Ανάλυση λόγου,Λογοτεχνία,Πολιτική,Τέχνη

Η αποδόμηση φύτρωσε από μόνη της

του  Άκη Γαβριηλίδη

Κατά την τρέχουσα φιλολογική διαμάχη με αφορμή το σημείωμα περί του αν «η πατριαρχία φύτρωσε μόνη της», οι περισσότεροι, ασχέτως της υπέρ, κατά ή ενδιάμεσης τοποθέτησής τους, φαίνεται να συμφωνούν σε ένα πράγμα: αυτό που επιχείρησε η Λούνα είναι «να αποδομήσει τον Καραγάτση».

Η χρήση του όρου αυτού ξενίζει, και είναι τόσο περισσότερο αδικαιολόγητη στο βαθμό που απαντά σε κείμενα γραμμένα με θεωρητικές αξιώσεις –για να μην πω γραμμένα με σαφή διδακτική αφ’ υψηλού πρόθεση. Αυτό ας πούμε συμβαίνει σε ένα οργίλο άρθρο του Κώστα Βούλγαρη το οποίο χαρακτηρίζει τις επικρίτριες «άμουσους ανθρώπους» και τους αποδίδει «φασίζοντα λαϊκισμό», «νευρώσεις» και «υπέρογκα εγώ». Πρόκειται για ένα bullying με κλασική ακροκεντρώα επιχειρηματολογία –ή μάλλον έλλειψη επιχειρηματολογίας, αφού ο συντάκτης ρητά διακηρύσσει ότι «Δεν χρειάζονται επιχειρήματα για την υπεράσπιση του Καραγάτση ή εν γένει της τέχνης [sic]».

Το άρθρο αυτό αρχίζει λοιπόν με την εξής φράση:

Ένα ακόμα επεισόδιο «αποδόμησης» ενός γνωστού συγγραφέα (…) συντελείται το τελευταίο διάστημα …

Το γεγονός ότι η λέξη «αποδόμηση» τίθεται εδώ σε εισαγωγικά δεν είναι πολύ σαφές τι σημαίνει. Εισαγωγικά συνήθως βάζουμε είτε όταν παραθέτουμε αυτολεξεί τον λόγο κάποιου άλλου, είτε όταν θέλουμε να πάρουμε κάποια απόσταση από τα εντός αυτών –να δηλώσουμε ότι η χρήση τους είναι άστοχη, «δήθεν». Όσο έχω δει, το πρώτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Όπως και δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ: η «αποδόμηση», σύμφωνα με την τρέχουσα χρήση της στα ελληνικά, είναι ένα εξώνυμο –και ένας τρόπος αποδοκιμασίας. Ποτέ κανείς δεν βγήκε να πει «τώρα εγώ θα κάνω μια αποδόμηση».

Αν πάλι ο Βούλγαρης εννοεί ότι ο «γνωστός συγγραφέας» υποβάλλεται σε «ψευδο-αποδόμηση», δεν μας εξηγεί ποια θα ήταν κατ’ αυτόν η γνήσια αποδόμηση και αν θα την έκρινε αποδεκτή. Όπως επίσης, και κυρίως, δεν μας εξηγεί τι κερδίζουμε με το να αποδίδουμε σε κάποιον/-αν μία πρόθεση που εκείνη δεν διεκδίκησε και εν συνεχεία να την κατηγορούμε ότι δεν την υλοποίησε.

Πάντως, μια που μπήκαμε στο στοιχείο της διδαχής, ας γνωστοποιήσουμε κι εμείς στους κριτικούς των κριτικών (των κριτικών, κ.ο.κ.) που χρησιμοποιούν τον όρο, με εισαγωγικά ή χωρίς, τι σημαίνει αποδόμηση. Αυτό εξάλλου δεν είναι τόσο δύσκολο· μπορούμε να το βρούμε στην Wikipedia.

Η αποδόμηση είναι όρος της φιλοσοφίας, της λογοτεχνικής κριτικής, και των κοινωνικών επιστημών, που ήρθε στη δημοσιότητα μέσω της χρήσης του από το φιλόσοφο Ζακ Ντεριντά κατά τη δεκαετία του ’60.

Με τον όρο «αποδόμηση» εννοείται η λεπτομερής ανάγνωση κειμένων με στόχο την υπόδειξη ότι κάθε δεδομένο κείμενο, αντί να είναι ένα ενωμένο όλο, έχει αδιάλλακτα αντιφατικά νοήματα.

Αμέσως αμέσως, από αυτόν τον πρωτοβάθμιο, εγκυκλοπαιδικό ορισμό, προκύπτει ότι μια ανάγνωση κατά την οποία ένα κείμενο έχει ένα απολύτως ξεκάθαρο και ενιαίο νόημα δεν μπορεί να συνιστά αποδόμηση. Θα έλεγα μάλιστα ότι μεταξύ των δύο κειμένων, της Λούνα και του Βούλγαρη, εκείνο που έχει περισσότερη σχέση, τουλάχιστον διακηρυκτικά, με την ανάδειξη πολλαπλών νοημάτων είναι μάλλον το δεύτερο και όχι το πρώτο.

Γνωρίζω φυσικά ότι το νόημα των λέξεων είναι η χρήση τους, και ότι στον τρέχοντα δημοσιογραφικό λόγο στην ελληνική γλώσσα έχει από χρόνια καθιερωθεί μία χρήση του όρου αποδόμηση με την έννοια «απόρριψη, αμφισβήτηση, κατεδαφιστική κριτική», την οποία είναι ματαιοπονία να προσπαθεί κανείς να διορθώσει. Ίσως όμως δεν είναι υπερβολικό να αναμένουμε μία σχετική ακριβολογία από ένα κείμενο που έρχεται να διδάξει σε αυτούς τους «άμουσους ανθρώπους» τι είναι «η» τέχνη, «η» αισθητική εμπειρία και η αυτονομία της, ο μοντερνισμός, η επάρατη «θεματογραφία» κ.λπ.

Αυτή όμως η απόρριψη της «θεματογραφίας» εν ονόματι της αυτονομίας του αισθητικού έχει και ένα άλλο πρόβλημα. Η επίκληση της αυτονομίας του έργου τέχνης από τις ιδεολογίες, από τυχόν σεξουαλικές προτιμήσεις και ιεραρχήσεις και άλλες «μερικότητες» δεν έχει μεγάλη αξία όταν έχουμε να κάνουμε με έργα τέχνης που τα ίδια παραιτούνται απ’ αυτήν, προβαίνοντας σε απερίφραστες δηλώσεις τέτοιων προτιμήσεων –όπως είχα υποστηρίξει στο παρελθόν με άλλη αφορμή.

Η επισήμανση ότι οι απόψεις που εκφράζει ένας ήρωας μυθιστορήματος δεν μπορούν/ πρέπει να αποδοθούν απαραίτητα στον συγγραφέα είναι, σε επίπεδο αρχής, ορθή. Δεν κλείνει όμως το θέμα. Διότι κάτι μπορεί να μην συμβαίνει μεν απαραίτητα, αλλά να συμβαίνει ενδεχομενικά. Οι αντιδραστικές απόψεις που διατυπώνονται στα μυθιστορήματα του Καραγάτση ας δεχθούμε ότι δεν είναι οι δικές του. Ποιες είναι όμως οι δικές του; Η άρνηση αυτή θα ήταν πιο πειστική εάν συνοδευόταν από την υπόδειξη κάποιων άλλων απόψεων που να μπορούν θεμιτά να αποδοθούν σε αυτόν και να είναι αντίθετες. Κάτι τέτοιο δεν έχει μέχρι στιγμής γίνει.

Ας ψάξουμε λοιπόν εμείς. Βάσει της ίδιας ανωτέρω αρχής, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι απόψεις τις οποίες εκφράζει ο συγγραφέας όχι μέσα από το στόμα μυθοπλαστικών ηρώων, αλλά σε άρθρο γνώμης σε «εβδομαδιαία φιλολογική, καλλιτεχνική, επιστημονική εφημερίδα» με σκοπούς ιστορικής ανάλυσης αλλά και πολεμικής, το οποίο υπογράφει ο ίδιος φαρδιά-πλατιά με το όνομά του, πρέπει σαφώς να θεωρηθούν απόψεις του συγγραφέα. Οπότε λοιπόν, απόψεις του Καραγάτση είναι μεταξύ άλλων οι εξής:

Μπορούμε να διακρίνουμε δυο ειδών ιμπεριαλισμούς (…) Η αδικία (και οι αντιδράσεις) χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, δηλαδή την προσπάθεια να κατακτήσει ένα Κράτος άλλα έθνη ευρωπαϊκά, που ανήκουν στην κλάση των «πολιτισμένων λαών» των άξιων ν’ αυτοκυβερνηθούν. Όσο για τον αποικιακό ιμπεριαλισμό, αυτός που στρέφεται σε λαούς εξωευρωπαϊκούς, μισοβάρβαρους ή βάρβαρους, όχι μόνον δεν μπορεί να τον καταδικάσει κανείς απόλυτα, μα ίσως θα έπρεπε να του αναγνωρίσει και γενικότερη ανθρωπιστική σκοπιμότητα. (…)

Όπως είπαμε, ο αποικιακός ιμπεριαλισμός, και σκόπιμος είναι και ανθρωπιστικός, όταν εφαρμόζεται όπως πρέπει από Κράτη βαθειά πολιτισμένα, που έχουν συνείδηση των ευθυνών τους απέναντι στην ιστορία. Τέτοιο κράτος είναι η Μεγάλη Βρεττανία.

Η Μεγάλη Βρεττανία είναι ο κυριώτερος εκπρόσωπος του αποικιακού ιμπεριαλισμού στον κόσμο, και ο μεγαλείτερος εχθρός του ευρωπαϊκού. Όχι μόνον δεν θέλησε ποτέ να υποτάξει έθνος ευρωπαϊκό, μα και πολέμησε σκληρά για την ελευθερία των πολιτισμένων λαών. Η πολιτική της σ’ αυτό το κεφάλαιο, είχε πάντοτε μια συνέπεια και συνέχεια ατράνταχτη, που προκαλεί το θαυμασμό του κάθε καλοπροαίρετου ανθρώπου, του απελευθερωμένου από τις μεταφυσικές νοσηρότητες είτε του άκρατου ιμπεριαλισμού, είτε του άκρατου φιλελευθερισμού. Του ανθρώπου που βλέπει πως (…) οι κανίβαλοι της Πολυνησίας έχουν ανάγκη από μια κάποια ανώτερη καθοδήγηση, έστω και μόνον, για να ξεσυνηθίσουν την ανθρωποφαγία. Με μια λέξη όχι υπερβολές, είτε προς τα δω, είτε προς τα εκεί.

Η ιστορία αποδείχνει πως η Μεγάλη Βρεττανία κατάκτησε μονάχα ημιβάρβαρους ή βάρβαρους λαούς, δηλαδή, λαούς, που είχαν ανάγκη από προστασία και καθοδήγηση. Έκανε ό,τι μπορούσε για να τους εκπαιδεύσει, και όταν το εκπολιτιστικό της έργο άρχισε να δίνει καρπούς, η αγγλική διοίκηση υποχωρούσε σιγά-σιγά μπροστά στην τοπική αυτοδιοίκηση, για να φτάσει, πολλές φορές, ως την ανεξαρτησία της κατακτημένης χώρας. Είναι αυτό που γίνηκε με την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νότιο Αφρική. Είναι αυτό που βλέπουμε να γίνεται σιγά-σιγά στις Ινδίες, όπου ο Βρεττανός προστάτης βοηθεί τον ινδικό λαό ν’ αποκτήσει εθνική συνείδηση, να μορφωθεί, να εκπολιτισθεί και να πάρει στα χέρια του τα ηνία της μελλοντικής ελεύθερης χώρας. Και οι λαοί αυτοί, είναι ευγνώμονες στη μητρική τους δυνάστρια, γιατί όχι μόνον τους βοήθησε να εύρουν τον εαυτό τους, μα τους εγλύτωσε από πικρή και σκοτεινή σκλαβιά. Αν νομίζετε υπερβολικά αυτά που λέω, ρωτήστε έναν οποιονδήποτε αβυσσινό, αν δεν θα προτιμούσε τη βρεττανική προστασία από την ανεξαρτησία του, που τόσα χρόνια δεν του χρησίμεψε σε τίποτε, και που στο τέλος, τον έφερε στη σημερινή του αβάσταχτη σκλαβιά.

Θα μπορούσε να παρατηρηθεί πως η Μεγάλη Βρεττανία –ή καλύτερα οι Άγγλοι- κερδίζουν μεγάλα ωφελήματα σε πλούτο και δύναμη από την Αυτοκρατορία τους. Γνωρίζει όμως, ο εξαιρετικός αυτός λαός, όχι μόνο να μην πιέζει τους προστατευομένους του, αλλά και να παραβλέπει πολλές φορές τα συμφέροντά του μπροστά σε έναν ανώτερο ανθρωπιστικό σκοπό που έταξε στον εαυτό του.

Ο ελληνικός λαός, ο τόσο φιλελεύθερος (όπως το απόδειξε το 1821 και το 1940), έχει νοιώσει ενστιχτωδώς τη διαφορά του αγγλικού ιμπεριαλισμού από τους άλλους αδερφούς του. Όταν εδώ και τέσσερα χρόνια προβαλόντανε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους ταινίες από τον αιθιοπικό πόλεμο, τα κατακτητικά στρατεύματα των Ιταλών σφυρίζονταν με άγρια πεποίθηση. Η γαλαρία όμως χειροκροτούσε τη νίκη των βρεττανικών στρατευμάτων ενάντια στους Ινδούς στασιαστές στις ταινίες «Τρεις λογχοφόροι της Βεγγάλης» και «Γάγκα Ντιν», γιατί ένοιωθε πως αν αυτή τη στιγμή δοθεί στις Ινδίες η ανεξαρτησία, θα ακολουθήσει χάος και αναρχία, δηλαδή κατάσταση πρόσφορη για την επέμβαση κάποιου άλλου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, που δεν έχει καμμιά ηθικήν ομοιότητα με το βρεττανικό.

Γνωρίζει η γαλαρία πως αυτοί που ξεσηκώθηκαν ενάντια στη βρεττανική κατοχή, δεν είναι συνειδητοί Ινδοί εθνικόφρονες, μα ασυνείδητα όργανα του τρίτου κτηνώδους ιμπεριαλισμού, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω (Μ. Καραγάτση, «Ο ιταλικός ιμπεριαλισμός», Νεοελληνικά Γράμματα 7.12.1940, σ. 5 & 7[1]).

Η «τέχνη εν γένει» λοιπόν ίσως να μη χρειάζεται επιχειρήματα υπεράσπισης. Ο Καραγάτσης όμως μάλλον χρειάζεται. Και η προβολή της απαίτησης να «κρίνουμε με τα κριτήρια της εποχής» δεν πιάνει εδώ ως τέτοια υπεράσπιση. Από τα ίδια τα γραφόμενα του Μ.Κ. προκύπτει ότι η αντιαποικιοκρατία τού ήταν σαφώς γνωστή όταν έγραφε, όχι μόνο ως «άποψη» ή ως «κριτήριο» αλλά υπό τη μορφή έμπρακτων και ένοπλων εξεγέρσεων, και ο ίδιος θεματοποιεί ρητά μέσα στο γραπτό του τις εξεγέρσεις αυτές μόνο και μόνο για να τις χλευάσει και να τις λοιδορήσει επιλέγοντας συνειδητά την ευρωκεντρική απολογία της αποικιοκρατίας και της «πολιτισμικής αποστολής» του ιμπεριαλισμού.

Θα ήμουν λοιπόν περίεργος να μάθαινα πώς κρίνουν την παραπάνω ενθουσιαστική συμπόρευση με την φιλο-αποικιοκρατική «γαλαρία» και τα κριτήριά της οι διαπρύσιοι πολέμιοι του φασιστικού λαϊκισμού.

[1] Την επισήμανση της ύπαρξης αυτού του άρθρου οφείλω στον Φίλιππο Βασιλόγιαννη.

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η αποδόμηση φύτρωσε από μόνη της

Αφήστε απάντηση στον/στην Δημητρης Σερεμετης Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.