του Μάριο Τρόντι
Ο Μάριο Τρόντι θεωρείται ένας από τους κύριους, αν όχι ο κύριος εκπρόσωπος του θεωρητικού και πρακτικού ρεύματος του ιταλικού εργατισμού (operaismo). Παρόλα αυτά, στα ελληνικά δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα πράγματα από όσα, πολλά, έχει γράψει όλες αυτές τις δεκαετίες. Ούτε και το παρόν δημοσίευμα φυσικά πρόκειται να καλύψει αυτή την έλλειψη. Είναι απλώς ένα μικρό μέρος –συνένωση δύο διαφορετικών χωρίων- από την lectio magistralis, την, ας πούμε, «καταληκτήρια διάλεξη», που έδωσε ο Τρόντι στο Πανεπιστήμιο της Σιένα το 2001, κατά τον τερματισμό της μακράς του καριέρας ως διδάσκοντος. Η διάλεξη είχε τον τίτλο Politica e Destino [Πολιτική και μοίρα] και το κείμενό της δημοσιεύθηκε αργότερα σε έναν συλλογικό τόμο με τον ίδιο γενικό τίτλο (Luca Sossella, Ρώμη 2006). Μετάφραση: Α.Γ., με βάση το ιταλικό κείμενο. O τίτλος της ανάρτησης είναι δικός μου (φυσικά είναι μια διατύπωση παρμένη αυτούσια από το κείμενο). Λήφθηκαν υπόψη οι υποσημειώσεις του γάλλου μεταφραστή Julien Allavena από την εκδοχή του κειμένου αυτού στον συλλογικό τόμο Le démon de la politique (Amsterdam éditions, Παρίσι 2021), ο οποίος βγήκε σε επιμέλεια της Jamila M. H Mascat και περιέχει επίσης συμβολές των Étienne Balibar και Antonio Negri από μία δημόσια εκδήλωση προς τιμήν του Τρόντι που έγινε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2019.
(…)
Εδώ θα κάνω ένα διάλειμμα, ακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο ο Μάλερ χρησιμοποιoύσε το κιτς όταν έχωνε στις πτυχώσεις των περίπλοκων συμφωνικών πλοκών του, ανάμεσα σε ένα απελπισμένο αντάτζιο και ένα μεγαλειώδες πρέστο, λαϊκές μελωδίες, αγροτικά τραγουδάκια της Μοραβίας, εμβατήρια για μεγάλη μπάντα. Μάλιστα, υπάρχει εδώ ένα απόσπασμα που δεν κατάφερα να εκφωνήσω στη διάλεξη, παρόλο που το είχα γραμμένο στο κείμενο. Η αιδημοσύνη επισκιάζει την ομιλία εκεί όπου αυτή πάει να αγγίξει τα ιερά και τα όσια της ύπαρξής μας. Μόνο η μοναχική σκιά της γραφής καταφέρνει να εκφράσει το κρυμμένο μέρος του αυθεντικού. Υπάρχει μια φράση από το Operai e capitale (1966)[1], που τώρα δεν θέλω ούτε να πάω να δω σε ποια σελίδα βρίσκεται. Δεν ξέρω πώς διαβάστηκε. Ξέρω ότι περιείχε, μεταφορικά, έναν πολύ σπάνιο αυτοβιογραφικό υπαινιγμό. Έλεγε: «εμείς δεν έχουμε ανάγκη να πάμε προς τον λαό, διότι προερχόμαστε από τον λαό». Όταν μιλάω για «ρίζες», εμένα οι πολιτικο-θεωρητικές μου ρίζες είναι στους εργάτες του Τορίνο, οι δε ιστορικές-ανθρώπινες στους εργάτες της Ρώμης. Το νόημα ήταν αυτό: οι σημερινοί εργατικοί αγώνες έρχονται από πολύ μακριά, από τη λαϊκή παράδοση, και μαζί μ’ αυτούς και εγώ. Αργότερα, υπήρξε ένα πέρασμα χειραφέτησης από αυτές τις ρίζες. Αλλά το σημάδι παραμένει, στα βάθη της ψυχής. Διότι αυτή η παράδοση είναι η λαϊκή νεωτερικότητα. Δεν είναι ο παζολινικός αρχαϊσμός των μητροπολιτικών προαστίων. Είναι η πανέμορφη γνωσιακή ειρωνεία ενός λαϊκού κέντρου πόλης. Το πραγματικό μου πανεπιστήμιο: της σκέψης και της ζωής. Προσπάθησα να την μεταδώσω, διαμεσολαβώντας την πολιτισμικά, στη διδασκαλία –ή μάλλον την άρνησή της. Όταν τα παιδιά μου πήγαιναν στο δημοτικό, μερικές φορές τα συνόδευα με τα πόδια μέχρι το Nicolò Tommaseo, λίγο πριν τη Βασιλική του Αγίου Παύλου. Διασχίζαμε, το πρωί, την Via Ostiense, περνούσαμε μπροστά από τις Mercati generali[2] που έσφυζαν από δουλειά, κραυγές, μαγαζάκια και μόχθο. Κάποιος, πάνω από ένα καρότσι, φώναξε στα παιδιά: ahò, saluteme a’ maestra[3]. Και χάρηκα, γιατί έλεγα μέσα μου: αν μπουν σε αυτό το σχολείο με αυτή την αποσκευή, δεν θα χαθούν… Και δεν χάθηκαν. Εγώ τους έλεγα: κοιτάξτε! Αυτοί είναι «οι δικοί μας». Τώρα που «οι δικοί μας» σχεδόν δεν υπάρχουν πια, η απλή οικογενειακή ανάμνηση με παρηγορεί, και μας επιβεβαιώνει, ότι βρισκόμαστε από τη σωστή πλευρά και μόνο για το γεγονός ότι ερχόμαστε από εκεί.
Θα κλείσω αυτή την παρέκβαση παραπέμποντας, με ένα παράθεμα. Δυστυχώς, κάποιες παραπομπές μπορούν να τις κάνουν μόνο εκείνοι που τις σκέφτηκαν και κανένας άλλος. Στο [βιβλίο μου] Con le spalle al futuro [Με τις πλάτες στο μέλλον] (1992), στην αρχή αρχή, διαβάζουμε: μα πώς, δεν το μάθατε, δεν ακούσατε στη νέα κραυγή του Ζαρατούστρα την αναγγελία: «Ο λαός είναι νεκρός»; Αυτό είναι το novum sub sole [καινόν υπό τον ήλιον]. Και αυτό, αυτό μεταξύ άλλων, είναι η τραγωδία στο πολιτικό τού σήμερα. Ο κόσμος, τα άτομα, οι πολίτες, το πλήθος, είναι ό,τι μένει μετά το νικηφόρο πέρασμα, σε παγκόσμιο επίπεδο, των διαδικασιών εξουδετέρωσης και αποπολιτικοποίησης. Γιατί λέτε ότι υπάρχει λαϊκισμός; Μα επειδή δεν υπάρχει πλέον λαός.
Σε αυτό το σημείο έχει εμφιλοχωρήσει, και έχει συνειδητοποιηθεί κατά τρόπο αργό αλλά εξίσου βαθύ, ένα θεωρητικό πρόβλημα μεγάλης έντασης και μεγάλης δυσκολίας. Ένα πρόβλημα που εμπεριέχει το ιστορικό θέμα της συνάντησης του εργατικού κινήματος με τη σύγχρονη πολιτική. Το εργατικό κίνημα αναδιατύπωσε την αυστηρά μοντέρνα σχέση μεταξύ πολιτικής και έκτακτης ανάγκης με τους όρους της διάκρισης μεταξύ στρατηγικής και τακτικής. Σχέση που πρέπει να ξανασκεφτούμε τώρα, μετά τον εικοστό αιώνα. Η πολιτική στο λυκόφως υποφέρει από αυτή την ασθένεια: η ενδεχομενικότητα την κατατρώγει έσωθεν. Η πολιτική έχει χάσει τη σχετική της ελευθερία από τη συγκυρία, η οποία ήταν ανέκαθεν συστατικό της στοιχείο. H ενδεχομενικότητα στην πολιτική έχει μια δική της μονιμότητα στη μακρά διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας: από τον Μακιαβέλλι στον Βέμπερ, κι έπειτα, από εκεί, σε πλήρη ανάπτυξη, μέχρι και την εποχή των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων εμφυλίων πολέμων. Ο Μακιαβέλλι και ο Βέμπερ, μεταξύ του δέκατου έκτου και του εικοστού αιώνα, «είναι» η σύγχρονη πολιτική, απέναντι –ας μη φοβόμαστε ποτέ να το υπενθυμίζουμε- στον Χομπς και τον Σμιττ. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε τον Μακιαβέλλι; Αναρωτιόταν ο Μερλώ-Ποντύ. Επειδή ο Μακιαβέλλι –απαντούσε- συνενώνει την ενδεχομενικότητα του κόσμου και τη συνείδηση του ανθρώπου: άρα, κάτι πεπερασμένο και καθορισμένο με κάτι άπειρο και απόλυτο. Δύο πράγματα που δεν πάνε μαζί, ή πάνε μαζί μόνο συγκρουσιακά. Όπως στον Μαρξ: η ιστορική ενδεχομενικότητα του καπιταλισμού και η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου. Όσο υπήρχε η πάλη μεταξύ αυτών των δύο διαστάσεων, υπήρχε πολιτική. Χωρίς αυτή την πάλη, υπάρχει πολιτική κρίση. Ο Μακιαβέλλι –η ιδέα είναι του Αλτουσέρ– «είναι ο πρώτος θεωρητικός της συγκυρίας». Όχι επειδή σκέφτεται «πάνω» στη συγκυρία, αλλά επειδή σκέφτεται «μέσα» στη συγκυρία, δηλαδή μέσα στην έννοια της αστάθμητης ενικής περίπτωσης. Να σκέπτεσαι, στη συγκυρία, στρατηγικά, την πολιτική· να σκέπτεσαι, στην αστάθμητη περίπτωση, τις «κανονικότητες της πολιτικής» όπως τις ονόμασε ο Miglio: αυτή είναι η έννοια, «absolument moderne»[4] του πολιτικού πράττειν.
(…)
Στην αρχή του εκτενούς δοκιμίου, στο [βιβλίο μου] La politica al tramonto [Η πολιτική στο λυκόφως], θα βρείτε δύο μόττο, ένα από τον Μακιαβέλλι και ένα από τον Τάουμπες. Υπήρχε και ένα τρίτο, το οποίο ανεξήγητα χάθηκε κατά την εκτύπωση. Θα ήταν χρήσιμο να το επαναλάβω τώρα. Ήταν ένας στίχος του Χαίλντερλιν, από το An die jungen Dichter [Προς τους νέους ποιητές]: «lehrt und beschreibet nicht», «μην περιγράφετε, μην διδάσκετε». Σε συνάφεια με τη μορφή σκέψης που συζητήσαμε παραπάνω, πάντοτε αναζητούσα έναν κατάλληλο τρόπο για να μεταδώσω την ιδέα αυτή. Ο Ρομάνο Γκουαρντίνι μάς καλούσε να μην είμαστε «εκπαιδευτικοί» αλλά «δάσκαλοι». Στην εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα, η προ-νεωτερική, σχεδόν ιερή φιγούρα την οποία εκφράζει η λέξη Meister είναι αδιανόητη. Ωστόσο, ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο Eckhart, ο κατ’ εξοχήν δάσκαλος, εκείνος για τον οποίο η λέξη Meister ανέλαβε το ρόλο του κύριου ονόματος, ήταν ένα κόκκινο νήμα που συνέδεε διάφορα στάδια της έρευνάς μου. Αυτό που ενστικτωδώς αρνιόμουνα ήταν η σχολαστικότητα του καθηγητή. Οι φοιτητές της Σιένα συνάντησαν έναν μη απαιτητικό δάσκαλο, ο οποίος στις εξετάσεις δεν έκανε ερωτήσεις αλλά άκουγε. Είναι ήδη μια κόπωση να παρακολουθείς ένα μάθημα και να υποβάλλεσαι σε εξετάσεις, ώστε δεν χρειάζεται να επιβαρύνουμε τα πράγματα προσθέτοντας το βάρος μιας διάκρισης ανάμεσα σε όσους γνωρίζουν περισσότερα και σε όσους γνωρίζουν λιγότερα. Κατά την παρουσίαση των πτυχιακών εργασιών, άφηνα τον συνεισηγητή μου να κάνει τις ενδεδειγμένες μεθοδολογικές, φιλολογικές και βιβλιογραφικές παρατηρήσεις, ενώ εγώ προσπαθούσα να αναδείξω τα ίχνη μιας μικρής έστω ανακάλυψης. Για τα κορίτσια και τα αγόρια, το μήνυμα ήταν αυτό: δεν με νοιάζει τι ξέρεις, με νοιάζει τι είσαι. Αυτό θα πει δάσκαλος: να βοηθάς, να καθοδηγείς, να προσανατολίζεις, να διορθώνεις αν χρειαστεί, το νιτσεϊκό «γίνε αυτό που είσαι». Διότι σκέφτομαι το εξής: είτε είσαι κάτι, ή αλλιώς δεν γίνεσαι τίποτα. Και ειλικρινά ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορείς να διδάξεις σε κάποιον κάτι. Σημαντικό, ουσιαστικό, είναι αυτό το «μην περιγράφεις». Μιλάω για πολιτική σκέψη –η οποία πρέπει πάντα να αποφεύγει δύο κινδύνους. Ο πρώτος: να πάρεις το γεγονός και να το αντιμετωπίσεις εμπειρικά ως τέτοιο, να υποθέσεις με παθητικό τρόπο τα γεγονότα ως δεδομένα, κυρίαρχα, νομιμοποιημένα από μόνα τους, πηγή νομικής υποχρέωσης. Μια καθυπόταξη στην πραγματικότητα, κυριολεκτικά αδύνατη για μένα. Ανάμεσα σε μια σοφία, ας το πούμε έτσι, που ανάγεται στον Κέυνς, του τύπου «τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα» και μια τρέλα που, ας πούμε, ανάγεται στον Μπλοχ, του τύπου «τόσο χειρότερο για τα γεγονότα», εγώ επιλέγω την δεύτερη. Ο άλλος κίνδυνος: να εγγραφείς στον ορίζοντα του κόσμου της κουλτούρας, θεωρώντας τον εαυτό σου ως έναν κρίκο στην ιστορία των διανοουμένων, ως πομπό γνώσης, γράφοντας το ένα βιβλίο μετά το άλλο, πηγαίνοντας από σκέψη σε σκέψη όπως πηδάμε από ένα κλαδί στο άλλο: μια άλλη μορφή καθυπόταξης, αυτή τη φορά στην επιστήμη και τη γνώση των ολίγων. Για μένα, η γραφή, και αυτή η μορφή γραφής-σκέψης που καλλιεργώ με αγάπη, είναι μια άμεση σωματική αναμέτρηση με την ιστορία, όπου η κουλτούρα είναι μεσολάβηση μεταξύ λέξης και ιδέας, ενώ τα βιβλία είναι όπλα, όπλα κριτικής, που πρέπει να μάθει κανείς να χρησιμοποιεί καλά: σαφής ο στόχος, ξεκάθαρο το σημάδι, ψυχρό το μάτι, καυτό το χέρι.
[1] «Εργάτες και κεφάλαιο», ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα βιβλία του Τρόντι.
[2] «Γενικές Αγορές», η παλιά σκεπαστή αγορά της Ρώμης, σήμερα –εδώ και χρόνια- υπό «αναδιαμόρφωση» με σκοπό να δοθεί σε νέες χρήσεις (μπορούμε περίπου να φανταστούμε ποιες).
[3] Στη διάλεκτο της Ρώμης, «έι! Τους χαιρετισμούς μου στη δασκάλα». Κατά τον Allavena, η έκφραση είναι αμφίσημη, διότι μπορεί να αποτελεί έναν τρυφερό χαιρετισμό προς τα παιδιά, αλλά ταυτόχρονα και σαρκαστική έκφραση κάποιου που έχει πλέον γλιτώσει από την υποχρέωση να πηγαίνει σχολείο.
[4] «Απολύτως μοντέρνα». Δεν γνωρίζω γιατί ο Τρόντι προτίμησε εδώ την γαλλική έκφραση από την ιταλική.