Ανάλυση λόγου,Τέχνη

«Aντέγραψε» ο Λάνθιμος τον Λανγκ;

του Άκη Γαβριηλίδη

Απάντηση: προφανώς όχι, ο Λάνθιμος δεν «αντέγραψε» τον Λανγκ. Φαίνεται όμως ότι περί αυτού είναι ακράδαντα πεπεισμένοι αρκετές χιλιάδες άνθρωποι, αν κρίνουμε από την μεγάλη διάδοση που γνωρίζει τελευταία στον ελληνόφωνο κυβερνοχώρο μια ανάρτηση που υποστηρίζει ακριβώς αυτό. Και είναι πραγματικά συγκινητικό να πληροφορείσαι έτσι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει τίποτε για την διακειμενικότητα στις αναπαραστατικές τέχνες.

Η ανάρτηση συγκεκριμένα συνίσταται σε ένα βιντεάκι διάρκειας 26 συνολικά δευτερολέπτων, από το οποίο υποτίθεται προκύπτει ότι το Poor Things αποτελεί «αντιγραφή πλάνο προς πλάνο» της ταινίας Metropolis του Φριτς Συνέχεια

Κλασσικό
Αθλητισμός,Επιτελεστικότητα,Ιστορία

«Ολυμπιακή Φλόγα»: κιτς το αντίγραφο, ναζιστικό το πρωτότυπο

γράφει ο Roby Rovinsonas

Δεν συμμερίζομαι την πάνδημη καταδίκη των νέων φορεσιών αφής ολυμπιακής φλόγας.

Η ομόθυμη εθνική ενόχληση οφείλεται στο ότι χαλάει μια θεμελιακή εθνική ναρκισσιστική αυτοκεικόνα: «εμείς» είμαστε που «δίνουμε» στην υπόλοιπη ανθρωπότητα την «ιερή φλόγα» των αρχαίων αγώνων «μας». Τη φλόγα που ταξιδεύει στον κόσμο και φωτίζει τη μεγάλη γιορτή της οικουμένης. Και οφείλει να είναι σύμφωνη με τις «σωστές» αναπαραστάσεις και ρούχα, όπως στις δελφικές γιορτές του Σικελιανού, στις φωτογραφίες της Nelly’s, στις Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Τέχνη,αποικιοκρατία

Το «Ζάρι» ως κοινωνικοπολιτικό αντι-αποικιακό σχόλιο

της Σαπφούς Παπαντωνοπούλου

Την πρώτη φορά που άκουσα το τραγούδι «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, δεν μου άρεσε καθόλου.

Την επόμενη, μου φάνηκε καλύτερο.

Τώρα πλέον έχω εθιστεί σε αυτό. Όσο πιο πολύ ακούω το βίντεο, τόσο πιο πολύ το λατρεύω. Βρίσκω φοβερό ότι ταυτόχρονα ξεφτιλίζει τους Ελληναράδες και θίγει τις αστικές ελληνικές ευαισθησίες, ενώ παράλληλα σχολιάζει τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα στην Ελλάδα και γελοιοποιεί τη Δύση και την αποικιοκρατία της τουριστικής βιομηχανίας.

Ολόκληρο το βίντεο είναι ένα σχόλιο για το πώς η οικονομική νεοαποικιοκρατία, σε μια χώρα που εξαρτάται από την τουριστική οικονομία, οδηγεί σε αυτού του είδους τις αλλοτριωμένες επιτελέσεις του εαυτού και τον επαναπροσδιορισμό της «κουλτούρας» ως εμπορεύματος.

Πραγματικά, είναι τόσο δύσκολο να πετύχεις αυτή την ισορροπία, να μιλάς ενάντια στη δυτική αποικιοκρατία χωρίς να αναπαράγεις εθνικιστικές ρητορείες –και η Σάττι το κάνει αυτό αριστοτεχνικά.

Πολλοί μη Έλληνες σχολιάζουν πόσο τους αρέσει αυτό το τραγούδι. Σε αυτούς απαντάω: κι εμένα μου αρέσει. Αλλά πολύ λίγοι φαίνεται να έχουν ιδέα τι είναι στην πραγματικότητα το τραγούδι. Αυτό το τραγούδι δεν είναι μια Συνέχεια

Κλασσικό
Εικόνα,Φύλο,θρησκειολογία

Μου λείπει η Εσταυρωμένη

της Σούζυ Γκούνθερ Λόουεν

Το γλυπτό της φωτογραφίας βρίσκεται στο χώρο της θεολογικής μου σχολής, του Emmanuel College στο Τορόντο, της Ενοποιημένης Εκκλησίας του Καναδά. Περνούσα από μπροστά της σχεδόν καθημερινά, πηγαίνοντας στο μάθημα ή στη βιβλιοθήκη. Έχει αποκτήσει όλο και μεγαλύτερο νόημα για μένα καθώς έμαθα περισσότερα γι’ αυτήν και καθώς οι γνώσεις μου για τη φεμινιστική, τη γυναικεία και άλλες θεολογίες της απελευθέρωσης έχουν γίνει βαθύτερες. Τώρα που μετακόμισα από το Τορόντο, μου λείπει, και διαπιστώνω ότι λείπει και από πολλούς θεολογικούς μας προβληματισμούς σχετικά με τη σημασία του σταυρού και του Πάσχα.

Η ιστορία του αγάλματος είναι ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με τις θεολόγους Ντόρις Τζην Ντάυκ και Τζούλι Κλέιγκ, η καλλιτέχνης Άλμουθ Λούτκενχάους-Λάκυ φιλοτέχνησε την «Εσταυρωμένη Γυναίκα» απλώς ως έκφραση του Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Κινηματογράφος,Τέχνη,Φύλο

Αδέσποτα Ζάρια και Βλάσφημα Κορμιά: οι γυναίκες και η διαταραχή της αντιπροσώπευσης

του Άκη Γαβριηλίδη

 

O χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια, έλεγε ένας αρχαίος. Για την ακρίβεια, στο πρωτότυπο δεν έλεγε για ζάρια αλλά για πεσσούς, διότι η λέξη ζάρι δεν υπήρχε ακόμα στην ελληνική γλώσσα. Μπήκε αργότερα σε αυτήν από τα αραβικά. Από την ίδια αραβική λέξη προέρχεται και το γαλλικό hasard, ένας όρος μεταξύ άλλων με αρκετές φιλοσοφικές χρήσεις σχετικές με το αστάθμητο και την ενδεχομενικότητα των ανθρώπινων και των φυσικών πραγμάτων ή σχέσεων, του σύμπαντος γενικώς. Το δοκίμιο «Η τύχη και η αναγκαιότητα» του Γάλλου βιολόγου και επιστημολόγου Ζακ Μονό, που τον καιρό του είχε συζητηθεί αρκετά και από πολλούς, (μεταξύ των οποίων και ο Αλτουσέρ), λεγόταν στο πρωτότυπο Le Hasard et la Nécessité.

Xάρη στην τύχη/ αναγκαιότητα του χρόνου, ή ίσως καλύτερα του καιρού, της συγκυρίας, η δημόσια σφαίρα στις 8 Μαρτίου (παγκόσμια ημέρα της γυναίκας), και τις επόμενες μέρες, σημαδεύτηκε στην Ελλάδα από έντονες Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Ιστορία,Μνήμη

Καποδίστριας, o Τσακ Νόρρις του εκσυγχρονισμού;

του Άκη Γαβριηλίδη

Εδώ και κάποια χρόνια, στον ελληνόφωνο κυβερνοχώρο έχει τεθεί σε κυκλοφορία –άγνωστο από ποιον ακριβώς, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις- ένα κείμενο το οποίο, υπό τη μορφή ενός καταιγισμού ρητορικών ερωτήσεων προς τον αναγνώστη («θα το πίστευες αν σου έλεγε κάποιος ότι τον 19ο αιώνα υπήρξε κάποιος που …»), απαριθμεί μία σειρά απολύτως τερατολογικών κατορθωμάτων και ιδιοτήτων που αποδίδει στον Βενετό, αδριατικής καταγωγής, ρώσο κόμη Giovanni Capo d’Istria. Για τις τερατολογίες αυτές, η λογική συνέχεια θα ήταν: όχι, δεν θα το πίστευες, και πολύ καλά θα έκανες.

Όπως επίσης συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, το κείμενο γνωρίζει διάφορες παραλλαγές και προσθαφαιρέσεις κάθε φορά –από τις πολλές- που αναπαράγεται. Μία σχετικά πρόσφατη αρχίζει ως εξής:

Πολλοί λένε ότι μετά από τον Ιωάννη Καποδίστρια τελείωσε και η ζώσα δημοκρατία! Αλλά ας ελπίζουμε στον θεό και ας είμαστε αισιόδοξοι…[1]

Πόσο θα πίστευες αν σου έλεγε κάποιος ότι τον 19ο αιώνα υπήρξε κάποιος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα (Έλληνας) που:

Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο επίτευγμα να γράψεις τρεις προτάσεις και να μην πεις ούτε μία αλήθεια.

Η δημοκρατία, ζώσα ή ημιθανής, δεν τελείωσε μετά τον Καποδίστρια. Τελείωσε με τον Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας, αριστοκρατικών πεποιθήσεων και άλλωστε αριστοκράτης ο ίδιος, είναι εκείνος που έθεσε τέρμα στην όποια δημοκρατική προοπτική των συνταγμάτων της επανάστασης του 21. Ποια ήταν άραγε αυτή η «ζώσα δημοκρατία» που υπήρχε επί των ημερών του και «τελείωσε μετά»;

Ο Καποδίστριας είναι αλήθεια ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μέρος που σήμερα ανήκει στο ελληνικό κράτος. Oι εμμονικές διαβεβαιώσεις όμως ότι «γεννήθηκε στην Ελλάδα» και «ήταν Έλληνας» άνευ άλλου προσδιορισμού, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα μέρος της αλήθειας. Ανήκε σε μία γενιά που «τραύλιζε το έθνος», για να δανειστούμε την έκφραση από το πρόσφατο βιβλίο της Κωνσταντίνας Ζάνου. Ήταν υπήκοος της Βενετίας, γραμμένος στο Libro d’Oro, και το όνομα του πατέρα του –το ένα από τα δύο ονόματα- ήταν … Μαρία. Σπούδασε στην Ιταλία και υπηρέτησε το ρωσικό κράτος. Όλα αυτά είναι πολύ μακριά από την ελλληνικότητα και την εμπειρία της όπως την νοούμε σήμερα.

Αλλά και όσα ακολουθούν μετά το «που» δεν πάνε πίσω. Αυτά τα οποία ερωτάται ο αναγνώστης «πόσο θα τα πίστευε» είναι μεταξύ άλλων τα εξής:

Πήρε τρία διδακτορικά διπλώματα στην Ιταλία!

Έφτιαξε το Σύνταγμα της τότε Επτανησιακής Πολιτείας (και έγινε κυβερνήτης της σε ηλικία 26 χρονών!)

Έφτιαξε το επιτυχημένο Ελβετικό Σύνταγμα (που ισχύει μέχρι σήμερα)

Έσωσε από διαμελισμό και από πτώχευση την ηττημένη το 1815 Γαλλία.

Έγινε Υπουργός Εξωτερικών (1816) της μεγαλύτερης (τότε) Ευρωπαϊκής δύναμης (της Ρωσίας)

Έσωσε την Ελληνική επανάσταση.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στην ιστορία του 19ου αιώνα για να αντιληφθεί ότι αυτός ο τύπος λόγου προσιδιάζει περισσότερο σε διαφήμιση παρά σε ιστορική αφήγηση. Μονολεκτικές διαβεβαιώσεις χωρίς καμία περαιτέρω ανάπτυξη ή τεκμηρίωση, (αλλά με άφθονα θαυμαστικά και λέξεις με κεφαλαίο πρώτο γράμμα), που προορίζονται να εμπνεύσουν όχι την επιθυμία για γνώση αλλά την αποχαύνωση και το θαυμασμό.

Εάν κανείς «ξύσει» στοιχειωδώς αυτές τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις, έστω π.χ. αυτή περί του «ελβετικού συντάγματος», θα δει ότι είναι παραμύθια. Σύμφωνα με ανάρτηση στο επίσημο σάιτ του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας, το ελβετικό σύνταγμα που ισχύει σήμερα ψηφίστηκε το 2000, ενώ και το πρώτο στην ιστορία θεσπίστηκε το 1848, δηλαδή αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Καποδίστρια. Άρα μάλλον αδύνατο να συνέταξε εκείνος είτε το ένα, είτε το άλλο.

Το ίδιο δημοσίευμα αναφέρει ότι «Το 1821 παραιτήθηκε από την Ρωσική κυβέρνηση και πήγε στην Ελβετία (1821- 1827)». Πώς «έσωσε την ελληνική επανάσταση» λοιπόν; Εξ αποστάσεως;

Επίσης, αναφέρεται ότι «Οργάνωσε το Πολεμικό ναυτικό και γενικά την ναυτιλία». Δεν διευκρινίζεται ποίας χώρας· φαντάζομαι της Ελλάδας. Πότε πρόλαβε όμως να οργανώσει κοτζάμ πολεμικό ναυτικό;

Παραλείπω εδώ τα κάκιστα ελληνικά στα οποία, επίσης όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι συνταγμένο το κείμενο. Σε αυτό παρατηρούνται πλείστοι όσοι σολοικισμοί και ανορθογραφίες: «φιλικά προσκείμενους με [sic] την Οθωμανική Αυτοκρατορία», «τα χτήματα του», «συνεδρίαση της Τριζίνας».

Επίσης, ακυρολεξίες:

Ο Κολοκοτρώνης τον ονόμασε «Πατέρα του Έθνους». (Από τότε δεν έχουμε καθορίσει στον Κυβερνήτη Καποδίστρια αυτήν την τιμή).

«Καθορίζω την τιμή» στα ελληνικά σημαίνει αποφασίζω ποιο θα είναι το αντίτιμο σε μια πώληση. «Καθορίζω μία τιμή σε έναν άνθρωπο» δεν σημαίνει τίποτε.

Η μη απόδοση τιμής στον Καποδίστρια είναι μάλλον το «διά ταύτα», η ultima ratio (αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποια ratio) του κειμένου:

Ο Καποδίστριας ήταν μια οικουμενική προσωπικότητα. Ακόμη τον τιμούν στην Ρωσία, στην Γαλλία, στην Ελβετία, στην Σλοβενία. Στην Ελλάδα μάλλον τον αγνοούμε.

Φυσικά, ο ισχυρισμός αυτός είναι απολύτως ανακριβής. Στην Ελλάδα δεν αγνοούμε καθόλου τον Καποδίστρια. Υπάρχουν τουλάχιστον τρία αγάλματά του (Αθήνα/ Ναύπλιο/ Κέρκυρα), δύο προτομές (μία στον Εθνικό Κήπο και μία στην Πάτρα) και δυο αναμνηστικές πλάκες (Ναύπλιο), ένα Μουσείο Καποδίστρια στην Κέρκυρα, όπου και το αεροδρόμιο του νησιού φέρει το όνομά του, αποκαθίσταται το Κυβερνείο στην Αίγινα … Το όνομά του έφερε και το σχέδιο ενοποίησης των δήμων του 1997 (από το οποίο έχει μείνει έκτοτε η έκφραση «καποδιστριακός δήμος»), ενώ στις τελευταίες εκλογές κατέβηκε συνδυασμός με την επωνυμία «Κοινωνία-Πολιτική Παράταξη συνεχιστών της πολιτικής του Καποδίστρια». Όσο για οδούς, λεωφόρους ή πλατείες με το όνομά του, υπάρχουν σε όλους τους δήμους της Ελλάδας! Μόνο στην Αττική υπάρχει διψήφιος αριθμός. Το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο, αυτό που βρίσκεται στην πρωτεύουσα της χώρας, λέγεται Καποδιστριακό. Χωρίς υπερβολή, δεν πρέπει να υπάρχει πολιτικός άνδρας τον οποίο να έχει τιμήσει περισσότερο το ελληνικό κράτος, με την εξαίρεση του Ελευθέριου Βενιζέλου –του οποίου όμως η δράση υπήρξε πολύ πιο μακροχρόνια, πιο πρόσφατη, και συνδέθηκε με πιο θεμελιώδη γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Τι άλλο να κάναμε δηλαδή; Να ονομάζαμε Καποδιστρία την χώρα;

Φυσικά, το γεγονός ότι ένα κείμενο είναι γραμμένο στο πόδι ή λέει ανακρίβειες δεν εμποδίζει από μόνο του τη διάδοσή του. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ίσως και να την ευνοεί. Και ειδικότερα, υπό την προϋπόθεση το κείμενο να ανταποκρίνεται σε κάποιες προσδοκίες, να ακολουθεί κάποιες οικείες και αναγνωρίσιμες αφηγηματικές δομές που καλύπτουν κάποιες συναισθηματικές ανάγκες. Εν προκειμένω, αυτό περί του Καποδίστρια – Τσακ Νόρρις καταφέρνει να ενεργοποιήσει κάποια πολύ δημοφιλή κλισέ, με βασικότερο το «κάτι μας κρύβουν», «κάποιοι δεν θέλουν να μάθουμε την αλήθεια». (Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάποιες αναδημοσιεύσεις φέρει τον τίτλο «Ο άγνωστος Καποδίστριας»). Κατά δεύτερον, αυτή η υποτιθέμενη απόκρυψη έχει να κάνει με ένα άλλο πολυχρησιμοποιημένο κλισέ, το «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της», «Έλληνας υπερήρωας που διέπρεψε στο εξωτερικό και εμείς τον αγνοούμε». (Ανάλογο ρόλο καλείται να παίξει σε άλλα δημοσιεύματα ο Καραθεοδωρή, ο οποίος εμφανίζεται ως «ο δάσκαλος του Αϊνστάιν»).

Πρόκειται δηλαδή για το γνωστό επιφώνημα «ce n’est pas ça» που ακολουθεί την έλευση της απόλαυσης για να καταγράψει το χάσμα ανάμεσα στην προσδοκώμενη και στην επελθούσα. Ο εθνικιστής επιθυμεί ακαταμάχητα το έθνος του να είναι υπερδύναμη, να κινεί τα νήματα των παγκόσμιων εξελίξεων· αυτό ή έστω κάποιοι εκπρόσωποί του. Όταν δεν βρίσκει τέτοιους, οδηγείται να επινοήσει, και να αυτο-ετερομαστιγωθεί που δεν τους έχει αποδώσει τη σημασία που τους πρέπει.

Δείγμα αυτής της προσπάθειας είναι και το ότι, το διάστημα αυτό, ετοιμάζει κινηματογραφική βιογραφία του Καποδίστρια –φυσικά με διεθνή συμπαραγωγή- ο Γιάννης Σμαραγδής. Ένας κινηματογραφιστής που υπηρετεί με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια την εμπέδωση ενός αφηγήματος για «εξαιρετικές προσωπικότητες», όλες φυσικά ενήλικες άνδρες, ελληνικής καταγωγής αλλά και με «οικουμενική» (κυρίως βέβαια ευρωπαϊκή) δράση, χάρη στην οποία διέπρεψαν στις τέχνες και το εμπόριο.

Τέλος, αυτή η θεοποίηση του Καποδίστρια αρδεύεται επίσης από ένα άλλο λογοθετικό ρεύμα στο χώρο της δημόσιας ιστορίας και επικοινωνεί με αυτό. Πρόκειται για την προσπάθεια να συγκροτηθεί μία γενεαλογία «χαρισματικών και εκσυγχρονιστών ηγετών» που «αντιστάθηκαν στο λαϊκισμό και στα οθωμανικά κατάλοιπα» –χωρίς όμως να τύχουν της αναγνώρισης που τους άξιζε από τον αχάριστο και αδαή λαό τους, που είναι μαθημένος στην κουλτούρα τού underdog. Πριν από τον Σημίτη και τον ήδη αναφερθέντα Βενιζέλο, η ανάγκη επινόησης προγόνων φέρνει καμιά φορά στην επιφάνεια και τον κόμη-υπουργό του Τσάρου.

Φυσικά αυτή η συνάντηση δεν είναι απαλλαγμένη από ανακολουθίες. Διότι έχουμε ένα πρόταγμα που επαγγέλλεται τον εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων, στην υπηρεσία του οποίου τίθεται μια αφήγηση με θρησκευτικές-μυστικιστικές συνηχήσεις[2]. Βέβαια ο μύθος δεν είναι το αντίθετο του Λόγου, όπως ξέρουμε από τους γάλλους (μετα)δομιστές. Δεν είμαι όμως σίγουρος αν αυτό το ξέρουν και οι Διαμαντούρος-Βερέμης-Μαυρογορδάτος και συντροφία.

Όλα αυτά απολήγουν και μπερδεύονται γλυκά στη νέα μεγάλη (μεσαία) ιδέα της Ελλάδας του τουρισμού, των αρχαιοτήτων, της αυτοπεποίθησης και της επιχειρηματικότητας. Ένα αυτοείδωλο, και ένα καθεστώς (κλοπής της) απόλαυσης, πάνω στα οποία «χτίζει» η τριάδα Καλύβας-Μενδώνη-Μητσοτάκης, επιχειρώντας να αιχμαλωτίσει και να αποκρυσταλλώσει όλες αυτές τις συναισθηματικές ανάγκες και όλη αυτή την επιθυμία για αυτοδικαιωτικούς εθνικούς μύθους.

[1] Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η φράση «Η Ελβετία κόσμησε την Λωζανη με άγαλμα του Καποδίστρια!». Η φράση αυτή είναι λογικά ασύνδετη με όσα προηγούνται ή έπονται, και πιθανολογώ ότι, σε κάποια προηγούμενη εκδοχή η οποία μεταφέρθηκε εδώ με κόπυ-πέιστ, αποτελούσε τη λεζάντα για κάποια φωτογραφία η οποία χάθηκε κατά τη μεταφορά.

[2] Αντιγράφω ξανά από την ίδια κλάψα-αγιογραφία:
«Ομολογώ ότι κατά καιρούς άκουγα για κάποιον Καποδίστρια με τόσα απίθανα κατορθώματα που μου φαινόντουσαν το λιγότερο, υπερβολές!

Τέτοια κατορθώματα είμαστε συνηθισμένοι μόνο στα μυθικά χρόνια. Ποιος να ήταν αυτός ο Έλληνας του 19ου αιώνα που, τουλάχιστον σε πολιτικούς άθλους, φάνηκε αντάξιος του Ηρακλή; Είναι όλα αυτά αλήθεια; Το όνομα του: Ιωάννης Καποδίστριας». Οι υπογραμμίσεις δικές μου· διατηρείται η στίξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Κλασσικό