Ανάλυση λόγου,Τέχνη,έξοδος

Tο πιο happy end στην ιστορία του Χόλλυγουντ

του Άκη Γαβριηλίδη

Τις προάλλες, κάνοντας ζάππινγκ, έπεσα πάνω στην «Γκαρσονιέρα» (The Apartment, Billy Wilder 1960), σε σχετικά αρχικό σημείο. Είπα να καθήσω να την ξαναδώ άλλη μια φορά, μετά από τόσα χρόνια, και πρέπει να πω ότι με εντυπωσίασε ακόμα περισσότερο από τις προηγούμενες.

Πάντοτε έλεγα ότι οι ταινίες του Ουάιλντερ πρέπει να διδάσκονται στις κινηματογραφικές σχολές (μεταξύ άλλων και) για να μαθαίνει κανείς πώς γράφεται ένα σενάριο. (Είμαι σίγουρος εξάλλου ότι αυτό θα έχει γίνει ήδη ή/ και θα γίνεται ακόμα, απλώς εγώ δεν το ξέρω). Η ιδιοφυία του Αυστριακού Εβραίου που εκ του μηδενός, σχεδόν χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, έφτασε ως ξένος στις ΗΠΑ και έγινε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στον αμερικανικό κινηματογράφο, όπως εξήγησα αλλού φαίνεται σε πολλά μεν σημεία, αλλά πάνω απ’ όλα και στην φοβερή –και φοβερά συγκινητική- τελική σκηνή της συγκεκριμένης ταινίας.

Πέρα από τα οξυδερκή κοινωνικά σχόλια και την κριτική που διατυπώνει έμμεσα στη διάρκειά της, η ταινία κατά βάση είναι μια ερωτική ιστορία: αφηγείται τις περιπέτειες που περνάει ένα (ετεροφυλόφιλο) ζευγάρι μέχρι να γίνει πραγματικά ζευγάρι[1].

Η μαεστρία του σκηνοθέτη φαίνεται από την τρομερή λιτότητα με την οποία επέρχεται η λύση της πλοκής (βλ. το κλιπ που ακολουθεί): το πλάνο με το οποίο ο θεατής πληροφορείται ότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, η συνάντηση «κλειδώνει» και ότι αυτοί οι δύο θα είναι πλέον μαζί στη ζωή, είναι ένα πλάνο στο οποίο ο ένας εκ των δύο δεν είναι καν παρών· δεν τον βλέπουμε ούτε τον ακούμε. Όσο για την άλλη, αυτή είναι μεν παρούσα, αλλά στο συγκεκριμένο πλάνο δεν λέει απολύτως τίποτε. Σε ολόκληρη δε την σεκάνς στο μπαρ είναι αμφίβολο αν μπορούμε να πούμε ότι «μιλάει» με την πλήρη έννοια του όρου: φαίνεται σαν να μονολογεί μηχανικά, ψιθυρίζει κοινοτοπίες ή επαναλαμβάνει σχεδόν σαρκαστικά τα λεγόμενα του συνομιλητή της (σε βαθμό που οδηγεί τον τελευταίο να την ρωτήσει: What are you talking about?). Το μόνο που κάνει στη σκηνή αυτή η Σίρλεϋ ΜακΛέιν είναι να χρησιμοποιεί το βλέμμα της και κάποιες συσπάσεις των μυών του προσώπου της –και αυτές ελάχιστες· καταφέρνει να μας μεταφέρει την κρίσιμη πληροφορία με το να μην λέει τίποτα και να είναι απλώς εκεί. Τελικά, δε, με το να μην είναι εκεί! Στο τελευταίο πλάνο της σεκάνς, η κάμερα, και το βλέμμα του ήδη απορριφθέντος αντεραστή, γυρίζει προς τη θέση όπου καθόταν η πρωταγωνίστρια, και τότε βλέπουμε όλοι ότι αυτή είναι κενή.

https://www.youtube.com/watch?v=r8rQPZHCvuw

Το να βασίζεται μια ταινία σε ένα ερωτικό τρίγωνο και στην επίλυσή του είναι ένα θέμα εξαιρετικά σύνηθες, ίσως το πιο σύνηθες στον εμπορικό λεγόμενο κινηματογράφο. Ωστόσο, αν φέρναμε στο μυαλό μας π.χ. αντίστοιχες ταινίες του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής, εκεί η επίλυση της σύγκρουσης συνήθως επέρχεται με εκτενείς και φλύαρες συζητήσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, απανωτά γκρο πλαν, εξηγήσεις και κόντρα εξηγήσεις, απαραίτητα μια τελική σκηνή γάμου κ.λπ. Εδώ, είναι αξιοθαύμαστο ότι ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει την ευφορική αυτή αίσθηση της ευτυχούς κατάληξης με μινιμαλιστικό τρόπο, με ελάχιστα μέσα, και μάλιστα ότι είναι κινηματογραφικά εύστοχος όχι παρά την λιτότητα και την οικονομία των μέσων του, αλλά εξαιτίας αυτής. Εάν χρησιμοποιούσε περισσότερα, δεν θα πετύχαινε το ίδιο αποτέλεσμα.

Δεν είναι μόνο ότι ο θεατής εμπλέκεται περισσότερο στην υπόθεση όταν τον αφήνεις να μαντέψει κάποια πράγματα αντί να του τα δίνεις μασημένα. Εν προκειμένω, είναι και το ποια είναι αυτά τα πράγματα.

Ας αναλογιστούμε το εξής. Γιατί πείστηκε η Φραν να πάει με τον Μπάξτερ;

Στη τελική της συνάντηση με τον Σέλντρέικ, εκ πρώτης όψεως θα νόμιζε κανείς ότι επιτέλους ο δρόμος είναι ανοιχτός για να ζήσει με εκείνον, αφού αίρονται τα εμπόδια –και ιδίως το βασικό μέχρι τώρα εμπόδιο- στη συμβίωσή τους: έχει πλέον πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του. (Βεβαίως, το διαζύγιο αυτό δεν ήρθε με δική του πρωτοβουλία! Η γυναίκα του ήταν εκείνη που τον απέπεμψε όταν πληροφορήθηκε ότι όλα αυτά τα χρόνια έπαιζε διπλό –ή μάλλον πολλαπλό- παιχνίδι. Έτσι, στρέφεται στην ερωμένη του ως λύση ανάγκης. Αυτό όμως το γνωρίζει μόνο ο θεατής, όχι η Φραν).

Παρόλα αυτά, λοιπόν, η Φραν κάνει πίσω ακριβώς αυτή τη στιγμή.

Για ποιο λόγο; Ποιος παράγοντας ήταν τόσο ισχυρός, ποιο τόσο δυνατό χαρτί διέθετε ο Μπάξτερ ώστε να ανατρέψει αυτή την υπεροπλία του αφεντικού και να κερδίσει την Φραν, χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι του;

Ο λόγος είναι ένα περιλεκτικό [perlocutionary] μήνυμα (μέσα στο μήνυμα) το οποίο έφτασε στον προορισμό του από καραμπόλα, τυχαία, ενδεχομενικά –αλλά αυτή η τύχη ήταν σε ένα βαθύτερο επίπεδο αναγκαιότητα. Ο ίδιος ο Σέλντρέικ είναι εκείνος που λειτουργεί ως αθέλητος και ανεπίγνωστος αγγελιοφόρος του μηνύματος· μεταφέρει στην Φραν μία πληροφορία, χωρίς να συνειδητοποιεί ο ίδιος την διαθετική (affective) σημασία που προσλαμβάνει για εκείνην η πληροφορία αυτή. Η σημασία αυτή είναι η εξής: ακούγοντάς τον, η Φραν συνειδητοποιεί ότι ο Μπάξτερ έκανε γι’ αυτήν μία πολύ σημαντική θυσία χωρίς να περιμένει καμία ανταπόδοση (πώς να περιμένει εξάλλου; Αφού ούτε καν της το είπε ο ίδιος, ούτε είχε από πουθενά κάποια ένδειξη ότι εκείνη επρόκειτο να το μάθει από άλλον. Όταν έκανε αυτή τη θυσία νόμιζε ότι πλέον την είχε χάσει για πάντα). Η θυσία αυτή ήταν η έξοδος από την φορντική εργασία και μια καριέρα που του ήταν εκεί εξασφαλισμένη –χάρη σε μικροκομπίνες και στην εμπορευματοποίηση της ιδιωτικότητας. Αποφασίζει λοιπόν να αποτολμήσει και εκείνη την έξοδο από μια σχέση που βλέπει ότι δεν της προσφέρει τίποτα, παρά μόνο υποτίμηση και ταπείνωση.

Με αυτό τον τρόπο, ο Μπάξτερ και η Φραν συνεννοούνται χωρίς να επικοινωνήσουν. Η συνάντησή τους, το σμίξιμό τους, επέρχεται χωρίς καν να συναντηθούν με τη στενή, σωματική έννοια του όρου, χωρίς να συνομιλήσουν. Η συνάντηση ευοδώνεται όχι χάρη σε κάποια «διαφανή επικοινωνία», αλλά ακριβώς μέσω της μη διαφάνειας, του ασύμπτωτου.

Το τέλος αυτό της ταινίας είναι ό,τι πιο αντιχαμπερμασιανό μπορεί να σκεφτεί κανείς. Είναι ο θρίαμβος του υλισμού του αστάθμητου (matérialisme aléatoire) επί της τελεολογίας. Πράγμα που σηματοδοτείται και από την τελική φράση που ακούμε και την τελευταία εικόνα που βλέπουμε. Ενόσω μοιράζει τα τραπουλόχαρτα (κατεξοχήν δείγμα του αστάθμητου –η ίδια η λέξη aléatoire έρχεται από τη λατινική λέξη για το ζάρι) για να αρχίσουν να παίζουν, αλλά χωρίς να τα κοιτάζει καν, χωρίς να αφήνει από το βλέμμα του την Φραν, ο Μπάξτερ, για πρώτη και τελευταία φορά στην ταινία, της λέει: Miss Kubelik, I love you. I absolutely adore you. Did you hear what I said?. Εκείνη του απαντά: Shut up and deal.

Η ίδια λοιπόν αυτή η καταληκτήρια ατάκα υπενθυμίζει ότι αυτό το ευτυχές κλείσιμο είναι επίσης ένα άνοιγμα, μία ζαριά στο μέλλον. Τόσο μάλλον που εκφωνείται μέσα σε ένα άδειο διαμέρισμα, ανάμεσα σε βαλίτσες και κιβώτια, τη στιγμή που ο ένοικος της γκαρσονιέρας ετοιμάζεται να μετακομίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχοντας επιλέξει μια γραμμή φυγής από την εργασία, το σπίτι, την πόλη, χωρίς να ξέρει πού θα πάει. Κάνει ένα άλμα στο κενό. Αλλά το κάνει έχοντας πλάι του μία σύντροφο, με την οποία συναντήθηκε όταν τόσο η μία, όσο και ο άλλος είπαν όχι στην αναξιοπρέπεια.

Untitled

[1] Για όποιον δεν έχει δει, ή δεν θυμάται, την ταινία, συνοψίζω εδώ την πλοκή: ο C.C. Baxter (Τζακ Λέμον) ζει μόνος του στη Νέα Υόρκη και εργάζεται σε έναν ασφαλιστικό κολοσσό. Στην ίδια επιχείρηση εργάζεται ως χειρίστρια του ασανσέρ η Φραν Κούμπελικ (Σίρλεϋ ΜακΛέιν), την οποία πολιορκεί διακριτικά, αλλά εκείνη αρχικά αδιαφορεί, όπως αδιαφορεί και στην λιγότερο διακριτική πολιορκία αρκετών άλλων ανδρών υπαλλήλων, χωρίς όμως να εμφανίζεται ποτέ δημόσια με κάποιο σύντροφο. Ο Μπάξτερ μένει στο «διαμέρισμα» του τίτλου, το οποίο παραχωρεί για λίγες ώρες στον προϊστάμενό του Σέλντρέικ (Φρεντ ΜακΜάρρεϋ), καθώς και σε άλλους ανωτέρους του στην ιεραρχία, για να στεγάσουν τις εξωσυζυγικές τους περιπέτειες, με αντάλλαγμα την υπηρεσιακή του ανέλιξη. Ο Σέλντρέικ, ο οποίος είναι ιδιοτελής και αναξιόπιστος, έχει ως ερωμένη του την Φραν και διαρκώς της υπόσχεται ότι θα πάρει διαζύγιο ώστε να ζήσουν μαζί, χωρίς όμως να υλοποιεί την υπόσχεσή του. Κάποια μέρα που συνευρίσκονται στο διαμέρισμα του Μπάξτερ, ο Σέλντρέικ φεύγει και αφήνει μόνη την Φραν, η οποία, απελπισμένη από την εξέλιξη του δεσμού τους, καταπίνει ό,τι χάπια βρίσκει στο σπίτι και αποπειράται να αυτοκτονήσει. Κατά ευτυχή σύμπτωση ο Μπάξτερ επιστρέφει στο σπίτι του εγκαίρως για να την βρει ακόμα ζωντανή και την σώζει. Στην επόμενη κρούση του προϊσταμένου του να του δώσει το κλειδί, απαντά αρνητικά, ξέροντας φυσικά ότι έτσι θα χάσει όλα τα προνόμια που κέρδιζε εξ αυτού, υποβάλλει την παραίτησή του συνολικά από την εταιρεία και ετοιμάζεται να φύγει από το διαμέρισμα και από την πόλη για να αναζητήσει την τύχη του αλλού.

Στη σκηνή που παραθέτουμε ανωτέρω, ο Σέλντρέικ απορημένος ενημερώνει την Φραν για την άρνηση αυτή του Μπάξτερ, η οποία του φαίνεται ακατανόητη και παράλογη. Η Φραν «ενώνει τις τελίτσες», αντιλαμβάνεται τους λόγους της άρνησης και συνειδητοποιεί ότι ο Μπάξτερ την αγαπά περισσότερο και ειλικρινέστερα από τον υποκριτή Σέλντρέικ· αφήνει λοιπόν τον τελευταίο στα κρύα του λουτρού και σπεύδει στο διαμέρισμα, όπου προλαβαίνει τον Μπάξτερ λίγο πριν φύγει και του γνωστοποιεί ότι πλέον θα «κάνει χαρτί» με αυτόν.

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “Tο πιο happy end στην ιστορία του Χόλλυγουντ

  1. nk's avatar Ο/Η nk λέει:

    Aπ’ όσα διαβάζω, καταλαβαίνω πως η Φραν απαιτεί θυσίες από τον εκάστοτε φίλο της. Από τον παντρεμένο, απαιτεί να χωρίσει. Όταν δεν το πετυχαίνει, επιχειρεί να θυσιάσει η ίδια τον εαυτό της στο βωμό του λαβωμένου της ναρκισσισμού. Επιλέγει τον Μπάξτερ, γιατί προκαταβολικά τα θυσιάζει όλα για χάρη της. Δεν είναι πάντα σωστή η λογική της θυσίας, της απαίτησης, της αξίωσης

    Μου αρέσει!

    • H λέξη «απαιτεί» δεν αναφέρεται πουθενά στο παραπάνω σημείωμα.
      Ασχέτως τούτου, στις ταινίες του Ουάιλντερ δεν υπάρχουν θετικοί ήρωες (ή ηρωίδες). Οι άνθρωποι έχουν ελαττώματα: είναι άλλοτε αφελείς, άλλοτε πονηροί, άλλοτε κυνικοί, άλλοτε συναισθηματικοί, κάποτε και όλα αυτά ταυτόχρονα. Το θέμα του σημειώματος δεν είναι ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των ηρώων, αλλά τι κάνει με αυτούς ο σεναριογράφος/ σκηνοθέτης.

      Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην nk Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.