και ασφαλιστικό δίκαιο. Εδώ πρόκειται για την περίπτωση που το ίδιο το κράτος προσφέρει στο άτομο της διοίκησης μιας ΑΕ (κ.λπ.) τη δυνατότητα να αποφύγει με καθαρό και τυπικό τρόπο την ευθύνη των οφειλών της ΑΕ.

Προκύπτει λοιπόν ένα κράτος που δείχνει ότι λαμβάνει υπόψη και κατανοεί την προσωπική ιστορία του ατόμου (για τους επιχειρηματίες βέβαια, και για τα νομικά πρόσωπα ειδικότερα). Και έτσι, δύνανται διευθυντές και μέλη ΑΕ με μικρές ή τεράστιες οφειλές να καθίστανται άνευ ευθύνης έναντι της οφειλής, να απεμπλέκονται από τα βαρίδια του παρελθόντος, και να προχωρούν στην επόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα άνευ κρατικών σκοπέλων. Το σημαντικό, τελικά, δεν είναι τι γίνεται σε κάθε περίπτωση, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να επιτευχθεί ο ατομικός στόχος της έλλειψης υπαιτιότητας. Το σημαντικό είναι ότι ο επιχειρηματίας νιώθει ότι έχει ένα κράτος που τον φροντίζει, τον σκέφτεται. Το σημαντικό είναι ότι η κρατική λογική δύναται πλέον να ενσωματώνει στις τυπικές της διαδικασίες τη διαφορά της ατομικής περίπτωσης.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον ν. 4997/2022 περί παραγραφής οφειλών επιχειρήσεων πέραν της δεκαετίας. Μέσα στο χαμό εκατοντάδων χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων του e-ΕΦΚΑ, ο Χατζηδάκης τον Μάρτιο του 2023 ζήτησε την άμεση διεκπεραίωση των αιτημάτων παραγραφής οφειλών επιχειρήσεων έναντι των ασφαλιστικών ταμείων (δηλαδή των οφειλών που αφορούσαν τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων) και των ατομικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών. Το ζήτημα και πάλι δεν είναι πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να παραγραφεί η οφειλή, ή πόσο ασαφής και ελλιπής ως προς τον στόχο του είναι ο νόμος (το ενδιαφέρον είναι ότι ο νόμος ευνοεί αυτούς που δεν πλήρωσαν ποτέ ούτε ένα ευρώ από τις οφειλές τους∙ αντίθετα όσοι πλήρωναν κατιτίς την πάτησαν). Το ζήτημα είναι ότι το Υπουργείο όχι μόνο πιέζει έναν φορέα της δημόσιας διοίκησης να διαγράψει τα χρέη των οφειλετών του (βλ. σχ. και Δελτίο Τύπου Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της 29 Μαρτίου 2023), αλλά το κάνει αναπτύσσοντας έναν λόγο που λαμβάνει το μέρος των οφειλετών επιχειρηματιών κατά της δημόσιας διοίκησης. Κι έτσι ο επιχειρηματίας θα μπορέσει να προσέλθει στην δημόσια υπηρεσία και να πει στον υπάλληλο σηκώνοντας και το φρύδι του: «Ο Χατζηδάκης είπε να μου τα σβήσεις», ή σκέτο «σβήστα».

Το ξέρουμε από παλιά: για να μπορεί να είναι κραταιά η παρουσία του κράτους, πρέπει να παρεκκλίνει και να παρανομεί. Αλλά η παρέκκλιση συνήθως ήταν κάτι που επιλεγόταν να γίνεται στα μουλωχτά, ή με την επίκληση ενός γενικού κοινωνικού καλού. Τώρα η παρέκκλιση εισάγεται με τον νόμο. Αυτό που ήταν η πελατειακή σχέση ή το σκάνδαλο της κρατικής εξυπηρέτησης έγινε το κράτος που κατανοεί την ατομική διαφορά. [8]

Όλα αυτά (η έλλειψη υπαιτιότητας, η παραγραφή των χρεών) είναι περισσότερο μια δυνατότητα που ανοίγεται, παρά μια εξασφαλισμένη πραγματικότητα. Αλλά πέρα από την μερική εξατομικευμένη εμπειρία του κράτους, «υπάρχει μια πολύ διαφορετική εμπειρία στην οποία το κράτος εμφανίζεται πλέον ως όλο και μας απευθύνεται εντελώς διαφορετικά: αυτή είναι όταν η Πολιτεία απευθύνεται σε εμάς ή όταν ο βασιλιάς εκδίδει νόμους. Τότε, και µόνο τότε, το κράτος φαίνεται να εμφανίζεται αυτοπροσώπως∙ μπορεί όμως να το κάνει µόνο μιλώντας» (Veyne ό.π.: 352). Η κυβέρνηση της ΝΔ θέσπισε νόμους και μίλησε με εκφραστική δύναμη υπέρ του οφειλέτη επιχειρηματία και ταυτόχρονα κατά της δημόσιας διοίκησης. Μια ταυτόχρονη κίνηση που ένωσε την κάθετη οργάνωση της κοινωνίας βάσει ταξικών διαφοροποιήσεων με τον οριζόντιο λόγο κατά της Δημόσιας Διοίκησης.[9] Τομή που προϋποθέτει τη συνάντηση της κυβέρνησης με τάσεις της κοινωνίας και παράγει τον περαιτέρω μετασχηματισμό στάσεων του κοινωνικού σώματος ως ενιαίου, μη διαφοροποιημένου σώματος. Θα δούμε παρακάτω πως έσφιξε περισσότερο αυτός ο δεσμός.

     3. Η επιτάχυνση της διοίκησης ΙΙ: Η διοικητική πράξη ως πρακτική προεξόφλησης

Γράψαμε παραπάνω (σημείο α) ότι το γενικό και εμφανές σημείο αλλαγής του χρόνου του κράτους ήταν η ηλεκτρονική διακυβέρνηση η οποία τείνει να εξατομικεύει με διαφορετικό τρόπο την εμπειρία του κράτους. Στο σημείο (β) επιχειρήσαμε να δείξουμε πως αυτή η επιτάχυνση των κρατικών λειτουργιών συνδέεται με το εγχείρημα εισαγωγής στοιχείων ενός εξατομικευμένου κράτους. Το ειδικό, και εξίσου εμφανές, σημείο αλλαγής του ρυθμού ταχύτητας του κράτους που σχετίζεται με την κρατική μέριμνα μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήταν η εισαγωγή της επιτάχυνσης ή, ορθότερα, στην περίπτωση αυτή, ενός λόγου επιτάχυνσης στην διεκπεραίωση των συντάξεων.

Τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα (τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα με το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών στην Καβάλα και αργότερα με την ίδρυση του ΙΚΑ) οι κοινωνικές εγγυήσεις μέσω της εργασίας αποτέλεσαν εργαλείο μιας κρατικής πολιτικής διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων (βλ. σχ. Λιάκος 2016 [1993]: 418-442). Μετά από 100 χρόνια, με τον νόμο 4826/2021 (τίτλος νόμου: Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά) ιδρύεται το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης δια του οποίου εισάγεται το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση. Σκοπός του ΤΕΚΑ σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου είναι «η τοποθέτηση των εισφορών και των εν γένει πόρων του Ταμείου σε χρηματοπιστωτικά μέσα και ακίνητα, με στόχο την επίτευξη αποδόσεων για τη χρηματοδότηση των παροχών στους δικαιούχους, σύμφωνα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά κάθε επενδυτικού προγράμματος». Δεν θα ασχοληθούμε με το ζήτημα της ίδιας της καινοτομίας του ΤΕΚΑ σε σχέση με την ιστορία της κοινωνικής ασφάλισης, παρά μόνο για να επισημάνουμε την άρθρωση της χρηματιστικής πρακτικής με την εξατομικευμένη και όχι τη διαγενεακή και αλληλέγγυα λογική της ασφάλισης. Ο Α. Λιάκος στον πρόλογο του βιβλίου του Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (1993), γράφει ότι «οι διαμάχες γύρω από τις κοινωνικές ασφαλίσεις αποτελούν πιθανόν τη μορφή που θα αποκτήσουν για μια περίοδο οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί» (ό.π.: 24). Η κρίση αυτή επιβεβαιώθηκε στην κοινωνική σύγκρουση που προκάλεσε η πρόταση του νόμου Γιαννίτση (2001), ακολούθως το 2016 ο νόμος Κατρούγκαλου (4387/2016) για το «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας» προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις, χωρίς όμως η μακρόσυρτη διαδικασία των αλλαγών στη λογική δομή και τον προσανατολισμό των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα (που ξεκίνησε το 2011 με την επινόηση της ασφάλισης του εργοσήμου ως ροής χρήματος και όχι κοινωνικής σχέσης) να τύχει της ειδικής πολιτικής και ερευνητικής προσοχής που θα της άξιζε (από όσο τουλάχιστον μπορώ να ξέρω). Ίσως γιατί με την οικονομική κρίση και την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης της εργασιακής δύναμης το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης απορροφήθηκε στα ζητήματα του μισθού και του χρόνου εργασίας.

Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί έναν κεντρικό σχηματισμό στον οποίο εκβάλλουν, και ο οποίος με τη σειρά του παράγει αποφάνσεις και ορατότητες, τρόπους οργάνωσης και τρόπους ομιλίας που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο το κράτος προστατεύει την κοινωνία έναντι της τύχης∙ επιτελεί μια συνεχή στρατηγική επεξεργασία του τρόπου με τον οποίο το κράτος αντιλαμβάνεται τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία.[10]

Από το 2019, και κυρίως από το 2021 και μετά, με την τοποθέτηση του Κ. Χατζηδάκη στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στην αλλαγή της λογικής της ασφάλισης και στην οργάνωση των δημόσιων δομών που σχετίζονται με αυτές επιταχύνθηκε (η μετονομασία της Κοινωνικής Ασφάλισης και της Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε Κοινωνικές Υποθέσεις στο όνομα του υπουργείου έχει τη σημασία της). Οι όποιες, λίγες κριτικές που εμφανίστηκαν δεν κατανόησαν τη σημασία των αλλαγών, αλλά επικεντρώθηκαν σε μια ιμπρεσιονιστική κριτική της διάλυσης της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης χωρίς να διερευνούν τι ακριβώς συμβαίνει με τις κοινωνικές εγγυήσεις, πώς αρθρώνεται αυτό που συμβαίνει με τον πληθυσμό και τα ταξικά συμφέροντα.[11] Όσο για τις οργανωμένες μορφές της Αριστεράς, το μόνο που είχαν να προσφέρουν ήταν γενικότητες και αναιμική πολιτική αντίσταση, σε αντίθεση με την έντονη παρουσία της στην ανάδυση των κοινωνικών ασφαλίσεων τη δεκ. 1920 (πρέπει όμως να υπογραμμιστεί η σημαντική συνεισφορά της αριστεράς και του αναρχικού χώρου στην επινόηση των Κοινωνικών Ιατρείων Αλληλεγγύης στα πρώτα χρόνια της κρίσης). Η κυβέρνηση της ΝΔ μπόρεσε να ασκήσει ελεύθερα την πολιτική που επιθυμούσε, στοιχεία της οποίας είχε εισάγει στις αρχές της δεκαετίας του 2010, και τα οποία δεν ανέτρεψε η πολιτική για την κοινωνική ασφάλιση του ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του οποίου λειτούργησε κατά ένα μέρος ως επιβράδυνση και κατά άλλο μέρος ως συνέχεια. Αν η συγκρότηση του κράτους πρόνοιας συνδέθηκε ιστορικά με την πολιτική ορθολογικότητα στην οποία η πολιτική εξουσία μαζί με την δημόσια διοίκηση διαχειρίζεται και τιθασεύει την κοινωνία (αιχμαλωτίζοντας κατά ένα μέρος τη λογική των πρακτικών αλληλοβοήθειας της εργατικής τάξης), στον καιρό μας η πολιτική ορθολογικότητα που εγκαθιδρύεται είναι αυτή της πολιτικής εξουσίας που επιχειρεί μαζί με την κοινωνία να εναντιωθεί στη δημόσια διοίκηση. Η πολεμική της πολιτικής εξουσίας κατά της διοίκησης έρχεται από το παρελθόν βέβαια, δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά αν παλαιότερα η πολεμική γινόταν κυρίως μέσω των δημοσίων υπαλλήλων, της τεμπελιάς τους και των προνομίων τους, τώρα η πολιτική εξουσία στρέφεται ευθέως κατά της ίδιας της δομής της δημόσιας διοίκησης. Αλλά για να μην μένουμε σε γενικότητες, το σημαντικό είναι να δούμε την ειδική μορφή της ορθολογικότητας που εισάγει η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ για τη δημόσια διοίκηση και πώς αυτή μπορεί να ενοποιεί το διαμερισμένο κοινωνικό σώμα στο σύνολο του πληθυσμού. Αν στο άρθρο αυτό τονίζουμε το παράδειγμα των κοινωνικών ασφαλίσεων των εργασιακών σχέσεων, το παράδειγμα μπορεί να μεταφερθεί στον τομέα της παιδείας και της υγείας.

Κρίσιμο εργαλείο της εισαγωγής αυτής της νέας κυβερνολογικής (ορθολογικότητα, στρατηγική και τρόποι εκφοράς των κρατικών μηχανισμών) είναι η θέσπιση του νόμου 4921/18-4-2022 με τίτλο «Δουλειές ξανά» για την επιτάχυνση της διεκπεραίωσης των συντάξεων. Και πάλι το μέγεθος του χρόνου αρθρώθηκε με την εισαγωγή μιας άλλης λογικής στη δημόσια διοίκηση. Αυτή η λογική προέρχεται από ένα άλλο πεδίο, από την οικονομία και μάλιστα από την χρηματιστική. Πρόκειται για την εισαγωγή της λογικής της προεξόφλησης στη δημόσια διοίκηση. Η εισαγωγή αυτής της λογικής αποδιοργανώνει τους μηχανισμούς παροχών ασφαλείας του πληθυσμού (εισάγει ακόμη και στοιχεία χάους, αλλά κυρίως εμπεδώνει την απουσία ελέγχου, χωρίς να την κατονομάζει), και την ίδια στιγμή τους αναδιοργανώνει εκ νέου. Η εισαγωγή της λογικής της προεξόφλησης στη δημόσια διοίκηση αποτελεί στοιχείο της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει τις κοινωνικές διαδικασίες τις οποίες έχει αναλάβει να ταξινομεί, να ελέγχει∙ αποτελεί μέρος της συνθήκης επισφάλειας στην οποία βρίσκεται το κράτος, παρότι αναπαρίσταται κατά συνήθη τρόπο ως αυταρχικό και ισχυρό (για το ζήτημα της κρατικής επισφάλειας, βλ. Εμμανουηλίδης 2022: 99-107).

Ο νόμος 4921/18-4-2022 θεωρήθηκε αναγκαίος για την αντιμετώπιση του τεράστιου όγκου αδιεκπεραίωτων αιτημάτων συντάξεων οι οποίες συσσωρεύτηκαν, όχι γιατί οι υπάλληλοι κάθονται σε πείσμα όλων των στερεότυπων, όχι γιατί οι τεχνικές της δημόσιας διοίκησης είναι παρωχημένες, αλλά γιατί η ίδια η πολιτική εξουσία δημιούργησε αυτό το μπάχαλο: (α) με την εισαγωγή τα τελευταία δέκα χρόνια αντιφατικών, δαιδαλωδών, μη δυνάμενων να εφαρμοστούν νόμων για τις συντάξεις και (β) με τη βιαστική και βίαιη ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων (με αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου των ασφαλιστικών αρχείων κ.λπ.). Κι εδώ επιβεβαιώνεται αυτό που ξέρουμε από αλλού, από κάθε σύνορο που βάζουν, από κάθε παρέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, ότι οι εξουσίες έρχονται να διευθετήσουν εκ των υστέρων το μπάχαλο που δημιουργούν.[12]

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επανεκκίνηση της αναδιοργάνωσης το 2019 ξεκίνησε με την εισαγωγή αποκλεισμών στην πρόσβαση των παροχών που προσφέρει το κράτος: μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν η εισαγωγή περιορισμών στην απόδοση ΑΜΚΑ, περιορισμοί και αποκλεισμοί που αφορούν κυρίως στους μετανάστες (βλ. σχ. το έγγραφο 80320/42862/Δ18.2718 του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της 1.10.2019, με τις συνεχείς σχετικές τροποποιήσεις). Όπως στην κοινωνική ασφάλιση έτσι και στην παιδεία (βλ. για παράδειγμα, πρότυπα σχολεία) και τη δημόσια υγεία, η αναδιοργάνωση προϋποθέτει και παράγει βαθμίδες αποκλεισμού βάσει των εθνικών και ταξικών διαφορών.

Ήταν ανήκουστο για τη δημόσια διοίκηση, όπως την ξέραμε, αυτό που εισήγαγε ο ν. 4921/2022 «Δουλειές ξανά». Το άρθρο 2 θεμελιώνει με πρωτοφανή τρόπο την έκδοση της διοικητικής απόφασης της σύνταξης: Μετά από την πάροδο της προθεσμίας της παρ. 1 (τρεις μήνες), η πράξη απονομής της σύνταξης εκδίδεται με βάση τα δεδομένα του ασφαλιστικού ιστορικού που τηρούνται σε πληροφοριακά συστήματα, χωρίς να απαιτείται επαλήθευση των δεδομένων αυτών από τον e-ΕΦΚΑ πριν από την έκδοση της πράξης. Η αναγνώριση του ασφαλιστικού χρόνου που δεν έχει ψηφιοποιηθεί ή πιστοποιηθεί ως έγκυρος, γίνεται χωρίς έλεγχο των φυσικών παραστατικών που αποδεικνύουν τον χρόνο αυτό. Ο επιπλέον ασφαλιστικός χρόνος μπορεί να θεμελιώνεται και με βεβαιώσεις πιστοποιημένων επαγγελματιών που διαπιστώνουν χρόνο ασφάλισης. Ορίζεται ότι τα φυσικά παραστατικά που θεμελίωσαν τον ασφαλιστικό χρόνο για την απόφαση σύνταξης θα προσκομίζονται και θα ελέγχονται εντός πέντε ετών από την έναρξη του νόμου, και σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχός τους αποκλείεται μετά από την πάροδο δέκα ετών. Αν αποδειχθεί ότι η δήλωση του ασφαλισμένου ή του πιστοποιημένου λογιστή ή δικηγόρου ήταν ψευδής ή αντιφατική με άλλες ενέργειές του (π.χ. επιθυμία παραγραφής οφειλών) αυτή θα οδηγεί σε επιστροφή των ποσών που αποδόθηκαν με τη σύνταξη ή ρύθμισή τους, ή σε κάποιες περιπτώσεις, η αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή θα διαγράφεται.

Οι fast track συνταξιοδοτικές αποφάσεις και οι συντάξεις εμπιστοσύνης εκδίδονται με την προϋπόθεση ότι η διοίκηση δεν έχει εκδώσει απόφαση μέσα σε 3 μήνες από το σχετικό αίτημα. Αν δηλαδή η διοίκηση δεν μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτόν τον μικρό χρόνο, τότε η πολιτική εξουσία αποφασίζει ότι πρέπει να ακολουθηθεί ένας άλλος δρόμος ο οποίος εν πολλοίς παρακάμπτει τον έλεγχο της διοίκησης. Να συναφθεί μια σχέση εμπιστοσύνης με τον/ην διοικούμενο/η ο/η οποίος/α δηλώνει τον μη καταγεγραμμένο και μη αποδεικνυόμενο με παραστατικά χρόνο ασφάλισης από εργασία ή δραστηριότητα, και ο οποίος χρόνος τεκμαίρεται κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς ως αληθής. Ταυτόχρονα, ως μια σωστή πράξη προεξόφλησης, εισάγονται αντισταθμιστικές δικλείδες μεταφερόμενων στο μέλλον πιθανών ελέγχων έναντι του κινδύνου χορήγησης σύνταξης στην περίπτωση που ο/η ασφαλισμένος/η μοχλεύσει την ασφαλιστική του ιστορία. Στο παρόν, η ευθύνη της αλήθειας του χρόνου μετακυλίεται από τη διοίκηση στον ασφαλισμένο. Η επαλήθευση των στοιχείων και των δηλώσεων του ασφαλισμένου θα γίνει μετά την έκδοση των συντάξεων σε βάθος χρόνου, 5 ή 10 ετών, αλλά πάντως, απαιτείται και αντίστοιχη ευθύνη εκ μέρους του διοικούμενου, ο οποίος υποχρεώνεται να διατηρήσει τα έγγραφα αυτά στοιχεία για χρονικό διάστημα 10 ετών από την έναρξη ισχύος του Νόμου.

H επιτάχυνση της Διοίκησης κατέστη δυνατή με την εισαγωγή πρακτικών χρηματιστικής λογικής: της εκτίμησης στο παρόν των μελλοντικών δράσεων. Η fast track απόφαση σύνταξης εκδίδεται ως προεξόφληση της μελλοντικής οριστικής απόφασης της διοίκησης, και η οποία μελλοντική απόφαση μετά τον έλεγχο των στοιχείων θα επιβεβαιώσει ή όχι την fast track απόφαση με οικονομικές συνέπειες για τον διοικούμενο (ή και τη διοίκηση). Το κράτος επιλέγει να συνάψει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον διοικούμενο στο παρόν, μεταφέροντας μέσω ελέγχων το μέγεθος του κινδύνου στο μέλλον, τόσο για το κράτος (αν κριθεί εντέλει ότι έδινε παροχές χωρίς να έπρεπε-χωρίς την πρέπουσα αξία της ασφαλιστικής ιστορίας) όσο και για τον ασφαλισμένο στην περίπτωση που αποδειχθεί το λάθος του ή το ψεύδος του για αυτή την ασφαλιστική ιστορία.

Η προεξοφλητική πράξη της διοίκησης ρυθμίζει τη δράση (και τη διαγωγή συνεπώς) της διοίκησης και του πληθυσμού εξατομικεύοντας «[…] στη βάση του κινδύνου. Οι αποκλίσεις θεωρούνται ως δυνητικοί κίνδυνοι, και από την οπτική γωνία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, ο κίνδυνος ορίζεται και κατανέμεται ανάλογα στους διάφορους συμμετέχοντες» (Σωτηρόπουλος-Μηλιός-Λαπατσιώρας 2019: 289). Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο των συγγραφέων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά είναι αυτό που συμβαίνει στην εισαγόμενη το 2022 σχέση ενός κρίσιμου τομέα του κρατικού μηχανισμού με τον πληθυσμό. Κάθε υποψήφιος συνταξιούχος δύναται να μην είναι ένα αρχείο, ένας αριθμός μητρώου που παραπέμπει σε ένα ασφαλιστικό αρχείο προς διερεύνηση, έλεγχο και εξαντλητική καταγραφή, αλλά αποκτά ένα εξατομικευμένο ασφαλιστικό προφίλ το οποίο του παρέχει τη μερική δυνατότητα να αποκτήσει άμεσα στο παρόν, και για το μέλλον, παροχές από το κράτος βάσει μιας συνδυαστικής αφενός της ήδη καταγεγραμμένης αξίας των εισφορών και του αριθμού των ημερών εργασίας, και αφετέρου της δήλωσης του/της ασφαλισμένου/ης. Το κράτος πλέον «προσαρμόζεται στο ενδεχόμενο» (ό.π.: 282).

Πρέπει να σημειωθεί ότι η λογική της ανάλυσης των δεδομένων του πληθυσμού από το κράτος βάσει προφίλ κινδύνου δεν εισάχθηκε τώρα, αλλά προετοιμάστηκε και εφαρμόστηκε σε διάφορα διάσπαρτα σημεία στις κοινωνικές ασφαλίσεις τα τελευταία δέκα χρόνια: (α) Στη διαχείριση των οφειλών μέσω της εισαγωγής της έννοιας της εισπραξιμότητας (συγκεκριμένη απόδοση προφίλ κινδύνου σε κάθε οφειλέτη που καθοδηγεί το μηχανισμό σε πράξεις είσπραξης, σε διασφαλίσεις του κινδύνου, ή και στην εγκατάλειψη της οφειλής)∙ (β) στην εγκατάλειψη του ορισμού ελέγχου για κάθε επιχείρηση από άποψη ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας μέσω της επιλογής της δειγματοληπτικής διενέργειας ελέγχων (risk analysis). Όμως τώρα, αυτή η χρηματιστικού τύπου λογική απευθύνεται στο σύνολο του πληθυσμού και περιλαμβάνει τις πιο ευάλωτες μερίδες του.

Η έκδοση της διοικητικής απόφασης λοιπόν αποτελεί μια επιτελεστική πράξη με πραγματικά αποτελέσματα. Τόσο πραγματικά όσο τα χρήματα. Το υποσχόμενο επιτελικό κράτους της ΝΔ ήταν ένα επιτελεστικό κράτος, εξίσου πραγματικό με το διαπιστωτικό κράτος. Και αυτή η δράση συνδέεται με την παραγωγή μιας νέας σύμβασης με τον πληθυσμό.

Η κυβερνητική λογική της εξατομικευμένης σχέσης του κράτους με τους διοικούμενους που παράγεται από τη μετατροπή του κράτους σε κράτος-πλατφόρμα και από τη σχέση εμπιστοσύνης κράτους-πληθυσμού μέσω των προεξοφλητικών αποφάσεων της διοίκησης, έχει ως άμεση συνέπεια την άμβλυνση της πειθαρχικής μορφής της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές ασφαλίσεις.[13] Αν αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά συμβαίνει προοδευτικά εδώ και δεκαετίες, το σημαντικό είναι ότι αυτή η νέα κοινωνική σύμβαση κράτους και πληθυσμού μέσω της απο/αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης αποτελεί μια γραμμή απαξίωσης των δημόσιων και κοινών αγαθών. Ιστορικά, η παροχή στον πληθυσμό των δημόσιων και κοινών αγαθών εξασφαλιζόταν μέσω κρατικών μηχανισμών. Αυτά τα δύο στοιχεία (κρατικοί μηχανισμοί και δημόσια αγαθά) είναι ιστορικά αρθρωμένα: Η υγεία και το Νοσοκομείο, η παιδεία και το δημόσιο σχολείο, η δημόσια κοινωνική ασφάλιση και οι κρατικοί φορείς της. Όμως, στην εδώ και καιρό ένταση ανάμεσα στο δημόσιο ή κοινό αγαθό και τη μορφή της παροχής της, είναι η πολιτική εξουσία που κατάφερε να απαξιώσει το δημόσιο ή κοινό αγαθό (ή για την ακρίβεια να αναδιοργανώσει την έννοιά του) μέσω της απαξίωσης της δημόσιας διοίκησης (που την αναδιοργανώνει). Όλα αυτά αποτελούν την ήττα της δυνατότητας που αχνοφάνηκε την προηγούμενη δεκαετία των αναταραχών: Αντί η αριστερά (ως πολιτική μορφή κάποιων τάσεων αντίστασης και διαφυγής που αναπτύχθηκαν την προηγούμενη δεκαετία) να καταφέρει να αποκολλήσει την αξία του κοινωνικού, κοινού αγαθού από την πειθαρχική μορφή και τους περιορισμούς του κρατικού μηχανισμού, η κυβέρνηση της ΝΔ κατάφερε να αποκολλήσει τη σημασία του δημόσιου και του κοινού αγαθού από τον πληθυσμό εξατομικεύοντας τον κίνδυνο.

  1. Μια φράση του Κατρούγκαλου ανοίγει το καπάκι της χύτρας ταχύτητας του ασφαλιστικού συστήματος

Εντωμεταξύ στο φίνις της προεκλογικής περιόδου, η μικρή φράση του Κατρούγκαλου «είναι λογικό να συνδέεται με το εισόδημα η ασφαλιστική εισφορά» [των ελεύθερων επαγγελματιών] δημιούργησε κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Γιατί το αντικείμενο αυτής της μικρής φράσης, ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών των μη μισθωτών, αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια σημαντικό σημείο στόχευσης πολιτικών επιλογών ασφάλισης, αλλά και συμπύκνωσης κοινωνικών διαδικασιών: ταξικά διαφοροποιημένη κρατική μέριμνα, προσδοκίες φροντίδας από το κράτος των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και μορφές έκφρασης των εργασιακών σχέσεων.

Η πρόταση του Κατρούγκαλου σήκωσε το καπάκι και έδειξε:

(α) Το κέρδος των ελεύθερων επαγγελματιών και των ασφαλισμένων του πρώην ΕΤΑΑ (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί) από τη (μεγάλη κατά περιπτώσεις) μείωση του ασφαλιστικού κόστους της οικονομικής τους δραστηριότητας από το 2020. Μείωση που έλαβε χώρα παράλληλα και αντιφατικά με την πολιτική φλυαρία (και την παθητική αποδοχή από την κοινωνία του αφηγήματος) για τους κινδύνους του ασφαλιστικού συστήματος λόγω της μείωσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και την επιτακτική ανάγκη να δουλεύουμε περισσότερα χρόνια. Η μείωση του ασφαλιστικού κόστους των ελεύθερων επαγγελματιών συνέβη με δύο τρόπους: (α.1) Τη σκανδαλώδη αποσύνδεση του ύψους των εισφορών από το ύψος του εισοδήματος (όπως είχε νομοθετηθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ). Το σύστημα επανεισήγαγε για τους μη μισθωτούς τις παλιές ασφαλιστικές κατηγορίες, με τη διαφορά ότι η κατάταξη πέραν των δύο πρώτων υπόκειται στη βούληση του/της ασφαλισμένου/ης (αξίζει να σημειωθεί ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των επαγγελματιών ως εργοδότες μειώθηκαν σε μεγάλο βαθμό∙ σε μικρότερο βαθμό μειώθηκαν και οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών: από το 16% επί των αποδοχών στο 13,6%). (α.2) Το ασφαλιστικό κόστος από την ελεύθερη επιχειρηματικότητα (τι ωραία φρασούλα) σβήνει στον αριθμό 0 αν ο επαγγελματίας κάνει και μισθωτή εργασία. Αυτή η περίπτωση είναι κρίσιμη και μαζική, κι ας μην φαίνεται με την πρώτη ματιά. Γιατί μπορεί να αφορά την ίδια δραστηριότητα η οποία μπορεί να λογίζεται ταυτόχρονα ως μισθωτή και ως μη μισθωτή. Ένα πρώτο παράδειγμα: ένας μέτοχος και Πρόεδρος ΑΕ ο οποίος υπόκειται σε εισφορές ως μη μισθωτός, μπορεί να ασφαλίζεται αν το θέλει, και το θέλει για διάφορους λόγους (π.χ. φορολογικές ελαφρύνσεις), ως μισθωτός για αποδοχές επί των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, και έτσι, καθώς θεωρείται ότι εμφανίζει μισθωτή δραστηριότητα δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει εισφορές ως μη μισθωτός. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκαθάριση των ασφαλιστικών εισφορών στο μηδενικό κόστος αφορά μόνο τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιτηδευματίες μηχανικούς, δικηγόρους και γιατρούς. Οι μισθωτοί δεν έχουν αυτό το προνόμιο. Ένας μισθωτός όσες δουλειές κι αν κάνει θα πληρώνει εισφορές αναλογικά για κάθε μισθό που παίρνει.

(β) Το δεύτερο πράγμα το οποίο αποκάλυψε η φράση του Κ. (και αυτό συνδέεται με το παραπάνω σημείο α.2) είναι αυτό που τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε μια σημαντική αλλαγή στη μορφή εμφάνισης της μισθωτής εργασίας: ένα πολύ μεγάλο μέρος των μισθωτών δεν εμφανίζονται πλέον ως μισθωτοί, αλλά σαν ελεύθεροι επαγγελματίες. Η διαδικασία ξεκίνησε το 2017 ως μια ημιτελής προσπάθεια της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει τη λεγόμενη απασχόληση με το μπλοκάκι (Δελτία Παροχής Υπηρεσιών), ένα πεδίο ανασφάλιστης εργασίας. Αυτή η νομοθέτηση, σε συνδυασμό με τη νωθρότητα των ελεγκτικών μηχανισμών για το ζήτημα (δηλαδή την αποκάλυψη της μισθωτής σχέσης πίσω από μια μη-μισθωτή επιφάνεια) και τη συνδρομή των διοικητικών δικαστηρίων (η νομολογία των οποίων δείχνει ότι εν πολλοίς έχουν καθηλωθεί σε μια παλιομοδίτικη αντίληψη της μισθωτής εργασίας που έρχεται σε αντίφαση με την πραγματικότητα) οδήγησε στη γιγάντωση του φαινομένου. Αποτέλεσμα υποχρέωσης και επιβολής, ή και σε κάποιες περιπτώσεις επιθυμίας, «όλες» οι σύγχρονες και δυναμικές μορφές εργασίας τείνουν να εμφανίζονται σαν μη μισθωτή άσκηση επιτηδεύματος: από τους εργαζόμενους στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες και τους ντιλιβεράδες, τις επιτροπές ερευνών των πανεπιστημίων, τους αρχιτέκτονες, τους πληροφορικάριους, τους γιατρούς των ιατρικών κέντρων (και αυτός είναι ένας από τους λόγους που καθυστερούμε να πάρουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων των τομογραφιών: συγκεντρώνονται και δίνονται μαζικά στον/στην ακτινολόγο ο/η οποίος/α δεν είναι συνεχώς παρούσα στον χώρο εργασίας και πληρώνεται με το κομμάτι). Στην περίπτωση αυτή όλο το μη-μισθολογικό κόστος επιβαρύνει τους πρώην μισθωτούς και πλέον λογιζόμενους ως ελεύθερους επαγγελματίες, και καθόλου τους ελεύθερους επαγγελματίες-εργοδότες τους. Αλλά επίσης, και αντίστροφα, αν ο πρώην μισθωτός και νυν ελεύθερος επαγγελματίας κάνει επιπλέον και μια παλιάς μορφής, «καθαρή» μισθωτή εργασία για να επιβιώσει ή για να αυξήσει το εισόδημά του, τότε δεν πληρώνει εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας (και ας σημειώσουμε ξανά ότι αν αυτός/ή έβρισκε δυο δουλειές ως μισθωτός – κάτι σύνηθες, θα κατέβαλλε αναλογικά και για τις δύο αποδοχές εισφορές).

Σε αυτό το πλαίσιο δράσης ο Κατρούγκαλος είπε αυτό που δεν μπορούσε να ειπωθεί. Η λογική από άποψη αστικών οικονομικών πρόταση προοδευτικής εισφοροδότησης βάσει εισοδήματος χαρακτηρίστηκε με τα προκαπιταλιστικά ονόματα του κεφαλικού φόρου και του χαρατσίου προκειμένου να δειχθεί πόσο ανάλγητη πρόταση είναι. Ο πρόεδρος του ΤΕΕ ζήτησε από όλα τα κόμματα «να δεσμευτούν ότι δεν θα επιβάλλουν τέτοια είδη και τέτοια ύψη ασφαλιστικών εισφορών στους αυταπασχολούμενους επαγγελματίες» (δηλαδή στους προέδρους των τεχνικών ΑΕ και σε κάθε αρχιτέκτονα/ισσα που τον/την υποχρεώνουν να γίνει μη-μισθωτός/ή, στους φροντιστηριάρχες, τους ιδιοκτήτες των σύγχρονων περιπτέρων και τους ηλεκτρολόγους, -όλοι αυτοί μαζί). Αν είναι να μην πληρώσουν οι αστοί και οι μικροεπαγγελματίες, η μεσαιωνικού χαρακτήρα κατάταξη σε ασφαλιστικές κατηγορίες (με πολύ από το μέλλον μέσω της επιλογής της ελεύθερης κατάταξης) γίνεται το σύγχρονο παρόν∙ και το ποσοστό του 20% επί των ασφαλιστικών εισφορών που ίσχυε ως και το 2019 είναι χαράτσι και δήμευση, κι ας είναι το ποσοστό αυτό λίγο περισσότερο από το 16% που πλήρωνε ο μισθωτός της μερικής απασχόλησης με 580 μικτές αποδοχές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχει καταλάβει τι γίνεται (πέρα από γενικολογίες, δεν έπεσε στην αντίληψή μου καμιά παρέμβαση, κομματική ή συνδικαλιστική που να έπιασε έστω και λίγο το τι γίνεται στη χύτρα της κοινωνικής ασφάλισης) έδιωξε τον Κατρούγκαλο για να δείξει πόσο συναινεί σε αυτό που γίνεται προσδοκώντας κι εγώ δεν ξέρω τι. Το «ΜΕΡΑ 25-Συμμαχία για τη Ρήξη» επέδειξε τον αντιμνημονιακό του ορθολογισμό πετώντας την μπάλα στο γήπεδο της προηγούμενης δεκαετίας, με τον Βαρουφάκη να λέει ότι ο Κατρούγκαλος είπε «αυτό που ξέρουν όλοι οι μνημονιακοί, αλλά που το κρατούν επτασφράγιστο μυστικό προ των εκλογών. Είτε με ΝΔ, είτε με ΣΥΡΙΖΑ είτε με κάποιο συνδυασμό ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, έρχονται μέτρα. […]Κράτος, ασφαλιστικά ταμεία και ιδιωτικός τομέας βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά στη μαύρη τρύπα της πτώχευσης». Όσο για το ΚΚΕ, ως συνήθως, δεν μπόρεσε να βρει διαφορές ανάμεσα στην εισφοροδότηση επί ΣΥΡΙΖΑ (με βάση το εισόδημα) και επί ΝΔ (με βάση και εθελοντική ένταξη σε κατηγορίες), πέταξε την μπάλα σε κάποιο γήπεδο του μέλλοντος και έδειξε ότι εντάσσει τους επαγγελματίες στον εθνικό κομματικό κορμό του.

Η φράση του Κατρούγκαλου είπε αυτό που έχει γίνει πλέον αδιανόητο. Γιατί πώς λες τόσο εύκολα, στα κουτουρού, χωρίς σχέδιο και ξαφνικά, αυτό που δεν πρέπει να ειπωθεί γιατί θα αναταράξει τη διάταξη που έχει στηθεί; Μια διάταξη η οποία είναι το αποτέλεσμα της συναρμογής του μειωμένου ελέγχου των εργοδοτών, των μεταλλαγών στις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας και στη μορφή εμφάνισής τους, και της ταξικά διαφοροποιημένης κρατικής φροντίδας των εργοδοτών μέσω της οποίας έχει κάποια οφέλη και η σύγχρονη μισθωτή εργασία.

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες εργοδότες («εργοδότες-κανίβαλοι» και εργοδότες που αναγνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά καθώς εξίσου και για τους δύο ο προφανής στόχος είναι η μείωση του κόστους, η διαφοροποίησή τους είναι μόνο ηθικής τάξης) οι οποίοι (ένιωσαν ότι) είχαν εγκαταλειφθεί ή και προδοθεί από το κράτος-αγχωμένο χρεώστη της δεκ. 2010, τους οποίους η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποχρέωσε να συνεισφέρουν αναλογικά με το εισόδημά τους (φροντίζοντας τις πιο φτωχές κατηγορίες και επιβάλλοντας να πληρώσουν οι μεσαίες και μεγάλες κατηγορίες) αφήνοντας την ίδια στιγμή τον έλεγχο της αγοράς εργασίας στα μισά, είδαν επιτέλους, μετά από καιρό, μια κυβέρνηση, την κυβέρνηση της ΝΔ να τους φροντίζει (όπως ωραία λέει μια φίλη). Τους φρόντισε σκανδαλωδώς ή δικαιολογημένα στην πανδημία, τους φρόντισε και μετά: μέσω προγραμμάτων της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) εδώ και τρία χρόνια, το κράτος προσφέρει σε κάθε επιχείρηση δώρο έναν εργαζόμενο για ένα εξάμηνο με πληρωμένο το 100% του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους από το κράτος. Επίσης, μέσω άλλου προγράμματος, κυβερνητικό δώρο το 80% του μισθού και των εισφορών.

Και αντίστροφα, η κυβέρνηση άνοιξε με αποφασιστικό τρόπο τους κρατικούς μηχανισμούς στη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου. Χωρίς να κάνει μεγάλες ή σπασμωδικές κινήσεις πλήρους ιδιωτικοποίησης οι οποίες θα προκαλούσαν πιθανά αντιδράσεις, επέλεξε την άρθρωση του δημόσιου και του ιδιωτικού κεφαλαίου στη διαχείριση των κρατικών μηχανισμών. Η ιδιωτικοποίηση των κρατικών μηχανισμών δεν αφορά μόνο τα μέρη του που τεμαχίζονται και αποδίδονται στην κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά και επιπλέον: (α) στην αφομοίωση της λογιστικής και παραγωγικής λογικής του ιδιωτικού τομέα από το κράτος και (β) στην εισαγωγή σε μεγάλο βαθμό των επισφαλών σχέσεων εργασίας σε διάφορους κρατικούς τομείς (απασχόληση με μπλοκάκι, με τίτλο κτήσης, κ.λπ.).

 

      5. Η απόλαυση και το υστερόγραφο

Το κράτος που δημιουργεί η ΝΔ δεν είναι «ο εμψυχωτής, ο προωθών ένα πλήθος ανεξάρτητων δρώντων συντελεστών και δυνάμεων, [δεν είναι το κράτος] που ασκεί μόνον σε περιορισμένο βαθμό τις δυνάμεις του» (Rose 2000: 323-324). Δεν παρεμβαίνει άμεσα στην οικονομία για να οργανώσει την παραγωγή, αλλά δεν είναι και το νεοφιλελεύθερο κράτος που ρυθμίζει απλώς και μόνο το πλαίσιο δράσης των συντελεστών της αγοράς και των υποκειμένων. Η κυβέρνηση της ΝΔ φρόντισε εξατομικευμένα τις επιχειρήσεις και έτσι οικοδόμησε με άμεσο και ευθύ τρόπο μια σχέση εμπιστοσύνης με την επιχειρηματική τάξη κάθε οικοδομικού τετραγώνου. Μια σχέση εξατομικευμένης εμπιστοσύνης η οποία διαχύθηκε στο σύνολο του πληθυσμού, μέσω της ταυτόχρονης άσκησης πολεμικής κατά της δημόσιας διοίκησης (εντός αυτού του πλαισίου μπορεί να κατανοηθεί και η ικανότητα απορρόφησης της κοινωνικής έκρηξης κατά της κυβέρνησης μετά το δυστύχημα στα Τέμπη: μετά τις πρώτες άστοχες δηλώσεις, η μετακύλιση της ευθύνης από την κυβέρνηση στις χρόνιες «παθογένειες» της διοίκησης απορρόφησε τα αντικυβερνητικά συναισθήματα). Αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο του δεσμού της ΝΔ με τη μεγάλη και μικρή αστική τάξη (αν επιλέξουμε να κάνουμε αυτόν διαχωρισμό) και τους επιτηδευματίες μικροαστούς, και όχι απλώς η αναμενόμενη προνομιακή σχέση της με τους μεγάλους καπιταλιστικούς οίκους.[14]

Η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε πολιτική εργασιακών και ασφαλιστικών σχέσεων έχοντας ορατότητα του πεδίου. Κατάφερε να καθορίσει το στρατηγικό έδαφος και τα επίδικα αντικείμενα της δράσης των συντελεστών της αγοράς, κατά τέτοιο τρόπο που, ενώ την ίδια στιγμή ασκούσε άγρια ταξική πολιτική, πρόσφερε τη δυνατότητα πρόσδεσης των εργαζομένων και των ανέργων σε αυτή τη στρατηγική. Εντέλει κατάφερε να ορίσει τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι, τι είναι αλήθεια και τι δεν είναι. Για να είμαι ακριβής, δεν είναι η κυβέρνηση της ΝΔ που όρισε τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι. Η κυβέρνηση της ΝΔ ήταν ένας σχηματισμός ο οποίος συντονίστηκε με άλλους σχηματισμούς (καθεστώς κεφαλαιακής συσσώρευσης, ταξικά συμφέροντα και συγκρούσεις, φιγούρες υποκειμενικοτήτων, συναισθηματικές διαθετικότητες). Μέσα από αυτόν τον συντονισμό παράγεται ο καιρός μας: Το τι μπορεί να είναι ορατό και το τι και πως μπορεί να ειπωθεί. Προφανώς, όλο αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προθετικής συνείδησης της κυβέρνησης, αλλά η αποστράγγιση, η ιζηματοποίηση του αποτελέσματος των συγκρούσεων της προηγούμενης δεκαετίας. Μέσα σε αυτό τον καιρό ο Μητσοτάκης μπορεί και κολυμπά εύκολα, μαζί με το ρεύμα, να παγιώνει και να επεκτείνει δυναμικές, να αλλάζει ρυθμούς. Αυτό το ζήτημα είναι μεγάλο, και δεν είναι το κύριο αντικείμενο του άρθρου. Στόχος αυτού του άρθρου, μέσα από τη διερεύνηση της ειδικής σχέσης που έχει εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση της ΝΔ με τον πληθυσμό και τους συντελεστές της οικονομίας, και απ’ ό,τι φαίνεται σκοπεύει να εμπεδώσει και να προεκτείνει, είναι να δείξει ότι δεν θα έπρεπε να είχαμε πέσει από τα σύννεφα με τη μεγάλη νίκη της ΝΔ και ότι δεν είναι η χειραγώγηση των ΜΜΕ η αιτία γι’ αυτήν.

Όλα τα παραπάνω ίσως να μοιάζουν ότι αφορούν μια διοικητική ιστορία του παρόντος, μακριά από το γενικό πλάνο των ιδεολογικών διαφορών και των πολιτικών συγκρούσεων. Όμως, αυτή η διοικητική ιστορία αργού ρυθμού, οι μετατοπίσεις της λογικής των κρατικών μηχανισμών που επιβάλει ανά καιρούς η πολιτική εξουσία (ως μέρος δυνάμεων εξωτερικών προς αυτή), και οι συνακόλουθες μετατοπίσεις στις εκφράσεις των δεσμών του πληθυσμού/ατόμου με το κράτος παράγουν μετατοπίσεις στις πρακτικές των υποκειμένων οι οποίες με τη σειρά τους σχετίζονται με αναπαραστάσεις για τη σχέση των υποκειμένων με την «πόλη», τον δήμο, την πολιτική. Είναι αυτές οι πρακτικές που καθορίζουν τον διαρκή τρόπο με τον οποίο προσέρχονται τα υποκείμενα στη σχέση τους με την πολιτική της κεντρικής σκηνής, που τα προετοιμάζουν για τις πολιτικές αναπαραστάσεις, που δηλητηριάζουν τους ιδεολογικούς μανδύες.

Με βάση αυτή την οπτική, η επίκληση γενικευτικών ιδεολογικών αναπαραστάσεων και διαφορών δείχνει την αδυναμία κατανόησης των πεδίων δράσεων εντός των οποίων προετοιμάστηκε η πιθανότητα κατίσχυσης της ΝΔ.

Η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε πολιτική κρατικού αυταρχισμού και επιδόθηκε σε κατάφωρες αδικίες και προνομιακές μεταχειρίσεις. Τέτοιες πολιτικές επιτείνουν τον φόβο του κράτους και την απόσταση ανάμεσα στο κράτος και τον πληθυσμό. Όμως, παράλληλα, η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε μια τέτοια κρατική πολιτική η οποία, σε αντίθεση με τη συνήθη εικόνα του νεοφιλελευθερισμού, ήταν προσανατολισμένη στο να μικρύνει την απόσταση ανάμεσα στη διοίκηση και τον πληθυσμό, να μικρύνει την απόσταση ανάμεσα στη διοίκηση και σε κάθε μικρή επιχείρηση, ασκώντας ταυτόχρονα πολεμική έναντι της δημόσιας διοίκησης. Άσκησε, συνεπώς, μια κρατική πολιτική η οποία δημιουργούσε σχέσεις εγγύτητας με τον πληθυσμό, ενώ την ίδια στιγμή ήταν μακριά, αραιοποιώντας τους κρατικούς μηχανισμούς και παρέχοντας ταξικά διαφοροποιημένη μέριμνα και υποβαθμισμένες παροχές στον πληθυσμό.

Πολλές φορές πριν τις εκλογές μιλούσαμε για τη βουβή αντίδραση της κοινωνίας σε ό,τι συνέβαινε. Σκεφτήκαμε ότι ίσως να ήταν η έκφραση μιας κουρασμένης απόστασης από τις αναίσχυντες πράξεις και τα λόγια της κυβέρνησης. Αλλά προέκυψε ότι μάλλον ήταν μια ένθερμη συμφωνία. Ίσως αυτή η ένθερμη συμφωνία με το αναίσχυντο να ήταν σιωπηλή γιατί, μετά από δέκα χρόνια κριτικών φωνών, αλλά και φωνασκιών, τώρα ο κυβερνήτης μπορεί να μιλά και του επιτρέπεται να μιλά και να λέει την αλήθεια για οτιδήποτε λέει, καθώς είναι αυτός που προσφέρει «Δουλειές ξανά»∙ κι εμείς μπορούμε να κοιτάμε αλλού και να κάνουμε «Δουλειές ξανά».

Φαίνεται ότι τα τελευταία αυτά χρόνια ήταν το υστερόγραφο μιας περιόδου που ξεκίνησε το 2008. Εξάλλου οι μακροχρόνιες περίοδοι κοινωνικής εξέγερσης, πολιτικών επινοήσεων και μεγάλης εκλογικής δύναμης των αριστερών κομμάτων αποτελούν εξαιρέσεις, και εμείς είχαμε το προνόμιο να ζήσουμε σε μια τέτοια περίοδο και να ζήσουμε τον φόβο της αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, τον φόβο των ήσυχων πνευματικών ανθρώπων που γινόταν «μίσος για τη δημοκρατία», τον φόβο του ιερατείου, φόβοι δικαιολογημένοι ή όχι δεν έχει σημασία, γιατί ήταν πραγματικοί φόβοι. Και είχαμε το προνόμιο γιατί εντέλει το κύριο ερώτημα δεν είναι «αν έχουμε δίκιο να επαναστατούμε», ούτε «αν είναι ανώφελο να εξεγείρεσαι;» (Φουκώ), αλλά το σπινοζικό ερώτημα γιατί οι άνθρωποι «να μάχονται για τη δουλεία τους σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους».

Βιβλιογραφία

Γαβριηλίδης, Α. (2023), «Νίκη Γκάτσου», Nomadic Universality, 27.5.2023.

Eμμανουηλίδης, Μ. (2013), «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος», σε Εμμανουηλίδης, Μ. και Α. Κουκουτσάκη, Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: Futura, 15-100.

Emmanouilidis, M. (2015), «The Temporal Modality of Financialization and the Indebted Subjectivity. Searching for Ruptures», Phàsis, 3: 129-143.

Εμμανουηλίδης, Μ. (2017), «Χρέος, χρόνος της χρηματιστικοποίησης και διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Κριτική του homo debitor», αλήthεια, τ. 9: 187-204.

Εμμανουηλίδης, M. (2022), «Ποιος ασχολείται με την κοινωνική ασφάλιση;», alterthess, 17.2.2022.

Εμμανουηλίδης, Μ. (2022), «Μεταπειθαρχική φυλακή, κυβερνολογική και κρατική επισφάλεια. Σχόλια με αφορμή το βιβλίο: Η πειθαρχία και τα όριά της στην ελληνική φυλακή», Θέσεις, τ. 159: 85-108.

Ewald, F. (2000), Ιστορία του κράτους πρόνοιας, Αθήνα: Gutenberg.

Κοσμάς, Π. (2023), «Το μπλοκ των «ικανοποιημένων» και η… απιστία της μεσαίας τάξης», Εφημερίδα των Συντακτών, 23.5.2023.

Λιάκος, Α. (2016) [1993], Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου: Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Rose, Ν. (2000), «Government and control», British Journal of Criminology, 40: 321-339.

Σωτηρόπουλος, Δ.Π., Γ. Μηλιός και Σ. Λαπατσιώρας (2019), Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: angelus novus.

Φουκώ, Μ. (2008), «Ένα πεπερασμένο σύστημα αντιμέτωπο με ένα αίτημα που δεν γνωρίζει όρια» [συζήτηση για την κοινωνική ασφάλιση], σε Μάτι της εξουσίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας/Περάσματα, 321-350.

Veyne, P. (2005), «When the individual is fundamentally affected by the power of the State», Economy and Society, 34.2: 345-355.

Ψαρράς, Δ. (2023), «Η ‘ασύμμετρη απειλή’ της δεξιάς κυριαρχίας», Εφημερίδα των Συντακτών, 24.5.2023.

[1] Άρχισα να γράφω το κείμενο αυτό μετά από συζητήσεις με τον Άκη Γαβριηλίδη, την Χριστίνα Γιαννούλη και την Μήττα Κατερίνα∙ στο τέλος του, ο διάλογος συνεχίστηκε. Οφείλω να τους ευχαριστήσω.

[2] Ο Π. Κοσμάς (2023) σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών έδειξε τον θετικό ρόλο της σχέσης κράτους και οικονομίας στη νίκη της ΝΔ. Όμως, εξετάζει αυτή τη σχέση εξωτερικά, κυρίως με οικονομικούς όρους. Σε αυτό το άρθρο προσπαθούμε να δούμε μια άλλη διάσταση της σχέσης κράτους και πληθυσμού/ατόμου, πιο κρυφή, πιο σιωπηλή και αργή η οποία ενσωματώνει και την εξωτερική διάσταση.

[3] Το χωρίο από το Ά. Γαβριηλίδης (2023) με αφορμή την καλή επίδοση του κόμματος «Νίκη» έχει μεθοδολογικό χαρακτήρα: «Πολλά από τα θέματα που συνδυάζονται τώρα σε αυτό το νέο αμάλγαμα που φιλοδοξεί να διαδραματίσει πολιτικό ρόλο υπήρχαν διάχυτα και κυκλοφορούσαν […]. Χωρίς πάντοτε να αυτοπαρουσιάζονται, ή να γίνονται αντιληπτά από τους άλλους, ως ‘ακροδεξιά’.

Τα θέματα αυτά δεν εμφανίστηκαν τώρα. Ίσως τώρα επιχειρείται να αρθρωθούν σε μία νέα, σχετικά (αλλά όχι απόλυτα) ευσταθή ισορροπία με βάση ένα νέο κυρίαρχο σημαίνον.

Δεν εννοώ ότι αυτό είναι κάτι αδιάφορο, ή ότι αποτελεί μια επιφανειακή απλώς αλλαγή. Είναι όμως μία ενδεχομενική εξέλιξη. Ό,τι συναρμολογείται, μπορεί να αποδομηθεί, να αποσταθεροποιηθεί. Ή ίσως αποδομείται ήδη τη στιγμή που συγκροτείται».

[4] Για παράδειγμα, το ερώτημα που κυκλοφορούσε το 2019 μετά τη νίκη της ΝΔ, «μα πώς μπορεί ο κόσμος να ξέχασε τι έκανε η ΝΔ στην πρώτη εποχή των μνημονίων;», θα μπορούσε να απαντηθεί μέσω αυτής της μεθόδου αναδρομικής επανεκκίνησης η οποία θα οδηγούσε πιθανά σε μια επανανάγνωση της περιόδου 2010-2015. Αυτή η αναδρομική ανάγνωση είναι παραγωγική καθώς επιτρέπει αφενός να αναδειχθούν στρώματα της εμπειρίας τα οποία δεν ήταν ορατά, αλλά και να δούμε τις επανανοηματοδοτήσεις των πολιτικών πρακτικών μιας περιόδου σε διαφορετικές πολιτικές συγκυρίες.

Αυτός ο τρόπος ανάγνωσης θεωρεί ως δεδομένη τη ρευστότητα των πολιτικών ταυτοτήτων (προκείμενη θέση η οποία δεν είναι θέμα επιλογής ή αρεσκείας, αλλά προϋποθέτει την απαραίτητη αναγνώριση του ειδικού καθεστώτος ιστορικότητας του καιρού μας).

[5] Σε αντιδιαστολή με την σημερινή κυβερνητική λογική, αξίζει ίσως να σημειωθούν τα παρακάτω: Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε δείγματα καλού αστικού τεχνοκρατισμού εγκαταλείποντας ήδη από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του τη διερεύνηση μιας άλλης, εναλλακτικής κυβερνο-λογικής (δεν αναφέρομαι στις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις σε σχέση με το μνημόνιο, αλλά στη λογική της διακυβέρνησής του).

Η αναζήτηση μιας διαφορετικής πολιτικής εμπειρικότητας θα μπορούσε να οδηγήσει πιθανά στη συγκρότηση μιας θερμής συμμαχίας κυβέρνησης και πληθυσμού. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ορθή εισαγωγή και η άμεση απόσυρση της κριτικής της αριστείας από τον Α. Μπαλτά. Δεν είναι τυχαίο ότι η αριστεία αποτέλεσε τη λέξη γύρω από την οποία δέθηκε η πολιτική της ΝΔ. Απ’ την άλλη, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα ειδικά επίδικα του καιρού εκείνου. Ο τεχνοκρατισμός του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν αναμενόμενο δεν ‘αναγνωρίστηκε’, ενώ αναγνωρίζεται η μερικότητα της ΝΔ (η ταξική μονομέρειά της για παράδειγμα) καθώς μπορεί να την εντάσσει στο μη-μερικό. Η αριστερά όμως, συνεχίζει να επιμένει ορθολογικά, όπως δείχνει το σύνθημα του ΜΕΡΑ 25-Συμμαχία για τη Ρήξη περί οικονομικού ορθολογισμού.

[6] Προκειμένου να τονιστεί η διαφορά της σχέσης κράτους-πληθυσμού την εποχή της κρίσης, με τη σχέση που εγκαθιδρύει η κυβέρνηση της ΝΔ, παραθέτω: «Με την κρίση, η διαδικασία συρρίκνωσης του προνοιακού ρόλου του κράτους επιταχύνθηκε. […]Η χρηματοπιστωτική κρίση μετατράπηκε γρήγορα σε δημοσιονομική και το κράτος μετέφερε το κόστος της κρίσης στον πληθυσμό, ιδιαίτερα στον πληθυσμό της εργασίας. […]Ο πληθυσμός ανέλαβε το βάρος της κρίσης, και σε πρώτο χρόνο αυτό το βάρος ήταν ηθικό. Η δημοσιονομική κρίση έγινε ηθική κρίση της κοινωνίας: ενοχή της κατανάλωσης, ενοχή του πλεονασματικού εαυτού των τελευταίων δέκα ετών, ενοχή για την «παρασιτική οικονομία», για τον «εθισμό» στην πρόνοια και την πελατειακή εξυπηρέτηση. [Η επιβαλλόμενη στρατηγική ανασυγκρότησης των όρων ζωής και εργασίας του πληθυσμού γινόταν με την παράδοξη τακτική] της βίαιης και σπασμωδικής κίνησης αποκρατικοποίησης της κοινωνίας με την άσκηση [κυριαρχικών] τεχνικών και μεθόδων που παραπέμπουν στην κρατικοποίηση της κοινωνίας.

[…]Αλλά ο συνδυασμός της παρατεταμένης παρουσίας της κρίσης και της απόσπασης του πλούτου της κοινωνίας ως βασική πολιτική διαχείρισης της κρίσης, αντέστρεψε το βέλος του παρασιτισμού. Πλέον, ήταν το «ανίκανο και διεφθαρμένο» κράτος που παρασιτούσε σε βάρος της κοινωνίας. Η ηθική κρίση του πληθυσμού μετατράπηκε σε ηθική κριτική του κράτους και του πολιτικού προσωπικού. Κάνοντας μια μερική και σχηματική ανάγνωση των λόγων που αναπτύχθηκαν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στη βάση της, η ηθική κριτική του κράτους από τον πληθυσμό σχετιζόταν με την άρση εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα της Διοίκησης: Την άρση εμπιστοσύνης στην ικανότητα του κράτους να θέτει τους σωστούς κανόνες λειτουργίας τού πληθυσμού και των οικονομικών πραγμάτων της χώρας και να προνοεί για τον πληθυσμό και το μέλλον του.

[…]Η ηθική κριτική αναμείχθηκε με τις δράσεις αντίστασης στη μεταφορά του βάρους της κρίσης στην κοινωνία που είχαν ήδη αναπτυχθεί, έγινε λόγος ανυπακοής και συνολικής απόρριψης της πολιτικής τάξης των τελευταίων τριάντα ετών και του πολιτικού προσωπικού. Διαχύθηκε σε όλη την κοινωνία και εκφράστηκε κυρίως στο συμβάν της Πλατείας το καλοκαίρι του 2011» (Εμμανουηλίδης 2013: 51-58).

[7] Η σύγχρονη διακυβέρνηση του χρέους δεν έχει να κάνει με μια κυριαρχική σχέση πιστωτή-οφειλέτη. Σε αντίθεση με την δημοφιλή τότε θέση του M. Lazzarato η σχέση πιστωτή-οφειλέτη είναι δυναμική: «Ο οφειλέτης μετακινείται, αλλά και η διαρκής απειλή του πιστωτή μετακινείται εξίσου. Δημιουργείται ένας μετακινούμενος χώρος όπου οι δυνάμεις βρίσκονται σε διαρκή σχέση συνύπαρξης, έντασης-αντιπαλότητας. Ο ένας προσπαθεί να εγκλωβίσει και να αποφύγει τον άλλον. Και μαζί μετακινούνται, και έτσι ορίζονται συνεχώς μετακινούμενες συνοριακές γραμμές. Ένα μετακινούμενο πεδίο μεταβαλλόμενων δυνάμεων χωρίς προδιαγεγραμμένους κανόνες» (Εμμανουηλίδης 2017: 197).

«Στον καιρό μας, η εξουσία του χρέους δεν βρίσκεται στη λογιστική του. Αυτό που συνεχώς εγγράφεται και επανεγγράφεται είναι η εισπραξιμότητα του χρέους δια της διαρκούς αξιολόγησης της παραγωγικής ικανότητας του οφειλέτη. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η αποπληρωμή του χρέους, αλλά η εισπραξιμότητά του, η δυνατότητα πληρωμής, δηλαδή διαρκούς παραγωγής» (Emmanouilidis 2015: 138-139).

[8] Ακόμη, η παρέκκλιση της εξουσίας μπορεί να προεκταθεί ακόμα περισσότερο προς μια ενδιαφέρουσα κατεύθυνση: «Αυτό που ‘ξέρουμε από παλιά’ είναι η εξουσία ως ικανή να κηρύσσει την κατάσταση εξαίρεσης (Σμιττ/ Αγκάμπεν). Αυτή η εξαίρεση παγίως γινόταν αντιληπτή ως επιβλαβής, αν όχι θανατηφόρα για τους εξουσιαζομένους (έτσι την διάβασαν όσοι επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν πρακτικά τη θεωρία του Αγκάμπεν, περιλαμβανομένου και του εαυτού του). Η παρέκκλιση [στην οποία αναφέρεται το κείμενο] είναι παραγωγική (με την ευρεία αλλά και με τη στενή, οικονομική έννοια του όρου) και ευνοϊκή για (κάποιους από) τους εξουσιαζομένους» (Ά. Γαβριηλίδης, «mail στον γράφοντα, 15.6.2023).

[9] Ο στερεότυπος λόγος κατά των δημοσίων υπαλλήλων και της Δημόσιας Διοίκησης είναι οριζόντιος. Εξίσου αριστεροί/ές και δεξιοί/ές, πνευματικοί και μη-πνευματικοί άνθρωποι (sic), δικαίως ή αδίκως, εκτοξεύουν τις πιο φθηνές κοινοτυπίες ή, στο πιο πνευματικό στυλ επικαλούνται το όνομα του Κάφκα με το παραμικρό αν δεν γίνει η δουλειά τους. Βέβαια, σε αντιδιαστολή, η επίδειξη καθυπόταξης στα πρόσωπα και τις διαδικασίες των θεσμών του χρήματος είναι αξιοπρόσεκτη.

[10] Για το παράδειγμα του κράτους-πρόνοιας του 20ού αιώνα: «Η λογική της ασφάλισης, που είναι μια λογική αμοιβαιότητας, της σύμβασης, στην οποία κανένας δεν είναι τρίτος για τον άλλο, επιτρέπει να εγκαθιδρυθούν σχέσεις, ανταλλαγές, ισοδυναμίες εκεί όπου, αντίθετα, η προβληματική της ευθύνης διαιρεί, φέρνει σε αντίθεση, περιχαρακώνει» (Ewald 2000: 363).

[11] Στο άρθρο «Ποιος ασχολείται με την κοινωνική ασφάλιση;» (2022) καταγράφεται συνοπτικά η σημερινή κρατική λογική των κοινωνικών ασφαλίσεων ως τόπος ορατότητας των εργασιακών σχέσεων∙ ο σημαντικός ρόλος του τρόπου ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων (ίδρυση ΕΦΚΑ) στη διάχυση της μορφής εμφάνισης της σχέσης μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου στα ονόματα του εργαζόμενου-εργοδότη, του εργοδότη μισθωτού εργαζόμενου, του οιονεί μισθωτού (νομική μορφή ΙΚΕ όπου οι εργαζόμενοι γίνονται εταίροι, τίτλος κτήσης, ασφάλιση με δελτίο παροχής υπηρεσιών όπου οι μισθωτοί μετατρέπονται σε αυτοαπασχολούμενους-οιονεί μισθωτούς, εργόσημο, μισθωτοί μέλη ΑΕ).

Αυτή η διάχυση αποτελεί το συνδυασμένο αποτέλεσμα νομικών ρυθμίσεων που ανοίγουν πεδία, αλλά και του άγχους του κράτους να ενσωματώσει το παιχνίδι δράσεων κεφαλαίου και εργασίας που ξεφεύγει συνεχώς των ρυθμίσεων. Επιπλέον, αυτή η διάχυση υποβάλλει στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών τη μετατροπή της μισθωτής σχέσης σε ροή χρήματος. Είναι ενδεικτικό από την άποψη της γλώσσας των κρατικών μηχανισμών ότι ενώ το τέως ΙΚΑ παρέμβαινε στη σχέση εργοδότη/εργαζόμενου, στον e-ΕΦΚΑ τόσο ο εργοδότης όσο και εργαζόμενος έγιναν ο/η ασφαλισμένος/η, και σιγά σιγά ο/η συναλλασσόμενος/η, ο πελάτης.

[12] Κάποια στοιχεία και για το χάος που επικρατεί εντός των διοικητικών δομών των κοινωνικών ασφαλίσεων: διάλυση διαδικασιών, αύξηση του αριθμού έκδοσης λανθασμένων διοικητικών πράξεων, αναταραχή οργανογραμμάτων, μη τήρηση αρμοδιοτήτων, άμεση εμπλοκή της διοίκησης και του υπουργείου στη διεκπεραίωση συγκεκριμένων αιτημάτων, άσκηση διοίκησης και οδηγίες για έκδοση αποφάσεων μέσω e-mail τα οποία κυκλοφορούν επισφαλώς από γραφείο σε γραφείο κατά παράκαμψη της ορθής διαδικασίας έκδοσης οδηγιών.

[13] Ο Φουκώ είχε ασκήσει κριτική, με παρεξηγήσιμο τρόπο για κάποιους/ες, στο ζήτημα της πειθαρχικής μορφής της κοινωνικής ασφάλισης (2008: 321-350).

[14] Ο Πάνος Κοσμάς (2023) ορθά σημειώνει: «Η μεγάλη αστική τάξη […] που δεν είναι απλώς κάποιοι ‘φίλοι’ ούτε ‘10 οικογένειες’ (όπως θέλει κι ένας αριστερός μύθος), αλλά πάνω από 100 μεγάλες επιχειρήσεις, που θα γίνουν πολύ περισσότερες στα επόμενα χρόνια. Από αυτή την κορυφή οργανώνεται ένα ευρύ δίκτυο υπεργολαβιών προς χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες μεσαίους και μικρομεσαίους (επιχειρήσεις και επαγγελματίες)».

Filippos Theos, Burj (2021)

Κλασσικό
Εγκλεισμός,κράτος

Μεταπειθαρχική φυλακή, κυβερνολογική και κρατική επισφάλεια

Σχόλια με αφορμή το βιβλίο Η πειθαρχία και τα όριά της στην ελληνική φυλακή

του Μάριου Εμμανουηλίδη

1. Η φυλακή και η πειθαρχία[1]

Με μια πρώτη ματιά το βιβλίο του Δημήτρη Κόρου Η πειθαρχία και τα όριά της στην ελληνική φυλακή (νήσος, Αθήνα 2020) φαίνεται να είναι ένα ειδικό βιβλίο για τη σωφρονιστική πολιτική, ένα βιβλίο για τον τρόπο που ασκείται η πειθαρχική εξουσία στην ελληνική φυλακή.

Ο Φουκώ τη δεκαετία του ’70 ξεκίνησε τη μακρά έρευνα για τις εξουσίες από την πειθαρχική μορφή. Στο Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής (1975), ερεύνησε αυτή τη μορφή ως έναν οριακό θεσμό, για να δει πώς ασκείται μια εξουσία που επιχειρεί να αναμορφώσει ένα άτομο το οποίο σύμφωνα με τον νόμο πρέπει να του στερηθεί η ελευθερία προκειμένου να συμμορφωθεί.

Έτσι, αν κάποιος διαβάσει βιαστικά τον τίτλο, θα έλεγε ότι το βιβλίο του Κόρου αφορά το ειδικό αντικείμενο της σωφρονιστικής και ειδικότερα ερευνά τη συγκεκριμένη μορφή που παίρνει η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας στην ελληνική φυλακή. Και αν ήταν και γνώστης της βιβλιογραφίας, θα έλεγε ότι είναι ένα βιβλίο εφαρμογής της φουκιανής μεθόδου στην ελληνική περίπτωση. Και έτσι μόνο να ήταν, αυτό θα αρκούσε: Με την καλή γνώση και χρήση του θεωρητικού corpus της σωφρονιστικής θεωρίας και τη λεπτομερή μελέτη του πρωτογενούς υλικού για τη διερεύνηση της εφαρμογής των θεσμών του πειθαρχικού δικαίου, της εργασίας με πλασματικό υπολογισμό ημερών, της σωφρονιστικής εργασίας και της απόλυσης υπό όρο (έρευνα αρχείου – φάκελοι κρατουμένων που περιέχουν όλη τη σωφρονιστική τους ιστορία – και συνεντεύξεις εργαζόμενων στα καταστήματα κράτησης και δικαστών), το βιβλίο είναι χρήσιμο για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί η σύγχρονη φυλακή. 

Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε στα χέρια μας ένα χρήσιμο, αλλά ίσως, εξειδικευμένο βιβλίο. Αλλά αν ήταν μόνο ένα τέτοιο βιβλίο, δεν θα μπορούσα να πω και πολλά, καθώς δεν είμαι ούτε νομικός, ούτε ειδικός στη σωφρονιστική πολιτική. Θα μπορούσα να πω μόνο ότι αυτό το βιβλίο είναι εργαλείο για μια κριτική της σωφρονιστικής πειθαρχικής εξουσίας, ζήτημα με ευρύτερο ενδιαφέρον, καθότι η φυλακή αποτελεί έναν συνήθη τόπο κριτικής, με τρόπο και ένταση που δεν είναι το νοσοκομείο (καθώς όταν σκεφτόμαστε το νοσοκομείο η διάζευξη θάνατος-ζωή, συνήθως, απορροφά την άσκηση της ιατρικής εξουσίας), ή δεν είναι το εργοστάσιο (καθώς όταν λέμε εργοστάσιο σκεφτόμαστε κυρίως τη λέξη εκμετάλλευση). Η φυλακή ήταν και παραμένει ένας προνομιακός τόπος κριτικής για όλο το θεωρητικό ή πολιτικό φάσμα, εξίσου για τους φιλελεύθερους, τους «δικαιωματικούς» και τον αναρχικό χώρο. Ίσως γιατί η φυλακή αποτελεί κρίσιμο τομέα του κράτους, αλλά επίσης, γιατί, ενώ συνδέεται με τη συγκρότηση του νεωτερικού κράτους, την ίδια στιγμή αποτελεί μια προσβολή της ιδέας του αυτοκαθοριζόμενου νεωτερικού υποκειμένου από την αρχή της κυριαρχικότητας του κράτους. Αλλά θα δούμε παρακάτω, κατά πόσο η φυλακή αποτελεί ακόμη κρίσιμο τομέα του κράτους, και συνεπώς, κατά πόσο η κριτική της και οι αγώνες γύρω από αυτήν, μπορούν να έχουν ακόμη παραδειγματικό χαρακτήρα.

2. Η φυλακή πέρα από την πειθαρχία

Αλλά στον τίτλο υπάρχει ένα και. Σε αυτό το προσθετικό και συνδετικό και κρύβεται η σημαντική συνεισφορά του βιβλίου, όχι μόνο στο πεδίο της σωφρονιστικής, αλλά και πέρα από αυτήν. Μιλώντας για το βιβλίο θα ασχοληθώ με αυτό το και, και έτσι θα μιλήσω με μερικό τρόπο, αδικώντας το ίσως, καθώς είναι περισσότερα από αυτό το και. Όμως, η μεθοδολογική οπτική που κρύβεται σε αυτό το και δίνει τη δυνατότητα να τεθούν κάποια ζητήματα στο περιθώριο της θεματικής του βιβλίου.

Αυτό το και αναφέρεται στα όρια της πειθαρχίας. Ο συγγραφέας δεν σκέφτεται τη φυλακή ως τον χώρο άσκησης μιας απεριόριστης εξουσίας, δεν σκέφτεται τον υπό έρευνα ασκούμενο ποινικό εγκλεισμό ως το πεδίο άσκησης μιας απεριόριστης πειθαρχίας. Όπως γράφει, αν «η πειθαρχία δεν αφήνει τίποτα εκτός του πεδίου παρέμβασής της, δηλαδή ελέγχει τα πάντα, […] δεν επιβεβαιώθηκαν σχήματα σκέψης και ανάλυσης που υποστηρίζουν ότι ο κρατούμενος ελέγχεται σε κάθε του βήμα, και πως η φυλακή παρεμβαίνει σε κάθε δυνατή δράση του κρατουμένου προκειμένου να τον αξιολογήσει πειθαρχικά και να τον ελέγξει» (Κόρος 2020: 360).

Η έρευνα του Κόρου δείχνει ότι απαιτείται ένα προσθετικό και, το οποίο δείχνει τα όρια της ευρετικής ισχύος της πειθαρχίας, με την οποία μάθαμε να βλέπουμε τη φυλακή – κυρίως μετά τον Φουκώ. Αυτό είναι το σημαντικό αποτέλεσμα της έρευνάς του.

Εφόσον μιλά για τα όρια της πειθαρχίας και συρρικνώνει την ευρετική ισχύ της, σημαίνει ότι κάπου τελειώνει η πειθαρχία και αρχίζει κάτι άλλο. Ο συγγραφέας βρίσκει ότι ασκείται στη φυλακή και ένας άλλος τρόπος εξουσίας, πέραν της πειθαρχίας. Αν ο Φουκώ χρησιμοποίησε τη φυλακή για να μιλήσει για τον πειθαρχικό τρόπο, ο Κόρος βλέπει στη σύγχρονη φυλακή το πεδίο άσκησης και ενός άλλου τρόπου εξουσίας∙ ενός τρόπου που δεν διαδέχεται ιστορικά την πειθαρχία, αλλά που υπάρχει μαζί με αυτήν, και ενεργεί ταυτόχρονα, συν-τροπικά, όπως γράφει, με αυτήν. Το επαναλαμβάνει πολλές φορές στο βιβλίο, και καλά κάνει. Ο Κόρος δεν μιλά για μια διαδοχή τρόπων εξουσίας∙ η μέθοδός του δεν είναι ιστορικιστική.

Αυτό που υπάρχει πέρα, αλλά και μαζί με την πειθαρχία(καθώς, σημειώθηκε ήδη, το και είναι προσθετικό και συνδετικό) είναι κάτι που αναφέρεται σε μια στρατηγική συνεργασία δύο διαφορετικών μορφών εξουσίας, της πειθαρχικής και της κυβερνολογικής. Αυτή είναι η λέξη τού πέραν των ορίων της πειθαρχίας.

 Στην επόμενη ενότητα θα σπάσω τη ροή του κειμένου για να συνδέσω τη μεθοδολογική πρωτοτυπία που εισάγει το βιβλίο στη μελέτη της φυλακής με τα θεωρητικά διακυβεύματα της μετατόπισης από την πειθαρχία στην κυβερνολογική εντός του ερευνητικού σχεδίου του Φουκώ. Κι ακόμη, για να τοποθετηθεί το βιβλίο με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστεί δυνατή η διευθέτησή του εκτός της θεματικής του.

Filippos Theos, Emilie, 2022 (Daniel de Roulet, Dix petites anarchists, 2018) μαρκαδόροι σε χαρτί 21×29,7

3. Παρέκβαση για την κυβερνολογική εξουσία

Ο Φουκώ εισάγει την έννοια της κυβερνολογικής (gouvernementalité, governmentality) στη διάλεξη της 1.2.1978 της σειράς «Ασφάλεια, επικράτεια, πληθυσμός».[2] Με την εισαγωγή της αναδιατάσσεται η έρευνα για την εξουσία μετά την Ιστορία της σεξουαλικότητας-1 καθώς προκαλεί μετατόπιση από τη θέση της εξουσίας ως ενοποιητικού διαγράμματος των πολλαπλών, διάσπαρτων σχέσεων δύναμης, μη αναγώγιμου στο κράτος. Η μετατόπιση δεν συνιστά απομάκρυνση, αλλά μερικοποίηση: η θέση του ενοποιητικού διαγράμματος κατακρατείται αναφερόμενη σε ορισμένους τρόπους, τόπους και στιγμές των εξουσιών. Από το διάγραμμα δυνάμεων (μια αφηρημένη μηχανή για την ντελεζιανή σκέψη) με την ενυπάρχουσα δυνατότητα της πολεμικής (ή πολιτικής) κωδίκωσης των σχέσεων δύναμης,[3] το ερευνητικό σχέδιο για την εξουσία προχωρά στη διερεύνηση μιας άλλης οικονομίας της, ώστε να φωτίσει περισσότερο την άσκησή της και να πολλαπλασιάσει τους τρόπους της. Η κυβερνολογική γίνεται, πλέον, το πλέγμα κατανοητότητας (grille d’ intelligibilité) της εξουσίας και της συγκρότησης του υποκειμένου. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο κατανόησης, να κυβερνάς σημαίνει «να δομείς το δυνατό πεδίο δράσης» του άλλου (Φουκώ 1991: 95), να διευθετείς εκ των προτέρων, άρα από μακριά, τις δυνατότητες δράσης των υποκειμένων. Η εξουσιαστική σχέση ως διακυβέρνηση συνίσταται σε ένα «παιχνίδι δράσεων» πάνω στη δράση των άλλων, και υλοποιείται-ολοποιείται (τοπικά) ως το κινητό αποτέλεσμα συνόλων δράσεων που δρουν η μια πάνω-μετά την άλλη.

Σημειώνουμε τρία σημεία τα οποία είναι απαραίτητα για μια κατανόηση της στρατηγικής της λειτουργίας της έννοιας στο ερευνητικό σχέδιο του Φουκώ.

(α) Η κυβερνολογική δύναται να γεφυρώσει το ρήγμα που άνοιξε με την Επιτήρηση και τιμωρία και την Ιστορία της σεξουαλικότητας-1 ανάμεσα στη μικροφυσική της εξουσίας, την άσκηση των εξουσιών στο μικροεπίπεδο, και στο επίπεδο της μακροεξουσίας (είτε αυτή αναφέρεται στις κρατικές μορφές είτε όχι). Το ρήγμα ανάμεσα στα δύο επίπεδα δεν μπορεί να κλείσει (αν θέλουμε βέβαια να κλείσει) με τη σκέψη ότι η βιοπολιτική του είδους και η ανατομοπολιτική πειθαρχία του σώματος αποτελούν δύο λειτουργίες του ίδιου, πειθαρχικού, τρόπου εξουσίας καθώς, όπως έχουν επισημάνει ο Ντελέζ και ο Μπαλιμπάρ, οι μακρο- και μικρο- βαθμίδες ανάλυσης δεν παραπέμπουν σε μια διαφορά μεγέθους, και συνεπώς, για την ενοποίηση δεν αρκεί μια επιμερισμένη και αθροιστική μελέτη των δύο λειτουργιών. Το κρίσιμο, εκκρεμές στον πρώιμο ύστερο Φουκώ της δεκαετίας του ’70 ζήτημα, είναι κατά πόσο οι δύο βαθμίδες ανάλυσης αφορούν τακτικές ή στρατηγικές στιγμές, δηλαδή αν στο μικροεπίπεδο συρρικνώνεται η έννοια της εξουσίας (ρωτά το 1977 ευθέως ο Ντελέζ τον Φουκώ), αν εντέλει, το παιχνίδι της δράσης πάνω στη δράση του άλλου παραμένει εντός της προβληματικής των σχέσεων δύναμης ή αν αυτή η προβληματική αποδυναμώνεται. Η (όποια) απάντηση από τον Φουκώ και τον Φουκώ του Ντελέζ θα δοθεί πολύ αργότερα.

Επιχειρώντας την ενοποίηση των δύο επιπέδων (όχι ως απλή διαφορά μεγεθών), η έρευνα του Φουκώ απομακρύνθηκε από την προβληματική της διαγραμματοποίησης των εξουσιών, και συνεπώς, απομακρύνθηκε από την όποια πιθανότητα η διαγραμματοποίηση να καταστεί δυνατό να συμπεριλάβει την κρατική μορφή. Γιατί στον Φουκώ δεν υπάρχει το κράτος ως άμεσο ερευνητικό αντικείμενο (ούτε, βέβαια, υπάρχει το υποκείμενο-Κράτος)∙ η έρευνά του, δεν είχε ως στόχο καμιά θεωρία για το κράτος. Το ερώτημα για τον Φουκώ δεν είναι τι είναι το κράτος, – κάποια στιγμή τέθηκε το ερώτημα τι κάνει το κράτος (πρόκειται για τη στιγμή της βιοπολιτικής). Η ερευνητική του κίνηση στο ζήτημα του κράτους ήταν η αντίστροφη: η κυβερνολογική έρχεται πρώτη σε σχέση με το κράτος (Deleuze 2005: 132∙ όπως με έναν ορισμένο τρόπο, η αντίσταση έρχεται πρώτη σε σχέση με την εξουσία). Δεν υπάρχει ένας μεγάλος μηχανισμός-διάγραμμα εξουσίας με τους διάφορους ομόλογους θεσμούς του (Balibar 2010: 104), αλλά μεταβαλλόμενες αντικειμενοποιήσεις ετερογενών πρακτικών (Βεν 2008: 80-83 [Paul Veyne]). Ο Φουκώ αποκεντρώνει το κράτος ως μεγαμηχανή, το «αραιώνει» στις διάφορες τοπικές διακυβερνήσεις, και «το παράγει» εντέλει από αυτές ως αποτέλεσμα διασυνδέσεων των τοπικών ολοκληρώσεων των σχέσεων δύναμης. «Δεν υπάρχει κράτος», αλλά μια συνεχής και ασταθής διαδικασία κρατικοποίησης των σχέσεων εξουσίας, των τοπικών διακυβερνήσεων ως διαφωρικές τοπικές εφαρμογές δυνάμεων επί δυνάμεων των δράσεων επί δράσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κράτος εντέλει είναι μια προκύπτουσα επίλυση. Η μέθοδος του πρώιμου ύστερου Φουκώ είναι (ακόμη) ντελεζιανή: «Τέσσερις όροι είναι συνώνυμοι: Υλοποίηση, διαφωροποίηση, ολοκλήρωση και επίλυση. Κάθε διαφωροποίηση είναι μια τοπική ολοκλήρωση ή μια τοπική λύση η οποία στη συνέχεια συνδέεται με άλλες στη γενική λύση ή την καθολική ολοκλήρωση» (Ντελέζ 2019: 300∙ βλ. σχ. και Protevi 2009).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κυβερνολογική γεφυρώνει το ρήγμα ανάμεσα στις βαθμίδες των μικροεξουσιών και της μακροεξουσίας, αλλά την ίδια στιγμή το κράτος έχει καταστεί το ρευστό αποτέλεσμα συναρθρώσεων των σχέσεων δράσης και δύναμης (στρατηγικές) εκτός του κράτους∙ έχει γίνει το αποτέλεσμα των διαφοροποιημένων κυβερνολογικών διαδικασιών και δράσεων, και κατά τούτο, έχει γίνει το αποτέλεσμα των διαφοροποιημένων χρηματοδοτήσεων προς αυτό των δυνάμεων των τοπικών δράσεων. Ως αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών κρατικοποιήσεων, το κράτος μπορεί να είναι ισχυρό ή αδύναμο. Σε αντίθεση με την, όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει, εγκλωβισμένη στην κυριαρχικότητα (sovereignty) ορισμένη μαρξιστική αντίληψη για το κράτος, ο Φουκώ αντιλαμβάνεται το κράτος ως μεταβαλλόμενο, επισφαλές ολοκλήρωμα κρατικοποιήσεων.

(β) Αν η πειθαρχία και η βιοπολιτική δεν είναι αντιθετικές καταστάσεις αλλά διαφορετικές λειτουργίες (Deleuze 2005: 125-127) ή πόλοι ανάπτυξης (Κακολύρης 2018: 84) του ίδιου τρόπου εξουσίας που στοχεύουν η πρώτη στην καθυπόταξη και εκγύμναση του (ατομικού) σώματος και η δεύτερη στη ρύθμιση των στοιχείων ζωής του πληθυσμού (άνθρωπος-είδος), ο Φουκώ επινόησε το αντικείμενο της κυβερνολογικής, ή αλλιώς τη «μελέτη του εξορθολογισμού της διακυβερνησιακής πρακτικής κατά την άσκηση της πολιτικής κυριαρχίας» (στη φιλελεύθερη μορφή της) προκειμένου να κατανοήσει τη βιοπολιτική λειτουργία του κράτους (Φουκώ 2012: 38). Αλλά και πάλι, η έρευνα τον οδήγησε αλλού, ώστε μετά τις διαλέξεις για τη βιοπολιτική (1978-79) να μην αναφερθεί ποτέ ξανά στην έννοια της βιοπολιτικής∙ ακόμη και σε αυτές, αναφέρεται μόνο έξι φορές, τέσσερις φορές στην πρώτη διάλεξη και δύο στις υπόλοιπες. Εντέλει, η κυβερνολογική, από εργαλείο κατανόησης της βιοπολιτικής λειτουργίας διαφοροποιήθηκε από αυτήν και ερευνήθηκε ως αυτόνομος τρόπος εξουσίας με τη δική του ορθολογικότητα και τεχνολογία.

Οι πειθαρχικές-βιοπολιτικές λειτουργίες απαιτούν γενικούς κανονικοποιητικούς μηχανισμούς ασφάλειας οι οποίοι εξασφαλίζουν την υποταγή-ρύθμιση των ατόμων-πληθυσμιακών συνόλων. Σε αυτή τη λογική της ασφάλειας, η κανονικοποίηση των ατόμων δεν προκύπτει από την εφαρμογή ενός πρότυπου κανόνα (όπως συμβαίνει κατά την άσκηση της κυριαρχικής εξουσίας). Δεν υπάρχει μια αρχική νόρμα προσαρμογής, αλλά αυτή προκύπτει κατά βέλτιστο στατιστικό τρόπο. Οι μηχανισμοί ασφάλειας διορθώνουν εκ των υστέρων τις αποκλίσεις από τον στατιστικό κανόνα. Στην κυβερνολογική, ο στόχος δεν είναι η εξαντλητική εφαρμογή των κανόνων στα άτομα/πληθυσμό. Και σε αυτήν, όλα τα στοιχεία ζωής καθίστανται αντικείμενο πολιτικής, αλλά δεν υπάρχει η έντονη εξατομικευμένη πίεση του στατιστικού κανόνα υπαγωγής καθώς o στόχος δεν είναι η εσωτερική υποταγή των ατόμων, αλλά η (νομική ή όχι) ρύθμιση του πλαισίου δράσης, ο καθορισμός της ατζέντας δράσης, των κανόνων του παιχνιδιού, η «επενέργεια στο περιβάλλον» δράσης των ατόμων. Στην («αραιή») θετικιστική ιστορία της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής που ερεύνησε ο Φουκώ στα τέλη ’70, οι κυμαινόμενες διαδικασίες, οι διαφοροποιήσεις και οι επιθυμίες ατόμων ή συνόλων, η επιτρεπτικότητα για μη-ταυτοτική, μη-ιεραρχικής λογικής δράση μπορούν να παράγουν πλεονάσματα τα οποία δεν είναι απαραίτητα επικίνδυνα, εφόσον τα συστήματα διαφορών υπάγονται σε βελτιστοποιήσεις, μεταστροφές ή ιδιοποιήσεις από τους μηχανισμούς εξουσίας που καθορίζουν το περιβάλλον δράσης (βλ. Foucault 2012: 241[4]). Η κυβερνολογική μορφή εξουσίας αποτελεί μορφή εξουσίας που δομεί το πεδίο δράσης από τα πριν και παρεμβαίνει μετά: την ίδια στιγμή που ανέχεται τις μειονοτικές και ατομικές διαφορές, τις διαχειρίζεται εκ των υστέρων επιχειρώντας να διορθώσει μη-εξατομικευμένα, να απορροφήσει ή να αιχμαλωτίσει τις διαφοροποιήσεις ή τα αποτελέσματα των αντιθέσεων. Η διαφοροποίηση με τους κλασικούς μηχανισμούς ασφάλειας έγκειται στο ότι, καθώς ο ίδιος ο κίνδυνος (και η ασφάλεια έναντι αυτού) τίθεται σε διαρκή αξιολόγηση, η διακυβέρνηση μέσω ρίσκου είναι μια διαρκής, και κατά τούτο επίμονη αλλά και ευάλωτη, διαδικασία.

(γ) Προκύπτει λοιπόν, ότι η κυβερνολογική γεφύρωσε επίπεδα ανάλυσης, αλλά ήταν και μια έννοια γέφυρα στην πορεία της φουκωικής έρευνας για την εξουσία από την εξουσία-διάγραμμα στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης, τις διαδικασίες συγκρότησης των υποκειμένων από την εξουσία.

Για ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας, η κατάληξη της έρευνας για την εξουσία στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης ήταν μια τομή που οδηγούσε πίσω στην αντίληψη του αυτόνομου υποκειμένου, ήταν μια επιστροφή στο υποκείμενο με ιδιότητες και εσωτερικότητα, στο υποκείμενο-πρόσωπο. Είναι γνωστό ότι ο Φουκώ στα 1976-77 «βρέθηκε σε κρίση». «Είναι αλήθεια ότι έχω βαρεθεί λιγάκι» [τις έρευνές μου], λέει στη διάλεξη της 7.1.1976 Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (Foucault 2002: 16). Στις αρχές του 1977 ανατρέπει το σχέδιο έρευνας για την ιστορία της σεξουαλικότητας· ακολουθεί μια περίοδος μακροχρόνιων, τεθλασμένων ερευνών χωρίς το έξεργο ενός βιβλίου. Το ζήτημα όμως δεν είναι ότι ο Φουκώ έβαλε από το παράθυρο το ζήτημα του υποκειμένου με τους «παλιούς όρους», αλλά ότι ανασυγκρότησε την προβληματική του υποκειμένου. Το ρήγμα στη φουκωική έρευνα, ή η μετατόπιση που αρχίζει με τη χρήση του εργαλείου της κυβερνολογικής δεν είχε ως τέρμα την επιστροφή στο Υποκείμενο. Πρόκειται για ένα αναποδογύρισμα της μεθόδου του, και όχι μια έξοδο από αυτήν για την επιστροφή προς στο Υποκείμενο∙ ένα αναποδογύρισμα το οποίο προαναγγέλθηκε σε ένα όχι τόσο γνωστό κείμενο, δημοσιευμένο στις 15.1.1977:

«Όλες αυτές οι ζωές [των κακόφημων ανθρώπων], προορισμένες […] να εξαφανιστούν χωρίς ποτέ να μιλήσουν, κατάφεραν να αφήσουν ίχνη – σύντομα, αιχμηρά, συχνά αινιγματικά – μόνο στο σημείο της στιγμιαίας επαφής τους με την εξουσία. Έτσι, είναι αναμφίβολα αδύνατο να τις συλλάβουμε ποτέ, όπως θα μπορούσαν να είναι “σε μια ελεύθερη κατάσταση”∙ δεν μπορούν πλέον να διαχωριστούν από τις διακηρύξεις, τις τακτικές, τις τακτικές της προκατάληψης, τα υποχρεωτικά ψέματα που προϋποθέτουν τα παιχνίδια εξουσίας και οι σχέσεις εξουσίας.

Θα μου πουν: “Αυτό σου μοιάζει τόσο πολύ, πάντα η ίδια αδυναμία να περάσεις τη γραμμή, να περάσεις στην άλλη πλευρά, να ακούσεις και να μεταφέρεις τη γλώσσα που έρχεται από αλλού ή από κάτω∙ πάντα η ίδια επιλογή, από την πλευρά της εξουσίας, αυτού που λέγεται ή προκαλείται να ειπωθεί προκειμένου να ειπωθεί. Γιατί να μην πάτε και να ακούσετε αυτές τις ζωές όπου μιλούν στη δική τους γλώσσα; Τη δική τους φωνή;”» (Foucault 2001: 161).

Η έννοια της κυβερνολογικής (ως πολιτική διακυβέρνηση και διακυβέρνηση του εαυτού και των άλλων) επέτρεψε στον Φουκώ να ενοποιήσει κάποια επίπεδα ανάλυσης της εξουσίας, να μετατοπίσει κάποιες έννοιες, να κάνει κάποια περάσματα και εντέλει να αναποδογυρίσει τον δικό του τρόπο προσέγγισης της εξουσίας. Η ενοποίηση των επιπέδων και το αναποδογύρισμα της προοπτικής άνοιξαν τη δυνατότητα διερεύνησης των διαδικασιών υποκειμενοποίησης ως διπλή διαδικασία ή διαδικασία με δύο όψεις. Αφενός ως διαδικασίες με τις οποίες το υποκείμενο συγκροτείται μέσω της καθυπόταξης στους κανόνες (διαδικασίες υποκειμενοποίησης∙ τεχνολογίες του εαυτού). Αφετέρου ως διαδικασία αυτο-υποκειμενοποίησης: πρόκειται για τη δυνατότητα παραγωγής του εαυτού ως ηθικού (éthique) υποκειμένου της διαγωγής του, μέσω των ασκήσεων επί του εαυτού, ταυτόχρονα και σε ένταση με τη διαδικασία συμμόρφωσής του στους κανόνες (η άσκηση επί του εαυτού η επιμέλεια του εαυτού). Όλο αυτό θα μπορούσε να μοιάζει με μια ορισμένη επιστροφή της συνείδησης στον Φουκώ, αλλά πρόκειται για κίνηση διαχωρισμού από τη λογική του καρτεσιανού (βέβαιου) υποκειμένου της γνώσης. Στην εντατική κίνηση του εαυτού προς τον εαυτό, «δεν μπορεί να υπάρχει αλήθεια χωρίς μετατροπή ή μεταμόρφωση του υποκειμένου. […] Αυτή η μεταστροφή μπορεί να λάβει χώρα με τη μορφή μιας κίνησης που αποσπά το υποκείμενο από το τρέχον καθεστώς και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται» (Foucault 2005, 14-15). Πρόκειται για μια πρακτική «αλλοίωσης» του εαυτού που επιτρέπει την πρόσβαση στην αλήθεια, ως αποτέλεσμα της ανακατεύθυνσης του βλέμματος από το έξω προς τον εαυτό και άσκησης πίεσης επί του εαυτού (ό.π., 10-11[5]). Ο εαυτός γίνεται σημείο έντασης καθώς πτυχώνεται: αναδιπλασιάζεται νοούμενος ως σχέση μιας δύναμης με τον εαυτό της. Ο Ντελέζ ξεκαθαρίζει το τοπίο (αν και του προκαλούσε αμηχανία η προσφυγή του Φουκώ στην έννοια της αλήθειας: «H διάβαση της γραμμής της δύναμης, το πέρασμα πέρα από την εξουσία, συνεπάγεται κατά κάποιον τρόπο την κάμψη της δύναμης, κάνοντάς την να προσκρούει στον εαυτό της, και όχι σε άλλες δυνάμεις: μια “πτύχωση”, σύμφωνα με τους όρους του Φουκώ, μια δύναμη που παίζει με τον εαυτό της. Είναι ζήτημα “διπλασιασμού” του παιχνιδιού των δυνάμεων, των σχέσεων με τον εαυτό που μας επιτρέπει να αντιστεκόμαστε, να ξεγλιστράμε από την εξουσία, να στρέφουμε τη ζωή ή τον θάνατο ενάντια στην εξουσία» (Deleuze 1995: 98).

Ο αναδιπλασιασμός του εαυτού δεν είναι η αναδίπλωση ενός εαυτού που έχει αποσυρθεί από την πολιτική ζωή προτιμώντας την καλλιέργεια μιας ατομικής αισθητικής αυτονομίας. Η ξεπερασμένη ιστοριογραφική εικόνα μιας α-πολιτικής (ά-πολης), εσωστρεφούς ελληνιστικής αρχαιότητας συγχρονίστηκε με την επιδερμική απόδοση στον ύστερο Φουκώ μιας καταφυγής στην αισθητική του εαυτού. Αλλά αντίθετα, η επιμέλεια του εαυτού, η άσκηση δύναμης επί του εαυτού, είναι ήδη ο τρόπος να υπάρχουμε με τον άλλον, να «συγκροτήσουμε τον εαυτό μας ως ηθικό υποκείμενο σε σχέση με τις κοινωνικές, δημόσιες και πολιτικές δραστηριότητες» (Φουκώ 1992: 110). Κι ακόμη: «Η επιμέλεια του εαυτού είναι μια στάση απέναντι στον εαυτό μας, στους άλλους και στον κόσμο» (Foucault 2005: 10). Η επιμέλεια εαυτού είναι ήδη (κοινωνική) πρακτική και κατά τούτο ο εαυτός είναι ήδη μέσα στον κόσμο της εξουσίας και των αντιστάσεων.[6]

Η έννοια που γεφυρώνει τις βαθμίδες είναι η κυβερνολογική: η διακυβέρνηση του εαυτού (και η δυνατότητα έντασης στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης) είναι και ο τρόπος διακυβέρνησης των άλλων. Σε αυτή τη σχέση ζεύξης τοποθετείται το αίτημα της κριτικής. Με την επιμέλεια του εαυτού ο Φουκώ επιχείρησε να εγκαθιδρύσει μια ακόμη γενεαλογία της κριτικής στην οποία το σημείο εκκίνησης θα είναι ο εαυτός στη σχέση του με την επιβολή ενός τρόπου διακυβέρνησης: Στο παιχνίδι ανάμεσα στην επιμέλεια του εαυτού (σημείο έντασης υποκειμενοποίησης και αυτο-υποκειμενοποίησης) και την επιβαλλόμενη ορθολογικότητα και τεχνολογία διακυβέρνησης, παράγεται το διαρκές ερώτημα της πολιτικής κριτικής, που με τους όρους του Φουκώ είναι: «πώς να μην κυβερνηθούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, από εκείνους, στο όνομα αυτών εδώ των αρχών, με τέτοιους στόχους και μέσω τέτοιων διαδικασιών, όχι έτσι, όχι γι’ αυτό, όχι από αυτούς» (Foucault 2016α: 12). Μια κριτική που ο Φουκώ ωθεί ως το κατώφλι της μη-κυβερνολογικής.

Όταν η έρευνα του Φουκώ έφτασε στο τέλος της, όπως σταμάτησε με τον θάνατό του, κατέστη δυνατόν να τεθεί, μέσα από την παράκαμψη της ιστορικής μελέτης της (ύστερης) Αρχαιότητας, η συναρμογή του υποκειμένου με τις συλλογικές δυνάμεις. Η μακρά ιστορική και φιλοσοφική έρευνα του Φουκώ για την κυβερνολογική (από τη νεοφιλελεύθερη κυβερνολολογική ως την κυβέρνηση του εαυτού) είχε πολιτική στόχευση, ήταν προσανατολισμένη σε ένα επικείμενο παρόν: Με προκείμενη τη θέση ότι οι αριστερές κυβερνολογικές αναπαράγουν τους ήδη υπάρχοντες αστικούς τρόπους διακυβέρνησης, ο στόχος της έρευνάς του ήταν η διάνοιξη ενός νέου τρόπου κριτικής προς την πιθανότητα μιας άλλης κυβερνολογικής.[7]

Σε αυτή τη παρέκβαση επιχειρήθηκε μια ανασύσταση της πορείας της έρευνας του Φουκώ μετά την Ιστορία της σεξουαλικότητας-1 με οδηγητικό νήμα την έννοια της κυβερνολογικής∙ μια ιστορία των ερωτημάτων της έρευνας, χωρίς να τίθενται οι απαντήσεις που έδινε, παρά μόνο στον βαθμό που οδηγούσαν σε νέα ερωτήματα.[8]

Filippos Theos, Jeanne, 2022 (Daniel de Roulet, Dix petites anarchists, 2018) μαρκαδόροι σε χαρτί 29,7×21

4. Η κυβερνολογική της φυλακής

Η παρέκβαση για την κυβερνολογική ήταν μακρά, αλλά ίσως απαραίτητη για την κατανόηση της δυναμικής του βιβλίου του Κόρου, και την τοποθέτησή του με τέτοιο τρόπο ώστε να παραχθούν κάποιες σκέψεις με πιθανή ευρετική αξία πέραν του κλειστού Συστήματος (apparatus) της φυλακής.

Αν η φυλακή είναι το παραδειγματικό πεδίο μελέτης της άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας, ο Κόρος τολμά να τη διερευνήσει με όρους διακυβέρνησης. Η κυβερνολογική είναι εκείνος ο τρόπος της εξουσίας στον οποίο ο στόχος είναι η διακυβέρνηση της διαγωγής του πληθυσμού, και ο οποίος επιχειρείται να επιτευχθεί μέσω της από μακριά δόμησης του πεδίου δράσης των κυβερνώμενων. Ο Κόρος βάζει τον όρο να δουλέψει στο πεδίο της φυλακής και ψάχνει να δει πώς η φυλακή δομεί το πεδίο δράσης των φυλακισμένων δημιουργώντας δυνατότητες ελευθερίας επιλογών. Πώς οι εξουσιαστικές (και αγωνιστικές) σχέσεις στη φυλακή παράγονται και κυκλοφορούν σε ένα παιχνίδι δράσης πάνω στη δράση του άλλου, πώς απαντούν οι φυλακισμένοι, ποια συγκεκριμένη διαγωγή (ή αντι-διαγωγή[9]) διαλέγουν να επιδείξουν για να πετύχουν τον σκοπό τους, και συγκεκριμένα, να πάρουν άδεια, να επιτύχουν πλασματικό χρόνο δια της εργασίας, να καταφέρουν να απολυθούν πρόωρα. Και ακολούθως, πώς οι θεσμοί ανταπαντούν πάνω στη δράση-διαγωγή των φυλακισμένων. Όλα αυτά τα «παιχνίδια εξουσίας» της δράσης πάνω στη δράση διερευνώνται με οδηγό την έννοια του πειθαρχικού συμπλέγματος: τη «συναρμογή́ του πειθαρχικού́ μηχανισμού́ με τα παραπειθαρχικά του συμπληρώματα» (Κόρος 2020: 317), την «αλληλεπίδραση της πειθαρχίας με την εργασία και τις τακτικές άδειες και [τον] καθοριστικό́ επηρεασμό τους στην προοπτική́ της απόλυσης» (ό.π.: 366).

Διαπιστώνεται ότι και στη φυλακή υπάρχει ένα παιχνίδι δράσης πάνω στη δράση των δύο όρων της σωφρονιστικής σχέσης, και συνεπώς, σε αντίθεση με την «ανατομοπολιτική της πειθαρχίας», υπάρχει ένα στοιχείο ελευθερίας, με την έννοια της ελευθερίας ορισμένων επιλογών στη δράση των εγκλείστων. Αναπάντεχη σκέψη για τη φυλακή.

Ήδη αναφέρθηκε ότι ο συγγραφέας δεν βλέπει αυτές τις δύο μορφές εξουσίας, την πειθαρχική και την κυβερνολογική ως διάδοχες, αλλά ούτε και ως προσθετικές μορφές. Η κυβερνολογική δεν είναι ένα συμπλήρωμα απλώς στην έρευνα. Ο Κόρος χρησιμοποιεί την κυβερνολογική ως παραπλήρωμα για να δείξει τι έλειπε από την έρευνα∙ δεν προσθέτει απλώς, αλλά συμπλέκει, μιλά για συντροπικότητα των τρόπων εξουσίας, για στρατηγική συνεργασία αυτών των δύο μορφών και των συνακόλουθων τεχνικών τους, προς επίτευξη των στόχων της φυλακής. Η σύγχρονη φυλακή δεν θεωρείται απλώς πειθαρχική, αλλά την ονομάζει μεταπειθαρχική. Και αυτό δεν είναι ένα ακόμη εύκολο μετα-. Αν η εξατομικευμένη πολιτική της πειθαρχικής εξουσίας «καταστατικά αδυνατεί να ανεχθεί την παρέκκλιση» (Κόρος 2017: 126) και επιχειρείται η διόρθωσή της, σήμερα «υπάρχει μια τάση απο-πειθαρχοποίησης της φυλακής» (ό.π.)∙ μια τάση επίτευξης πειθαρχίας χωρίς πολιτικές διόρθωσης σύμφωνα με τους κανόνες. Η σύγχρονη φυλακή τείνει να είναι μεταπειθαρχική καθώς η πειθαρχία επιτυγχάνεται και η διαγωγή παράγεται με βασική τεχνική την υπόσχεση της πιθανότητας της ελευθερίας (Κόρος 2020: 383), και όχι μέσα από την εξατομικευμένη πειθαρχοποίηση του φυλακισμένου για τη βελτίωσή του.

Ειδικότερα, «το πειθαρχικό σύμπλεγμα [οι πειθαρχικοί και παρα-πειθαρχικοί τρόποι καθυπόταξης των φυλακισμένων] στηρίζεται στη διαχείριση αδρανών κρατουμένων, οι οποίοι τιμωρήθηκαν με συνήθως μεγάλη ποινή αλλά πρόκειται κατά πάσα περίπτωση να απολυθούν πρόωρα αν επιδείξουν την κατάλληλη διαγωγή – ήτοι στην ουσία, στις περισσότερες περιπτώσεις, αν δεν έχουν σε βάρος τους ενεργή πειθαρχική ποινή. […Με αυτό τον τρόπο παράγονται] στρατηγικά αποτελέσματα τόσο στην ατομική συμπεριφορά του κρατουμένου, όσο και στην συμπεριφορά του [φυλακισμένου] πληθυσμού» (ό.π.: 367).

Η φυλακή δεν προσφέρει «κάποιο περιεχόμενο στην έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας [αλλά ο στόχος της] είναι να προληφθούν τόσο οι στάσεις και οι εξεγέρσεις των κρατουμένων όσο και ο έλεγχος από θεσμούς, όργανα (εθνικά και υπερεθνικά) και οργανώσεις, αλλά και οι καταδίκες της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές» (ό.π.: 378).

 Από τη μεριά των φυλακισμένων, για να επιτευχθούν οι σκοποί τους (χρόνος άδειας, πρόωρη απόλυση) πρέπει να επιλέξουν μια διαγωγή σύμφωνη με το κέλυφος των επιταγών. Σε αυτή τη συνθήκη, ο κρατούμενος ωθείται να συγκροτήσει τον εαυτό του στο σημείο μηδέν της δράσης: «Τίποτα δεν γίνεται στη φυλακή. Όλοι περιμένουν να βγουν […]» (αποφυλακισμένος κρατούμενος, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στο κίνημα των φυλακισμένων, στο Κόρος ό.π.: 397). Αυτό που έχει να κάνει ένας κρατούμενος είναι να μην κάνει τίποτα.[10]

Αν η πράξη της αξιολόγησης προϋποθέτει ένα μέτρο, κάποιες αρχές βάσει των οποίων εκτιμάται ο αξιολογούμενος, στη μεταπειθαρχική φυλακή η αξιολόγηση των φυλακισμένων δεν θεμελιώνεται σε κάποιους κανόνες, παρά μόνο στην απαίτηση ο αξιολογούμενος να μην κάνει τίποτα, ώστε με αυτόν τον τρόπο να επιτυγχάνεται η υπακοή. Οι δέσμες κανόνων συμμόρφωσης αδειάζουν από την απαίτηση συμμόρφωσης σε μια συγκεκριμένη διαγωγή, και εντέλει το νόημα της διαγωγής παράγεται από αυτή την ίδια διαδικασία της αξιολόγησης. Το νόημα της δράσης των κυβερνώμενων φυλακισμένων δεν παράγεται από κάποια προτεινόμενη δέσμη κανόνων, αλλά από μια τεχνολογία (την αξιολόγηση) που γεμίζει με νόημα τη δράση (η μεταπειθαρχική φυλακή είναι μάλλον νιτσεϊκή, παρά διαφωτιστική). Η απαίτηση για σωφρονιστική δράση του κράτους έχει εγκαταλειφθεί, και συνεπώς, έχει αποσυρθεί η απαίτηση για μια ηθική θεμελίωση της στέρησης ελευθερίας των κυβερνώμενων (αν βέβαια αυτή υπήρξε ποτέ στην πράξη).[11]

Η υποταγή των φυλακισμένων επιχειρείται να αντληθεί ως προεξόφληση μιας μελλοντικής ανταλλαγής (άδεια, πρόωρη απόλυση). Η σύγχρονη φυλακή δεν ασφαλίζεται από την αταξία μέσω μιας ορθολογικής επιβολής κανονικοποιητικών πρακτικών, αλλά ασφαλίζεται από την αταξία μέσω της υπόσχεσης παροχής μελλοντικών ελεύθερων στιγμών ή ελευθερίας. Στον βαθμό που συμβαίνει αυτό (καθώς σε ένα Σύστημα εξουσίας συμβαίνουν πολλά, αλλά εδώ τονίζουμε αυτό το σημαντικό σημείο του βιβλίου), η εξασφάλιση της τάξης καθίσταται ένα υποθετικά ισχύον μέγεθος σε αναζήτηση∙ δεν συνιστά το παράγωγο του κανονιστικού καθεστώτος της πειθαρχικής φυλακής στην οποία η τάξη και η αταξία υπάγονταν σε έναν δυαδικό διαμοιρασμό βεβαιότητας-αβεβαιότητας, και άρα ο κίνδυνος της αταξίας ήταν ο κίνδυνος ενός ατυχήματος, η παρέκκλιση από μια υπολογισμένη διαδικασία. Τώρα, η ασφάλεια της καθυπόταξης, και συνεπώς το μέτρο της παροχής κρατικής εμπιστοσύνης και ασφάλειας, είναι ένα υποθετικά ισχύον μέγεθος, καθώς μια αξιολόγηση επιχειρεί να εξασφαλίσει την πειθαρχία στο παρόν μέσω μιας μελλοντικής πράξης ανταμοιβής ή στέρησης. Από την επισφαλή αυτή συνθήκη, σε περίπτωση αταξίας η λύση καταφυγής για την εξασφάλιση της τάξης είναι η άσκηση γυμνής κρατικής βίας.

5. Οι ελλιπείς κρατικοποιήσεις των εξουσιαστικών σχέσεων και η κρατική επισφάλεια

«Μεταξύ του, ιδωμένου ως ελεύθερου υποκειμένου που αποφασίζει μόνο του για το μέλλον του και μιας μη παντοδύναμης εξουσίας σχηματίζεται μια σχέση η οποία στηρίζεται στην κρατική αδυναμία, και στη συνεπακόλουθη περιορισμένης εμβέλειας και αποτελεσματικότητας παρέμβαση. Έτσι όσον αφορά την απόλυση υπό όρο των κρατουμένων, ενεργοποιείται αυτή η εμψύχωση στην αδράνεια: η κρατική αδυναμία μεταφράζεται σε παρώθηση προς τον κρατούμενο ώστε να “μην κάνει τίποτε”» (ό.π.: 394).

Οι φυλακισμένοι ωθούνται στο να μην κάνουν τίποτα, παρά μόνο να επιδεικνύουν μια δράση προσχηματικής υπακοής ώστε να απολαμβάνουν οφέλη – άδειες, πλασματικός υπολογισμός ημερών, και εντέλει πρόωρη απόλυση. Έχουμε, συνεπώς, έναν παράξενο συνδυασμό έντονης, βίαιης παρουσίας ενός κρατικού μηχανισμού στη ζωή του πληθυσμού και την ίδια στιγμή, απόσυρσής του από την επιβολή κανόνων συμμόρφωσης και συρρίκνωσης της παρουσίας του στο απλό αίτημα για μη-δράση των κρατουμένων.

Για τον συγγραφέα, αυτή η συνθήκη αδράνειας δεν αποτελεί μόνο μια ένδειξη αποτυχίας της φυλακής – όπως θα μπορούσαμε, σύμφωνα με τη συνήθη σκέψη, να πούμε. Μάλλον πρόκειται για κάτι άλλο, πιο ενδιαφέρον: για την κρατική αμηχανία και αδυναμία να προσφερθεί «κάποιο περιεχόμενο στην έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας» (ό.π.: 386). Κρατική αδυναμία που συνδέεται με μια περιορισμένη χαρτογράφηση της δράσης του πληθυσμού: είτε αυτή αποτελεί εγκατάλειψη του πληθυσμού είτε είναι θεσμική αμηχανία κατανόησης και υπολογισμού της δράσης του, το αποτέλεσμα είναι αυτή η κρατική αδυναμία παρέμβασης.

Αν είναι έτσι, τότε η φυλακή είναι ένας κρατικός μηχανισμός που έχει απολέσει τη δύναμη να αποτελεί εστία κανονικοποίησης και οργάνωσης της διαγωγής του φυλακισμένου πληθυσμού. Αλλά αν συμβαίνει αυτό, τότε δεν αρκεί ο θρήνος μιας κάποιας ελλειμματικής δράσης του κράτους που πρέπει να καλυφθεί, ώστε να επανέλθουμε στη συνθήκη της προνοιακής και ορθολογικής κρατικής παρέμβασης. Νομίζω ότι συμβαίνει κάτι περισσότερο, και η παρούσα, όπως μας δείχνει το βιβλίο, συνθήκη αυτού του κρατικού τμήματος συνδέεται με κάποιες γενικότερες τάσεις εξάντλησης της κρατικής δύναμης (χρησιμοποιώ τη λέξη εξάντληση ως το αποτέλεσμα εξωτερικών του κράτους διαδικασιών και δυνάμεων, και όχι ως τη συνθήκη μιας εσωτερικής δυναμικής του κράτους).

Η σύγχρονη φυλακή δείχνει από τη μια τη συνήθη ισχύ των κρατικών μηχανισμών να ορίζουν και να περιφράσσουν τη ζωή των υποκειμένων, από την άλλη όμως, δείχνει και μια αδυναμία να λειτουργούν ως εντατικό σημείο παραγωγής και διόρθωσης της δράσης των υποκειμένων. Η φυλακή είναι ένα κλειστό Σύστημα εξουσίας όπου η σχέση κράτους-υποκειμένων είναι άμεση, χωρίς τον (ισχυρό) δεσμό ενδιάμεσων κρατικών ή μη-κρατικών μορφών εξουσίας, οι οποίες δύναται να χρηματοδοτούν με δύναμη, να ενδυναμώνουν, την κρατική μορφή. Στη σύγχρονη μεταπειθαρχική φυλακή, σε αυτόν τον οριακό μηχανισμό άγριας ισχύος, το κράτος δείχνει την αδυναμία του γιατί φαίνεται ότι δεν έχει καμιά δύναμη να εκφράσει (παρά μόνο αυτή του νόμου), καμιά δύναμη να ιδιοποιηθεί ή να μετασχηματίσει, ή να μεταφερθεί σε αυτό από άλλους τομείς∙ δεν υπάρχει καμιά δύναμη που να ολοκληρώνεται σε αυτό (πέρα από τον νόμο) ώστε τείνει να μην είναι, πλέον, παρά ένας χώρος: (α) απλής κυριαρχικής ισχύος, (β) αδύναμης επιδίωξης, στα όρια της παραίτησης, της παραγωγής του κυβερνώμενου πληθυσμού της.

Όμως, η κρατική αδυναμία παραγωγής πειθαρχίας και μέριμνας δείχνει και κάτι ακόμη: μια κρίση της κρατικής ικανότητας όρασης και εκφοράς επί των πραγμάτων και των στοιχείων ζωής του πληθυσμού. Η κρατική διακυβέρνηση έχει συγκροτηθεί ιστορικά με στόχο την επιβολή ειδικών και σφαιρικών, «εξατομικευτικών και ολοκληρωτικών» (Foucault 2016β: 206) κανονικοποιητικών πολιτικών επί του πληθυσμού οι οποίες είναι ρητά θεμελιωμένες σε ορθολογικές γνώσεις, αποτέλεσμα της παρατήρησης του κυβερνώμενου πληθυσμού και των διαδικασιών (βλ. σχ. Φουκώ 2020: 36 & Foucault 2012: 16). Με τη σειρά της, η ορθολογικά θεμελιωμένη παρέμβαση επί του πληθυσμού νομιμοποιεί και ενισχύει την ίδια την ύπαρξη της κρατικής διακυβέρνησης και την ισχύ των κρατικών μηχανισμών, σε αντίθεση με τη θεολογική ή την κυριαρχική θεμελίωση.

Το βιβλίο του Κόρου δείχνει την κρίση «ορθολογικοποίησης» των τεχνικών εξουσίας σε αυτόν τον, όχι κρίσιμο πλέον, κρατικό τομέα. Συνέπεια της εφαρμογής των νόμων, ένα μέρος του πληθυσμού κλείνεται στις φυλακές ως αποθηκευμένη ύλη, και παραμένει απαξιωμένο, και εντέλει ακατανόητο και άτακτο, έως ότου βγει, πρόωρα συνήθως, χωρίς επιμέλεια διόρθωσης.

 Εντός αυτού του πλαισίου αναφοράς, αυτό που συμβαίνει είναι, από τη μεριά του κράτους, η από μακριά δόμηση ενός πεδίου (μη) δράσης των φυλακισμένων με κύρια χαρακτηριστικά την ταυτόχρονη άσκηση κυριαρχικότητας και την απόσυρση από τη μέριμνα της κυβερνώμενης ύλης, και από τη μεριά των κυβερνώμενων φυλακισμένων η επίδειξη υπακοής και η ελλιπής διαδικασία καθυπόταξης. Όταν ο Μαρξ γράφει ότι από το εργοστασιακό σύστημα «βλάστησε το φύτρο της αγωγής του μέλλοντος, που θα συνδυάζει για όλα τα παιδιά πέρα από μια ορισμένη ηλικία την παραγωγική εργασία με την εκπαίδευση και τη γυμναστική, όχι μόνο σαν μέθοδο για την αύξηση της κοινωνικής παραγωγής, μα και σαν μοναδική μέθοδο για την δημιουργία ολόπλευρα αναπτυγμένων ανθρώπων» (Μαρξ 1978: 501), βρίσκεται ήδη εντός της γραμμής σκέψης του Φουκώ για την ανατομοπολιτική πειθαρχία του σώματος στο ισόμορφο του εργοστασίου Σύστημα της φυλακής, αλλά και εντός της αντίληψης του Ντελέζ για τον μηχανισμό εξουσίας ως ένα είδος σχηματισμού σχέσεων «δύναμης, υποκειμενοποίησης και καμπυλών ορατότητας και εκφοράς» (Deleuze 1992: 159-160). Η μεταπειθαρχική φυλακή υπάρχει στη συντροπικότητα άσκησης πειθαρχικής και κυβερνολογικής εξουσίας, αλλά αυτή η συντροπικότητα δεν υπάρχει εντός μιας τάσης νεοφιλελευθεροποίησης της φυλακής, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας.[12] Η εξουσιαστική συντροπικότητα λειτουργίας της φυλακής υπάρχει εντός της κρατικής κρίσης της δυνατότητας όρασης, με την έννοια της δυσκολίας ελέγχου (υπολογίζω, συμμετροποιώ, προβλέπω, ανταποκρίνομαι) και παρέμβασης επί του φυλακισμένου πληθυσμού. Το βιβλίο δείχνει πώς εντός αυτής της αδυναμίας ορατότητας και χαρτογράφησης παράγεται παρ’ όλα αυτά η πειθαρχία και η διακυβέρνηση της φυλακής.

Όλο αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάποιον ορισμένο προηγούμενο χρόνο υπήρχε μια δυνατότητα γνώσης που πλέον είναι αδύνατον να παραχθεί λόγω αύξησης της πολυπλοκότητας ή της ταχύτητας και της μεταβλητότητας των πραγμάτων και των σχέσεων. Αυτά είναι μεγέθη με έντονη παρουσία, αλλά όμως τα ίδια τα μεγέθη δεν εξηγούν την παρουσία του πράγματος που εξετάζουμε – την κρατική αδυναμία γνώσης και παρέμβασης. Μάλλον, εν προκειμένω για τη φυλακή, πρόκειται για συνθήκη που σχετίζεται με την εγκατάλειψη ύλης κρατικής μέριμνας και πειθαρχίας. Εγκατάλειψη η οποία πηγάζει από το γεγονός ότι η μέριμνα αυτή δεν θεωρείται κρίσιμη για την αναπαραγωγή. Αυτή η συνθήκη δεν πρέπει να ερμηνεύεται με μια (εύκολη) προσφυγή στον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία, όχι μόνο γιατί μια ιδεολογία έχει διαφορικά αποτελέσματα στις πρακτικές των διαφόρων τομέων, αλλά και γιατί αυτή η ίδια η κίνηση της προσφυγής στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού απαιτείται να ερμηνευθεί ως (μια) επίλυση του τρόπου που συμβαίνουν τα πράγματα και υπάρχουν οι διάφορες μορφές πρακτικών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι πολιτικές σωφρονισμού και κανονικοποίησης, οι οποίες αποτελούν την ίδια στιγμή πολιτικές μέριμνας του φυλακισμένου πληθυσμού, δεν αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο των πολιτικών υποταγής, και άρα δεν συνιστούν κρίσιμο στοιχείο της ίδιας της νομιμοποίησης της κρατικής παρουσίας και ενδυνάμωσής της.

Η κρατική αδυναμία και αμηχανία που ανιχνεύει ο συγγραφέας στη φυλακή συναντά την κρατική ευαλωτότητα που παράγεται από αλλού και για άλλους λόγους.

«Το κεφάλαιο (ή μια κρίσιμη πλέον τροπικότητά του [το χρηματιστικό κεφάλαιο]) κινείται με έναν τρόπο που δεν το αφορά η κρατική εγγύηση (που εκφεύγει αυτής) γιατί δεν είναι προαπαιτούμενα ούτε η συναίνεση και οριακά ούτε και η νομιμότητα για να μπορέσει να κινηθεί, να παραχθεί και να συσσωρευτεί. Αν είναι έτσι, και στο βαθμό που το κεφάλαιο κινείται με τέτοιο τρόπο, η οικονομία δεν αποτελεί τόπο εγγυητικής παραπομπής του κράτους στον πληθυσμό. Αντίθετα, οι οικονομικές θεσμίσεις του κράτους στόχο έχουν τη μετατροπή του κοινωνικού σώματος σε χέρσο τόπο ανοιχτών ροών: η οικονομία [ως τόπος κρατικής παρέμβασης], δεν αποτελεί πλέον τόπο παραγωγής συναίνεσης» (Εμμανουηλίδης 2013: 78).

«Όλοι οι εταίροι της οικονομίας, στον βαθμό που αποδέχονται αυτό το οικονομικό παιχνίδι, το οικονομικό παιχνίδι της ελευθερίας, παράγουν μια συναίνεση που είναι πολιτική» (Foucault 2012: 94), χωρίς την εγγυητική παραπομπή του κράτους που δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κύριος τόπος παραγωγής εμπιστοσύνης, και άρα εξουσίας. «Πρόκειται για τη συνθήκη όπου το κράτος πλέον αδυνατεί να κατανοήσει και να ελέγξει τις ροές του κεφαλαίου, καθώς αυτές αδιαφορούν για το κράτος, το παρακάμπτουν ή το διασχίζουν, το διαπερνούν, το δε κεφαλαιακό ρίσκο, ως ανάληψη και επιμερισμός των κινδύνων, το εγγυώνται τα στοιχεία εργασίας και περιουσίας του πληθυσμού, η ίδια του η ζωή. Αυτή η παράκαμψη του κράτους από το χρηματιστικό κεφάλαιο θέτει σε κρίση το κράτος που καταφεύγει στον πληθυσμό και στην εργασία του για τη διατήρηση της ύπαρξής του» (Εμμανουηλίδης ό.π.: 21).[13]

Το κρίσιμο για την αναπαραγωγή του συστήματος μέγεθος της εμπιστοσύνης (που συνδέεται και με την ορατότητα και κρίση επί των πραγμάτων και των σχέσεων) πηγάζει από τον διάσπαρτο, και εκτός κρατικής εγγυητικής προσφυγής, μηχανισμό της χρηματιστικοποίησης. Αυτός ο μηχανισμός, όπως αναλύθηκε από τους Σωτηρόπουλο-Μηλιό-Λαπατσιώρα (2019), αποτελεί ένα κρίσιμο για τον καιρό μας σύστημα κυβερνολογικής εξουσίας το οποίο δια της «συμμετροποίησης»[14] ενοποιεί τα επίπεδα της μικρο- και μακρο- ανάλυσης της εξουσίας με δύο τρόπους: (α) Καθώς αποτελεί την τεχνολογία που εξασφαλίζει τη συγκρισιμότητα των συγκεκριμένων, εξατομικευμένων κινδύνων διαφορετικών τόπων και χρονικοτήτων συνιστά ήδη, με εσωτερικό τρόπο, μια μορφή άσκησης εξουσίας που ενοποιεί τα μικρο- και μάκρο- επίπεδα ανάλυσης: Τεκμαίρεται από το απόσπασμα για τη συμμετροποίηση (βλ. υποσημείωση 14) των Σωτηρόπουλου-Μηλιού-Λαπατσιώρα, ότι ο αναπαραστατικός της χαρακτήρας αποτελεί τεχνική «αναγωγής» της χωροχρονικής διάστασης των συμβάντων (τα οποία συμβάντα αποτελούν στοιχεία διαμόρφωσης της τιμολόγησης των χρηματιστικών αγαθών) στο αριθμητικό ένα της τιμής του χρηματιστικού αγαθού. Δια της συμμετροποίησης συνεπώς, η μη αριθμητική πολλαπλότητα των συμβάντων μετατρέπεται σε μια αριθμητική ενικότητα, η οποία φαίνεται σαν να παρασταίνει μόνο τον ενικό εαυτό του. Η κίνηση από το χάος, από τα διάσπαρτα συμβάντα των κοινωνικών σχέσεων στο στιγμιαίο αριθμητικό ένα της τιμολόγησης του χρηματιστικού αγαθού, αποτελεί κίνηση μιας αέναα στιγμιαίας ενοποίησης των διαφωροποιήσεων. (β) Όμως, η ενοποίηση των βαθμίδων παράγεται και ευθέως στο επίπεδο των πρακτικών, «καθώς το άτομο γίνεται φορέας χρηματοπιστωτικών σχέσεων, και το (δανειζόμενο) νοικοκυριό ισολογισμός με ενεργητικό-παθητικό όπως η επιχείρηση. Τα άτομα και τα νοικοκυριά υπάρχουν σαν το υποκείμενο δικαίου που ενοποιείται με (εντάσσεται στο) κράτος» (Μηλιός 2022).

Πέρα, όμως, από τη διερεύνηση των ευρετικών δυνατοτήτων της κυβερνολογικής τροπικότητας της εξουσίας στην ενοποίηση των βαθμίδων ανάλυσης, για τους στόχους αυτού του κειμένου το κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι: το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί δραστικό σύστημα κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, αλλά αποτελεί τέτοιου χαρακτήρα σύστημα που μόνο εφάπτεται (ή μπορεί και να μην εφάπτεται), αλλά πάντως δεν εντάσσεται στους μηχανισμούς του κράτους ή των υπερεθνικών θεσμών (η διαφοροποίησή τους στο σημείο αυτό δεν έχει σημασία). Κατά τούτο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα παράγει κυβερνησιμότητα η οποία δεν οδηγεί σε μια ολοκληρωμένη διαδικασία κρατικοποίησης. Η συμμετροποίηση των διαφοροποιημένων τοπικών συμβάντων είναι μεταβαλλόμενη και εντοπισμένη χρονικά, με αποτέλεσμα η ίδια η ελλιπούς χαρακτήρα κρατικοποίηση της κυβερνησιμότητας που παράγει να είναι άρρυθμη και επισφαλής. Όμως, από την άλλη, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κράτος αιχμαλωτίζεται πλήρως από τη χρηματιστική μηχανή. Θα ήταν πιο παραγωγικό να ορίσουμε τη σχέση τους ως σχέση διεπαφής (που σημαίνει, ανισομερή προφανώς, προσαρμογή των προδιαγραφών λειτουργίας και κινήσεις εισόδου και εξόδου των δύο όρων της σχέσης)∙ τέτοια σχέση από την οποία το κράτος αντλεί με επισφάλεια, και σε συνεχή διακύμανση, δύναμη ή αδυναμία, και κατά τούτο ορίζεται η ευαλωτότητα του σύγχρονου κράτους.

Διακρίνεται, συνεπώς, μια συνάντηση διαφορετικών γραμμών που έρχονται από τα διακριτά πεδία της ποινικής καταστολής και της οικονομίας, αλλά καταλήγουν στην ίδια μορφή έκφρασης του κράτους, την κρατική επισφάλεια, σε έναν κοινό χαρακτήρα της ισχύουσας πολιτικής οικονομίας δύο διαφορετικών τομέων της κρατικής εξουσίας.

Αν ισχύει η θέση της κρατικής επισφάλειας, ή στον βαθμό που ισχύει καθώς εδώ αναγνωρίζουμε μια τάση, τότε οδηγούμαστε σε μια αντίληψη για το κράτος πέρα από την επιθυμία ή τον φόβο του κρατικού αυταρχισμού ως έκφρασης και τρόπου σύνταξης της κρατικής δύναμης και ισχύος.Ο Κόρος το επισημαίνει και για την περίπτωση της φυλακής, τον κατεξοχήν χώρο όπου το κράτος μπορεί να επιδεικνύει τη δύναμη της απόφασης για άσκηση μονομερών ενεργειών: «Με βάση αυτά τα ευρήματα μπορούμε να πούμε ότι η φυλακή, τουλάχιστον στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να περιγραφεί ούτε μόνο με όρους βίας, αλλά ούτε και με όρους σωφρονισμού» (Κόρος ό.π.: 367). Η επίκληση του σύγχρονου αυταρχικού κράτους είναι μάλλον μια έωλη αναπαραγωγή σχημάτων σκέψης του παρελθόντος, καθώς η έντονη κυριαρχική άσκηση κρατικής εξουσίας αποτελεί τώρα την έκφραση ενός ευάλωτου κράτους, και όχι ενός αυταρχικού κράτους κατόχου ισχυρής ποσότητας δύναμης.

Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η κυρίαρχη και συνήθης εικόνα σκέψης για το αυταρχικό κράτος είναι ίδια ή παρόμοια, είτε το σκεφτόμασταν ως κεϋνσιανό είτε τώρα ως νεοφιλελεύθερο.[15] Ενώ υπάρχουν τόσες ενδείξεις «κρίσης του κράτους»: εγκατάλειψη ύλης ελέγχου και πρόνοιας του πληθυσμού, στοιχεία κρατικής αδυναμίας ελέγχου και διαχείρισης, αλλά και αντίστροφα, από τα κάτω, ελλιπής απεύθυνση ή προσφυγή του πληθυσμού στο κράτος στα όρια της συμβολικής ή πραγματικής απαξίωσής του, και ολοκληρώσεις των υλικών σχέσεων ύπαρξης της κοινωνίας πέραν των ορίων του, παρόλα αυτά συνεχίζουμε να αναγνωρίζουμε θεωρητικά και να ασκούμε κριτική στο κράτος με τον ίδιο συνήθη τρόπο: ως κάτι αυταρχικό, ή αλλιώς – αλλά με την ίδια λογική βάση – ως κάτι ελλιπές που πρέπει να συμπληρωθεί. Μπορεί να μάθαμε από τον Φουκώ ότι «δεν υπάρχει μια πρώτη και θεμελιώδης αρχή Εξουσίας» (Φουκώ 1991: 97), ότι το κράτος είναι μια ολοκλήρωση δυνάμεων και σχέσεων εξουσίας που έρχονται από διάφορα σημεία, αλλά ίσως να βρισκόμαστε πέρα από αυτό το σημείο. Ίσως να είμαστε στο σημείο των διάσπαρτα ελλειπουσών κρατικοποιήσεων των από τα κάτω σχέσεων εξουσίας και δύναμης οι οποίες εκφεύγουν από το κράτος, δεν αναφέρονται σε αυτό και το διαπερνούν.

Η ισχυρή παρουσία αυτών των γραμμών και συνόλων δυνάμεων που εκφεύγουν του κράτους και δεν ολοκληρώνονται σε αυτό, οδηγεί στην κρίση του εξατομικευτικού και ολοκληρωτικού τρόπου άσκησης της δύναμής του. Πέρα από όσα ειπώθηκαν, παραδειγματικά κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να αναγνωρίσουμε το έντονο, αν και μειοψηφικό, αντι-εμβολιαστικό κίνημα που σχηματικά θέλει να υπερασπίσει το ιδιωτικό σώμα έναντι μιας θεωρούμενης εξατομικευμένης ολοκληρωτικής επιβολής του κράτους. Επίσης, πώς αλλιώς μπορούμε να διαβάσουμε την αδιανόητη για το παρελθόν πρόσφατη άρνηση των ατόμων να απογραφούν στο κράτος, να δεχθούν να υπαχθούν στη στατιστική του κράτους-έθνους για το οποίο φαντάζομαι ότι, την ίδια στιγμή, θα νιώθουν ηλιθιωδώς υπερήφανοι. Κι ακόμη περισσότερο, από τη θέση της κρατικής ευαλωτότητας θα μπορούσε να ξεκινήσει μια ανάλυση για την ιδιαίτερη μορφή της πολιτικής κυβερνολογικής του καιρού μας και τη δυναμική τού, μάλλον λανθασμένα ονομαζόμενου, μεταφασιστικού φαινομένου.

Αναφέρθηκα σε προηγούμενο σημείο στη φυλακή ως περιθωριακό κοινωνικό πεδίο, υπονοώντας μια μετατόπιση της κρισιμότητας της θέσης του στο εξουσιαστικό διάγραμμα. Αυτό το κείμενο δεν μπορεί παρά να εκφέρει αφοριστικά αυτή την κρίση, παρόλο που μπορεί να προκύπτει από την προηγούμενη ανάλυση. Το κοινωνικό σώμα δεν είναι ένα «αρχιπέλαγος των φυλακών»[16] καθώς η λογική της σωφρονιστικής κανονικοποίησης δεν διαχέεται σε όλο το σώμα. Σε αντίθεση με ό,τι έγραφε ο Φουκώ στα 1975 (για μια άλλη εποχή), η φυλακή δεν είναι ένα κοινό «σημαινόμενο που κυβερνά το σχολείο, το δικαστήριο, το άσυλο» (Φουκώ 1989: 399), το νοσοκομείο, την εργατούπολη, το εργοστάσιο.[17] Και κατά τούτο, η φυλακή δεν αποτελεί μια παραδειγματική μορφή έκφρασης, ή αλλιώς, δεν είναι ο παραδειγματικός τομέας του κράτους (ούτε αντιστοίχως το εργοστάσιο ως «φύτρα αγωγής», ούτε το νοσοκομείο ως τόπος θεραπείας), όσο κι αν ακόμη (τόσο καιρό «μετά») θέλουμε να είναι έτσι για να εξάγουμε με ευκολία την καθαρότητα μιας μάχης.

Συνεπώς, η φυλακή και οι αγώνες γι’ αυτήν, δεν έχουν πλέον παραδειγματικό χαρακτήρα, κι ας αποτελούν έναν τόπο του ισχύοντος εξουσιαστικού διαγράμματος. Τώρα, ο παραδειγματικός, ο κατεξοχήν παραβάτης, δεν είναι ο παραβάτης του νόμου, αλλά ο παραβάτης των εθνικών συνόρων. Και αυτή η παράβαση δεν οδηγεί στη φυλακή, αλλά στις δολοφονικές τακτικές επαναπροώθησης ή στα στρατόπεδα «υποδοχής» μεταναστών. Εδώ η άσκηση της (τρανς)κρατικής εξουσίας βρίσκει τη συνάντησή της με άλλα θεμελιώδη σημεία του εξουσιαστικού διαγράμματος.

Αλλά παρόλα αυτά από την ίδια την υποβάθμιση της φυλακής, από αυτό το παραμελημένο άκρο, ίσως μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την παρούσα κατάσταση του συστήματος εξουσιών. Διάβασα είναι αλήθεια μεροληπτικά αυτό το βιβλίο που ερευνά τη φυλακή με έναν μη αναμενόμενο τρόπο, εισάγοντας ένα απροσδόκητο και στον τρόπο της εξουσίας εκεί που θεωρούμε δεδομένη την κρατική δύναμη άσκησης πειθαρχικής εξουσίας, προκειμένου να εξάγω το πλεόνασμα που παρέχει και να υπερβώ τα όρια της θεματικής του, ώστε να θίξω το ζήτημα της κρατικής μορφής με χοντροκομμένο, έστω, και σχηματικό τρόπο. Ο στόχος ήταν να θέσω μέσα από μερικά, λιγοστά ίσως στοιχεία, τα οποία όμως έρχονται από πολλές μεριές και με ισόμορφο τρόπο, το αίτημα της ανασυγκρότησης των νοητικών κανόνων βάσει των οποίων αναγνωρίζουμε το κράτος. Γιατί το κράτος δεν αποτελεί αχρονική, απρόσβλητη μορφή, αλλά ιστορική. Επαναλαμβάνοντας και διαφοροποιώντας μια προηγούμενη πρόταση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κράτος είναι εντέλει μια επισφαλής προκύπτουσα επίλυση, αν και το μέγεθος της επισφάλειας κρύβεται από τη δύναμη αδράνειας της παγιωμένης του μορφής. Η αναφορά στην επισφάλεια θέλει να δείξει τον τρωτό και εξωγενή χαρακτήρα της διατήρησης της δύναμης και της μορφής του κράτους. Εξάλλου η άρθρωση της κεφαλαιακής σχέσης με τη μορφή και λειτουργία του κυρίαρχου έθνους-κράτους είναι ιστορικής και όχι λογικής τάξης.

Βιβλιογραφία

Balibar, Ε. (2010), «Φουκώ και Μαρξ. Το διακύβευμα του νομιναλισμού», σε Ο φόβος των μαζών. Σπινόζα, Μαρξ, Φουκώ, Αθήνα: Πλέθρον, 91-126.

Βεν, Π. (2008), «Ο Μ. Φουκώ φέρνει την επανάσταση στην ιστοριογραφία», σε Βεν, Π. Π. Βιλλάρ κ.ά., O Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Αθήνα: Νήσος, 59-124.

Bryan, D. και Μ. Rafferty (2006), «Το χρήμα στον καπιταλισμό ή το καπιταλιστικό χρήμα;», Θέσεις, τ. 97: 49-74.

Deleuze, G. (1992), «What is a dispositif?», σε Armstrong, Τ. (ed.), Michel Foucault: Philosopher, Hemel Hempstead: Harvester Wheatsheaf, 159-168.

Deleuze, G. (1995), «Life as a Work of Art», σε Negotiations 1972-1990, Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 94-101.

Deleuze, G. (2005), Φουκώ, Αθήνα: Πλέθρον.

Deleuze, G. (2005α), «Επιθυμία και ηδονή» [σημειώσεις του Ντελέζ για τον Φουκώ, 1977], σε Φουκώ, Αθήνα: Πλέθρον, 229-244.

Eμμανουηλίδης, Μ. (2013), «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος», σε Εμμανουηλίδης, Μ. και Α. Κουκουτσάκη, Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: Futura, 15-100.

Eμμανουηλίδης, Μ. (2020), «Άνθρωποι-ζώα, κράτη και μηχανές που έρχονται από έξω. Ομολογίες ιού και χρηματιστικού κεφαλαίου», Θέσεις, τ. 152: 15-52.

Foucault, M. (2001), «Lives of Infamous Men» [1977], σε Faubian, J. (ed.), Power (The Essential Works of Foucault, 1954-1984, Vol. 3), Νέα Υόρκη: The New Press, 157-175.

Foucault, M. (2002), Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, Αθήνα: Ψυχογιός.

Foucault, M. (2005), The Hermeneutics of the Subject. Lectures at the Collège de France,
1981–1982
, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan.

Foucault, M. (2007), «What Our Present Is?», σε The Politics of Truth, Λος Άντζελες: Semiotext(e), 129-143.

Foucault, M. (2012), Η γέννηση της βιοπολιτικής, Αθήνα: Πλέθρον.

Foucault, M. (2016α), Τι είναι Κριτική;, Αθήνα: Πλέθρον.

Foucault, M. (2016β), «Omnes et Singulatim: Προς μια κριτική του “πολιτικού ορθολογισμού”», Σύγχρονα Θέματα, τ. 134-135: 193-207.

Κακολύρης, Γ. (2018), «Ο Φουκώ για την κυβερνολογική. Για το βιβλίο: Μισέλ Φουκώ, Φυλακή/Κυβερνολογική: δύο κείμενα», Σύγχρονα Θέματα, τ. 142: 83-86.

Κόρος, Δ. (2017), «Για τον μαρξισμό, την αποτυχία της φυλακής και την κυβερνολογική», επίμετρο σε Φουκώ, Φυλακή/Κυβερνολογική: δύο κείμενα, Θεσσαλονίκη: Ακυβέρνητες πολιτείες, 89-138.

Κόρος, Δ. (2020), Η πειθαρχία και τα όριά της στην ελληνική φυλακή, Αθήνα: Νήσος.

Μαρξ, K. (1978), Το Κεφάλαιο, τ. 1ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μηλιός, Γ. και Δ. Π. Σωτηρόπουλος (2011), Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, Αθήνα: Νήσος.

Μηλιός, Γ. (2022), «Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον γράφοντα», [15.1.2022].

Ντελέζ, Ζ. (2019), Διαφορά και επανάληψη, Αθήνα: Εκκρεμές.

Protevi, J. (2009), «What does Foucault think is New about Neoliberalism?», Pli, τ. 21: 1-25. [final draft: http://www.protevi.com/john/Foucault_28June2009.pdf].

Σωτηρόπουλος, Δ.Π., Γ. Μηλιός και Σ. Λαπατσιώρας (2019), Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: angelus novus.

Φουκώ, M. (1989), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππα.

Φουκώ, M. (1989α), Ιστορία της σεξουαλικότητας, τ. 2: Η χρήση των απολαύσεων, Αθήνα: Ράππα.

Φουκώ, M. (1991), «Δύο δοκίμια για το υποκείμενο και την εξουσία», σε Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα: Ύψιλον, 75-100.

Φουκώ, M. (1992), Ιστορία της σεξουαλικότητας, τ. 3: Η μέριμνα για τον εαυτό μας, Αθήνα: Ράππα.

Φουκώ, M. (2020), Για την κυβέρνηση των ζωντανών. Μαθήματα στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1979-1980, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Φουρτούνης, Γ. (2009), «Η απορία του υποκειμένου: Φουκώ, Αλτουσέρ, Μπάτλερ», Σύγχρονα Θέματα, τ. 106: 51-58.


[1] Πρώτη δημοσίευση, Θέσεις, τ. 159 (2022): 85-108.

[2] Στην Ελλάδα η κυβερνολογική (κυβερνησιμότητα, κυβερνητότητα, κυβερνοτροπία) έγινε γνωστή από τη δημοσιολογική και πολιτική της χρήση λίγο πριν και στους πρώτους μήνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015, ως δήλωση και επιθυμία μιας αριστερής κυβερνησιμότητας, για να χαθεί σύντομα από τον δημόσιο λόγο, με τις εξαιρέσεις του Κ. Δουζίνα και του Σ. Γουργουρή («Preliminary Thoughts on Left Governmentality», Critical Times, 1.1: 99–107, 2018). Εντός αυτής της λογικής, εκδόθηκε πρόσφατα ο συλλογικός τόμος: Δουζίνας, Κ. και Μ. Μπαρτσίδης (επ.), Αριστερή Κυβερνησιμότητα. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, Αθήνα: Νήσος, 2021.

Η αναλυτική χρήση της έννοιας είναι μάλλον περιορισμένη. Οι Μηλιός-Σωτηρόπουλος (2011) και Σωτηρόπουλος-Μηλιός-Λαπατσιώρας [2013] (2019) την χρησιμοποίησαν στην ανάλυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Α. Αθανασίου έκανε «ανοιχτή» χρήση της στο: Η κρίση ως “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” (2012), και την έχει αναφέρει στην εισαγωγή του: Μπάτλερ, Τ., Ευάλωτη Ζωή (2009). Βλ. επίσης, και το Εμμανουηλίδης (2013). Για τη μεθοδολογική διαπραγμάτευση της έννοιας, βλ. Κόρος (2017) και Κακολύρης (2018). Από όσο μπόρεσα να ελέγξω, η πρώτη αναφορά στον όρο ίσως έγινε στην εισαγωγή με υπογραφή Flesh Machine των μεταφράσεων δυο σεμιναρίων του Φουκώ που κυκλοφόρησαν το 2007 σε φωτοτυπημένα αντίτυπα με τίτλο Βιοπολιτική Ασφάλεια και η Γέννηση της Αστυνομίας.

[3] Είναι κρίσιμο ότι ο Ντελέζ αναγνωρίζει μια «επιπλέον δυναμική της δύναμης σε σχέση με το διάγραμμα που υπάγεται» η οποία είναι αυτή που αναστατώνει τα εξουσιαστικά διαγράμματα. Η επιπλέον δυναμική της υπαγόμενης στο διάγραμμα δύναμης αποτελεί το μη διαστρωματικό στοιχείο, την α-μορφική δύναμη του έξω (βλ. σχ. Deleuze 2005: 149, 152). Αυτό το α-μορφικό και μη-ήδη-καθορισμένο στοιχείο αναδιατάσσει τη θέση των αντιστάσεων στο εξουσιαστικό διάγραμμα ορίζοντάς τες ως μη-καθρεφτισμένες σε αυτό. Αυτή η τοποθέτηση των αντιστάσεων οδηγεί και στη θέση ότι κάθε αντίσταση στο διάγραμμα δεν αποτελεί στοιχείο αναταραχής του διαγράμματος.

Όπως θα δούμε παρακάτω, με την κυβερνολογική, η κίνηση του έξω προς τη συγκρότηση του μέσα νοείται πλέον ως πτύχωση (για το ζήτημα αυτό, βλ. και Εμμανουηλίδης 2020: 24-26, 33).

[4] Βλ. ιδίως το συμπληρωματικό χειρόγραφο του μαθήματος της 21.3.79 (Foucault 2012: 241-242). Σε αυτά τα στοιχεία της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής βρίσκεται το σκάνδαλο, αλλά και η παρανάγνωση της γοητείας που θεωρείται ότι ασκεί ο νεοφιλελευθερισμός στον Φουκώ.

[5] Για το θέμα, βλ. και Φουκώ (1989α: 34-42) όπου εκθέτει συμπυκνωμένα τη μέθοδο της διπλής όψης των διαδικασιών υποκειμενοποίησης.

[6] Με αυτή την έννοια, η μέθοδος του Φουκώ παραμένει, μόνο κατά ένα μέρος πια, ντελεζιανή, σύμφωνα με το προαναφερθέν σημείο: «Τέσσερις όροι είναι συνώνυμοι: Υλοποίηση, διαφωροποίηση, ολοκλήρωση και επίλυση. Κάθε διαφωροποίηση είναι μια τοπική ολοκλήρωση ή μια τοπική λύση η οποία στη συνέχεια συνδέεται με άλλες στη γενική λύση ή την καθολική ολοκλήρωση» (Ντελέζ 2019: 300). Κατά ένα μέρος, στον βαθμό που μετά τη μετατόπιση του ύστερου Φουκώ από τη μέθοδο του διαγράμματος, το ζήτημα της γενικής λύσης είναι υπό αίρεση ή τίθεται με άλλους όρους (βλ. σχ. Balibar 2010: 104 και Deleuze 2005α: 242-244).

Δεν θέτουμε το θέμα της συναρμογής ή της αρχής ενοποίησης στον Φουκώ, καθώς η εύκολη διαπραγμάτευσή του (και μετά την παγκόσμια εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας) αποτελεί λαβή για μια ράθυμη διανοητικά παραμονή σε μια θέση του κράτους (και των αντι-καθρεφτισμένων σε αυτό αντιστάσεων) η οποία είναι εγκαταλειμμένη.

[7] Το ερευνητικό σχέδιο του Φουκώ, όπως μπορεί να κριθεί αν το δούμε σε μια λεπτομερή ανασυγκρότησή του, είχε μεγαλύτερη ενότητα από ό,τι μπορεί να δείξει μια επιδερμική, αλλά πολιτικά φορτισμένη, ανάλυση που βλέπει στον ύστερο Φουκώ την απομάκρυνση από το ζήτημα των συλλογικών δυνάμεων και την επιστροφή στο Υποκείμενο. Όπως προαναφέραμε, η εισαγωγή της κυβερνολογικής συνιστά μετατόπιση ως συνέπεια αναποδογυρίσματος, και όχι εγκατάλειψη της διαγραμματικής λογικής της εξουσίας. Έτσι, ίσως να αποτελεί έκπληξη για όσους-ες θέλουν να βλέπουν έναν διαχωρισμένο Φουκώ, η επιθυμία που διατύπωσε στα 1981 να επιστρέψει σε μια ανάλυση του πολέμου (μετά τα όσα λίγα, αλλά σημαντικά είχε γράψει στις διαλέξεις Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, 1975-76): «Και αν ο Θεός μου χαρίσει ζωή, μετά την τρέλα, την ασθένεια, το έγκλημα, τη σεξουαλικότητα, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να μελετήσω θα ήταν το πρόβλημα του πολέμου και του θεσμού του πολέμου σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει στρατιωτική διάσταση της κοινωνίας. […] Τι κάνει ένα έθνος να έχει το δικαίωμα να ζητήσει από κάποιον να πεθάνει γι’ αυτό;» (Foucault 2007: 143). Η αντίληψη της της ενότητας του ερευνητικού του σχεδίου δεν διαγράφει τη δύναμη και τον πλούτο των εντάσεων των διαφορετικών γραμμών που δημιουργήθηκαν στην πορεία του.

[8] Ας πω με την ευκαιρία, ότι για τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης κρίσιμα είναι τα προβλήματα που ανέδειξε η Μπάτλερ στο Ψυχική ζωή της εξουσίας (2009)(βλ. και Φουρτούνης 2009), εκτός αν παρακαμφθούν από τον Φουκώ του Ντελέζ.

Σε όλη αυτή την παρέκβαση κυκλοφορεί η ντελεζιανή παραγωγή για τον Φουκώ, όχι μόνο σαν μια γραμμή που υποβαστάζει ό,τι γράφω για το θέμα, αλλά γιατί νομίζω ότι το φουκιανό ερευνητικό σχέδιο από την δεκαετία του ’70 και έπειτα αποτελούσε και μια συνεχή, κρυφή συνομιλία και απάντηση στον Ντελέζ.

[9] Όπως ρητά αναφέρεται στο βιβλίο (Κόρος 2020: 39), το ζήτημα των αντι-διαγωγών και των εξεγέρσεων είναι εκτός του αντικειμένου του.

[10] «Έχουμε λοιπόν ένα ιδιαίτερο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο: σε εγρήγορση μεν (ως προς την ανάγκη να επιδείξει την κατάλληλη διαγωγή), αλλά καταδικασμένο στην αδράνεια» (Κόρος ό.π.: 386). Πρόκειται για το αντι-παραγωγικό παράγωγο της γενικής νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, το οποίο δεν ανιχνεύεται μόνο εντός της φυλακής.

[11] «Στο πλαίσιο αυτό, η πειθαρχική συμμόρφωση έχει το νόημα αυτού που ο Weber ονομάζει υπακοή, η οποία “σημαίνει: ότι το πράττειν του υπακούοντος εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο ως εάν να έχει καταστήσει το περιεχόμενο της διαταγής χάριν της ιδίας, αρχή της συμπεριφοράς του, και μάλιστα απλώς χάριν της τυπικής σχέσης υπακοής, χωρίς συμπερίληψη της δικής του άποψης περί αξίας ή απαξίας της διαταγής”. Έχουμε δηλαδή όχι το ηθικό υποκείμενο, αλλά το πειθαρχικό και κυβερνολογικό υποκείμενο, πειθαρχικό γιατί πρέπει να υπακούει και να παρουσιάζει την κατάλληλη για την επίτευξη των σχετικών προνομίων διαγωγή και κυβερνολογικό, καθώς κατασκευάζεται, όπως ειπώθηκε παραπάνω, ως ένα πεδίο πρωτοβουλιών και αυτο-διακυβέρνησης, πέρα από τη διχοτομική προσέγγιση περί ελευθερίας και καταναγκασμού, συναίνεσης και καταπίεσης. Αυτή η κρατική αδυναμία διαχείρισης των πραγμάτων του επιφέρει, με τη συχνότατη πρακτική της ψήφισης διατάξεων για την εφάπαξ διαγραφή των πειθαρχικών ποινών, μια απο-πειθαρχοποίηση της φυλακής» (Κόρος: 379).

[12] Σύμφωνα με τον συγγραφέα: «Δεν πρόκειται για μια νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική [της φυλακής] που επικουρεί την πειθαρχία, εμψυχώνοντας το υποκείμενο που, σε καθεστώς ελευθερίας των επιλογών, θα μπορέσει να γίνει ηθικό – οπότε η ποινή θα είχε ως σκοπό την αναμόρφωση – ούτε μια σωφρονιστική συνθήκη όπου ο κρατούμενος θα αναπτύξει μόνος του, με ιδιωτική πρωτοβουλία (enterprise) την επανακοινωνικοποίησή του, μέσα από ένα σύνολο δοθεισών» (Κόρος, 2019: 378).

[13] Το απόσπασμα αυτό υποβάσταζε η εργασία για την χρηματιστικοποίηση των Μηλιός-Σωτηρόπουλος (2011), καθώς και των D. Bryan και P. Rafferty (ενδεικτικά: 2006).

[14] Η συμμετροποίηση αποτελεί την τεχνολογία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που εξασφαλίζει τη συγκρισιμότητα των συγκεκριμένων, εξατομικευμένων συγκεκριμένων κινδύνων: «Οι αγορές παραγώγων διαμορφώνουν τη διάσταση του αφηρημένου κινδύνου, επιβάλλοντας τη συμμετρία (ένα κοινό μέτρο σύγκρισης) των διαφόρων συγκεκριμένων κινδύνων και καθιερώνοντας μια αντικειμενική μέτρησή τους» (Σωτηρόπουλος-Μηλιός-Λαπατσιώρας 2019: 304) «Εξαιτίας της παρέμβασης της ιδεατής ανταλλαγής του παραγώγου με χρήμα, ένας συγκεκριμένος και ιδιαίτερος κίνδυνος μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ίδιος με οποιονδήποτε άλλο. Επομένως, οι αγορές παραγώγων ορίζουν τη διάσταση του αφηρημένου κινδύνου, καθιστώντας όλους τους συγκεκριμένους κινδύνους σύμμετρους. Η μορφή του αφηρημένου κινδύνου είναι ο κίνδυνος που αποτιμάται σε αξία, δηλαδή σε χρήμα. Ο αφηρημένος κίνδυνος είναι ο μεσολαβητικός παράγων που επιτρέπει σε όλους τους συγκεκριμένους κινδύνους να καταστούν κοινωνικοί και σύμμετροι, επομένως συγκρίσιμοι μεταξύ τους» (ό.π.: 143-144).

[15] Η επίκληση της αυταρχικότητας του κράτους αποτελεί κομβικό περιγραφικό στοιχείο πολλών διαφορετικών, θεωρητικών και πολιτικών, προσεγγίσεων του σύγχρονου κράτους σε σχέση με την οικονομική και βιολογική κρίση, αλλά και πριν από αυτές. Αλλά η επίκληση αυτή αποτελεί περισσότερο σύμπτωμα διαψευσμένων προσδοκιών ή αυτοεκπληρούμενων προφητειών κρατικής κυριαρχικότητας και φασιστικοποίησης, το οποίο αναδεικνύει την ίδια την απαίτηση ανάλυσης της θέσης και της λειτουργίας του σύγχρονου κράτους, παρά μιλά πραγματικά γι’ αυτές.

[16] Για την έννοια του αρχιπελάγους των φυλακών, βλ. Φουκώ (1989: 395, 397-401).

[17] Αυτή η τάση αναγνωρίστηκε τόσο νωρίς από τον Ντελέζ, το 1990, βλ. Deleuze (1992).

Κλασσικό