έξοδος

Ο «παλαιοχριστιανισμός» ως μια τέχνη τού να μην κυβερνάσαι

του Άκη Γαβριηλίδη

Εδώ και αρκετά χρόνια, ο σημαντικός αμερικανός αναρχικός ανθρωπολόγος Τζέιμς Σ. Σκοττ, με βάση την έρευνα πεδίου που είχε κάνει στη νοτιοανατολική Ασία, έχει εκδώσει το συνθετικό έργο The Art of Not Being Governed. An Anarchist History of Upland Southeast Asia. Ένα έργο που είχε ως αντικείμενο την προσπάθεια πολλών διαφορετικών ανθρώπων όχι να ανατρέψουν το κράτος και να φτιάξουν μια καλύτερη κοινωνία, αλλά να φύγουν από το κράτος –ή να μην πάνε ποτέ σε αυτό-, να μείνουν μακριά του, να ζήσουν περνώντας «κάτω από τα ραντάρ του». Ραντάρ που έχουν κυρίως ονόματα όπως ληξιαρχείο, σχολείο, στρατός, εφορία.

Από αυτό εδώ το μπλογκ έχω παρουσιάσει μεταφρασμένα αποσπάσματα, και κατά καιρούς έχω χρησιμοποιήσει τις αναλύσεις του Σκοττ σε θέματα όπου ταίριαζαν. Επιπλέον, μία τουλάχιστον φορά τού έκανα κριτική για υπερβολική –αν και ίσως δικαιολογημένη- μετριοφροσύνη, και ειδικότερα για την παραδοχή του ότι «όσα λέει δεν έχουν και πολύ νόημα για την περίοδο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο». Από τότε και μετά, λέει ο Σκοττ,

η ισχύς του κράτους να αναπτύσσει τεχνολογίες που εκμηδενίζουν αποστάσεις —σιδηρόδρομους, οδικά δίκτυα, τηλέφωνο, τηλέγραφο, αεροδυναμική, ελικόπτερα και τώρα την τεχνολογία της πληροφορίας— άλλαξε τη στρατηγική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ αυτοδιοικούμενων λαών και του έθνους-κράτους, μείωσαν τόσο την τριβή του εδάφους, που η ανάλυσή μου παύει σε μεγάλο βαθμό να είναι χρήσιμη.

Η περίπτωση των αυτο/ετεροαποκαλούμενων παλαιοχριστιανών της Ερέτριας/ Κορινθίας δικαιώνει την κριτική μου, και υπερακοντίζει την επιφυλακτικότητα του Σκοττ, κατά έναν τρόπο που ούτε εγώ είχα προβλέψει: μας δείχνει ότι είναι δυνατό κανείς να ξεφεύγει από το κράτος και την εργασία όντας μέσα σε αυτά, ή στις παρυφές τους, μέσα και ταυτόχρονα μακριά (τηλε-) από τις νόρμες και τις καταγραφές του. Και αυτό να το πετυχαίνει οικειοποιούμενος ακριβώς το όπλο που υποτίθεται ότι επέφερε την παντοδυναμία του κράτους: τις «τεχνολογίες που εκμηδενίζουν αποστάσεις», και δη την τεχνολογία της πληροφορίας. Όσο ψηλώνουν οι φράχτες, τόσο ασκούνται οι άλτες που θέλουν να τους υπερπηδήσουν· το κράτος μπορεί να αυξάνει την ισχύ των ραντάρ του, αλλά και εμείς μπορούμε να την υποκλέψουμε και να θέσουμε το κράτος κάτω από το δικό μας ραντάρ αντί να μας θέτει εκείνο κάτω από τα δικά του.

Για να πάμε πιο πέρα από δω, ίσως μας χρειάζονται οι Ντελέζ-Γκουατταρί (οι οποίοι πάντως δεν λένε πράγματα αντίθετα προς τον Σκοττ).

Σίγουρα πάντως δεν μπορεί να μας βοηθήσει ο εμποτισμένος στο διαφωτισμό εξοπλισμός της κρατοκεντρικής πολιτικής σκέψης στην Ελλάδα, σε οποιαδήποτε από τις εκδοχές της –φιλελεύθερη/ εκσυγχρονιστική, αριστερή, αναρχική, ή όποια άλλη.

Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρες όλες οι διαστάσεις της υπόθεσης από ειδησεογραφική άποψη. Είναι όμως απολύτως ξεκάθαρες, από λογοθετική [discursive] άποψη, οι αιτιάσεις με βάση τις οποίες το διανοητικό και πολιτικό προσωπικό του ελληνικού κράτους επιχειρεί να στιγματίσει, να απαξιώσει και να χλευάσει όσα έγιναν, ή πιθανόν να έγιναν, σε αυτή την υπόθεση.

Μία βασική δεξαμενή κατηγοριών αποτελεί φυσικά το νεοφιλελεύθερο αφήγημα περί «αργόσχολων/ αντιπαραγωγικών δημόσιων υπαλλήλων». Και το αδερφάκι του, εκείνο για το επάρατο «ρουσφέτι», την κυριαρχία προσωπικών επαφών και όχι απρόσωπων κανόνων, την διπροσωπία, την underdog culture και δε συμμαζεύεται, τα οποία, ως προ-νεωτερικά οθωμανικά κατάλοιπα, δυστυχώς δεν επιτρέπουν στον ελληνισμό να γίνει επιτέλους «κανονικό κράτος» σαν τα προηγμένα της Δύσης. Από κοντά και ο σκανδαλισμός με την αντάξια αγρίων και όχι πολιτισμένων Ευρωπαίων ανυπακοή προς τις νόρμες του σχολείου και της οικογένειας, μέχρι και οι διαδόσεις για αιμομιξία[1]. (Για κανιβαλισμό δεν ακούσαμε ακόμα τίποτα).

Η αριστερή εκδοχή της ευρωκεντρικής αυτής οπτικής, (μαζί με τα λογικά και πρακτικά της αδιέξοδα), συνοψίζεται άριστα σε ένα σημείωμα στο facebook με την υπογραφή Dimitris Tsirkas, το οποίο, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει περίπου 900 επιδοκιμαστικές αντιδράσεις. Επειδή είναι σύντομο, θα το παραθέσω στην ολότητά του:

Η ιστορία με τους «παλαιοχριστιανούς» που ζούσαν σε σπηλιά στην Κορινθία λειτούργησε σαν καθρέφτης πάνω στον οποίο ο καθένας πρόβαλε τις φαντασιώσεις του.

Κάποιοι είδαν τον σκοταδισμό των εγχώριων θρησκευόμενων, δικαιώνοντας την πεποίθησή τους ότι η Ελλάδα είναι το Ιράν της Ευρώπης, με μόνους εκείνους να φυλάνε τις Θερμοπύλες του Διαφωτισμού.

Άλλοι, πιο ρομαντικοί, είδαν την αξιοθαύμαστη επιθυμία αληθινών πιστών για μια ζωή χωρίς προσδοκίες, έξω και σε αντίθεση με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Ανθρώπους  που θέλησαν να ζήσουν ελεύθεροι, διασώζοντας, παράλληλα, την ιδέα της κοινότητας απέναντι στην εξατομικευμένη αστική κοινωνία.

Με το παράδειγμά τους να παραπέμπει στον αντικρατισμό των ριζοσπαστικών κινημάτων, για αυτό και προκάλεσαν τη μήνη του κράτους και της Εκκλησίας που δεν ανέχονται τέτοιες «εξωτερικότητες».

Έλα όμως που ο τύπος ήταν ένας χρυσαυγίτης δημόσιος υπάλληλος που, αξιοποιώντας τα κατάλληλα «μέσα», την έκανε κοπάνα από τη δουλειά του για τρία χρόνια και πήγε να ζήσει στα βουνά γιατί δεν έβγαζε το ενοίκιο. Τα δε παιδιά του δεν τα έστελνε σχολείο γιατί δεν είχε να τους πληρώνει τα τετράδια, όπως δήλωσε.

Κωμικοτραγική υπόθεση αλλά εντελώς πεζή, που συμπυκνώνει τα μισά στερεότυπα της ελληνικής πραγματικότητας. Μια πραγματικότητα καθόλα αντιηρωική, ανίκανη να συντηρήσει τις προβολές, είτε των ελιτιστών διαφωτιστών, είτε των ρομαντικών αντικρατιστών.

Σαν το Πραγματικό πάνω στο οποίο θρυμματίζεται κάθε φαντασίωση, κάθε συμβολοποίηση. Μόνο που δεν κάνει την εμφάνισή του ως τραύμα, αλλά ως κλαυσίγελος…

Ο καθένας πρόβαλε τις φαντασιώσεις του, γι’ αυτό ας προβάλω κι εγώ τις δικές μου, φαίνεται να σκέπτεται ο συντάκτης. Και από τις δικές του προκύπτει μεταξύ άλλων ότι, στη σπόντα ενάντια σε όσους θεωρούν ότι «μόνοι εκείνοι φυλάνε τις Θερμοπύλες του Διαφωτισμού», αυτό που βρίσκει προβληματικό δεν είναι η λέξη Διαφωτισμός αλλά η λέξη μόνοι. «Δεν είναι μόνο εκείνοι, είμαι κι εγώ», φαίνεται να λέει, αν κρίνουμε από το περιεχόμενο της δικής του απορριπτικής/ απαξιωτικής αφήγησης.

Έστω. Αλλά ποια είναι η βάση αυτής της απόρριψης;

Είναι η πεζότητα.

Όλη αυτή η ιστορία είναι très banal βρε παιδί μου. Δεν έχει κανένα μεγαλείο, κανέναν ηρωισμό, δεν έχει μαζικούς αγώνες, συλλογικότητες και πρωτοπορίες αυτών, διαδηλώσεις και απεργίες. Μόνο τότε θα άξιζε τον κόπο να τύχει της επιδοκιμασίας και του ενδιαφέροντος του κ. Τσίρκα. Χωρίς αυτά, η ιστορία είναι «κωμικοτραγική».

Ωστόσο, αυτό που εγώ βρίσκω όχι κωμικοτραγικό, αλλά απλώς κωμικό, είναι η ίδια η επίκριση περί «πεζότητας», τόσο καθαυτή όσο και, ακόμα περισσότερο, όταν επιστρατεύεται για να «διαλύσει τις αυταπάτες» κάποιων –τη στιγμή που δεν μας δίνεται κανένα παράδειγμα αυτών των κάποιων και των «αυταπατών» τους. Και επίσης, τη στιγμή που ο ίδιος ο συντάκτης δεν κρύβει ότι επί της αρχής συμμερίζεται απολύτως αυτές τις αυταπάτες και το ρομαντισμό τους, δηλαδή την προσδοκία του «αντικρατισμού» και των «ριζοσπαστικών κινημάτων»· απλώς εκτιμά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχουν, αλλά πάντως πρέπει να συντρέξουν προκειμένου να συγκατανεύσουμε να επιδαψιλεύσουμε το ενδιαφέρον μας σε μια εξέλιξη.

Εγώ, όμως, που δεν θέτω καμία τέτοια προϋπόθεση όπως αυτή που θέτουν ο Τσίρκας και οι ρομαντικοί ομοϊδεάτες του, θεωρώ ότι όσα στοιχεία εκείνοι απορρίπτουν ως «πεζά» είναι ακριβώς εκείνα τα οποία προσδίδουν τεράστιο ενδιαφέρον και σημασία στο περιστατικό (ή σε όσα εκλαμβάνει ο ίδιος ο ομιλών ως περιστατικό, χωρίς να μπαίνω εδώ στο ζήτημα αν πράγματι συνέβησαν έτσι). Εάν κάποιος «έκανε κοπάνα από τη δουλειά του για τρία χρόνια και πήγε να ζήσει στα βουνά γιατί δεν έβγαζε το ενοίκιο, τα δε παιδιά του δεν τα έστελνε σχολείο γιατί δεν είχε να τους πληρώνει τα τετράδια», τότε όλα αυτά είναι λόγος να βρίσκουμε ενδιαφέρον αυτό που έκανε, όχι να αδιαφορούμε γι’ αυτό. Διότι δείχνουν ότι πρόκειται για μία πρακτική ρεαλιστική και γειωμένη στην υλική πραγματικότητα, εφαρμόσιμη στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων που την ακολουθούν πέντε χρόνια τώρα. Τόσο το καλύτερο[2].

Ο Τσίρκας, χαρακτηρίζοντας τον πρωταγωνιστή «Χρυσαυγίτη», δεν κάνει μόνο μία ανεντιμότητα παραλείποντας το «πρώην», αλλά επιπλέον δείχνει ότι, γι’ αυτόν, τα ζητήματα ιδεολογίας και ταυτότητας είναι πιο σημαντικά από την υλική πρακτική. Δεν έχει σημασία τι κάνουν οι άνθρωποι, σημασία έχει τι δηλώνουν, αν ανήκουν στο δικό μας καφενείο ή κάποιο άλλο. Αν το δεύτερο, είναι εξ ορισμού γελοίοι και απορριπτέοι, δεν αξίζει να ασχοληθούμε περαιτέρω.

«Προχωράτε, διαλυθείτε, δεν υπάρχει τίποτε να δείτε εδώ», λέει μία γαλλική φράση-κλισέ που αποδίδεται στους μπάτσους. Και πράγματι, η λειτουργία κειμένων όπως αυτό είναι μια λειτουργία αστυνόμευσης –και αποστροφής του βλέμματος (του δικού μας και των άλλων).

Γενικότερα μιλώντας, οι ομόθυμοι φαλλογοκεντρικοί χλευασμοί των υγιώς σκεπτομένων αναλυτών προς (αυτό που έχει καταγραφεί μέχρι αυτή τη στιγμή ως) το φαινόμενο των «παλαιοχριστιανών» είναι ακριβώς οι ίδιοι που απευθύνονταν προ δεκαετίας προς (αυτό που είχε καταγραφεί τότε ως) φαινόμενο των «Αγανακτισμένων». Είναι φαινόμενα άναρθρα, ανορθολογικά, αρχαϊκά, συνάντηση των δύο άκρων, αντιευρωπαϊκά. Πρέπει να τα αγνοήσουμε, αν όχι να τα καταστείλουμε.

Όποιος ασπάζεται αυτή τη γραμμή, φυσικά χάνει κάθε ευκαιρία να συνομιλήσει με κάτι που πραγματικά κινείται (ή ίσως μένει ακίνητο ενώ το κράτος ανέμενε απ’ αυτό να κινείται) μέσα στην ελληνική κοινωνία (ή ίσως έξω, κάτω, δίπλα από αυτήν, στις παρυφές της), να του πει κάτι και να ακούσει κάτι απ’ αυτό. Και μένει να συνομιλεί μόνο με τον εαυτό του.

[1] Όπως έγραψα, αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να γνωρίζω βέβαια τα καθέκαστα. Στην ειδησεογραφία όμως παρατίθεται μόνο μία δήλωση αστυνομικού κατά την οποία μία από τις κόρες της οικογένειας είναι έγκυος και αρνείται να πει ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού, και αυτό του γέννησε την υποψία της αιμομιξίας.

[2] Σχετικά με τα περί «κοπάνας», καλό είναι να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με δηλώσεις του δημάρχου Ερέτριας και μίας υπαλλήλου του δήμου, ο συλληφθείς πράγματι τηλεεργαζόταν και εκπλήρωνε τα καθήκοντα που του ανατίθεντο.

Την αρχική ιδέα για αυτό το σημείωμα οφείλω στην Μαρία Σαρρή.

Κλασσικό

3 σκέψεις σχετικά με το “Ο «παλαιοχριστιανισμός» ως μια τέχνη τού να μην κυβερνάσαι

  1. FKTOP's avatar Ο/Η FKTOP λέει:

    «Η περίπτωση των αυτο/ετεροαποκαλούμενων παλαιοχριστιανών της Ερέτριας/ Κορινθίας δικαιώνει την κριτική μου, και υπερακοντίζει την επιφυλακτικότητα του Σκοττ, κατά έναν τρόπο που ούτε εγώ είχα προβλέψει: μας δείχνει ότι είναι δυνατό κανείς να ξεφεύγει από το κράτος και την εργασία όντας μέσα σε αυτά, ή στις παρυφές τους, μέσα και ταυτόχρονα μακριά (τηλε-) από τις νόρμες και τις καταγραφές του. «

    Μα το σημαντικό στην περίπτωση τους είναι ότι τους πιάσανε στο τσακ μπαμ για να τους «συμμορφώσουν».

    Και αν το κράτος εκμεταλλεύονταν πιο ολοκληρωτικά τις δυνατότητες της τεχνολογίας, θα τους είχαν βρεί από την πρώτη μέρα.

    Άρα δεν δείχνει ότι «είναι δυνατό κανείς να ξεφύγει από το κράτος», αλλά μάλλον επιβεβαιώνει τον Σκόττ.

    Μου αρέσει!

  2. Α.Γ.'s avatar Ο/Η Α.Γ. λέει:

    Πόσο κρατάει αυτό το «τσακ μπαμ»;

    Σύμφωνα πάντα με την ειδησεογραφία, ο κ. Καλαϊτζάκης και οι δικοί του ζούσαν εκεί που ζούσαν επί πέντε χρόνια, ενώ ο ίδιος δεν είχε εμφανιστεί στον τόπο εργασίας του επί τρία.

    Τα δύο παιδιά του και η γυναίκα του, αυτή τη στιγμή που γράφουμε, η αστυνομία δεν γνωρίζει πού βρίσκονται και τους αναζητά.

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Α.Γ. Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.