του Άκη Γαβριηλίδη
To 1813, o Tζον Γκαλτ, σε επιστολή του από τον Πειραιά προς τον ρώσο διπλωμάτη πρίγκιπα Πέτρο Κοσλόφσκυ, έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής:
Στο λιμάνι ήταν αγκυροβολημένα δύο πλοία. Το ένα προοριζόταν να παραλάβει τα λάφυρα του Παρθενώνα· το άλλο είχε φτάσει πρόσφατα με ένα φορτίο ανθρώπινων όντων από τις ακτές της Αφρικής. Οι Αθηναίοι ήταν πάντα μεγάλοι αγοραστές δούλων· τη στιγμή αυτή υπάρχουν από διακόσιους μέχρι τριακόσιους στην πόλη[1].
Είναι γνωστή, και πολυδιαφημισμένη, η συμβολή της ελληνικής ναυτοσύνης στον πόλεμο για το σχηματισμό ενός εθνικά καθαρού κράτους των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η κατάσταση των οποίων στο λόγο των ελλήνων και των ευρωπαίων διαφωτιστών κατασκευάστηκε ως «σκλαβιά» (ή «δουλεία»). Φαίνεται όμως ότι, παράλληλα με τη δράση τους αυτή, οι ρωμιοί πλοιοκτήτες χωρίς πρόβλημα εμπορεύονταν και πραγματικούς, με την κυριολεξία του όρου δούλους.
Ίσως εδώ πει κανείς, κατά την προσφιλή απολογητική στρατηγική υπέρ των ελλήνων ρατσιστών, ότι τότε έτσι κάναν όλοι, «δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το πλαίσιο της εποχής» κ.λπ. Ας δούμε όμως και το πλαίσιο μιας άλλης εποχής.
Όπως είχαμε γράψει και πρόσφατα, όταν αποβίωσε –και υμνήθηκε ως περίπου αγία- η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, στο λήμμα «Νίκος Βαρδινογιάννης» της Wikipedia μπορούμε να διαβάσουμε τα εξής:
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 αποκόμισε τεράστια κέρδη, σπάζοντας το εμπάργκο καυσίμων που είχε επιβληθεί από τον ΟΗΕ στο ρατσιστικό καθεστώς της Ροδεσίας (νυν Ζιμπάμπουε). Με δικά του τάνκερ, εφοδίαζε την κυβέρνηση των λευκών του Ίαν Σμιθ με αργό πετρέλαιο, κάτω από τη μύτη των Βρετανών, που είχαν αναλάβει την επιτήρηση του ναυτικού αποκλεισμού. Στη συνέχεια δημιούργησε στην Κρήτη και την Αίγυπτο εγκαταστάσεις ανεφοδιασμού πλοίων και το 1970 ίδρυσε την Motor Oil.
Γι’ αυτό πάλι τι μπορεί να πει κανείς; Ίσως ότι η επιχειρηματικότητα δεν ενδιαφέρεται για ιδεολογίες και πολιτικές, απλώς θέλει να κάνει τη δουλειά της, η οποία δίνει ψωμί σε τόσες οικογένειες και φέρνει υπερήφανα τη χώρα μας στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας ναυτιλίας.
Υπήρχαν όμως και κάποιοι εκπρόσωποι της ναυτοσύνης που παρέμειναν πιστοί στην ιδεολογία, τη δική τους και των προγόνων τους. Δηλαδή το ρατσισμό και το ναζισμό.
Στις 17 Μαρτίου 1984, δηλαδή υπό πλήρη άνθιση της «Αλλαγής» στην Ελλάδα, με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και ηγεμονία των σοσιαλιστικών ιδεών στην κοινωνία, ο Αντώνιος Πλυτζανόπουλος, πλοίαρχος του εμπορικού «Γαρυφαλλιά», πετά 11 Σομαλούς λαθρεπιβάτες που βρήκε στο πλοίο του στα νερά του Ινδικού Ωκεανού, σε μια περιοχή που ήταν γνωστό ότι υπήρχαν πολλοί καρχαρίες.
Όπως γράψαμε και παλιότερα, ο κύριος αυτός είχε το ίδιο επίθετο με γνωστό συνεργάτη των ναζιστικών αρχών κατοχής τη δεκαετία του 40, τον συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, ο οποίος μεταξύ άλλων πρωτοστάτησε στην εν ψυχρώ εκτέλεση ίσως και 200 πατριωτών στο μπλόκο της Κοκκινιάς τον Αύγουστο του 44. Με βάση αφενός τη σπανιότητα του επιθέτου και αφετέρου τα χρονικά δεδομένα, είναι πιθανό να είναι γιος του. Δεν μπόρεσα να βρω κάποιο στοιχείο που να επιβεβαιώνει ή να διαψεύδει αυτή την υπόθεση. Αξίζει όμως να σημειωθεί και ένα αξιοπερίεργο στοιχείο, ότι με το όνομα Αντώνης (ή Τώνης) Πλυτζανόπουλος (ή Πληντζανόπουλος) υπήρξε ένας ηθοποιός που αναφέρεται στους τίτλους τριών πολύ πετυχημένων εμπορικά ταινιών της Φίνος Φιλμς το 1961, 62 και 63 αντίστοιχα. Μετά φαίνεται ότι εξέλιπαν οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του. Τα νούμερα και εδώ βγαίνουν· θα μπορούσε να είναι ο ίδιος.
Εν πάση περιπτώσει, για την πράξη του αυτή ο πλοίαρχος Α.Π. καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 10 χρόνια και 10 μήνες φυλάκιση (ούτε καν ένα χρόνο για κάθε θύμα) και αφαίρεση του ναυτικού του φυλλαδίου διά παντός. Στον δεύτερο βαθμό, το 1987, αφέθηκε ελεύθερος (δεν προκύπτει αν αθωώθηκε παντελώς ή απλώς, με το γνωστό κόλπο, μειώθηκε η ποινή του κάτω από το όριο που είχε ήδη εκτίσει). Την τελευταία πληροφορία τη βρήκα σε μία διαδικτυακή μαρτυρία του Krikor Tsakitzian, όπου ο δημοσιογράφος καταθέτει επίσης τα εξής:
Συνάντησα τον Πλυτζανόπουλο, στο σπίτι του, που βρισκόταν κάπου στο Κερατσίνι αν θυμάμαι καλά. Μου περιέγραψε με περηφάνια “το κατόρθωμά του” και μου είπε με κυνισμό ότι έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια την αφαίρεση εφ’ όρου ζωής του Ελληνικού φυλλαδίου του, αφού είχε και διεθνές φυλλάδιο, το οποίο δεν του αφαίρεσε ποτέ κανείς ενώ το γνώριζαν και μ’ αυτό θα συνέχιζε να ταξιδεύει και αν του συνέβαινε παρόμοιο περιστατικό, που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή, μου εξομολογήθηκε ότι πάλι το ίδιο θα έκανε (!!).
Σε ρεπορτάζ του Μοντ από την πρωτόδικη δίκη μπορούμε να διαβάσουμε και άλλες υπερήφανες δηλώσεις υψηλόβαθμων εκπροσώπων της ελληνικής ναυτοσύνης που κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης του δολοφόνου (capitaines au long cours, λέει το ρεπορτάζ χωρίς να αναφέρει ονόματα), οι οποίοι είπαν ότι «και αυτοί θα έκαναν ακριβώς το ίδιο στη θέση του». Ένας δε εξ αυτών διαβεβαίωσε το δικαστήριο ότι «οι καρχαρίες δεν τρώνε μαύρους» διότι «τους απωθεί η ιδιαίτερη μυρωδιά τους» (!). Ένας άλλος δικαιολόγησε την πράξη του Πλυτζανόπουλου με την αναφορά στις «μεταδοτικές ασθένειες» που σίγουρα θα κουβαλούσαν τα θύματα. «Πώς θέλετε οι ναυτικοί του πληρώματος να αγκαλιάσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους όταν θα γύριζαν στην Ελλάδα, εφόσον είχαν έρθει σε επαφή με άτομα που ίσως είναι άρρωστα;» κατέθεσε. Ένας άλλος, τέλος, έκρινε ότι ο καπετάνιος δεν ήταν δολοφόνος διότι, αν ήταν, θα μπορούσε να τους εκτελούσε με μία καραμπίνα, ή να ακολουθούσε ένα «έθιμο» που «έχουν οι Νορβηγοί» να «καίνε ζωντανούς τους λαθρεπιβάτες που ανακαλύπτουν στα πλοία τους» [sic].
Με βάση όλη αυτή την ηρωική προϋπηρεσία, ο Αντώνης Πλυτζανόπουλος νομίζω ότι δικαίως μπορεί να ανακηρυχθεί ως ο πρόδρομος και ο εφευρέτης των υπερήφανων ελληνικών push backs. Γιατί όχι, να αναρτηθεί και η φωτογραφία του στο αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος. Στα ανοιχτά της Πύλου κρίθηκε η δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους, και στα ίδια νερά επαναλήφθηκε μεγεθυνμένο το κατόρθωμα του υπερήφανου Πλυτζανόπουλου. Και έμεινε εξίσου ατιμώρητο από την ανεξάρτητη ελληνική δικαιοσύνη, όπως και όλες οι άλλες αναφερόμενες εδώ πράξεις.
Σύμφωνα με άλλες δημοσιογραφικές έρευνες, βέβαια, υπάρχουν σύγχρονοι εκπρόσωποι του ελληνικού εφοπλισμού που συνδυάζουν άριστα την πίστη στις ιδεολογικές (=ρατσιστικές) τους αρχές και την εξυπηρέτηση του επιχειρηματικού κέρδους: είναι όσοι εξοπλίζουν τα πλοία τους –επιβατικά της γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας- με αθέατα κρατητήρια, στα οποία κρατούνται και εν συνεχεία επαναπροωθούνται όσοι πρόσφυγες επιχειρήσουν να κάνουν αδήλωτοι το ταξίδι. Ταυτόχρονα, ενεργούν και ανθρωπιστικά, ίσως θα έλεγε και κάποιος capitaine au long cours, αφού αν μη τι άλλο δεν τους ρίχνουν και στους καρχαρίες. Ή δεν τους πνίγουν όπως τους 600 της Πύλου.
Αν λάβουμε ως βάση τη γραμμή ανάλυσης, που ξεκινά από την Χάννα Άρεντ, κατά την οποία ο ναζισμός μεταφέρει στους πληθυσμούς των μητροπόλεων μορφές αντιμετώπισης –και μεθόδους εξόντωσης- των «άχρηστων» ή και «επικίνδυνων»- οι οποίες είχαν ήδη δοκιμαστεί στις αποικίες, μπορούμε να πούμε ότι με τον φόνο του Αντώνη Καρυώτη η ελληνική ναυτιλία συνέχισε επαξίως το ρατσιστικό-αποικιακό παρελθόν της και έζησε μία γνησίως ναζιστική στιγμή.
Απ’ τη στιγμή που εκ μέρους της ελληνικής ναυτοσύνης δεν εκδηλώθηκαν, ούτε εκδηλώνονται, ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις σε όλα τα παραπάνω φαινόμενα, και άλλα ανάλογα, ούτε από εργοδότες, ούτε από εργαζόμενους, ούτε από τον πολιτικό τους προϊστάμενο (αντιθέτως, ενίοτε εκδηλώθηκε και ενεργός συμπαράσταση), αρχίζει να μην γίνεται πολύ πιστευτές οι διαβεβαιώσεις ότι οι δολοφόνοι «δεν εκφράζουν την ελληνική ναυτοσύνη».

[1] Την επισήμανση αυτού του χωρίου οφείλω στον Γιάννη Χαμηλάκη.
Μπράβο Άκη!!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μια «διόρθωση»: η επιστολή είναι του 1810. Το βιβλίο που περιέχει και την συγκεκριμένη επιστολή εκδόθηκε το 1813.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!