ρατσισμός,Δίκαιο,Πολιτική

Γλυτώσαμε από τον αμετανόητο ρατσιστή Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ

του Δημήτρη Δημούλη

 

            Οι εφημερίδες και τα κόμματα της επίσημης Αριστεράς άσκησαν δύο κριτικές στον κυριούλη που εμφανιζόταν ως Βασιλιάς μας: επέκριναν τις ακροδεξιές αντιλήψεις του καθώς και το ότι ήταν χουντικός μέχρι το μεδούλι και μάλιστα ονειρεύτηκε να επιβάλλει μια δική του δικτατορία. Πολύ σωστά αυτά. Ωστόσο, το να είσαι ακροδεξιός και χουντικός δεν είναι και τόσο πρωτότυπο. Δεν νομίζω ότι τόσοι βασιλείς, δεξιοί πολιτικοί και άλλοι μεγαλόσχημοι θα δέχονταν να λερώσουν τα πανάκριβα παπούτσια τους, επισκεπτόμενοι ένα εγκαταλελειμμένο και μισοκαμμένο αγρόκτημα στο Τατόι.

Το ενδιαφέρον στον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ (στο εξής: Κ.Γλ.) δεν είναι το τι πίστευε ούτε το τι όντως έκανε ως αρχηγός κράτους. Ούτε βέβαια το ότι υπήρξε αρχηγός κράτους πριν από πενήντα χρόνια την εποχή του Νίξον και του Βίλλυ Μπραντ. Το ενδιαφέρον (και απεχθές) είναι ότι πρόκειται για έναν αμετανόητο και, ούτως ειπείν, επαγγελματία ρατσιστή που δεν έχανε ευκαιρία να επαίρεται για το ρατσισμό του.

Αυτό θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει και να επικρίνει η Αριστερά αντί να αναπαράγει επιφανειακές κριτικές για τον πολιτικό ρόλο του Κ.Γλ.

Τρεις σκέψεις επ’ αυτού.

Ας υποθέσουμε ότι ένας κύριος που διετέλεσε Δήμαρχος Λαμίας μέχρι το 1973 περνά τα επόμενα πενήντα χρόνια της ζωής του περιφερόμενος σε καφετέριες και κανάλια της πόλης, λέγοντας ότι είναι «ο Δήμαρχος» και μάλιστα δηλώνοντας την ιδιότητα του Δημάρχου σε έγγραφα δημοσίων υπηρεσιών. Όποιος τον άκουγε θα νόμιζε ότι κάνει πλάκα ή (το πιθανότερο) ότι έχει τρελαθεί. Το αξίωμα του Δημάρχου έχει αρχή και τέλος και εάν κάποιος αρέσκεται να μας υπενθυμίζει ότι υπήρξε Δήμαρχος, πρέπει να συνοδεύει τον τίτλο αυτό με τη λέξη πρώην ή κάποια ανάλογη. Το πολύ-πολύ οι γνωστοί του να τον αποκαλούν «Δήμαρχε» από αβροφροσύνη. Αλλά όλοι ξέρουν ότι δεν είναι Δήμαρχος.

Γιατί λοιπόν ο Κ.Γλ. όχι μόνον έλεγε διαρκώς ότι είναι Βασιλιάς των Ελλήνων, αλλά και οι άλλοι έπαιρναν στα σοβαρά αυτόν τον ισχυρισμό; Γιατί π.χ. μια έγκυρη εφημερίδα όπως η El Pais αναφέρθηκε επανειλημμένα τις τελευταίες μέρες στον “Constantino de Grecia” και στον γιο του ονόματι “Pablo de Grecia”; Και γιατί η ελληνική Βικιπαίδεια μετά από πολύχρονες συζητήσεις αποφάσισε να αποκαλεί αυτούς τους δύο «Κωνσταντίνος Β΄ της Ελλάδας» και «Παύλος της Ελλάδας (1967-)»[1];

Αυτά συμβαίνουν για τον απλό λόγο ότι ο Κ.Γλ. ήταν πεπεισμένος ότι είναι (υπαρξιακά-ανθρωπολογικά) βασιλιάς. Ήταν πεπεισμένος ότι το βασιλεύειν είναι ιδιότητα, δικαίωμα και υποχρέωση που απέκτησε με τη γέννησή του και δεν θα εξαλειφθεί ποτέ, ό,τι και εάν αποφασίσει ο ελληνικός λαός, ότι και εάν ορίσει το Σύνταγμα και οι νόμοι, όσοι Πρόεδροι Δημοκρατίας και αν περάσουν από την Ελλάδα.

Ο Κ.Γλ. ήταν επίσης πεπεισμένος ότι θα μετέφερε τη βασιλική ιδιότητα στον πρωτότοκο γιό του, όπως εκείνος την πήρε από τον πατέρα του. Και κατάφερε να πείσει την κοινή γνώμη περί αυτών ή μάλλον η κοινή γνώμη τα ήξερε και τα αποδεχόταν όλα αυτά πριν καν γεννηθεί ο Κ.Γλ. Γι αυτό και δεν τον θεωρήσαμε τρελό όταν για πενήντα χρόνια έλεγε ότι είναι βασιλιάς ενώ ήταν ένα τίποτα.

Η ουσία του ρατσισμού έγκειται στην πεποίθηση και πρακτική ότι η γέννηση κάποιου ατόμου ως μέλους μιας ομάδας που αναπαράγεται κληρονομικά (βιολογικο-κοινωνικά) το καθιστά, οριστικά και αμετάκλητα, ανώτερο από όσους ανήκουν σε άλλες, δυνητικά συγκρίσιμες, ομάδες. Ο ρατσιστής θα πει ότι γεννήθηκε Λευκός επειδή είναι τέκνο Λευκών και θα πεθάνει Λευκός. Λόγω δε αυτής της ιδιότητάς του θα είναι πάντα ανώτερος από τους μη Λευκούς.[2]

            Ο Κ.Γλ. δεν πρωτοτυπεί όταν λέει πως είναι κάτι διαφορετικό από όλους εμάς. Οι μελέτες περί ρατσισμού αναφέρουν ότι οι «ευγενείς» Ισπανοί διαμόρφωσαν και διέδωσαν την ιδέα του καθαρού αίματος και της ανώτερης ράτσας που αφορούσε τους ίδιους (τους γαλαζοαίματους), αλλά και τα άλογα που για πολλές γενιές δεν «αναμειγνύονταν» με κατώτερες ράτσες και άρα ήταν (ευγενείς και άλογα) οι πλέον καθαρόαιμοι, οι πλέον δυνατοί, οι πλουσιότεροι και μεγαλοπρεπέστεροι και γενικώς οι ανώτεροι. Limpieza de sangre.

            Πρόσφατα ξεκίνησε μια συζήτηση για το εάν η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας έχει επιδείξει στο παρελθόν ρατσιστική συμπεριφορά. Αυτό προκαλεί γέλια, διότι το γεγονός και μόνο ότι κάποιος λέει ότι είναι royal επειδή κατάγεται από οικογένεια royals είναι δομικά έκφραση ρατσισμού. Κάποιος έχει ορισμένα χαρακτηριστικά και προνόμια που είναι ανεξάλειπτα επειδή γεννήθηκε από γαλαζοαίματους, ενώ εμείς, η πλέμπα, ό,τι και να κάνουμε ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γίνομε royals. Εν συντομία: δεν μπορείς να είσαι βασιλιάς ή ευγενής εάν δεν είσαι ρατσιστής. Και δεν μπορείς να είσαι βασιλιάς εάν δεν θεωρείς ότι ανήκεις σε μια κατηγορία ανώτερη και από τους ίδιους τους ευγενείς.

            Αυτά είναι ριζωμένα στην κουλτούρα μας που αποδέχεται τις ανθρωπολογικές διαφορές[3] ως αρχή οργάνωσης και ιεράρχησης του κόσμου. Και μάλιστα εκφράζονται και στο ισχύον δίκαιο διαφόρων χωρών. Διαβάζουμε στη νομοθεσία περί διαδοχής στο θρόνο της Δανίας:

 

§ 2. Σε περίπτωση θανάτου βασιλιά ή βασίλισσας, ο θρόνος δίνεται στον γιο ή την κόρη του εν λόγω βασιλιά ή βασίλισσας. (…)

3. Εάν ο βασιλιάς ή η βασίλισσα πεθάνει χωρίς να αφήσει διάδοχο, ο θρόνος περνάει στον αδελφό ή αδελφή.

5. Μόνο τα παιδιά που γεννιούνται σε νόμιμο γάμο έχουν δικαίωμα διαδοχής στο θρόνο.[4]

 

Μήπως θυμίζει νομοθεσία απαρτχάιντ; Μήπως πλασάρει ως αποδεκτό κάτι που θα ξεσήκωνε κύματα διαμαρτυρίας εάν π.χ. ο νόμος έλεγε ότι τον θανόντα αρεοπαγίτη διαδέχεται υποχρεωτικά το πρωτότοκο τέκνο του χωρίς κανένα έλεγχο, χωρίς καν να χρειάζεται να σπουδάσει νομικά;

            Η ρατσιστική διαφοροποίηση μας βοηθά να κατανοήσουμε την πολύκροτη υπόθεση σχετικά με το επώνυμο του Κ.Γλ. Το 1994 εκδόθηκε ο νόμος 2215 που προέβλεπε (άρθρο 6, παρ. 5) ότι εάν εκείνος και τα μέλη της οικογενείας του ήθελαν να εξακολουθήσουν να έχουν την ελληνική υπηκοότητα θα έπρεπε να προβούν σε μια σειρά απο ενέργειες μεταξύ των οποίων και η εξής απλή:

 

εγγραφή στα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια δήμου ή κοινότητας του κράτους με όνομα, επώνυμο και τα λοιπά αναγκαία κατά νόμον στοιχεία ταυτότητας.

 

Ο Κ.Γλ. έγινε έξαλλος και άρχισε να διαμαρτύρεται σε τηλεοράσεις και σε δικαστήρια, λέγοντας ότι ο ίδιος δεν έχει επώνυμο και ότι είναι, απλώς και προφανώς, ο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος», «ο Βασιλεύς των Ελλήνων», ο «Κωνσταντίνος B’ της Ελλάδος» ή ο “Constantine de Grecia”, όπως έγραφε, σε φραγκολεβαντίνικα, ένα δανέζικο διαβατήριό του.

Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι η οικογένειά του ποτέ δεν είχε επώνυμο. Η απάντηση σε αυτό είναι πως καμιά οικογένεια δεν είχε επώνυμο σε προηγούμενους αιώνες. Σε μικρές κοινότητες του παρελθόντος η ταυτοποίηση γινόταν με αναφορά στο πατρώνυμο, στο ανδρώνυμο ή σε παρωνύμιο του ατόμου ή του σογιού. Αποκτήθηκαν επώνυμα από τη στιγμή που το κράτος επέβαλε σε κάθε οικογένεια υπηκόων του να έχει επώνυμο καταχωρημένο και σαφώς ορθογραφημένο που να περνά από τη μια γενιά στην άλλη. Αυτό συνέβη με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικές στιγμές σε κάθε χώρα.[5]

Στην Ελλάδα, μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα δεν υπήρχαν επώνυμα σταθερά και καταγεγραμμένα. Αυτό συνέβη σταδιακά με την οργάνωση του Δημοτολογίου.[6] Άρα οι σημερινοί Έλληνες υπήκοοι και οι πρόγονοί τους των τελευταίων γενεών εξαναγκάστηκαν από το ελληνικό κράτος να αποκτήσουν επώνυμο για λόγους αποτελεσματικότερου ελέγχου του πληθυσμού. Όλοι αυτοί πήγαν στο Δημοτολόγιο και κατεγράφησαν. Όταν όμως το ελληνικό κράτος ζήτησε από τον Κ.Γλ. να κάνει το ίδιο, εκείνος εξανέστη και προτίμησε να μην έχει ελληνικά έγγραφα ιθαγένειας από το να υποστεί την ταπείνωση να αποκτήσει επώνυμο. Ο ρατσισμός του δεν του επέτρεπε να τεθεί στην ίδια κατηγορία με όσους δεν γεννήθηκαν (από) Βασιλείς.

Μια τελευταία σκέψη για το ρατσιστή μας. Ο Κ.Γλ. έχασε οριστικά τη δουλειά του με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973. Ο Κ.Γλ. ήταν ένας νέος 33 ετών, υγιής, στιβαρός, πολύγλωσσος, μορφωμένος και με διασυνδέσεις ανά τον κόσμο. Εάν κάποιος κανονικός άνθρωπος βρισκόταν στη θέση του θα σκεφτόταν τι δουλειά μπορεί να κάνει για να έχει αξιοπρεπές εισόδημα, για να αφήσει κάποιο έργο πίσω του και βεβαίως για να περνά τις μέρες του με δημιουργικό τρόπο. Αλλά ο Κ.Γλ. δεν δούλεψε ποτέ. Ξόδεψε τα πενήντα χρόνια που του έμελλε να ζήσει περιφερόμενος σε γιορτές, βαφτίσια, γάμους και κηδείες και χαζολογώντας γενικώς.

Πριν τον αποκαλέσουμε τεμπέλη και παράσιτο πρέπει να σκεφτούμε μήπως παρέμεινε άεργος λόγω του ρατσισμού που τον διέπνεε. Ίσως του απαγόρευε να αναλάβει μια εργασία από φόβο μήπως ανακατευτεί το καταγάλανο αίμα του με τον ιδρώτα των πληβείων. Γλυτώσαμε από ένα ρατσιστή. Δυστυχώς παραμένουν πολλοί ομόλογοί του που σκέφτονται και δρουν με βάση τις ανθρωπολογικές διαφορές. Εστεμμένοι και μη.[7]

Picture1

[1] Στις 16 Ιανουαρίου 2023 η σελίδα άλλαξε, για πολλοστή φορά, όνομα. Τώρα εμφανίζεται ως «Παύλος, τέως Διάδοχος της Ελλάδας».

[2] Αφήνω στην κρίση των αναγνωστριών το εάν είναι ρατσιστής όποιος λέει ότι γεννήθηκε και θα πεθάνει Έλληνας, ότι έχει ξεχωριστό DNA και ότι ουδείς Αλβανός μπορεί να «γίνει» Έλληνας.

[3] Η έννοια αναλύεται από τον E. Balibar: “Universalité bourgeoise et différences anthropologiques”, In: Citoyen sujet et autres essais d’anthropologie philosophique. 2011, σ. 465-515. « Ontological difference, anthropological difference, and equal liberty », European Journal of Philosophy 28/1, 2020, σ. 3-14.

[4] Το πρωτότυπο εδώ.

[5] Βλ τις εξαιρετικές ιστορικοφιλοσοφικές σελίδες σε Α. Γαβριηλίδη, Εμείς οι έποικοι, 2014, σ. 94-108.

[6] S. Marre. «Le dimotologion. Une source originale en Grèce». Histoire & mesure, 2004, σ. 133-159.

[7] Ας μου επιτραπεί μια βιογραφική σημείωση. Όταν το 1974 προκηρύχθηκε δημοψήφισμα με ερώτημα την επαναφορά της βασιλείας ήμουν οκτώ ετών. Στο μητρικό μου σπίτι ζούσαν τρεις ενήλικες. Η γιαγιά μου συμμετείχε σε φιλοβασιλικές επιτροπές και αφιέρωσε μήνες στην προσπάθεια να πείσει από τηλεφώνου γνωστούς και φίλους να «ψηφίσουν το βασιλιά». Η γιαγιά μου υπερηφανευόταν για το ότι είχε χρηματίσει πρόεδρος της «Φανέλλας του Στρατιώτου» στο παράρτημα Λαμίας και μου έδειχνε φωτογραφίες της με πριγκίπισσες.

Ο πατέρας μου είχε αντίθετη άποψη. Είχε δει τον πατέρα να εκτελείται από τους ναζί που έκαψαν το σπίτι του. Πάντς υπερηφανευόταν για τη δράση του ως «Αετόπουλο» της ΕΠΟΝ και δήλωνε φανατικός αντιβασιλικός. Η μητέρα μου ασχολούνταν με το φαρμακείο της και τον τότε τρίχρονο αδερφό μου και δεν θυμάμαι να είχε εκφραστεί για το ζήτημα της βασιλείας. Παρακολουθώντας τον ιδιότυπο προεκλογικό αγώνα ανάμεσα στην κουζίνα και την τραπεζαρία έγινα αντιβασιλικός γιατί με έπεισε το επιχείρημα του πατέρα μου. Αφού είμαστε όλοι ίσοι, πώς είναι δυνατόν κάποιος να είναι βασιλιάς με μόνο προσόν το ότι γεννήθηκε από συγκεκριμένους γονείς;

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.