Πριν από 30 περίπου χρόνια είχα διαμείνει για σχετικά σύντομο σχετικά διάστημα στο Λουξεμβούργο. Κατά την διαμονή μου αυτή, έτυχε να παρακολουθήσω μεταξύ άλλων μία εκδήλωση του «Συνδέσμου ελληνολουξεμβουργιανής φιλίας» ή κάπως έτσι, στην οποία είχε κληθεί να μιλήσει ο συγγραφέας Άρης Φακίνος για το βιβλίο του «Το κάστρο της μνήμης». Τότε δεν υπήρχε ακόμα Powerpoint, αλλά υπήρχαν προτζέκτορες που πρόβαλαν διαφάνειες. Ως φόντο για την ομιλία, λοιπόν, προβαλλόταν σε διαφάνεια το εξώφυλλο του δίσκου «Ο Άη Λαός» του Δημήτρη Λάγιου και του Μιχάλη Μπουρμπούλη, στον οποίο τραγουδούσε η Σωτηρία Μπέλλου –σε μια από τις πιο ατυχείς επιλογές της καριέρας της. Ένα εξώφυλλο που δικαιούται πανηγυρικά τη θέση της ελληνικής συμμετοχής στην ομάδα Bad album covers: εικονογράφηση της θεωρίας του Συνέχεια →
Αν ήμουν κληρονόμος του Βασίλη Τσιτσάνη, θα απαγόρευα την κυκλοφορία της διασκευής του τραγουδιού «Πέφτεις σε λάθη» από τους Gadjo Dilo.
Την βρίσκω εκνευριστική, κακόγουστη και αντίθετη με το ύφος του τραγουδιού. Τα λόγια αναφέρονται σε μία απολύτως δυσάρεστη κατάσταση, (έναν ενδοοικογενειακό καυγά), είναι θεόπικρα και περιέχουν μέχρι και απειλές. Η τραγουδίστρια όμως τα τραγουδά σαν να πρόκειται για κάτι εύθυμο και πρόσχαρο, σαν να μην καταλαβαίνει –ή/ και, ακόμα χειρότερα, σαν να κοροϊδεύει και να ειρωνεύεται- το περιεχόμενο των στίχων. Εκτός πια κι αν, επειδή τα λόγια αναφέρονται σε μία προδοσία, το γκρουπ σκέφτηκε να προδώσει το αρχικό τους πνεύμα.
Σε αυτό συμπράττουν και οι μουσικοί, οι οποίοι παίζουν σε ένα τέμπο που έχει σχεδόν την διπλάσια ταχύτητα από Συνέχεια →
«Α. Κωστής»: Ο μυστηριώδης και άγνωστος μποέμ ρεμπέτης του Μεσοπολέμου που το περιοδικό Rolling Stone έβαλε στις λίστες του …
Γεννήθηκε πριν από 118 χρόνια στο χωριό Μπολάτι Κορινθίας από μεσοαστική οικογένεια. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Κόρινθο και ήρθε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κιθάρας και έτσι τον απορρόφησε η μουσική.
Εργάστηκε σε εφημερίδες ως αρθρογράφος και σκιτσογράφος, αλλά και ως ηθοποιός. Συνάδελφός του και φίλος, στην εφημερίδα «Πρωία», ήταν μάλιστα ο Κώστας Βάρναλης.
Το 1920 γίνεται μέλος της περίφημης «Μάντρας» του Αττίκ και συνεργάτης του διάσημου συνθέτη. Εκεί δημιουργεί το δικό του 8μελές συγκρότημα με χαβάγιες, τα «Άσπρα πουλιά»· ονομάστηκαν έτσι επειδή έπαιζαν πάντα ντυμένοι στα άσπρα. Χρησιμοποιώντας το «ελαφρό» τραγούδι, γυρίζουν τα πάλκα και τις θεατρικές σκηνές σε όλη την Ελλάδα κάνοντας ταυτόχρονα επιθεώρηση, με μεγάλη επιτυχία. Το συγκρότημά του υπήρξε φυτώριο και για άλλα πολύ μεγάλα ονόματα της μουσικής και του τραγουδιού, όπως η Δανάη Στρατηγοπούλου και ο Νίκος Γούναρης. Εκεί άρχισε την καριέρα του σαν κιθαρίστας και ο Μανώλης Χιώτης.
Στις αρχές του 1930 και σε ηλικία 25 ετών, ηχογραφούν στην Αθήνα με προτροπή του Τέτου Δημητριάδη για την Αμερικάνικη αγορά, για λογαριασμό της RCA Victor, και φωνογραφούν μαζί μια δωδεκάδα «αδέσποτων μάγκικων» τραγουδιών. Δωδεκάδα ιστορικά ρεμπέτικα, που τραγούδησε και έπαιξε κιθάρα ο ίδιος με συνοδεία και δεύτερης κιθάρας. Το ποιος ήταν ο δεύτερος κιθαρίστας παραμένει μυστήριο. Σ’ αυτά χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Α. Κωστής». Η χρήση της κιθάρας σ’ αυτά τα κλασσικά ρεμπέτικα δείχνει μια δεξιοτεχνία παιξίματος με τα δάχτυλα σε Μικρασιάτικους δρόμους και ασυνήθιστα κουρδίσματα στην αυγή των ρεμπέτικων, πριν την επικράτηση του μπουζουκιού, που για πρώτη φορά ηχογραφείται στην Ελλάδα το 1931. Συγκριτικά, ο Βαμβακάρης ξεκινάει την καριέρα του μόλις το 1932 και μετά τον ακολουθούν και άλλοι μεγάλοι όπως ο Παπαϊωάννου, ο Δελιάς ή ο Τσιτσάνης. Για τα επόμενα χρόνια της ζωής του, αλλά και για δεκαετίες μετά τον θάνατό του, μάλλον εσκεμμένα παρέμεινε σιωπηλός σχετικά με τις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις. Έπρεπε να περάσουν 85 χρόνια για να αποκαλυφθεί ότι πίσω από τον Α. Κωστή ήταν ο Κώστας Μπέζος. Την «αποκάλυψη» δεν την έκανε το Υπουργείο Πολιτισμού ή κάποιος δημόσια επιχορηγούμενος φορέας, αλλά δύο ξένοι που είναι οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του. Οι δύο αυτοί «ξένοι» είναι ο Άγγλος ψυχίατρος Tony Klein και ο Αμερικάνος Gordon Ashworth, και οι δύο μουσικοί ερευνητές.
Στα χρόνια μέχρι τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο Κώστας Μπέζος, καταγράφει την Ελλάδα μέσα από τα τραγούδια του. Η πολιτική αλητεία κάθε μορφής, ο κόσμος που ψηφίζει τους βασανιστές του και η έλλειψη αυτοκριτικής είναι τα θέματά του στιχουργικά. Όταν ξεκινάει ο πόλεμος το 1940 ο Μπέζος θα χρησιμοποιήσει την πένα του και με τα αντιφασιστικά του σκιτσάκια γελοιοποιεί τον ίδιο τον Ντούτσε. Μάλιστα ο Μπέζος δημιουργούσε γελοιογραφίες του Μουσολίνι πριν από το 1940, τις οποίες η Μεταξική λογοκρισία που απαγόρευε «καθ’ οιονδήποτε τρόπον προσβολή αρχηγών μεγάλων δυνάμεων» έκοβε συνεχώς.
Στις 14 Ιανουαρίου του 1943, μέσα στην πείνα, τις στερήσεις και τις κακουχίες της γερμανικής κατοχής, ο φωτεινός Μπέζος ξεψυχά σε ένα υγρό δωμάτιο νοσοκομείου στην Αθήνα από φυματίωση. Ήταν 38 μόλις ετών.
Δύο ημέρες μετά τον θάνατό του, ο Κώστας Βάρναλης τον αποχαιρετά με κείμενο στην εφημερίδα «Πρωία»:
Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος, ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!
Το 2017 το περιοδικό «Rolling Stone», συγκαταλέγει ανάμεσα στους 15 καλύτερους δίσκους της χρονιάς για ακρόαση και τον δίσκο του Κώστα Μπέζου «Kostas Bezos and the White Birds».
Η έκδοση του βιβλίου του Γιώργου Αλλαμανή για τον δίσκο Φλου, που είχε βγάλει το 1979 ο Παύλος Σιδηρόπουλος (ως συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής) σε συνεργασία με τους «Σπυριδούλα», το οποίο διάβασα πρόσφατα, μας προσφέρει μια ευκαιρία να ξανακούσουμε, κυριολεκτικά ή/ και νοερά, τα τραγούδια του όντως σημαδιακού αυτού δίσκου, και ιδίως εκείνο που του έδωσε τον τίτλο, σε ένα πνεύμα απολογισμού.
Προσωπικά πρέπει να πω ότι, ήδη από τότε, το τραγούδι «Μπάμπης ο Φλου» δεν το είχα θεωρήσει από τα καλύτερα του δίσκου. Με τον καιρό, η εντύπωσή μου ενισχύεται: νομίζω ότι είναι από εκείνα που αντέχει λιγότερο Συνέχεια →
Το τραγούδι Επεμβαίνεις, του Κώστα Τριπολίτη και του Σταμάτη Κραουνάκη, είναι ένα από τα πολύ λίγα στα οποία συμμετέχει ο Γιώργος Ζαμπέτας ως μόνο τραγουδιστής σε ένα τραγούδι το οποίο έγραψε άλλος συνθέτης, και μάλιστα πολύ νεότερός του.
Αυτή δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα του τραγουδιού αυτού. Έγραψα ότι ο Ζαμπέτας συμμετέχει διότι δεν είναι η μόνη φωνή που ακούγεται· εκείνος τραγουδάει μόνο τα ρεφραίν, ενώ στα κουπλέ –όπως και σε όλον τον υπόλοιπο δίσκο, τα «Σκουριασμένα Χείλη»- τραγουδά η Βίκυ Μοσχολιού.
Ο καταμερισμός αυτός επιβάλλεται μόνο από την επιθυμία για αυτό το guest appearance. Δεν επιβάλλεται πάντως από τη λογική των στίχων, και μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με αυτήν. Διότι οι στίχοι αυτοί είναι προφανές ότι είναι γραμμένοι ως λόγος ενός μόνο προσώπου, όχι δύο. Και μάλιστα ενός αρσενικού προσώπου, ή πάντως ενός που συνδέεται ερωτικά με γυναίκες και όχι με άνδρες.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το τραγούδι, έτσι όπως ηχογραφήθηκε τελικά, να χαρακτηρίζεται από μία χονδροειδή κακοτεχνία. Στο Συνέχεια →
Τα πρόσωπα και οι ιστορίες της Καινής Διαθήκης όλους αυτούς τους αιώνες έχουν αποτελέσει πηγή για πραγματικά αμέτρητα πεζογραφήματα, ποιήματα, τραγούδια, ορατόρια, όπερες, πίνακες, κινηματογραφικές ταινίες και άλλες ακόμα μορφές μυθοπλαστικής αφήγησης. Άλλα έμεναν στο στοιχείο της πίστης και της ευσέβειας, άλλα επιχειρούσαν να αναδείξουν την ανθρώπινη/ σωματική διάσταση (κάποιων εκ) των πρωταγωνιστών, τις αμφιβολίες τους, παρουσίαζαν τον Ιησού ως κοινωνικό επαναστάτη, ως χίππυ, άλλα έφταναν στα όρια της απομυθοποίησης ή/ και της βλασφημίας, και όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς.
Μετά τον Ιησού και την Μαρία, η Μαρία από τα Μάγδαλα είναι από τα πιο «ευνοημένα» τέτοια πρόσωπα.
Μένει λοιπόν άραγε κάτι να πούμε γι’ αυτήν που να μην έχει ήδη ειπωθεί; Αυτό μπορεί να αναρωτηθεί κανείς βλέποντας να ρίχνεται στο στίβο της ηλεκτρονικής κυκλοφορίας το βιντεάκι από ένα τραγούδι με τίτλο απλώς Μαγδαληνή.
Το τραγούδι αυτό συνέθεσε ο πρωτοεμφανιζόμενος συνθέτης Γιάννης Γιάρος. Ο ίδιος έγραψε και τους στίχους, πλην όμως Συνέχεια →
Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι ξέρει να αναφέρει έστω και μία συνθέτρια; Γνωρίζετε … την Κασσιανή εκ Κωνσταντινουπόλεως, μία από τις πρώτες στην ιστορία; Την περίλαμπρη Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν, γυναίκα εξουσίας και πρωτοπόρο της μεσαιωνικής μουσικής; Ή την Ελιζαμπέτ Ζακέ ντε Λα Γκερρ, προστατευομένη του Λουδοβίκου του 14ου και ιδιοφυή τσεμπαλίστα; Άλλες, όπως η Κλάρα Σούμανν, η Φάννυ Μέντελσον ή η Άλμα Μάλερ, είδαν το ταλέντο τους και το όνομά τους να μένει στη σκιά ενός μεγάλου ανδρός.
Συνθέτριες, οργανοπαίκτριες, διευθύντριες ορχήστρας, ιδρύτριες μουσικών συνόλων … πολλές είναι εκείνες που αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από την επιτυχία. Ωστόσο, η κλασική μουσική τούς οφείλει πολλά. Μήπως να ξαναγράφαμε την ιστορία;
Όχι, ο Μότσαρτ δεν ήταν γυναίκα. Αλλά ο συγκεκριμένος συνθέτης ενσαρκώνει την πιο διαδεδομένη εικόνα της κλασικής μουσικής, δηλαδή έναν λευκό άνδρα με περούκα μπροστά στα πλήκτρα του, ένα παιδί θαύμα, μια κάπως τρελούτσικη Συνέχεια →
Μόνο από τις νεκρολογίες που δημοσιεύτηκαν μετά τον πραγματικά αδόκητο –εδώ ταιριάζει κατεξοχήν η λέξη- θάνατο του Νότη Μαυρουδή πληροφορήθηκα προσωπικά ότι ο γνωστός συνθέτης και κιθαριστής ήταν Πόντιος από την Καλλιθέα. Μέχρι τώρα δεν είχα ιδέα γι’ αυτό.
Δεν θεωρώ ότι είμαι τέρας ενημερώσεως για τα ελληνικά πράγματα, αλλά τον Μαυρουδή τον ήξερα ως δημιουργό εδώ και χρόνια, ενώ με τους Ποντίους έχω ασχοληθεί στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής μου έρευνας –και σε άλλα πλαίσια. Εάν λοιπόν δεν το ήξερα, αυτό μάλλον σημαίνει ότι ο ίδιος δεν φρόντισε να το κάνει ευρέως γνωστό και να το διατυμπανίσει.
Αυτό το θεωρώ κάτι απολύτως προς τιμήν του. Διότι δείχνει ότι απέφυγε να εργαλειοποιήσει την καταγωγή του και να την «πουλήσει» (με την έννοια που λέμε «πουλάω μούρη», και με όλες τις έννοιες) προκειμένου να αποκομίσει συμπάθεια, προσοχή και απήχηση.
Ο Νότης Μαυρουδής ήταν μουσικός με παρουσία στα δισκογραφικά δρώμενα διάρκειας σχεδόν 60 χρόνων. Επιπλέον, ήταν ένας Συνέχεια →
Το τραγούδι Τα νέα της Αλεξάνδρας, του Κώστα Γιαννίδη/ Γιάννη Κωνσταντινίδη, προσωπικά το είχα ακούσει για πρώτη (και μόνη) φορά από μία επανεκτέλεση με την «Αθηναϊκή Κομπανία», τη δεκαετία του 1980. Δεν μου είχε κάνει καμία ιδιαίτερη αισθητική ή άλλη εντύπωση. Μου είχε φανεί ψιλομέτριο, και τεχνικά κάπως αδέξιο όπως αναμένεται να είναι ένα ζεϊμπέκικο γραμμένο από κάποιον ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε γράψει ποτέ στη ζωή του ζεϊμπέκικο αλλά ασχολιόταν με την κλασική και την ελαφρά μουσική.
Με σχετική έκπληξη είδα, εδώ και ένα-δυο χρόνια, το τραγούδι αυτό να επανέρχεται στην επικαιρότητα και να επενδύεται με ιδιαίτερη φόρτιση, τόση όση σίγουρα δεν είχε προκαλέσει την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε, ούτε οποιαδήποτε άλλη στιγμή ενδιαμέσως. Η αναζωπύρωση αυτή του ενδιαφέροντος οδήγησε και στη δημιουργία ακόμη μίας επανεκτέλεσης-δια(ανα)σκευής, την οποία οι δημιουργοί της ανέβασαν στο Youtube προσδιορίζοντάς την ακριβέστερα με τον αγγλικό όρο reclaim. Δεν πρόκειται Συνέχεια →
Πρόσφατα, έτυχε να βρεθώ σε έναν χώρο όπου έπαιζε μια τηλεόραση συντονισμένη σε ένα ελληνικό κανάλι –δεν θυμάμαι ποιο- και μετέδιδε μια εκπομπή που ήταν νιοστό αντίγραφο/ υλοποίηση της ιδέας «καλούμε διάφορους γνωστούς ή μετρίως γνωστούς και μερικούς τραγουδιστές, τους βάζουμε να πούνε τραγούδια και μιλάμε γι’ αυτά». Για μένα βέβαια ήταν όλοι άγνωστοι, εκτός από τον συνήθη μαϊντανό Γιάννη Μπέζο ο οποίος, στο λίγο διάστημα που παρακολούθησα, πρόλαβε να πετάξει όλα τα επιβεβλημένα κλισέ, τύπου «η κυπριακή διάλεκτος είναι πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά» και «οι Κύπριοι είναι Έλληνες, το ‘Κύπριος’ είναι μία απλώς νομικού τύπου ταυτότητα». Το ενδιαφέρον περί Κύπρου συνδεόταν με το ότι θέμα της εκπομπής ήταν ο Μάριος Τόκας. Μετά από αυτή την εθνική διαπαιδαγώγηση, ένας νεαρός τραγουδιστής ανέβηκε και τραγούδησε το τραγούδι «Τα Λαδάδικα».
Προσωπικά μου φάνηκε αρκετά αξιοπερίεργο γιατί ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι γιος, αν όχι και εγγονός, του Συνέχεια →