Αθλητισμός,Γλώσσα

Οι έλληνες αθλητικογράφοι στερούνται γλωσσομάθειας –αλλά όχι μόνο

του Άκη Γαβριηλίδη

Στο πλαίσιο των ολυμπιακών της μεταδόσεων, η ΕΡΤ μετέδωσε αρκετούς αγώνες της εθνικής ομάδας του Βελγίου στο γυναικείο μπάσκετ. Στην ομάδα αυτή αγωνίζονται μεταξύ άλλων οι αθλήτριες Ραμέτ (Ramette), Ντελάαρε (Delaere) και βαν Λόο (van Loo). O δημοσιογράφος που περιέγραφε τον αγώνα τις αποκαλούσε παγίως «Ραμέ», «Ντιλαέρ» (!) και «βαν Λου» αντίστοιχα.

Ο άνθρωπος αυτός προφανώς γνωρίζει μόνο αγγλικά, και φαντάζεται ότι τα δύο ο προφέρονται ου και σε όλες τις άλλες ξένες γλώσσες[1]. Ωστόσο, το παλαιογερμανικό ουσιαστικό loo, σήμερα σύνηθες δεύτερο συνθετικό πολλών ολλανδικών τοπωνυμίων, έχει πολιτογραφηθεί εδώ και κάτι αιώνες στα ελληνικά (και σε όλες τις γλώσσες) μέσω του ονόματος ενός μικρού χωριού της Βαλλονίας με φλαμανδικό όμως όνομα, του Waterloo, όπου τα δύο ο μεταγράφηκαν ως «μακρό ο» –άρα ωμέγα. Ορθώς, αν και από καραμπόλα (η εισαγωγή έγινε μέσω των γαλλικών). Φαίνεται όμως ότι είναι υπερβολική απαίτηση να αναμένουμε από τους έλληνες αθλητικογράφους να κάνουν έναν τέτοιο στοιχειώδη συλλογισμό, ή άλλους ανάλογους. Με αποτέλεσμα κάθε μετάδοση μεγάλου αθλητικού γεγονότος από ελληνικά κανάλια να μετατρέπεται σε Βατερλώ όσον αφορά την απόδοση των ονομάτων που προέρχονται από άλλες γλώσσες εκτός της αγγλικής, τα οποία αναφέρονται ίσως και περισσότερες φορές λάθος παρά σωστά.

Θεωρώ ότι το φαινόμενο αυτό συνιστά σοβαρή επαγγελματική ανεπάρκεια. Τους ανθρώπους αυτούς τους στέλνουμε να κάνουν μια δουλειά, να περιγράψουν έναν αγώνα, και δεν την κάνουν σωστά. Για να την κάνουν σωστά, αν δεν λέμε τα αυτονόητα, πρέπει να μας πουν ποιος κάνει τι. Αν πουν ότι το γκολ/ καλάθι/ ρεκόρ κ.ο.κ. το πέτυχε ο Χ και όχι η Ψ, η περιγραφή δεν είναι ακριβής.

Θεωρώ επίσης σκανδαλώδη την παντελή αδιαφορία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης για αυτή την ανεπάρκεια. Κανείς, εντός αλλά και εκτός αυτής, δεν φαίνεται να δίνει πεντάρα για την εσφαλμένη αναφορά των ονομάτων. Όταν ένας δημοσιογράφος επιλέγεται έναντι άλλων για να κάνει μια δουλειά που απαιτεί γλωσσικές δεξιότητες, θα θεωρούσα αυτονόητο να του ζητείται να έχει ήδη αυτές τις δεξιότητες, ή, το λιγότερο, (εάν κρίνεται απολύτως απαραίτητος για άλλους λόγους), να του γίνονται κάποια ταχύρρυθμα σεμινάρια ώστε να αποκτήσει τις πιο στοιχειώδεις εξ αυτών.

Ποιες ακριβώς;

Ασφαλώς δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να γνωρίζει κανείς όλες τις γλώσσες του κόσμου. Ούτε όμως είναι και απαραίτητο. Εδώ δεν μιλάμε γι’ αυτό. Ούτε τίθεται η απαίτηση να γνωρίζει κανείς πώς προφέρεται κάθε συνδυασμός συμφώνων ή/και φωνηέντων σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και να αναπαράγει επακριβώς αυτή την προφορά –κάτι που επίσης είναι πρακτικά αδύνατο, όσο και περιττό. Υπάρχει ένας πολύ πιο απλός στόχος: με βάση καθαρά και μόνο τα όπλα που παρέχει η ελληνική γλώσσα, είναι εφικτό –και επιβεβλημένο- να επιλέγει κανείς μία λύση που είναι πλησιέστερη από μία άλλη στο πρωτότυπο. Δεν οφείλει κανείς να προφέρει shοκολάτα, αλλά οφείλει να προφέρει σοκολάτα και όχι π.χ. κοκολάτα[2].

Αλλά για να μην πάμε σε υποθετικά παραδείγματα, ας φέρουμε δύο υπαρκτά. Όταν βλέπουμε μία αθλήτρια που λέγεται Gerevini και είναι Ιταλίδα, δεν αναμένουμε από τον ομιλούντα να αναπαράγει επακριβώς την προφορά dj όπως ακούγεται στην Ιταλία, αλλά τουλάχιστον να πει –και να γράψει- Τζερεβίνι και όχι «Γκερεβίνι». Ακόμη και αν δεν γνωρίζει ιταλικά, πρέπει να του κόψει ότι δεν είναι δυνατό να προφέρεται έτσι. Από όλες τις γλώσσες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο, σε καμία ­–πλην της γερμανικής, της τουρκικής και κάποιων άλλων λιγότερο διαδεδομένων- το ge δεν προφέρεται γκε. Επίσης: στο ιταλικό πρωτάθλημα μετέχει επί σειρά ετών μία ομάδα που λέγεται Genoa· την προφέρουμε Τζένοα και όχι Γκένοα. Παλαιότερα, έπαιζε ο ποδοσφαιριστής Roberto Baggio· δεν τον λέγαμε Μπάγκιο.

Όταν επίσης βλέπουμε έναν γερμανό κολυμβητή που λέγεται Wellbrock, αναμένεται να αντιληφθούμε ότι δεν προφέρεται «Ουέλμπροκ», διότι στα γερμανικά δεν υπάρχει o ήχος του αγγλικού w· το γράμμα αυτό προφέρεται β. Η Werder Bremen προφέρεται Βέρντερ, η Wolfsburg προφέρεται Βόλφσμπουργκ, η Wehrmacht Βέρμαχτ, ο Wim Wenders Βιμ Βέντερς κ.ο.κ.

Υπάρχουν με άλλα λόγια μερικοί απλοί τεχνικοί κανόνες, όχι και τόσο δύσκολοι στην απομνημόνευση, οι οποίοι αμέσως αμέσως μπορούν να μας δώσουν έναν πρώτο προσανατολισμό, είτε μέσω συναγωγής (από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο) είτε μέσω αναλογίας/ παραδείγματος (από ένα συγκεκριμένο σε άλλο).

Εάν δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα με τους παραπάνω κανόνες, μια δεύτερη λύση είναι, απλούστατα, να ρωτήσουμε κάποιον συμπατριώτη της αθλήτριας. Εάν για κάποιο λόγο αδυνατούμε, βαριόμαστε ή ντρεπόμαστε, μπορούμε ακόμη απλούστερα να προστρέξουμε στο Γκουγκλ και να γράψουμε How to pronounce XXXX. Τις περισσότερες φορές λειτουργεί. Ειδικά μάλιστα για τους Ολυμπιακούς, ούτε καν αυτό χρειαζόταν, διότι στην επίσημη ιστοσελίδα των αγώνων υπήρχε σύνδεσμος δίπλα στο όνομα κάθε αθλητή με αυτό ακριβώς το περιεχόμενο! Δηλαδή με ένα σύντομο ηχητικό αρχείο όπου μπορούσε ο ενδιαφερόμενος να ακούσει τη φωνή κάποιου ομιλητή της αντίστοιχης γλώσσας –συχνά μάλιστα του ίδιου του αθλητή- να εκφωνεί το όνομά του.

Όταν κάποιος δεν μπαίνει στον κόπο να ακολουθήσει καμία απ’ αυτές τις μεθόδους και λέει τα ονόματα όπως της κατέβει, αυτό είναι κατ’ αρχάς ένδειξη τεμπελιάς. Ακηδίας, όπως θα έλεγε και κάποιος γλωσσαμύντωρ. Ακηδίας όμως όχι μόνο γλωσσικής, αλλά και συναισθηματικής. Με άλλα λόγια, ένδειξη παχυδερμισμού. Και περιφρόνησης.

Στους καυγάδες μέσω τηλεοπτικών παραθύρων που είχαν γνωρίσει τις δόξες τους τον περασμένο αιώνα, για όποιον ήθελε να εκνευρίσει και να αποσυντονίσει τον συνομιλητή του υπήρχε μία δοκιμασμένη τακτική: να λέει σκοπίμως, και επανειλημμένα, λάθος το όνομά του. Αυτό π.χ. έκανε συστηματικά ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος.

Το όνομα είναι συστατικό στοιχείο της υποκειμενικότητας του καθενός. Όταν κάποιος θεωρεί ασήμαντο το όνομα, θεωρεί ασήμαντο τον άνθρωπο. Πάντως τον θεωρεί λιγότερο σημαντικό απ’ ό,τι ο ίδιος· τον θεωρεί κατώτερο. Τόσο εκείνον όσο και το σύνολο στο οποίο ανήκει.

Ισχυρίζομαι ότι αυτό το σύμπλεγμα ανωτερότητας των ελλήνων/-ίδων, της «ελληνικής ψυχής» σύμφωνα με την έκφραση που ακούμε κατά κόρον αυτές τις μέρες, έναντι των ψυχών του υπολοίπου κόσμου, ενισχύεται από έναν άλλο λόγο: από την βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση περί κατωτερότητας όλων των άλλων γλωσσών έναντι της τέλειας, θεϊκής, «μαθηματικής», «νοηματικής» κ.λπ. ελληνικής. Και γίνεται τόσο περισσότερο εκνευριστικό στο μέτρο που τα ονόματα των ελλήνων, και ελληνίδων, αθλητ(ρι)ών υποβάλλονται στις ολυμπιακές αρχές, και άρα στους ξένους δημοσιογράφους και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, μεταγραμμένα στο λατινικό αλφάβητο σύμφωνα με το παρανοϊκό σύστημα που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια το ελληνικό κράτος και η γραφειοκρατία του. Πράγμα που καταλήγει σε γραφές οι οποίες δεν αναντιστοιχούν προς την πραγματική προφορά, και ενίοτε προς καμία προφορά που να μπορεί ευλόγως να αναπαράγει ένας νορμάλ άνθρωπος· π.χ. Ntrismpioti.

Η αλαζονεία αυτή της «ανώτερης γλώσσας» όμως δεν έχει αιτιώδη σχέση με το τωρινό παρανοϊκό σύστημα μεταγραφής· υπήρχε και πριν απ’ αυτό. Οι κάπως παλιότεροι ίσως θυμούνται ότι, στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, το όνομα της Βούλας Πατουλίδου είχε δοθεί ως Patoylidoy, επειδή κάποιος φωστήρας δεν γνώριζε ότι στο λατινικό αλφάβητο είναι άλλο το Υ και άλλο το U. Όταν διαπίστωσε ότι όλοι οι συνάδελφοί του, ευλόγως, πρόφεραν Πατόιλιντόι, ο εκφωνητής της ΕΡΤ εξέφρασε από αέρος την αγανάκτησή του και διερωτήθηκε ρητορικά: «μα γιατί δεν ρωτούσαν κάποιον;». Δηλαδή παραπονέθηκε που κάποιοι άλλοι δεν κάνουν ό,τι ο ίδιος, και σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί του, αρνούνται συστηματικά να κάνουν επί δεκαετίες. Τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου· δεν χρωστάμε σε κανέναν, οι άλλοι μας χρωστάνε. Αφού όλοι έχουν δανειστεί από μας, όπως δεν παύει να μας διαβεβαιώνει τόσα χρόνια και ο Γεώργιος Πορτοκάλος.

Παρόμοιες περιστάσεις παγκόσμιων αθλητικών γεγονότων αποτελούν συνήθη αφορμή να ξαναρχίσουν οι γνωστές κλάψες για την «αμερικανοποίηση των πάντων», τον «γλωσσικό/ πολιτιστικό ιμπεριαλισμό της αγγλικής» και δε συμμαζεύεται. Στις απόψεις αυτές έχει εδώ και χρόνια ασκηθεί καταλυτική κριτική, τόσο σε γλωσσολογικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο. Με βάση όσα αναδείχθηκαν εδώ, νομίζω ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως αφορμή να αναστοχαστούμε τον γλωσσικό επαρχιωτισμό, την αλαζονεία και την κενοδοξία στην οποία οδηγεί η διάχυτη αριστοκρατική θεολογία με την οποία περιβάλλεται στον δημόσιο λόγο η ελληνική γλώσσα.

Έτσι μεταγράφηκε το όνομα της ολλανδέζας κολυμβήτριας βαν Ράουενταλ

[1] Ακόμα και έτσι, βέβαια, το ae σε καμία περίπτωση δεν θα προφερόταν «αέ» στα αγγλικά. Φαίνεται ο φίλος μας θυμήθηκε από κάπου ότι στο Βέλγιο μιλάνε γαλλικά και ότι στα γαλλικά τονίζεται η τελευταία συλλαβή. Έτσι, πρόφερε τη μισή λέξη με αγγλικό τρόπο και την άλλη μισή με γαλλικό. Το όνομα όμως ήταν ολλανδικό, και έτσι έπεσε έξω σε όλα.

[2] Το παράδειγμα αυτό βέβαια έχει μόνο σχετική ισχύ: ισχύει για τα ελληνικά της Ελλάδας, αλλά όχι για τα ελληνικά της Κύπρου, όπου μπορεί να γίνει, και πράγματι γίνεται, διάκριση ανάμεσα στο s και στο sh, τόσο στη γραφή όσο και στην προφορά.

Κλασσικό

7 σκέψεις σχετικά με το “Οι έλληνες αθλητικογράφοι στερούνται γλωσσομάθειας –αλλά όχι μόνο

  1. Δημήτρης Γκιβίσης's avatar Ο/Η Δημήτρης Γκιβίσης λέει:

    Ακη κάνε μια μικρή διόρθωση. Εκεί που γράφεις «…όταν κάποιος δεν μπαίνει στον κόπο να ακολουθήσει καμία απ’ αυτές τις μεθόδους και λέει τα ονόματα όπως της κατέβει…», το σωστό είναι «όπως του κατέβει». 

    Μου αρέσει!

    • Δημήτρη

      Ευχαριστώ για την παρατήρηση. Το της είναι ηθελημένο. Είναι ένας τρόπος συμπεριληπτικής γλώσσας. Αντί να γράφω κάθε φορά «κάποιος/ κάποια (…) του/ της», γράφω τη μία φορά το αρσενικό και την άλλη το θηλυκό.

      Μου αρέσει!

  2. Συμφωνώ επί της ουσίας, αλλά:
    1. Συμβαίνουν και εις Παρισίους. Αγανακτούσα, θυμάμαι, όταν άκουγα στη γαλλική τηλεόραση να λένε ΒαΚλάβ Αβέλ τον μακρίτη Βάτσλαφ Χάβελ…
    2. Το Βατερλώ έχει βέβαια φλαμανδικό όνομα, αλλά δεν είναι «χωριό της Φλάνδρας» — στη Βαλονία ανήκει, και είναι γαλλόφωνο.
    3. Το ge μόνο σε νεολατινικές γλώσσες προφέρεται ζε ή τζε — και συνήθως (όχι πάντα, πρβ. τις κοινότατες λέξεις get και gear), λόγω της νορμανδικής κατάκτησης, και στα αγγλικά. Στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι ουρανικό — γκε στα γερμανικά και στις σλαβικές γλώσσες, χε στα ολλανδικά, γε στα σουηδικά… Αλλά σαφώς δικαιούται ν’απαιτεί κανείς από στοιχειωδώς μορφωμένο Έλληνα που κατ’επάγγελμα μιλάει στα ΜΜΕ να ξέρει ότι στα ιταλικά είναι τζε και στα ισπανικά χε!

    Μου αρέσει!

    • Βεβαίως συμβαίνουν, για να μην πω και κατ’εξοχήν εις Παρισίους. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, π.χ., οι Γάλλοι αθλητικογράφοι πρόφεραν τα σερβοκροατικά επώνυμα που λήγουν σε -ιτς με κ αντί με τσ. Δεν ξέρω μήπως το κάνουν ακόμα.
      Για το 2, φυσικά έχεις δίκιο. Περνάω τη διόρθωση.

      Μου αρέσει!

  3. Gatakia's avatar Ο/Η Gatakia λέει:

    Όταν ο μεγάλος μανόλο μαβρομάτης περιέγραφε Ο ντεμπούρ πασάρει στον δίδυμο αδελφό του ντεμπέρ οι ξένοι σπίκερ ήταν ακόμα πάνω στα δέντρα. Τι έχουν να πουν για αυτό οι άθεοι;

    Μου αρέσει!

  4. Anon's avatar Ο/Η Anon λέει:

    Η λύση ήταν πολύ απλούστερη: στο σάιτ των Ολυμπιακών, η διοργανώτρια αρχή είχε φροντίσει να αναρτήσει στα προφίλ των αθλητ-ρι-ών σύντομες ηχογραφήσεις των ονομάτων τους προφερμένων από τους ίδιους και τις ίδιες.

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Δημήτρης Γκιβίσης Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.