του Άκη Γαβριηλίδη
ο Φουκώ τονίζει ότι ούτε η δομή ούτε ο σκοπός ενός λόγου αρκούν για να εντοπίσουμε αν είναι παρρησιαστικός, ότι η παρρησία είναι «ένας τρόπος να λέγεται η αλήθεια». Η ιδιαιτερότητα αυτού του τρόπου μπορεί να έρθει στο φως μόνο με την εστίαση στο υποκείμενο του λόγου, κάτι που σημαίνει επίσης στη σχέση του με αυτόν στον οποίο απευθύνεται, στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αληθολογία στον ακροατή και, κατ’ επέκταση, στις συνέπειές της για τον ίδιο τον ομιλητή. Η αλήθεια που λέγεται είναι μια αλήθεια που μπορεί να πληγώσει ή να εξεγείρει τον ακροατή, να προκαλέσει το θυμό ή ακόμη και την έχθρα του. Η παρρησία συνίσταται επομένως στην ανάληψη μιας διακινδύνευσης που κυμαίνεται από την καταστροφή της σχέσης με αυτόν στον οποίο απευθύνεται ο λόγος μέχρι τον θάνατο του ίδιου του ομιλητή. (…) Η παρρησία συνεπώς είναι μια πράξη θάρρους. Ωστόσο υπάρχει ή, μάλλον θα πρέπει να υπάρχει θάρρος και από την πλευρά του ακροατή: το θάρρος να ακούσει την αλήθεια και να είναι έτοιμος «να τη δεχτεί».
Ιακώβου (2019), σ. 176
Λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Ζακ, στις 19 Μαΐου 2018, είχε σημειωθεί στη Θεσσαλονίκη ακόμη ένα περιστατικό σωματικής βίας με ρατσιστικά/ ανδροκρατικά χαρακτηριστικά: τη μέρα εκείνη, («επέτειο της ποντιακής γενοκτονίας»), οργανωμένη ομάδα παρακρατικών, υπό την ανοχή –ή την εκ των υστέρων λεκτική απλώς διαφοροποίηση- του μεγαλύτερου μέρους του λεγόμενου «οργανωμένου ποντιακού χώρου», επιτέθηκε εναντίον του τότε δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη και τον ξυλοκόπησε (Γαβριηλίδης 2018β).
Η επίθεση αυτή είχε σαφώς μία έμφυλη διάσταση. Όχι μόνο λόγω της εμφανούς ομοκοινωνικότητας που χαρακτήριζε την αγέλη η οποία την οργάνωσε και την εκτέλεσε με (παρα)στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία. Όχι μόνο λόγω της λεκτικής κακοποίησης η οποία συνόδευσε και προετοίμασε τη σωματική, και η οποία περιλάμβανε όλο το γνωστό ρεπερτόριο της ομοφοβικής ακροδεξιάς, έχοντας σε προέχουσα θέση τις κατηγορίες «παλιοεβραίε», «παλιόπουστε» (Κουκουμάκας 2019). Μια πιο ουσιαστική σύνδεση υπήρξε το ότι, κατά τις μέρες που προηγήθηκαν της επίθεσης, κυκλοφόρησε επίμονα η φήμη ότι ο Μπουτάρης είχε δώσει άδεια να πραγματοποιηθεί gay pride την ίδια μέρα για να μειώσει την εκδήλωση μνήμης της γενοκτονίας και να αποδυναμώσει το μήνυμά της.
«Σήμερα τους γκέι τους έφερε ο ξεφτίλας; (…) Να φύγει (…) Έφερε τους γκέι, τη μνήμη δεν τη σεβάστηκε», υποστήριξε στην απολογία του ότι φώναξε μόλις είδε τον Μπουτάρη ένας από τους δράστες, ένας 59χρονος που δηλώνει αντιπρόεδρος ποντιακού συλλόγου στον Λαγκαδά (ό.π.) [1].
Η επίμονη, σε βαθμό κωμικότητας, χρήση του ρήματος «έφερε», επιβεβαιώνει τη συνωμοτική αντίληψη μέσα από την οποία κατανοούν την κοινωνική δράση οι τραμπούκοι. Λες και οι γκέι, ή –σε άλλες περιπτώσεις- οι πρόσφυγες, ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα, εάν βρίσκονται κάπου, δεν είναι δυνατό να ήρθαν μόνοι τους, με δική τους απόφαση· κάποιος πρέπει να τους κουβάλησε. (Από κάπου αλλού, προφανώς, διότι μεταξύ των Θεσσαλονικέων, ή/ και των Ποντίων, δεν μπορεί να υπάρχουν γκέι).
Αυτό, όμως, δείχνει ότι το βίαιο ξέσπασμα της τραυματισμένης/ μπλοκαρισμένης αρρενωπότητας είχε ανάγκη από διεγερτικά, από συμπληρώματα. Και το καλύτερο διεγερτικό είναι η αίσθηση του μυστικού, του παρασκηνίου, των λαθραίων (υπο)κινήσεων: αυτό που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας δεν είναι όλα όσα συμβαίνουν· υπάρχει και κάτι άλλο από πίσω του, κρυμμένο, που το προκαλεί.
Ο Γιάννης Μπουτάρης είχε κατ’ επανάληψη δημόσια εκφράσει τις απόψεις του για ζητήματα μνήμης, και ειδικότερα για το παρελθόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων –σωστές ή λάθος, κατά την κρίση του καθενός-, και επίσης στην πράξη είχε πολιτευτεί με ξεκάθαρο τρόπο, που αναδείκνυε το πολυπολιτισμικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, φαίνεται ότι η αυτενέργεια, η παρρησία και η δημοσιότητα αιφνιδιάζουν και αποσυντονίζουν όποιον ταυτίζει την πολιτική δράση με την αποκάλυψη συνωμοσιών. Για να πειστούν οι άντρακλες Πόντιοι ότι ο Μπουτάρης είναι πολύ κακός και επιτρέπεται/ επιβάλλεται να τον πατάξουμε, δεν τους ήταν αρκετά όσα βρίσκονταν σε κοινή θέα, μπροστά στα μάτια και τα αυτιά τους, όσο «φιλοκεμαλικά» και «εθνοπροδοτικά» και να ακούγονταν: είχαν ανάγκη και από ένα «κρυφό» συμπλήρωμα, κάτι που να συνδέεται με παρασκηνιακές κινήσεις. Και τι πιο κατάλληλο προς τούτο από τη σύνδεση με όλους όσους παραδοσιακά μηχανορραφούν κατά του έθνους: τους Εβραίους, τους Τούρκους και τους πούστηδες. Αυτό μάλιστα, τεκμηριώνει την κατηγορία της «πρόκλησης». Άλλωστε, κάθε μέρα –πολλές φορές τη μέρα- τα δελτία ειδήσεων έχουν παβλοφικά και προνομιακά συνδέσει στο μυαλό μας το επίθετο «τουρκικός/-ή/-ό» με το ουσιαστικό προκλητικότητα. Μια ιδιότητα που πυροδοτεί τόσο την επιθετικότητα, όσο και τη σεξουαλικότητα –ή τη μία στη θέση της άλλης. Όπως δείχνει και το γεγονός ότι η ίδια λέξη αποτελεί την αγαπημένη δικαιολογία όλων των βιαστών: «το θύμα προκαλούσε».
Νομίζω ότι υπάρχει μία αναλογία με τον τρόπο με τον οποίο εκλύθηκε –και εκλογικεύθηκε- η δολοφονική βία στην περίπτωση του Ζακ. Μόνο που εκεί η «πουστιά» ήταν, αντίστροφα, το (υπερβολικά) προφανές και όχι το κρυμμένο στοιχείο: ο Ζακ όχι μόνο ήταν γκέι και παρενδυτικός, αλλά ήταν ανοιχτά γκέι και παρενδυτικός. Αυτή η ανοικτότητα ήταν αδύνατο να γίνει ανεκτή από τους ομοφοβικούς: τους βραχυκύκλωνε, τους χαλούσε το σενάριο και τους στερούσε ένα ενδιάμεσο στάδιο, το όπλο της «αποκάλυψης» και του διασυρμού. Αυτός ο αιφνιδιασμός και η προκαταβολική ακύρωση του σαδομαζοχιστικού παιχνιδιού ακύρωνε και τη δυνατότητα τιθάσευσης και σημειοδότησης της επιθετικότητας και των αρνητικών συναισθημάτων, της σύνδεσής τους με μία επιτέλεση έστω ταπεινωτική, αλλά μέσα στο Συμβολικό, και έτσι δεν άφηνε στο μίσος παρά μόνο το πέρασμα στην πράξη[2]. Το οποίο όμως, και εδώ, είχε ανάγκη ένα συμπλήρωμα «απαραδέκτου» που να καλείται να εκλογικεύσει εκ των υστέρων –στους άλλους και στον εαυτό μας- τη δολοφονία: ο Ζακ ήταν όχι μόνο γκέι και παρενδυτικός, αλλά επιπλέον ναρκομανής και κλέφτης (της απόλαυσής μας)· προσέβαλλε όχι μόνο τα χρηστά ήθη αλλά και την ιερή ιδιοκτησία.
Βεβαίως, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ίσχυε, όπως δεν ίσχυε και ότι ο Μπουτάρης «έφερε τους γκέι»· αλλά για κάποιο λόγο η δολοφονική επιθετικότητα είχε ανάγκη αυτή τη σκηνοθεσία και αυτή την επινόηση για να λειτουργήσει: «χειροδικούμε εναντίον του όχι γι’ αυτά που φανερώνει, αλλά γι’ αυτά που κρύβει».
Ασχέτως τούτου, όμως, ο συγκεκριμένος τρόπος που επιλέχθηκε για να προστεθεί αυτό το πλεόνασμα συνωμοτικότητας στην όχι επαρκώς αδιαφανή στάση του Μπουτάρη, εγείρει ακόμη ένα ενδιαφέρον ερώτημα: γιατί άραγε οι Πόντιοι να εκλαμβάνουν ως ασέβεια την παρουσία των γκέι;
Θεωρητικά, η «ημέρα της γενοκτονίας» έχει καθιερωθεί για να τιμήσει την καταπάτηση των δικαιωμάτων και, τελικά, την εξόντωση μιας μειονότητας στο παρελθόν· θα έπρεπε, ή πάντως θα μπορούσε, να είναι μια αφορμή για την καταδίκη της μισαλλοδοξίας και την εξύμνηση της πολλαπλότητας και της συνύπαρξης. Η κινητοποίηση μιας άλλης μειονότητας για να διασφαλίσει το σεβασμό των δικαιωμάτων της σήμερα, δεν είναι απαραίτητο, ούτε αυτονόητο να βιωθεί ως απειλή. Θα μπορούσε να βιωθεί ως κάτι συμβατό και συμπληρωματικό προς την πρώτη κινητοποίηση, ως κάτι που να γεννά αλληλεγγύη. Και όμως, όχι: εν προκειμένω βιώθηκε ως κάτι που αποσπά την προσοχή από εκεί που πρέπει να είναιστραμμένη, ως κάτι ανταγωνιστικό προς τους Ποντίους στην «αγορά του οίκτου» –μια αγορά με πεπερασμένες διαστάσεις, όπου όποιος/α τοποθετείται και καταλαμβάνει έναν χώρο, στερεί ισόποσο χώρο από όλους/ες τους/τις άλλους/άλλες (Τερραί, 2011).
Η απόπειρα λυντσαρίσματος του Μπουτάρη, και οι χλιαρές έως ανύπαρκτες αντιδράσεις σε αυτήν, δείχνουν ότι αυτό που ενοχλεί τους τιμώντες τη μνήμη δεν είναι η μισαλλοδοξία γενικώς, αλλά η μισαλλοδοξία που στρέφεται μόνο ενάντια σε όσους, για κάποιο λόγο, θεωρούμε «δικούς μας»· μόνο όταν θίγει την κοινότητά μας. Η δική μας μισαλλοδοξία ενάντια σε όσους ανήκουν σε άλλες κοινότητες –ή, ακόμα χειρότερα, δεν θέλουν να ανήκουν σε καμία κοινότητα- είναι αποδεκτή και επιβεβλημένη[3].
Το γεγονός όμως ότι μία δημόσια επιτέλεση που υπονομεύει τον δυισμό, που σχετικοποιεί την καθαρότητα και τη στεγανότητα των έμφυλων διακρίσεων, ερεθίζει τους Ποντίους, δεν έχει μόνο να κάνει με το ότι η πρακτική αυτή τους είναι ξένη. Όπως συχνά συμβαίνει, έχει εξίσου να κάνει με το ότι τους είναι οικεία· την έχουν χρησιμοποιήσει και οι ίδιοι στο παρελθόν, εν πολλοίς δε συνεχίζουν να την χρησιμοποιούν και τώρα. Η ομοφοβία τους είναιταυτόχρονα ομοιοφοβία.
Όπως έχω ισχυριστεί εδώ και χρόνια (Γαβριηλίδης 2014· πρβλ. επίσης Παπαζαχαρίου, 1984 & 2019), oι Πόντιοι, μέχρι σχετικά πρόσφατα, πριν λίγες μόλις δεκαετίες, ήταν «Πόντιοι στην ντουλάπα». Ή έστω στο σπίτι: στην Εύξεινο Λέσχη, στο «Κορτσόπον» ή άλλα αντίστοιχα νυχτερινά κέντρα («κεμεντζεδομάγαζα», κατά το μπουζουκομάγαζα), στις αίθουσες διδασκαλίας και δημόσιας εκτέλεσης ποντιακών χορών κ.ο.κ. Το ότι βγήκαν και διεκδίκησαν, μέχρι που επέβαλαν στο ελληνικό κράτος, να τιμάται ανοιχτά και επίσημα η «μνήμη της γενοκτονίας», για τους Ποντίους είναι το δικό τους coming out, το δικό τους pride parade. Δεν υπάρχει λοιπόν χώρος για να γίνει και άλλο την ίδια μέρα, φτάνει ένα.
Στο σημείο αυτό, καλό είναι να θυμηθούμε ότι παρών στο χώρο και το χρόνο της επίθεσης ήταν και ο πρώην (έκπτωτος με τελεσίδικη δικαστική απόφαση για οικονομικές και άλλες ατασθαλίες) νομάρχης Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Ψωμιάδης, ο οποίος, με δηλώσεις του στις κάμερες, αποκάλεσε τον Μπουτάρη «τραβέλι» (Documento 2018).
Ο Ψωμιάδης, κατά τη δεκαετία του 90, ως ανερχόμενος νέος δεξιός πολιτευτής, είχε αποτελέσει έναν από τους πρωτεργάτες του ποντιακού coming out, πλασάροντας την εικόνα ενός ανθρώπου «της πιάτσας» που είναι ντόμπρος και δεν μασάει τα λόγια του, με δηλώσεις όπως «εγώ δεν φοράω στρινγκάκια» (βλ. Γαβριηλίδης 2011 και 2014), και ταυτόχρονα κεφαλαιοποιώντας τις επαφές του με το χώρο των ποντιακών σωματείων, αλλά και του αθλητισμού και της νυχτερινής διασκέδασης, για να σχηματίσει το πελατειακό του δίκτυο.
Με άλλα λόγια, ο Ψωμιάδης «αιχμαλώτισε» και κωδικοποίησε σε κρατική κατεύθυνση μια νομαδική πολεμική μηχανή[4], την ενέργεια από την έως τότε διάχυτη αντικρατική διάθεση της ποντιακότητας, όσο και της νοοτροπίας των «νοικοκυραίων» της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, κλείνοντας όμως παράλληλα το μάτι σε μία ομοκοινωνικότητα, σε ένα διπλό καθεστώς απέχθειας αλλά και γοητείας για τον παρενδυτισμό.
Το στοιχείο της έλξης προς αμφίφυλες επιτελέσεις ήταν ακόμα πιο έντονο στη δραστηριότητα ενός ακόμα πρωταγωνιστή αυτού του coming out: του Χάρρυ Κλυνν, ο οποίος επί πολλά χρόνια υπήρξε ο διασημότερος Πόντιος στην Ελλάδα. Προσωπικά είχα επίσης αναλύσει (2014α & 2018) την παρουσία αυτής της έλξης με επίκεντρο το τραγούδι του «Λαϊστέρα», το μόνο τραγούδι που ηχογράφησε ο Κλυνν στα ποντιακά και πιθανότατα το μόνο τραγούδι που είχε ηχογραφήσει οποιοσδήποτε μέχρι τότε στα ποντιακά χωρίς να είναι παραδοσιακό.
Η λέξη του τίτλου σημαίνει αιώρα, παιδική κούνια, αλλά και, κατά μεταφορική σημασία, (με την οποία σαφώς χρησιμοποιείται και εδώ), την «κουνίστρα», μία γυναίκα η οποία κινεί υπερβολικά το σώμα της.
Όχι όμως μόνο γυναίκα· επίσης και άντρα που υποδύεται τη γυναίκα. Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό λεξικό slang.gr, λαϊστέρα είναι «Κατ’ επέκταση και κατά Χάρρυ Κλυν, η κουνίστρα, η κουδουνίστρα και για να μην το κουράζουμε, ο πούστης».
Στο τραγούδι, και σε ζωντανές ή/ και μαγνητοσκοπημένες παρουσιάσεις του, ο Χάρρυ Κλυνν εκφωνούσε τα λόγια του τραγουδιού, τα οποία προτρέπουν την εν λόγω Λαϊστέρα να μην προκαλεί, ενώ ταυτόχρονα εμφανιζόταν ο ίδιος με μακιγιάζ, κινησιολογία και μορφασμούς του προσώπου που παρέπεμπαν εμφατικά στη θηλυκότητα.
Οι στίχοι του ρεφραίν, ακριβέστερα, λένε τα εξής:
Λαϊστέρα, Λαϊστέρα,
Άλλο μη κουνίεσαι,
Τα παιδία χουτουρεύνε
Και συ πα τσαφίεσαι.
Σύμφωνα με μία απόδοση στα ελληνικά διαθέσιμη στο διαδίκτυο, το νόημα των στίχων αυτών είναι (διατηρείται η ορθογραφία της ανάρτησης):
Κουνιστή Κουνιστή ( κούνιστρα πρως την προστυχη γυνκ )
Άλλο μη κουνιέσαι
Τα αγόρια αναστατώνονται ( γιατι τα παιδια ταβλωνουν )
κι εσύ ξύνεσαι ( εσυ πας γυρευοντας )
Αυτό που υποδεικνύεται λοιπόν στην νεαρή γυναίκα/ στον πούστη είναι να περιορίσει αυτή την κινητικότητα (=καλλωπισμό/ σεξουαλικά προκλητική συμπεριφορά), διότι «εξαγριώνει» τον αντρικό πληθυσμό και αυτό μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες, οι οποίες δεν προσδιορίζονται αλλά ο καθένας καταλαβαίνει ότι θα ανάγονται είτε στη σεξουαλικότητα, είτε στην επιθετικότητα –ή τη μία στη θέση της άλλης.
Η χιουμοριστική ή/ και καλλιτεχνική έκφραση αυτής της διπλής ταύτισης, η αποστασιοποιημένη διαχείριση της αποδοκιμασίας και της ταυτόχρονης έλξης προς την κίνηση της αιώρας, φαίνεται ότι εκτόνωσε την επιθετικότητα: ο Χάρρυ Κλυνν υποδύθηκε ταυτόχρονα και τους δύο ρόλους (και πόλους) της φαντασίωσης, και το πράγμα έμεινε εκεί. Η διέξοδος του χιούμορ, (πετυχημένου ή όχι, αυτό μπορεί να το κρίνει ο καθένας κατά την εκτίμησή του), όπως μας έδειξε ο Φρόιντ, παρέχει μία παραπληρωματική ικανοποίηση για το τραύμα μας από την είσοδο στη γλώσσα, από το κολόβωμα που συνεπάγεται η ένταξη στη συμβολική τάξη. Αντίθετα, στην περίπτωση του Μπουτάρη, και, λίγο αργότερα, του Ζακ, αυτά τα «παιδία» που «χουτουρεύνε» δεν είχανε στη διάθεσή τους αυτό το όπλο της πρόσβασης στο σημαίνον, της συμβολοποίησης. Ή είχαν διαθέσιμα μόνο σημαίνοντα εμπρηστικά, που εντείνουν την αίσθηση πολιορκίας και παγίδευσης από σκοτεινές δυνάμεις, που ξαναοδηγούν στο αδιέξοδο, που παραπέμπουν στη συνάντηση με το Πραγματικό. Έτσι, δεν μπόρεσαν να διαπραγματευτούν τη δυσανεξία τους και την οργή τους απέναντι στην «πρόκληση» της κινητικότητας και της δημόσιας παρουσίας όσων δεν έπρεπε να κυκλοφορούν έξω απ’ το σπίτι τους, απέναντι σε όσους «έφεραν τους γκέι» –και απέναντι στους ίδιους τους γκέι. Η «αναστάτωσή» τους λοιπόν δεν είχε άλλο δρόμο από ένα πέρασμα στην πράξη, που να δίνει οριστικό τέλος σε αυτή την δημόσια κίνηση μέσα από μία ανεμπόδιστη έκλυση της ενόρμησης του θανάτου.
Αν τα παραπάνω ευσταθούν, φέρνουν στο φως μία ιδιαίτερη εφαρμογή/ εκδοχή της διαδικασίας που περιγράφει ο Φουκώ: πράγματι, η παρρησία συνίσταται στην ανάληψη μιας διακινδύνευσης που κυμαίνεται από την καταστροφή της σχέσης με αυτόν στον οποίο απευθύνεται ο λόγος μέχρι τον θάνατο του ίδιου του ομιλητή –όπως αποδείχθηκε με τραγική κυριολεξία στην περίπτωση του Ζακ. Αλλά αυτό που δεν αντέχει να ακούσει ο ακροατής συχνά είναι κάτι που ήδη ξέρει, ή που ξέρει χωρίς να το ξέρει, ή χωρίς να παραδέχεται δημόσια ότι το ξέρει. Πράγμα που περιπλέκει το ερώτημα ποια πολιτική του λόγου θα ήταν κατάλληλη ώστε να κάνει τους ακροατές περισσότερο διατεθειμένους να αντέχουν την αληθολογία, ή πάντως λιγότερο διατεθειμένους να κινηθούν δολοφονικά εναντίον του παρρησιάζοντος. Το γεγονός όμως ότι δεν πρέπει να έχουμε διαφωτιστικές αυταπάτες περί της παντοδυναμίας του λόγου και της έλλογης/ διαφανούς επικοινωνίας, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να σιωπήσουμε: εμείς το μόνο που μπορούμε, και οφείλουμε, να κάνουμε, είναι να συνεχίσουμε να μιλάμε για όλα αυτά. Διότι αν σιωπήσουμε, ο κίνδυνος θα είναι μεγαλύτερος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γαβριηλίδης, Ά. (2011). «Είναι πούστης ο Ψωμιάδης;», https://wp.me/p1eY1R-5R
(2014). «Eίναι πούστης ο Ψωμιάδης; – The sequel», https://wp.me/p1eY1R-m9
(2014α). Εμείς οι Έποικοι: ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, Ιωάννινα: Ισνάφι
– (2018). «Λαϊστέρα: η ποντιακότητα ως queering», https://wp.me/p1eY1R-1ju
– (2018β). «Ultimi Barbarorum: Πόντιοι Γομαριστές κατά Γιάννη Μπουτάρη», https://wp.me/p1eY1R-1jC
Gavriilidis, A. (2015). «Parkhàr studies, Or, Towards an Anarchic History of South-western Asia», International Journal of Science Culture and Sport, December 2015: 3(4), σ. 140-155
Deleuze, G. & Félix Guattari (1980). Capitalisme et schizophrénie 2 : Mille Plateaux, Παρίσι: Éd. de Minuit.
Documento (2018). «Η χυδαία επίθεση Ψωμιάδη στον Μπουτάρη: ‘Χολέρα’ και ‘πολιτικό τραβέλι’», https://www.documentonews.gr/article/h-xydaia-epithesh-pswmiadh-ston-mpoytarh-xolera-kai-politiko-trabeli-binteo.
Hutfless, Ε. (2014). «Collapse – The Political Dimension of the „passage à l’acte“», https://queeringpsychoanalysis.wordpress.com/2014/09/04/collapse-the-political-dimension-of-the-passage-a-lacte/.
Ιακώβου, Β. (2019). «Όλοι μπορούν να μιλούν αλλά λίγοι να αληθολογούν. Για τη φουκωική προβληματοποίηση της δημοκρατίας», στο: Β. Κιντή, Χ. Μπάλλα, Γ. Φαράκλας, Τόποι. Αντίδωρα στον Παντελή Μπασάκο, Εκδόσεις της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Κρήτης, Ρέθυμνο, 2019, σ. 171-198
Κουκουμάκας, Κ. (2019). «‘Τους Γκέι τους Έφερε ο Ξεφτίλας;’ – Ποιοι Χτύπησαν τον Μπουτάρη», https://www.vice.com/gr/article/bjwaww/toys-gkei-toys-efere-o-3eftilas-poioi-xtyphsan-ton-mpoutari (πρόσβαση: Ιούλιος 2020).
Παπαζαχαρίου, Ζ. Ε. (1984). Είμαστε Πόντιοι, Αθήνα: Καραμπερόπουλος
– (2019), «Πού κρύβονταν οι Πόντιοι μισόν αιώνα;», https://1-2.gr/2019/05/18/poy-kryvontan-oi-pontioi-mison-aiona/.
Tερραί, Ε. (2019). «Στην αγορά του οίκτου: χρήσεις και καταχρήσεις της μνήμης», https://wp.me/p1eY1R-85
[1] Μια πιο ανεκδοτολογική, πλην όμως εξίσου δηλωτική με τον τρόπο της σύνδεση είναι και το ότι, όπως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, ένας από τους κατηγορούμενους για το φόνο του Ζακ είχε επικροτήσει με μήνυμά του την επίθεση στον Μπουτάρη την επομένη της πραγματοποίησής της.
[2] Πρβλ.: «In Seminar X on Anxiety the passage to the act marks the subjects’ radical renunciation of the symbolic order, based on the confrontation with the real: in leaping off and falling into the deep void the big Other is radically rejected» (Hutfless 2014).
[3] Όταν χρησιμοποιώ εδώ τη λέξη «Πόντιοι», αναφέρομαι όπως είπα στον «οργανωμένο ποντιακό χώρο», σύμφωνα με έναν όρο που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι. Αντίθετα παραδείγματα υπάρχουν, και πιστοποιούν την αίσθηση –και τη δημόσια, αν και ψευδώνυμη/ παιγνιώδη έκφραση- αλληλεγγύης προς εκφάνσεις της νομαδικής πολεμικής μηχανής που προέρχονται από άλλες μειονότητες. Σε σχετικό άρθρο μου (Gavriilidis, A. 2015) αναφέρομαι σε ένα απ’ αυτά τα παραδείγματα : μια ανυπόγραφη προκήρυξη συμπαράστασης σε δύο ποντιακής καταγωγής αναρχικούς που δικάζονταν στη Θεσσαλονίκη, συντεταγμένη στα ποντιακά, η οποία απηύθυνε ταυτόχρονα (σε υστερόγραφο) χαιρετισμό στον Βλάχο ληστή και δραπέτη φυλακών Βασίλη Παλαιοκώστα.
[4] Για την έννοια της νομαδικής πολεμικής μηχανής βλ. Deleuze-Guattari 1980, ιδίως κεφ. 12 (σελ. 434 επ.).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γαβριηλίδης, Ά. (2011). «Είναι πούστης ο Ψωμιάδης;», https://wp.me/p1eY1R-5R
– (2014). «Eίναι πούστης ο Ψωμιάδης; – The sequel», https://wp.me/p1eY1R-m9
– (2014α). Εμείς οι Έποικοι: ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, Ιωάννινα: Ισνάφι
– (2018). «Λαϊστέρα: η ποντιακότητα ως queering», https://wp.me/p1eY1R-1ju
– (2018β). «Ultimi Barbarorum: Πόντιοι Γομαριστές κατά Γιάννη Μπουτάρη», https://wp.me/p1eY1R-1jC
Gavriilidis, A. (2015). «Parkhàr studies, Or, Towards an Anarchic History of South-western Asia», International Journal of Science Culture and Sport, December 2015: 3(4), σ. 140-155
Documento (2018). «Η χυδαία επίθεση Ψωμιάδη στον Μπουτάρη: ‘Χολέρα’ και ‘πολιτικό τραβέλι’», https://www.documentonews.gr/article/h-xydaia-epithesh-pswmiadh-ston-mpoytarh-xolera-kai-politiko-trabeli-binteo.
Ιακώβου, Β. (2019). «Όλοι μπορούν να να μιλούν αλλά λίγοι να αληθολογούν. Για τη φουκωική προβληματοποίηση της δημοκρατίας», στο: Β. Κιντή, Χ. Μπάλλα, Γ. Φαράκλας, Τόποι. Αντίδωρα στον Παντελή Μπασάκο, Εκδόσεις της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Κρήτης, Ρέθυμνο, 2019, σ. 171-198
Κουκουμάκας, Κ. (2019). «‘Τους Γκέι τους Έφερε ο Ξεφτίλας;’ – Ποιοι Χτύπησαν τον Μπουτάρη», https://www.vice.com/gr/article/bjwaww/toys-gkei-toys-efere-o-3eftilas-poioi-xtyphsan-ton-mpoutari (πρόσβαση: Ιούλιος 2020).
Παπαζαχαρίου, Ζ. Ε. (1984). Είμαστε Πόντιοι, Αθήνα: Καραμπερόπουλος
– (2019), «Πού κρύβονταν οι Πόντιοι μισόν αιώνα;», https://1-2.gr/2019/05/18/poy-kryvontan-oi-pontioi-mison-aiona/.
Tερραί, Ε. (2019). «Στην αγορά του οίκτου: χρήσεις και καταχρήσεις της μνήμης», https://wp.me/p1eY1R-85
Πρώτη δημοσίευση στον συλλογικό τόμο Κουήρ Πολιτική / Δημόσια Μνήμη. 30 κείμενα για τον Ζακ, έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στην Ελλάδα, Αθήνα 2020, επιμέλεια:Αθηνά Αθανασίου, Γρηγόρης Γκουγκούσης, Δημήτρης Παπανικολάου.