του Άκη Γαβριηλίδη
Το βιβλίο του Ξενοφώντος Κοντιάδη για το «φαινόμενο Κασσελάκη» δεν το έχω διαβάσει, ούτε προτίθεμαι να το διαβάσω. Διάβασα μόνο ένα απόσπασμά του που προδημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, και η ανάγνωση αυτή επιβεβαίωσε την αρχική μου κρίση ότι δεν έχει κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο ή ενδιαφέρον.
Αντιθέτως, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η δημόσια/ πολιτική διαχείριση της εικόνας του βιβλίου. Με άλλα λόγια, (όχι τα δικά μου λόγια: εκείνα του συγγραφέα και της «επιστήμης» την οποία εκείνος επικαλείται), με ενδιαφέρει η κατασκευή της «περσόνας» του Ξενοφώντος Κοντιάδη. Γι’ αυτό, διάβασα με προσοχή ένα αρκετά εκτενές, αναλογικά, απολογιστικό σημείωμα του συγγραφέα, σε ΜΚΔ, για την παρουσίαση του βιβλίου με τη συμμετοχή του ίδιου του Στέφανου Κασσελάκη.
Στο σημείωμα αυτό μας εξηγείται, μεταξύ άλλων, ότι στην «επιστήμη» (δεν προσδιορίζεται ποια ακριβώς επιστήμη ή ποια τάση εντός της επιστήμης αυτής), «περσόνα» αποκαλείται «η δημόσια εικόνα που προβάλλει κάθε πρόσωπο που εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα».
Κάποιος που εκδίδει ένα βιβλίο, και μάλιστα ένα τέτοιο βιβλίο, και το παρουσιάζει, και μάλιστα το παρουσιάζει με τέτοιο τρόπο, φαντάζομαι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα. Άρα, εάν αποδεχθούμε τη βάση της σκέψης αυτού του κάποιου, είναι θεμιτό, και επιβεβλημένο, να αναρωτηθούμε ποια δημόσια εικόνα προβάλλει κατά την έκθεσή του αυτή.
Και, αν το αναρωτηθούμε αυτό, νομίζω ότι δεν υπάρχουν πάρα πολλές δυνατές απαντήσεις: προβάλλει την εικόνα τού Maître, του Δασκάλου, με την έννοια που έχει ο όρος στην μη επιστήμη της ψυχανάλυσης. Εκείνου που ξέρει, σε αντιδιαστολή με τον αμαθή και πρωτόγονο πολιτικό ο οποίος βρίσκεται σε ένα κατώτερο επίπεδο και, ως εκ τούτου, δεν είναι άξιος να συνομιλήσει με τον καθηγητή ως υποκείμενο προικισμένο με λόγο, παρά μόνο να αποτελέσει αντικείμενο της μελέτης του.
Με ρανσιερικούς (επίσης μη επιστημονικούς) όρους, η προσέγγιση αυτή είναι καθαρά πλατωνική. Πράγμα που, στον Ρανσιέρ, είναι συνώνυμο (όχι βέβαια του «μεταδημοκρατική», αλλά) του «αντιδημοκρατική». Κατ’ αυτήν, λόγο στην (και για την) πολιτεία μπορούν να έχουν μόνο όσοι διαθέτουν κάποιο τίτλο. Δηλαδή, τελικά, οι φιλόσοφοι («οι επιστήμονες», θα έλεγε και ο Πλάτων εάν υπήρχε τότε ο όρος με την έννοια που έχει σήμερα).
Πράγματι, το απολογιστικό σημείωμα αρχίζει ως εξής.
Πώς αποτιμώ τη χτεσινή συζήτηση-βιβλιοπαρουσίαση με τον Στέφανο Κασσελάκη; Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά από την πρώτη δημόσια εμφάνιση του Κασσελάκη που μαθαίνουμε τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο για το ποιος είναι πραγματικά και πώς σκέφτεται, για τον χαρακτήρα και τα όρια της σκέψης του, αρκεί να μπορεί κανείς να διαβάσει υπό τας γραμμάς και να μην μείνει σε έναν διάλογο που φαινόταν να έχει στοιχεία «ασυμβατότητας» (στις παρυφές του σουρεαλισμού) ως προς τον τρόπο που προσεγγίζουν τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα οι συνομιλητές.
Σε αυτά που υποτίθεται ότι «μαθαίνουμε», που είναι και το βασικότερο, θα επανέλθω προς το τέλος. Προς το παρόν, για το θέμα που έθεσα προηγουμένως, ας κρατήσουμε τη διαπίστωση ότι η προσέγγιση των συνομιλητών ήταν «ασύμβατη» σε βαθμό σουρεαλιστικό.
Ο πρώτος όρος καταφέρνει ακόμη να διατηρήσει μία επίφαση ουδετερότητας. Ήδη όμως με τον δεύτερο αρχίζει να εκδηλώνεται μία τάση απαξίωσης. Ο «σουρεαλισμός», σε μια ορθολογιστική ανάγνωση, συνήθως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ανόητου και του παράλογου.
Την τάση αυτή θα μπορούσαμε να την αγνοήσουμε, εάν δεν επιβεβαιωνόταν και δεν εγκαθιδρυόταν πανηγυρικά από όλα όσα ακολουθούν. Σε αυτά, ο Κασσελάκης σκιαγραφείται ως εξής (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
Ήταν αδύνατον να γίνει αντιληπτό από πλευράς του ή πάντως να δεχτεί τη διάκριση μεταξύ περσόνας και προσώπου. Οταν μιλούσαμε για μεταπολιτική ή μεταδημοκρατία, ξεπερνούσε τις έννοιες λέγοντας περίπου ότι μεταπολιτική ή μη, εγώ αυτός είμαι και θα κάνω αυτά που θέλω να κάνω. (…)
Ο Κασσελάκης έχει μία ιδιαίτερη ικανότητα να του μιλάς για ένα θέμα (…) και να εξακτινίζεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό, όχι αποφεύγοντας να μιλήσει όπως κάνουν άλλοι πολιτικοί στα δύσκολα, αλλά μεταφέροντας την κουβέντα σε ένα άλλο επίπεδο:
Του λες ότι το κόμμα σπαράσσεται από εσωτερικές συγκρόυσεις, διάσπάσεις, δημοσκοπική συρρίκνωση και αυτός μεταφέρεται σε έναν άλλο κόσμο.
Του λες ότι στις προτιμήσεις των πολιτών για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό ο Μητσοτάκης είναι πρώτος με πολύ ψηλά ποσοστά (…) και δεν ιδρώνει το αυτί του, συνεχίζει να μιλάει για το ελληνικό όνειρο.
(…)
Του λες ότι είναι πολιτικά κενός ο λόγος του και αυτό αποτυπώνεται στις έρευνες όπου οι ερωτώμενοι δεν ξεχωρίζουν αν είναι αριστερός, κεντροαριστερός ή δεξιός και δεν έχει ένα σχόλιο.
Είναι σαν να έχει φτιάξει ένα δικό του κόσμο εννοιών και παραστάσεων …
Παρακάτω, μας γνωστοποιείται η διάγνωση ότι ο Κασσελάκης έχει «έλλειμμα σε πολιτική παιδεία και εμπειρία» και ότι «ταυτόχρονα έχει ένα θυμικό που τον έκανε στις πιο ‘επιθετικές’ ατάκες μου να σφίγγει τις γροθιές, να διακόπτει τους συνομιλήτές ή στο πρόωρο τέλος της κουβέντας, όταν σηκώθηκε ξαφνικά τη στιγμή που τέλειωνε μια φράση και να φύγει χωρίς προειδοποίηση, δέκα λεπτά πριν από την προγραμματισμένη λήξη της συμμετοχής του».
Όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί που πέφτουν σωρηδόν νομίζω ότι σκιαγραφούν με επαρκή σαφήνεια ένα γνωστό πορτραίτο: το πορτραίτο του βάρβαρου, ή/ και του παιδιού. Του ατόμου που δεν ελέγχει τον εαυτό του και δεν έχει φτάσει ακόμα –ίσως δεν φτάσει ποτέ- το σημείο της χειραφέτησης, της αυτόνομης χρήσης του Λόγου. Ειδικά με τα τελευταία σχόλια αγγίζουμε τα όρια της ψύχωσης. Εάν κάποιος «έχει φτιάξει ένα δικό του κόσμο εννοιών και παραστάσεων» και «σφίγγει τις γροθιές», τότε μάλλον δεν μένει άλλη λύση παρά να παραπεμφθεί στη φροντίδα των αρμόδιων θεραπόντων ώστε κατά το δυνατόν να προσαρμοστεί στις γενικές, τις ορθές έννοιες και παραστάσεις.
Το «έλλειμα γνώσεων» που αποδίδεται στον εξεταζόμενο ασθενή αφορά φυσικά επίσης, αν όχι πρωτίστως, την ίδια την έννοια ( ; ) της «περσόνας», όπως (πιστεύει ότι) μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας εξιστορώντας την κάτωθι στιχομυθία.
«Πες μου ένα πράγμα που έκρυψα» [τον κάλεσε ο Κασσελάκης -σ.Α.Γ.] και όταν του απαντάω σκόπιμα «Την εριστική, συγκρουσιακή, απεχθή εικόνα που έβγαλες στην Κεντρική Επιτροπή», η απάντησή του ήταν ότι είχε πει εξαρχής πως ασχολείται με τον σκληρό κόσμο των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, άρα δεν έχω διαβάσει προσεκτικά το βιογραφικό του, εννοώντας ότι οι άνθρωποι έπρεπε να μαντέψουν αυτή την πλευρά του, ενώ βέβαια στην αρχή της συζήτησης, με αφορμή παρεμφερή μου παρατήρηση, είχε πει ότι αυτή η εικόνα της ΚΕ δεν είναι ο πραγματικός εαυτός του.
Ωστόσο, σε αυτή την θεατρική σκηνή, όπου ο σκηνοθέτης, αφηγητής και συμπρωταγωνιστής θριαμβολογεί για τον σατανικό τρόπο με τον οποίο «σκόπιμα» παγίδευσε τον συνομιλητή του, η διαλεκτική απόκρυψης/ αποκάλυψης δεν φαίνεται να λειτουργεί πειστικά. Κάποιος καλείται να αναφέρει ένα πράγμα που κάποιος άλλος έκρυψε, και αυτός κομίζει την εικόνα που εκείνος έβγαλε! Ακόμα όμως και ένα παιδί, ή ένας βάρβαρος, για να μην πω και ένας τρελός, μπορεί να σκεφτεί ότι, αν ο Χ έβγαλε μία εικόνα, τότε αυτό σημαίνει ότι δεν την έκρυψε[1].
Για να μην χρεώσουμε ένα τόσο χοντρό λάθος στο συγγραφέα, θα μπω στον κόπο να επινοήσω γι’ αυτόν δυο δικαιολογίες: ίσως εννοεί ότι την εικόνα αυτή ο Κασσελάκης την φανέρωσε εκ των υστέρων, μετά την εκλογή του, ενώ προηγουμένως την είχε αποκρύψει για να εξαπατήσει τους ψηφοφόρους· ή ότι την φανέρωσε παρά την θέλησή του, ότι αυτός ο εαυτός δεν περιλαμβάνεται στην δημόσια εικόνα που θέλει να φιλοτεχνήσει ο ίδιος και να παρουσιάσει στους άλλους.
Αυτές οι δικαιολογίες όμως δεν σώζουν το εγχείρημα, αντιθέτως φέρνουν στην επιφάνεια τον ιδεαλισμό και την ουσιοκρατία του.
Συμπέρασμα του απολογισμού, όπως είδαμε, είναι ότι «μαθαίνουμε τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο για το ποιος είναι πραγματικά και πώς σκέφτεται» ο Κασσελάκης.
Οι διατυπώσεις αυτές αντιστοιχούν σε μια διαλεκτική απατηλής επιφάνειας/ κρυμμένης στο βάθος αλήθειας. Στο θέατρο της πολιτείας, ο ψεύτης και υποκριτής πολιτικός προσέρχεται με ένα προσωπείο που έχει προηγουμένως φιλοτεχνήσει, αλλά ο δαιμόνιος επιστήμονας-ντετέκτιβ ο οποίος «διαβάζει υπό τας γραμμάς» μπορεί, και οφείλει, να πάει πίσω από το προσωπείο και να διαγνώσει «το όντως ον».
Το να διαγνώσουμε «τι πραγματικά σκέφτεται/ είναι» κάποιος πολιτικός, και κάποια άνθρωπος γενικά, είναι πρώτα απ’ όλα αδύνατο και, κατά δεύτερον, άχρηστο, ακόμη και αν ήταν δυνατό. Η υπόσχεση δε ότι κάποιος μπορεί να μας παράσχει αυτή τη γνώση είναι η ίδια δημαγωγική και μεσσιανική.
Η ματαιότητα αυτής της υποτίθεται «επιστημονικής» αναζήτησης του όντως όντος γίνεται σαφής και από ένα παράθεμα στο οποίο καταφεύγει ο Κοντιάδης.
Λέει κάπου ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στη νουβέλα του «Το Πλουσιόπαιδο», «Είμαστε όλοι αμαλγάματα από διαφορετικά συστατικά, φανερώνουμε στους γύρω μας αλλά και στον ίδιο τον εαυτό μας αυτό που θέλουμε να φανερώσουμε. Όταν ακούω κάποιον», γράφει ο Φιτζέραλντ, «να ισχυρίζεται για τον εαυτό του ότι είναι ένας απλός, έντιμος, ανοιχτός άνθρωπος της διπλανής πόρτας, είμαι βέβαιος ότι υπάρχει κάποια σκοτεινή όψη της προσωπικότητάς του που θέλει να κρατήσει κρυφή».
Πολύ ωραία. Είμαστε όλοι αμαλγάματα από διαφορετικά συστατικά. Ο Ντελέζ δεν θα μπορούσε να το πει καλύτερα. Το χωρίο αυτό, όμως, δεν λέει ότι, από αυτά τα διαφορετικά συστατικά, κάποιο είναι το «γνήσιο» ενώ τα άλλα είναι κατασκευασμένα από επαγγελματίες της επικοινωνίας! Ακριβώς αυτό το χωρίο, λοιπόν, που ο Κοντιάδης διαβάζει θετικιστικά και το ερμηνεύει ως το πράσινο φως για να αποδυθούμε σε μία προσπάθεια εξόρυξης της μοναδικής αλήθειας από την πολύμορφη πραγματικότητα, είναι αυτό που καταδεικνύει τη ματαιότητα μιας τέτοιας προσπάθειας.
Ο Κασσελάκης, μας λέει ο Ξ.Κ., εν τη αφελεία του επέμενε μέχρι τέλους ότι «στην περίπτωσή του δεν υπάρχει προσωπείο, είναι ακριβώς αυτό που λέει». Η πεποίθηση αυτή είναι αφελής. Εξίσου αφελής όμως είναι η επιμονή να βρούμε τι κρύβεται κάτω από το προσωπείο και να φέρουμε στο φως αυτό το «άλλο» που είναι αλλά δεν το λέει.
Κάποιος πολιτικός διακηρύσσει ότι αυτός, σε αντιδιαστολή με τους αντιπάλους του, είναι ικανός και έντιμος. Ωραία. Χαίρω πολύ. Ήταν ανάγκη να γραφεί ένα βιβλίο, και να γίνει μία σκηνοθετημένη «σκόπιμα» δημόσια εκδήλωση, ώστε να μάθουμε αυτή τη συγκλονιστική πληροφορία; Φυσικά, κανείς πολιτικός, και κανείς άνθρωπος γενικώς, εκτός ακραίων περιπτώσεων, δεν θα βγει να πει «είμαι ανίκανος και ανέντιμος». Τι κερδίσαμε;
Στην πολιτική, στην δημόσια συνάντηση των ανθρώπων γενικώς, υπάρχουν μόνο «προσωπεία». Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε «τι πραγματικά είναι και σκέφτονται» οι άλλοι. Γνωρίζουμε τι λένε, και τι πράττουν. Αυτό είναι ήδη πολύ. Οποιαδήποτε χρήσιμη σκέψη για την πολιτική και την κοινωνία σε αυτά μόνο, ή κυρίως, μπορεί να βασίζεται. Τα άλλα είναι ιδεαλισμοί.
Αυτά που λέει και που πράττει –ή πράττει λέγοντας, ή το αντίστροφο- στον απολογισμό του ο Ξενοφών Κοντιάδης, μου δημιουργούν την δυσάρεστη εικόνα ενός ανθρώπου που είναι απολύτως πεπεισμένος για την πνευματική του ανωτερότητα, χωρίς να υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί αυτή την πεποίθηση.

[1] Ευχαριστώ τον Αλέξανδρο Ηλία για την επισήμανση αυτής της προφανούς αντίφασης.
Εντυπωσιακή, εκκωφαντική αποδόμηση του Κοντιάδη και του εγχειρήματός του με επιχειρήματα-οδοστρωτήρες!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Το ερώτημα είναι εάν τα όσα λέει ο κ. Κοντιάδης για τον κ. Κασσελάκη είναι ορθά με βάση την πρόσληψη των «μη επιστημόνων» Ελλήνων ψηφοφόρων που ξέρουν και να διαβάζουν και να σκέπτονται. Από όσα διαβάζω και συζητώ σε μη επιστημονικά πλαίσια με αυτούς τους ψηφορόφους, οι περισσότεροι πιστεύουν τα ίδια ακριβώς για το πρόσωπο Κασσελάκη (και εγώ επίσης).
Επίσης, οι μη επιστήμονες καταλαβαίνουν ότι ο κ. Κασσελάκης σερβίρει γενικότητες και ανοησίες ως πολιτικές προτάσεις. Σε αυτό είναι άξιος διάδοχος του κ. Τσίπρα που ήθελε «δικαιοσύνη παντού» και άλλα παρομοίως α-νόητα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Έχετε διαβάσει το βιβλίο;
Εγώ, όπως έγραψα, όχι. Έχω όμως διαβάσει την προδημοσίευση στην ΕφΣυν. Σε αυτήν, πολλές προτάσεις, ίσως οι περισσότερες, ήταν ερωτηματικές, και με τύπο διλήμματος. Δηλαδή έλεγαν: «είναι άραγε ο Κασσελάκης το Α, ή μήπως το Β; Είναι το Γ ή το Δ;». Για μία εξ αυτών των ερωτήσεων, μάλιστα, μας λέγεται ότι «δεν το μάθουμε ποτέ».
Απ’ ό,τι έχω αντιληφθεί, λοιπόν, το βιβλίο λέει αρκετά πράγματα. Και πάντως δεν φαίνεται να κάνει κάποιον παραλληλισμό με τον Τσίπρα.
Εσείς, όταν λέτε ότι οι ψηφοφόροι πιστεύουν «τα ίδια ακριβώς», σε ποια απ’ όλα αναφέρεστε;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!